Η αμφισβήτηση από το φασιστικό και επεκτατικό καθεστώς της Άγκυρας, της ελληνικής κυριαρχίας επί ενός κατοικημένου ελληνικού νησιού, της Γαύδου, αλλά και επί όλων των νησίδων και βραχονησίδων γύρω από την Κρήτη, αποτελεί την νομοτελειακή συνέχεια μιας αλληλουχίας γεγονότων:
Των συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου, της απόσυρσης της Μεραρχίας το 1967 και της προδοσίας του 1974. Της συμμόρφωσης με την αμερικανική εντολή να διεξάγονται επί 22 χρόνια «διακοινοτικές» συνεννοήσεις για το μέλλον της Μεγαλονήσου, (χωρίς να έχουν αποχωρήσει οι έποικοι και τα στρατεύματα του Αττίλα), με αποτέλεσμα να συγκαλυφθεί και να εμπεδωθεί η κατοχή.
Επίσης, των επανειλημμένων υποχωρήσεών μας στο Αιγαίο προ των τουρκικών τελεσιγράφων και της ανοχής εκ μέρους μας των προσπαθειών υπονόμευσης της κυριαρχίας μας στη Θράκη.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη σημασία έχουν: το 1976 (αντί «να βυθίσουμε το Χόρα» υπογράψαμε το πρωτόκολλο της Βέρνης, δευμευθέντες ως προς την ελληνική υφαλοκρηπίδα), το 1983 (δεν αντιδράσαμε ουσιαστικά στην ανακήρυξη του ψευδοκράτους), το 1987 (η τότε κρίση ενίσχυσε την αποψίλωση των δικαιωμάτων μας στην υφαλοκρηπίδα), το 1988 (επανάληψη των «διακοινοτικών» συνομιλιών από τον Γ. Βασιλείου, με τις ευλογίες των Αγγλοαμερικάνων, αλλά και της Αθήνας, αφού είχε προηγηθεί το «πρώτο» Νταβός, των Α. Παπανδρέου και Κ. Παπούλια: το «πρώτο», διότι θα επακολουθήσει και το δεύτερο, των Κ. Μητσοτάκη-Α. Σαμαρά), το 1994-95 (έναρξη τυπικής ισχύος Διεθνούς Συμβάσεως Δικαίου Θαλάσσης και υπόσχεση Α. Παπανδρέου προς Αμερικανούς ότι -«προσωρινά»;- δεν θα ασκήσουμε το δικαίωμα διερεύνησης των χωρικών μας υδάτων στα 12ν.μ.).
Ο πλέον πρόσφατος κρίκος σε αυτή τη μοιραία αλυσίδα ήταν, βέβαια, τα Ίμια. Το θέαμα μιας Ελλάδας που να παίρνει τους νεκρούς της και τη σημαία της και ν’ αποχωρεί, «επ’ αμοιβαιότητι», από το τμήμα της επικρατείας της, το θέαμα ενός Έλληνα Πρωθυπουργού, ο οποίος να ευχαριστεί, για όλα αυτά, τους Αμερικανούς από το βήμα της Βουλής, όπου πριν λίγες ώρες είχε διακηρύξει ότι «τα Ίμια είναι ελληνικά και η σημαία μας δεν θα υποσταλεί!», το θέαμα μιας αντιπολίτευσης, η οποία να σιωπά, μετά τις πρώτες ανακλαστικές της κραυγές, αυτά τα θεάματα επιβεβαίωναν τις εκτιμήσεις Τούρκων και Δυτικών για την Ελλάδα.
Τούρκων και Δυτικών. Διότι η κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει οφείλεται και στην ανικανότητα ή την απροθυμία μας να συνειδητοποιήσουμε το προφανές: ότι με τους στρατοκράτες της Άγκυρας έχει συμμαχήσει η ιμπεριαλιστική Δύση, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι, «σύμμαχοι» και «εταίροι» μας, ΕΟΚ και ΝΑΤΟ. Και ότι την (πραγματική ή εκτιμώμενη) έλλειψη εθνικής ισχύος δεν μπορούν να αντικαταστήσουν -και μάλιστα υπό τις συνθήκες αυτές- οι διαδικαστικοί, περί ομοφωνίας και αρνησικυρίας, κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Καθώς συρόμαστε προς οδυνηρή διπλωματική ή και στρατιωτική ήττα, δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε τα λόγια του Μιχάλη Ράπτη, στο τελευταίο του μήνυμα, που έγραψε για το «Άρδην» το Φεβρουάριο, λίγες μέρες πριν πεθάνει: «Η κρίση βέβαια θα συνεχιστεί. Και θα θέσει ως καθήκον, σε όσους κατέχονται όχι από κραυγαλέο εθνικισμό, τρόπο επίδειξης, χωρίς βάθος και δύναμη, πατριδοκαπηλίας, αλλά από γνήσιο εθνισμό και αντιιμπεριαλιστική διάθεση, τον σταθερό προσανατολισμό προς έγκαιρη δημιουργία ενιαίου εθνικού μετώπου, στηριζόμενου στον δημοκρατικό Λαό, στη βάση».