(Κατά τον Κ. Παπαιωάννου)
Ο Κώστας Παπαϊωάννου (1925-1981) υπήρξε ένας από τους κορυφαίους διανοητές του καιρού μας. Στο έργο του έχουμε ένα συνθετικό απολογισμό του πολιτισμού της νεωτερικότητας, που ξεκινά με την αποτίμηση των αποτυχιών της μαρξιστικής παράδοσης και φθάνει ως την κριτική της ανθρωπολογικής θεμελίωσης του δυτικού πολιτισμού.
Ο Παπαϊωάννου δέχεται την ενότητα του νεωτερικού πολιτισμού που ξεκινά από την Αναγέννηση για να γενικευθεί στις μέρες μας σε παγκόσμιο σύστημα. Στην ενότητα του αυτή βλέπει την παρουσία ενός συγκεκριμένου ανθρωπολογικού τύπου και προσπαθεί να αναδείξει τα χαρακτηριστικά του. Στο ερώτημα τι είναι ο άνθρωπος ενός πολιτισμού, την απάντηση τη δίνει η ιστορία του, γιατί η ιστορία αποτελεί την πραγμάτωση αυτού που είναι ο συγκεκριμένος ανθρώπινος τύπος. Αντιστρόφως, την απάντηση στο “αίνιγμα της ιστορίας” τη βρίσκει κανείς αναγόμενος στο ανθρωπολογικό υπόβαθρο του συγκεκριμένου ιστορικού πολιτισμού. Ο νεωτερικός πολιτισμός, τα επιτεύγματα του, αλλά και τα αδιέξοδα του, έχουν τις ρίζες τους στη νεωτερική νοηματοδότηση του υποκειμένου, στην ειδική απάντηση που δίνει η νεωτερικότητα στο κλασσικό ερώτημα της Σφίγγας. Ο Παπαϊωάννου είναι από κείνους τους μεταμαρξιστές διανοούμενους, των οποίων η κριτική είναι πραγματικά ριζοσπαστική. Η σκέψη του δεν τρομάζει μπρος τις συνέπειες της. Τολμά να αναχθεί στις ανθρωπολογικές ρίζες των μεγάλων προβλημάτων του σύγχρονου κόσμου.
Είναι φυσικά αδύνατο να αποδώσω με επάρκεια τη σκέψη του σε ένα άρθρο. Κάτι τέτοιο δεν είναι άλλωστε στις προθέσεις μου. Η έκθεση μου θα είναι επιλεκτική, περιορισμένη σε κείνα μόνο τα σημεία που έχουν για μένα τη σπουδαιότερη ανθρωπολογική σημασία.
1. Η ανθρωποκεντρική θεμελίωση
Ο πολιτισμός της νεωτερικότητας αποτελεί εκδίπλωση των δυνατοτήτων της νέας θέσμισης του κόσμου που εγκαινίασε η Αναγέννηση. Σε άκρα αντίθεση με τον μεσαιωνικό πολιτισμό, που ήταν θεμελιωμένος σε μια θεοκεντρική νοηματοδότηση του κόσμου, ο νεωτερικός θεμελιώνεται στον ανθρωποκεντρισμό. Ο μεσαιωνικός θεός κηρύχθηκε ανύπαρκτος και την κεντρική νοηματοδοτική θέση στο νεωτερικό σύστημα την κατέλαβε ο ίδιος ο άνθρωπος. Η νεωτερικότητα, λεει ο Παπαϊωάννου, είναι η πρώτη ανθρωπο-θεοκρατία στην ιστορία.
Τρία σημεία υπογραμμίζουν ιδιαίτερα το ειδικό νόημα της νεωτερικής θεμελίωσης. Το ένα είναι η αντίληψη για την ιστορία, το άλλο ο τρόπος αυτοβεβαίωσης του υποκειμένου και το τρίτο ο τρόπος χειρισμού του αυθυπερβατικού χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης.
α) Προηγουμένως το απόλυτο υποκείμενο ταυτιζόταν με τον θεό, δηλαδή οριζόταν ως υπεριστορικό. Η εγγεγραμμένη στο μεσαιωνικό θεοκεντρικό πρότυπο ιστορία διεπόταν από τη διαλεκτική του Κυρίου (θεού) και του Δούλου (ανθρώπου). Ο ιστορικός άνθρωπος δεν μπορούσε να είναι ελεύθερος. Η αλλαγή θεμελίωσης, ταυτίζοντας το απόλυτο υποκείμενο με τον άνθρωπο, νοηματοδοτεί έκτοτε την ιστορία ως τον χώρο της απόλυτης ελευθερίας του ανθρώπου. Το νόημα της ιστορίας εκπορεύεται τώρα από την προμηθεϊκή ορμή του ανθρώπου να πραγματωθεί ως το απόλυτο μέσα στην ιστορία. Αν ο νεωτερικός άνθρωπος ανέτρεψε τον μεσαιωνικό θεό από το υπερουράνιο βάθρο του, τούτο το έκανε για να οικειοποιηθεί την ελευθερία και τη δύναμη του απόλυτου υποκειμένου, την ελευθερία και τη δύναμη του παντογνώστη και πανεξουσιαστή-παντοκράτορα.
β) Στο Μεσαίωνα το ανθρώπινο υποκείμενο επιβεβαίωνε την ύπαρξη του ως δουλική σχέση με το απόλυτο θεϊκό υποκείμενο και τους επίγειους τοποτηρητές του, τον Πάπα και τον Ηγεμόνα. Τώρα ως ελεύθερη σχέση με τον εαυτό του. Σκέπτομαι άρα υπάρχω. Η σχέση με το εκτός δεν μετρά, γιατί το εκτός (ακόμα και το σώμα) είναι αντικείμενο. Η αυτοβεβαίωση γίνεται αυτόχρημα αντικειμενοποιητική. Με τον Χέγκελ η αυτοβεβαίωση ολοκληρώνεται, γιατί το κέντρο βάρος του νοήματος μετατίθεται από το άτομο στο είδος. Υποκείμενο είναι το Πνεύμα και πεδίο εκδίπλωσης της σχέσης με τον εαυτό του η Ιστορία. Η μια αφαίρεση επιβεβαιώνεται στο εσωτερικό μιας άλλης υψηλότερης αφαίρεσης, επισημαίνει ο Παπαϊωάννου. Το υποκείμενο επιβεβαιώνει την ύπαρξη του στο ιστορικό έργο του και όχι απλώς στο σκέπτεσθαι. Δρω με ιστορική αποτελεσματικότητα – άρα υπάρχω. Δεν παράγω ιστορικό έργο – άρα είμαι ανύπαρκτος.
γ) Όμως η συνείδηση δεν αρκείται στις πραγματοποιήσεις της. “Οδύσσεια του Πνεύματος” είναι η διαρκής αυθυπέρβαση του παρόντος, έναντι του επερχόμενου πληρέστερου μέλλοντος. Μόνο η “τελική” πραγματοποίηση είναι πραγματικά υπαρκτή. Η αξία ταυτίζεται με το “νέο”. (Κι εδώ βρίσκεται η ειδική σημασία του “νεωτερικού”: η αυθεντία έρχεται από το ιστορικό μέλλον κι όχι από το ιστορικό παρελθόν. Το νέο αξίζει περισσότερο γιατί είναι νέο. Ο ιστορικός χρόνος είναι συνθετικός: το παλιό εισφέρει την ποιότητα του στο καινούργιο, στο οποίο και εναποθέτει την καταξίωση του). Με άλλα λόγια το ανθρώπινο απόλυτο δρα εντοπίζεται στο ιστορικό παρόν, αλλά στο μέλλον και η πλήρης πραγμάτωση του θα βρει το νόημα της μόνο στο “τέλος” της Ιστορίας, όταν θα συμπεριληφθεί αναδρομικά το σύνολο των πραγματοποιήσεων της. Με. την αφηρημένη αυτή χιλιαστική εγγραφή της μέσα στην Ιστορία, η αυτοβεβαίωση ξεφεύγει από τη φαυλοκυκλική ταυτολογία (σχέση του υποκειμένου με τον εαυτό του). Διασώζεται η αυθυπέρβαση ως ουσιαστική διάσταση του ανθρώπου. Η παραδοσιακή αντίληψη ότι ο άνθρωπος επιβεβαιώνει την ανθρωπινότητά του μόνο ως σχέση μ’ αυτό που τον υπερβαίνει, συνεχίζεται αν και ριζικά μεταλλαγμένη-θεωρησιακή.
Στη σκέψη του μεγαλύτερου φιλοσοφικού της πνεύματος, του Χέγκελ, η νεωτερικότητα πίστεψε ότι μπορεί να διαχειριστεί το αυθυπερβατικό δυναμικό του ανθρώπου, χωρίς την πίστη στην υπεριστορική υπόσταση του υπαρξιακού απολύτου.
2. Ο οντολογικός μηδενισμός (νιχιλισμός)
Το πρότυπο της νεωτερικότητας γεννήθηκε βέβαια από την “Αναγέννηση”, αλλά επιβλήθηκε βαθμιαία, έτσι που μόνο στον αιώνα μας πραγματώθηκε σε όλη του την έκταση. Μπορούμε να πούμε ότι έγινε “καθεστώς” με την επιβολή της “νέας φιλοσοφίας” και τη Γαλλική Επανάσταση (1789). Μπορούμε επίσης να διακρίνουμε δύο μεγάλες περιόδους στην ιστορία της επιβολής-ολοκλήρωσης του νεωτερικού “παραδείγματος”: Η πρώτη τελειώνει στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η δεύτερη τελειώνει (;) στις μέρες μας (το 1989;).
Αυτό που χαρακτηρίζει την πρώτη περίοδο είναι ένα κλίμα αυξανόμενης αυτοπεποίθησης και αισιοδοξίας. Πίστη στη Λογική, στη λογικότητα του πραγματικού, στην απεριόριστη πρόοδο του ανθρώπου. Ο άνθρωπος και ο κόσμος είναι ό,τι μπορεί να συλλάβει η Λογική. Αν κάτι μένει απ’ έξω, βαθμιαία θα συλληφθεί κι αυτό χάρη στην πρόοδο της επιστήμης. Αν κάτι είναι ανυπότακτο σε λογικούς προσδιορισμούς απλώς δεν υπάρχει. Ακλόνητη ήταν η πίστη στο διαφωτισμένο άτομο και στις απεριόριστες δυνατότητες του. Πίστη επίσης στη φυσική αγαθότητα της μάζας, της ως τότε παραπλανημένης από τους βασιλιάδες και τους παπάδες. Η μάζα των διαφωτισμένων ατόμων αναδεικνύεται σε έθνος. Δηλαδή σε κοινότητα ιδανική: ιδρυμένη από τη “συλλογική θέληση” και το “κοινωνικό συμβόλαιο”. Κοντολογίς έχουμε την εικόνα, ενός κόσμου διάφανου, λογικού και ρόδινου, όπου η ήσυχη συνείδηση του δυτικού ανθρώπου είναι σίγουρη πως ο επερχόμενος 20ός αιώνας θα είναι η πραγματοποίηση του Παραδείσου επί της γης.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μια βαθιά αλλαγή συντελείται. Το θεοποιημένο πνεύμα, ως κάτι που ξεπερνά τον άνθρωπο και τον ωθεί να υπερβαίνει τον εαυτό του, ζητώντας μια όλο και πληρέστερη ιστορική πραγμάτωση, απο-υποκειμενοποιείται. Η ήδη αφυδατωμένη υπερβατικότητα του εκλογικευμένου πνεύματος εξαλείφεται. Το πνεύμα ανάγεται καθαρά και ξάστερα σε εξωπνευματικά αίτια. Ο Μαρξ “αναποδογυρίζει” τον Χέγκελ. Η Ιστορία από πραγμάτωση του πνεύματος γίνεται “φυσικοϊστορική διαδικασία χωρίς υποκείμενο”. Το πνεύμα εκπίπτει σε στοιχείο οντολογικά υποδεέστερο, σε στοιχείο του “εποικοδομήματος”. Για να εκληφθεί αμέσως από τους “ορθόδοξους” επιγόνους ως κάτι το εντελώς παθητικό και “παρασιτικό”. Ο Φρόιντ μεταθέτει το υπαρκτικό κέντρο του υποκειμένου από τη συνείδηση στο “ασυνείδητο” το οποίο ορίζει ως εκδίπλωση του λιμπιντικού ενστίκτου. Τέλος ο Δαρβίνος, δια της “εξελίξεως”, παράγει και επιστημονικά το πνευματικό από το βιολογικό, το οργανικό από το ανόργανο. Τελικά όλο το σύμπαν γίνεται αντιληπτό σαν μαθηματικό παίγνιο βασισμένο στον πίνακα του Μεντελέγιεφ.
Το οντολογικό μηδέν παραμέρισε τις περίτεχνες πτυχώσεις της ιδεαλιστικής μεταφυσικής και βγήκε στο πνευματικό προσκήνιο. Ο νιχιλισμός, δηλαδή ο οντολογικός μηδενισμός και πρακτικά η μηδενιστική νοηματοδότηση της αυθυπερβατικής διάστασης του ανθρώπου, έγινε το “άμεσο δεδομένο” της νεωτερικής συνείδησης.
Οι αξίες της προηγούμενης περιόδου, που συναρτούταν με την υπερβατικότητα και την πρωτοκαθεδρία του πνεύματος, έχασαν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Ο ατομικισμός και τα συν αυτώ, απαξιώθηκαν. Ο μηδενισμός έγινε τρέχουσα ιδεολογία, παράγοντας τον μηδενιστή ως ολοκληρωμένο ανθρωπολογικό τύπο. Η κατεστημένη τάξη αξίζει να καταστραφεί! Μαζί τους αναδύθηκε ένας νέος τύπος επαναστατικής μάζας, στο εσωτερικό της οποίας ο μηδενιστής κινείται “σαν το ψάρι στο νερό”. Η μάζα αυτή έγινε αντικείμενο λατρείας. Ο νέος θεός, που θα φέρει την Ιστορία από “το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας”, αποκαλύφθηκε. Η λατρεία της επαναστατικής μάζας οδηγεί στη θεοποίηση του ηγέτη της, του “Φύρερ” και του “Μεγάλου Πατερούλη”. Συγχρόνως η μάζα αποξενώνεται από κάθε πολιτική ικανότητα. Το φαινόμενο του μοντέρνου ολοκληρωτισμού γίνεται μια παγκόσμια πραγματικότητα. Ο παπικός ιεροεξεταστικός ολοκληρωτισμός μοιάζει μπροστά του με παιδική χαρά. Τα Άουσβιτς και τα Γκουλάγκ, η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, αντικατοπτρίζουν την άβυσσο του Μηδενός, μέσα στην οποία ανυποψίαστος έριξε τα θεμέλια του ο πολιτισμός της νεωτερικότητας.
Γενικός ισολογισμός: Άτομο και Μάζα τελικά συντρίβονται. Ένας αδρανής και άμορφος ανθρωπολογικός πολτός μένει στη θέση τους. Μαζί τους καταστράφηκαν και όλες οι σχετικές αξίες του πολιτισμού. Αυτό που έμεινε είναι το βασίλειο του εκλεκτικισμού, του ισοπεδωτικού πλουραλισμού, του άκρατου σχετικισμού. Ναι σε όλα αλλά μέσα στο Τίποτα. Το πνευματικό μηδέν, το υπαρξιακό κενό, την απουσία νοήματος.
Για τον Παπαϊωάννου, η νεωτερικότητα θεμελιώνεται στη νοηματοδότηση του υποκειμένου ως ατόμου, αλλά με αυτή την ειδική έννοια: του μηδενισμού της σχέσης με ό,τι το υπερβαίνει, πράγμα που τελικά μηδενίζει την ίδια του την ατομικότητα.
3. Η κριτική του οντολογικού μηδενισμού
Ο νιχιλισμός καταγγέλθηκε και οι φρικιαστικές συνέπειες του προφητεύτηκαν με ενάργεια, από μια σειρά ρωμαλέα πνεύματα, αρκετά πριν εκπνεύσει ο 19ος αιώνας. Ο Κίρκεγκωρ, ο Νίτσε, ο Ρεμπώ, ο Ντοστογιέφσκι κ.ά. Αρκεί να υπομνησθεί η προειδοποίηση του Νίτσε ότι ο επερχόμενος 20ός αιώνας θα είναι “ο αιώνας των φονιάδων”. Και η φωτογράφησή τους στους ανθρώπινους τύπους των “Δαιμονισμένων” του Ντοστογιέφσκι. Αλλά φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Η ήσυχη συνείδηση του 19ου αιώνα τους καταδίκασε στην τρέλα, την απομόνωση και τη σιωπή.
Το αντινιχιλιστικό κίνημα εντόπισε εξ αρχής το πρόβλημα στο “φόνο του θεού”. Στην αντικατάσταση του με αχυρένιες ψευτοθεότητες όπως: Πρόοδος, Ηθική, Δημοκρατία, Σοσιαλισμός, Εθνικισμός, Ορθολογισμός κ.τ.ό. Ο άνθρωπος σκότωσε στο θεό, αυτό που τον υπερβαίνει. Η “γιγάντια κραυγή που σήκωνε τον άνθρωπο από το χώμα” έπαψε να ακούγεται. “Τώρα που ο θεός πέθανε, τώρα που το υποκείμενο έγινε απόλυτο, τι απόμεινε; Πώς μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει μέσα στο μηδέν που άνοιξε ο θάνατος του θεού χωρίς ο ίδιος να μηδενιστεί; Με τι θα παλέψει τώρα ο άνθρωπος, τώρα που έμεινε μόνος με τον ίσκιο του; Ποιος θάναι ο σκοπός που θα κάνει τον άνθρωπο να ξεπεράσει τον εαυτό του, τώρα που ο μόνος σκοπός για τον άνθρωπο είναι ο εαυτός του;”
Το πνευματικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στη βάση αυτή επικεντρώθηκε στην προσπάθεια να γκρεμίσει τη σχεδιοποιημένη αισιοδοξία και τον εφησυχασμό της συνείδησης και να ξυπνήσει στον άνθρωπο τον φόβο για τις δυνάμεις που κρύβει μέσα του. Να ξαναφέρει στη σύγχρονη ψυχή τη χαμένη αίσθηση του Τραγικού. Κεντρικό του αίτημα η επιστροφή του τραγικού μύθου, θέμα που συναγείρει βαθύτατα την τέχνη του 20ού αιώνα.
Παράλληλα αναπτύσσεται και η ομόλογη “φιλοσοφία της ύπαρξης”, που αν και δεν κατορθώνει να αποφύγει τον ορισμό του ανθρώπου ως σχέσης με το μηδέν, προσπαθεί να τον κάνει να ταυτιστεί με την επιδίωξη της προσωπικής αξιοπρέπειας και ελευθερίας, θέλει να επανακτήσει το υπερβατικό στοιχείο της ύπαρξης, χωρίς να το εκλογικεύει σε υπερβατική λογικότητα ή να το προσωποποιεί σε αλλοτριωτική θεϊκή οντότητα. Αρνείται να περιστείλει τη νοηματοδότηση του υποκειμένου στο καρτεσιανό cogito ή να το ξεχειλώσει σε χεγκελιανό διιστορικό υποκείμενο. Αρνείται να το υπαγάγει σε οιονδήποτε ορισμό, γιατί ο άνθρωπος είναι ύπαρξη “εκστατική”, δηλαδή αυθυπερβατική: “καταδικασμένη να είναι ελεύθερη”. Βεβαίως όλα αυτά δεν λύνουν το ανθρωπολογικό πρόβλημα. Η αυθυπέρβαση, ως σχέση με το μηδέν, μόνο στο μηδέν μπορεί να βρει το περιεχόμενο της.
Η πρόταση του αντινιχιλιστικού ρεύματος δεν υπερβαίνει τον Ντοστογιέφσκι: Σε τούτο τον κόσμο η εξουσία δεν ανήκει στον Χριστό. Ανήκει στον Μεγάλο Ιεροεξεταστή, ο οποίος, εν ονόματι του Χριστού, κρατά τον Χριστό στη φυλακή. Κι αυτός αντί να του αντιτάσσει βία στη βία, τον αγκαλιάζει και τον φιλά. Ο θεός εξακολουθεί να υπάρχει και μέσα στο Μηδέν… Άρα πρέπει να το πάρουμε απόφαση πως ζούμε σε έναν κόσμο όπου το Καλό είναι καταδικασμένο να ηττάται από το Κακό, αλλά να μην το βάζει κάτω και να προσπαθεί να το αντιμετωπίσει, όχι με τη Βία που το επαυξάνει, αλλά με την Αγάπη! Είναι μια πρόταση “ηττοπαθής” και “αναποτελεσματική”; Όμως οι υπόλοιπες μοιάζουν ηττοπαθέστερες και αναποτελεσματικότερες, γιατί επιπλέον είναι μανιχαϊστικές (π.χ. “ο Κομισάριος και ο Γιόγκι”). Αν επρόκειτο να είναι χριστιανική η οδός διαφυγής από το αδιέξοδο, παρατηρεί ο Κ. Παπαϊωάννου, αυτή θα ήταν σίγουρα ένας χριστιανισμός ντοστογιεφσκικού τύπου.
Το αίτημα που μπόρεσε να βγει από την αντίσταση στον νιχιλισμό, είναι η θεραπευτική επάνοδος στον τραγικό μύθο. Όχι όμως ως οριστικής λύσης, αλλά ως προ-λογικού μύθου στην εμφάνιση ενός ανθρωπινότερου Λόγου.
Θεόδωρος Ζιάκας
Θεσσαλονίκη 5/4/1996