Συγγραφέας: R. Lew
Στις 15 Νοεμβρίου 1994, στο Bogor της Ινδονησίας, ο κινέζος πρόεδρος Ζιάνγκ Ζεμίν, ευθυγραμμιζόμενος με τις θέσεις της ελεύθερης οικονομίας του φόρουμ οικονομικής συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού, επιβεβαίωσε την βούληση του Πεκίνου να ενταχθεί στο καπιταλιστικό σύστημα. Από τον “σοσιαλισμό της αγοράς” δεν απομένει παρά η “αγορά”, το υπέρογκο κόστος της οποίας πληρώθηκε κατ’ αρχήν από τα δεκάδες εκατ. χωρικών που έρχονται να διογκώσουν τις πόλεις που πλήττονται ήδη από τον υπερπληθυσμό. Παντού εκδηλώνεται μια δυσαρέσκεια για την οποία φοβάται η εξουσία ότι θα δει να μετασχηματίζεται σε ανεξέλεγκτες ταραχές.
Η κοινωνική και πολιτική κατάσταση εξηγεί κατά μεγάλο μέρος την αποτυχία της ανάληψης εκ νέου της οικονομίας από την κινέζικη κυβέρνηση. Τα 15 χρόνια της μεταρρύθμισης, που ήταν στην πραγματικότητα περίοδος σταδιακών αλλαγών, προκάλεσαν μια κρίση που αγγίζει το σύνολο της κοινωνίας και δημιουργεί φόβους στην εξουσία για νέα λαϊκή έκρηξη, 6 χρόνια από την εξέγερση στην πλατεία Τιεν Αν Μεν. Από εδώ προκύπτει η πολύ μεγάλη νευρικότητα των αρχών. Και αυτό ενώ μένει να αποφασιστεί η δύσκολη και ιδιαίτερα αβέβαιη διαδοχή του κ. Ντενγκ Ξιάοπινγκ, ο οποίος γιόρτασε τα 91 χρόνια του τον Αύγουστο. Η αναμονή αυτή παραλύει την εξουσία.
Η εν λόγω εξουσία γνωρίζει ότι δεν είναι αγαπητή, ότι είναι ελάχιστα νόμιμη και χρωστάει τη ζωή της στις οικονομικές επιτυχίες καθώς και στην απουσία μιας άλλης συμπαγούς και αξιόπιστης πολιτικής. Η οργανωμένη αντιπολίτευση είναι αδύνατη και συχνά μπαίνει στον πειρασμό να λειτουργήσει ως επιχειρηματίας και όχι να ασκήσει πολιτική: οι εξόριστοι, περνούν τον χρόνο τους χωρίς προσανατολισμό, υπονομεύοντας την δημοκρατική κίνηση.
Για την ανάληψη της αρχηγίας, καμία προσωπικότητα δεν ενδείκνυται, και κυρίως όχι του κ. Ζιάνγκ Ζεμίν, επίσημου διαδόχου, τελευταίου εν ενεργεία δελφίνου, μετά από μερικούς άλλους που εξαφανίστηκαν από τη σκηνή. ‘Αλλωστε τον συγκρίνουμε με τον Χούα Γκούοφένγκ, τον εφήμερο διάδοχο του Μάο. Περισσότερο από ποτέ οι εντολές κάνουν λόγο για σταθερότητα με το κόστος μιας επιβράδυνσης, αν χρειάζεται. Αλλά η Κίνα είναι μια ταραγμένη θάλασσα, κοντά ίσως στην καταιγίδα.
Από τη μια, η αλλαγή φαίνεται μη-αντιστρέψιμη: Διευρύνει αδιάκοπα τις δομές της αγοράς και πολλαπλασιάζει τις πολύμορφες δομές, υβριδικές και όχι πάντα πολύ συνεπείς, ενός καπιταλισμού που εκδηλώνεται ανοικτά ως τέτοιος πολύ σπάνια. Από την άλλη, το επίμονο κοινωνικό χάος και το πολιτικό αδιέξοδο ευνοούν ποικίλες μορφές αντίστασης του παλαιού καθεστώτος ή μια εγωιστική αναδίπλωση, μια πολιτική του «ο καθένας για τον εαυτό του» δηλ. όλων εναντίον όλων, η οποία επιδεινώνει την κατάσταση και κάνει ακόμα πιο αβέβαιο το μέλλον. Η οικονομική επιτυχία, αξιοσημείωτη για μια μικρή περίοδο, παραμένει ευθραυστη. Προκαλεί, άλλωστε, εντύπωση η διαπίστωση ότι η αστική υπό-απασχόληση, παρά την ανάκαμψη, βρίσκεται σε άνοδο: 2,3% το 1992, 2,6% το 1993 και σύμφωνα με μια εκτίμηση 3% το 1994. Πραγματική λύση δεν υπάρχει για τους 100. με 200 εκατομμμύρια «υπεράριθμους» χωρικούς σε. Έκθεση του Υπουργείου Εργασίας προβλέπει 268 εκατ. ανέργους (στις πόλεις και την ύπαιθρο) το 2000.
Ο δημόσιος τομέας, στόχος των μεταρρυθμίσεων
Από την έναρξή τους, το 1979, οι μεταρρυθμίσεις στοχεύουν τον τομέα του Κράτους: στην αρχή προκειμένου να τον κάνουν αποδοτικό, στη συνέχεια να τον αποκεντρώσουν, τουλάχιστον σύμφωνα με τις προθέσεις πολλών ιθυνόντων. Το κράτος έλεγχε την βιομηχανία αλλά μειώθηκε προοδευτικά απασχολώντας το 1992, το 43% μόνο του μη-αγροτικού εργατικού δυναμικού το οποίο, όμως, αποτελεί περισσότερο από τα δύο τρίτα του ενεργού πληθυσμού στις πόλεις1. Εδώ και χρόνια και αρκετά πρόσφατα ακόμα, γινόταν λόγος μόνο για την αναδιοργάνωση των μεγάλων και μεσαίων κρατικών επιχειρήσεων οι οποίες δεν είχαν στην πλειοψηφία τους συμμετάσχει ως τότε στις αλλαγές. Οι αλλαγές αφορούσαν τις 13.000 ως 15.000 σημαντικότερες επιχειρήσεις, το 50% περίπου των οποίων έχασε ξανά χρήματα κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 19942. Αντιπροσωπεύουν ακόμα την μισή σχεδόν βιομηχανική παραγωγή και δίνουν στο κράτος το 60% των εισοδημάτων του3.
Επρόκειτο λιγότερο να γίνουν αποκρατικοποιήσεις και περισσότερο να μειωθούν τα προνόμια των μισθωτών του εν λόγω τομέα, στους οποίους η πολιτική της μεταρρύθμισης δεν κατόρθωσε να ενσταλάξει μια νοοτροπία παραγωγικότητας. Έπρεπε συνεπώς να κάνουν αποδοτικό έναν τομέα που βρισκόταν σε χάος: κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του 1994, αύξησε την παραγωγή του κατά 2% μόνο έναντι του 32% του «κοινωνικού»-συνεταιριστικού τομέα και 79% του ιδιωτικού4.
Κατά τη δεκαετία του ‘80, οι μεταρρυθμιστές ηγέτες δεν μπόρεσαν να αμφισβητήσουν κάποιες μαοϊκές αντιλήψεις εν μέρει εξισωτικές, την εξασφάλιση της μόνιμης εργασίας, μια ευρεία κοινωνική προστασία και έναν μη-εντατικό ρυθμό εργασίας: Η μόνη λύση συνίστατο στην προοδευτική και έμμεση αποκέντρωση του δημόσιου τομέα, ο οποίος ήταν όλο και περισσότερο ελλειμματικός και έπαιρνε σημαντικές επιδοτήσεις από τον δημόσιο προϋπολογισμό, ο οποίος σχετικά μειωνόταν (15% περίπου του εθνικού εισοδήματος έναντι 30% 15 χρόνια νωρίτερα).
Η αναδιοργάνωση άγγιξε επιπλέον τον τομέα των μικρών επιχειρήσεων του κράτους (1 εκατ. περίπου) οι οποίες παραχωρήθηκαν με συμφωνίες τύπου-leasing, βγήκαν σε δημοπρασία και αποτέλεσαν επιχειρήσεις με μεικτά κεφάλαια ή συνεταιρισμούς, επιχειρήσεις με άλλα λόγια αποκρατικοποιημένες, αν όχι ιδιωτικοποιημένες de facto5. Πρόκειται για το στάδιο μιας κίνησης η οποία δεν τολμά (ακόμα), την περίοδο της «ανύπαρκτης σοσιαλιστικής αγοράς», να δηλώσει το όνομά της και οδηγεί σε προοδευτική ιδιωτικοποίηση, αν και οι παλαιοί υπεύθυνοι που καταρτίστηκαν κατά τις δεκαετίες του 30 και του 40, κρατούν ακόμα πολλούς μοχλούς της εξουσίας. Αν και απειλείται σοβαρά ο δημόσιος τομέας του κράτους, μπήκε πρόσφατα φρένο στην κίνηση αυτή. Αυτή η ανάσχεση, ου είναι αναμφίβολα προσωρινή, προκλήθηκε από την άνοδο της διαμαρτυρίας και της αντίστασης από την μεριά των εργατών. Υπάρχουν ενδείξεις ανόδου της κοινωνικής βίας στις επιχειρήσεις. Ο κινέζικος τύπος ανέφερε διάφορες περιπτώσεις επιθέσεων εναντίον διευθυντών και στελεχών από απολυμένους εργάτες. Ο διευθυντής εργοστασίου στην επαρχία του Ζιάνγκ πληγώθηκε σοβαρά από κάποιον που πλήρωσαν έξι εργάτες οι οποίοι είχαν απολυθεί ή είχαν υποστεί σοβαρές κυρώσεις6. Πρόκειται ίσως για μεμονωμένες περιπτώσεις που αντανακλούν, ωστόσο, την άνοδο των εντάσεων στα εργοστάσια και το εύρος της απογοήτευσης του κόσμου της εργασίας καθώς και το αίσθημα ότι προηγούμενοι κανόνες ζωής, ο σπουδαιότερος από τους οποίους ήταν η ασφάλεια στην εργασία, δεν είναι πλέον σεβαστοί. Είναι έντονες οι πιέσεις που ασκούνται στην εξουσία, η οποία φοβάται περισσότερο την αναταραχή των εργαζομένων των πόλεων από την αταξία που παρατηρείται στην ύπαιθρο. Επιπλέον, η κυβέρνηση καταβάλλει προσπάθειες να κατευνάσει την εργατική δυσφορία.
Όπως και προηγουμένως, η αύξηση των μισθών ξεπέρασε το 1993, την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας. Ο νόμος για τις περιπτώσεις χρεωκοπίας του 1988 δεν τέθηκε πρακτικά σε εφαρμογή. Αν και 30% από τις επιχειρήσεις είναι δυνητικά έτοιμες να χρεωκοπήσουν, χίλιες μόνο (κάτι που είναι ελάχιστο) υποχρεώθηκαν να κλείσουν τις πόρτες τους. Ούτως ή άλλως οι πολυάριθμες χρεωκοπημένες εταιρείες αδυνατούν να πληρώσουν τους απολυμένους εργαζομένους ή να εξασφαλίσουν το σύστημα της συνταξιοδότησης το οποίο εξαρτάται από την παραγωγική μονάδα και όχι από το κράτος. Συνεπώς πρέπει το κράτος να αναλάβει οικονομικά και κοινωνικά τις συνέπειες των χρεωοκοπιών, πράγμα που φαίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνο και αναβάλλεται για αργότερα, αναμένοντας τη δημιουργία μιας εθνικής υπηρεσίας κοινωνικής ασφάλειας, γεγονός που δεν παύει να ανακοινώνεται.
Προκειμένου να βάλει φρένο στην αναταραχή, η κυβέρνηση απαιτεί να κρατηθεί για τους πολίτες ο διορισμός στις επιχειρήσεις και να αποκλειστούν οι μετανάστες οι οποίοι πληρώνονται λιγότερο. Κατά τον ίδιο τρόπο επιμένει τα χρεωκοπημένα εργοστάσια να χρησιμοποιήσουν τα ασφαλιστικά τους αποθέματα για την αποκατάσταση κατ’ αρχήν των απολυμένων εργατών7. Προς το παρόν, προσπαθούμε να δημιουργήσουμε κυρίως στις επαρχίες που μπορούν οικονομικά να το επιτρέψουν, κοινωνική ασφάλεια και ταμεία ανεργίας.
Οι εργαζόμενοι βρήκαν στήριξη από τα στελέχη τουλάχιστον και τους διευθυντές του δημόσιου τομέα, σχετικά πολυάριθμους, οι οποίοι δεν μπορούν ή δε θέλουν ακόμα (συχνά από ανικανότητα, σπανιότερα από πεποίθηση) να συμμετάσχουν στην διάσπαση του δημόσιου τομέα. Επιπλέον, απέκτησαν προσωρινή τουλάχιστον στήριξη από ιθύνοντες κύκλους οι οποίοι επιθυμούν να κατευνάσουν με κάθε τίμημα τις κοινωνικές εντάσεις, ή ακόμα από κάποιους που θέλουν να χρησιμοποιήσουν για λογαριασμό τους τις εργατικές πιέσεις, με την ελπίδα να βελτιώσουν τη θέση τους στην τεράστια μάχη που δίνεται στην κορυφή. Για πολιτικούς λόγους, άλλαξε απότομα ο επίσημος λόγος. Στα υψηλά κλιμάκια τώρα, δίνεται έμφαση στην βελτίωση του δημόσιου τομέα ο οποίος αξίζει συμπληρωματική βοήθεια. Ο κ. Ζου Ρουγκτσί, το καθήκον του οποίου συνίστατο στην επιβολή των αναδιαρθρώσεων που θεωρούνταν επείγουσες, έκανε εντυπωσιακή στροφή εγκωμιάζοντας ήδη από τον Μάιο, τις επιτυχίες του δημόσιου τομέα στον οποίο ασκούσε κριτική μερικές εβδομάδες νωρίτερα8. Είναι βέβαιο ότι, χωρίς τους περιορισμούς στους οποίους αναφερόμαστε, δεν μπορεί να προσαρμοστεί καθόλου στους κανόνες της αγοράς η λειτουργία του δημόσιου τομέα. Αυτό που παίζεται είναι συνεπώς αποφασιστικό και αφορά στη φύση του καθεστώτος και του οικονομικού συστήματος. Παρά την τωρινή ανάπαυλα και όποιοι κι αν είναι οι μελλοντικοί ιθύνοντες, σχεδόν αποκλείεται να επιστρέψει η εξουσία στο προηγούμενο σύστημα ή να αμφισβητήσει την επιλογή της πολυδιάστατης αγοράς. Αναφορικά με τους ρυθμούς και τον ρόλο του κράτους η κατάσταση είναι πιο ανοικτή.
Αναμένοντας τις πραγματικές αποφάσεις της μελλοντικής ηγεσίας, οι οποίες δεν προμηνύονται καθόλου ευνοϊκές για την επιβίωση, αν όχι του δημόσιου τομέα, τουλάχιστον του εργάτη, η εξουσία εξακολουθεί να τακτοποιεί τον δημόσιο τομέα, εκεί από όπου το ”κρατικό σοσιαλιστικό” καθεστώς και συνεπώς το ΚΚ άντλησε επί μακρόν κοινωνικά στηρίγματα, η ουδετερότητα τουλάχιστον των οποίων είναι απαραίτητη για την διασφάλιση της ευαίσθητης φάσης της μετάβασης. Η οργάνωση της εργασίας με υπογραφή συμβολαίων, που αποσκοπεί να αντικαταστήσει την εγγύηση της δια βίου εργασίας και την κρατική επιδότηση της εργατικής δύναμης και έτσι να δημιουργήσει μια αληθινή αγορά εργασίας, παραμένει περισσότερο τυπική παρά πραγματική: Το εν λόγω καθεστώς δόθηκε στο 97% των εργατών της Σαγκάης χωρίς να αλλάξει πραγματικά η κατάστασή τους. Προς το παρόν τουλάχιστον… Στην πραγματικότητα, μόνο το 12% των εργατών της μεγάλης μητρόπολης έχουν όντως συμβόλαιο του νέου τύπου9. Η αγορά της εργασίας «βρίσκεται ακόμα σε στοιχειώδες στάδιο ανάπτυξης», γράφει η Ξινχουά, το επίσημο έντυπο του κράτους10, η οποία αναγγέλλει έναν νέο διακανονισμό. Η ιδέα είναι να ετοιμαστεί προοδευτικά η αγορά εργασίας προκειμένου να «αφήσουν ελεύθερα τα άτομα να επιλέγουν την εργασία τους και να δώσουν στις επιχειρήσεις το δικαίωμα να επιλέγουν τους υπαλλήλους τους υλοποιώντας με τον τρόπο αυτό, ένα σύστημα προσφοράς και ζήτησης, το οποίο να ρυθμίζεται από την αγορά»11. Αυτή η πραγματικά καπιταλιστική εξέλιξη θα μπορούσε να σημειώσει αποφασιστική ρήξη με τον συγκεντρωτικό καπιταλισμό. Παρά τα εμπόδια και τις τωρινές προφυλάξεις, οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα έχουν δίκιο να φοβούνται για το μέλλον τους.
Επιστροφή στον Dickens
Άλλος τρόπος να εξασφαλίσουν την υποστήριξή τους έγκειται στην χρησιμοποίηση του μίσους για τον ιδιωτικό τομέα ή τον τομέα που κυριαρχείται από τους ξένους. Γιατί η Κίνα που κινείται, η Κίνα που έχει μεγάλη διάρκεια ζωής και διεισδύει στην παγκόσμια αγορά, με τις επιτυχίες που όλοι γνωρίζουμε, είναι μια Κίνα του Dickens και επιστρέφει, κυρίως για τους 6 εκατ. εργάτες -κατά πλειοψηφία χωρικούς που ήρθαν πρόσφατα από την ύπαιθρο και που το 1993 εργάζονταν στις 167.000 επιχειρήσεις των ξένων κεφαλαίων (από τις οποίες οι 107.000 είχαν μεικτά κεφάλαια)- στις χειρότερες μορφές εκμετάλλευσης του 19ου αιώνα. Το 1994 οι εν λόγω επιχειρήσεις ήταν 200.0000 περίπου 12. Τα κεφάλαια συνήθως ανήκουν σε Κινέζους του εξωτερικού και Κινέζους της Λαϊκής Δημοκρατίας που επωφελούνται (παράνομα βέβαια) από τα φορολογικά και άλλα πλεονεκτήματα που παραχωρούνται στους ξένους. Το 1993, το 11% της βιομηχανικής παραγωγής προερχόταν από τον ιδιωτικό τομέα ο οποίος το 1992 απασχολούσε 11 εκατ. (1,5 εκατ. το 1982) άτομα.
Η συσσώρευση σοβαρών ατυχημάτων και πυρκαγιών στα εργοστάσια των επαρχιών του Γκουάνγκντογκ και του Φουγιάν, ιδιαίτερα ανοικτές στο εξωτερικό, χρησίμευσε ως αποκαλυπτικός δείκτης για τις πρακτικές αυτού του νέου άγριου καπιταλισμού. Δεν λείπουν οι μαρτυρίες για την σοβαρότητα της κατάστασης.
Πρέπει να συμπεριλάβουμε στο πανόραμα του μη-κρατικού κόσμου τον συνεταιριστικό τομέα ο οποίος, το 1993, αντιπροσώπευε 3,5 εκατομμύρια επιχειρήσεις, 36,2 εκατομμυρια απασχολούμενους στις πόλεις ή το 24% της αστικής εργατικής δύναμης και 32% της βιομηχανικής παραγωγής καθώς και το 90% από τα 110 εκατομμύρια απασχολουμένων σε αγροτικές επιχειρήσεις. Αυτή η εργατική δύναμη θα μπορούσε να φτάσει στις πόλεις, τα 65 εκατ. το 200013.
Στον εν λόγω ιδιωτικό ή ιδιωτικοποιημένο de facto τομέα -συνήθως συνεταιρισμοί- και κυρίως στις ελεύθερες από φόρους ζώνες (ειδικές οικονομικές και άλλες ζώνες: υπάρχουν περισσότερες από χίλιες ”ζώνες οικονομικής ανάπτυξης”) κυριαρχεί όλο και περισσότερο η αυθαιρεσία και η εκμετάλλευση είναι μερικές φορές χωρίς όρια. Για να μη μιλήσουμε για την συχνά δραματική και απάνθρωπη κατάσταση του σωφρονιστικού συστήματος.
Τα εργατικά ατυχήματα είναι πολυάριθμα. Αφθονούν τα παραδείγματα εργατών και εργατριών που υποχρεώνονται να δουλέψουν 16 ώρες την ημέρα και μερικές φορές χωρίς διακοπή για εβδομάδες. Οι στοιχειώδεις κανόνες ασφάλειας έχουν ξεχαστεί: 800 εργάτες στην Σεντσέν (η πιο σημαντική από τις ειδικές οικονομικές ζώνες) πέθαναν σε πυρκαγιά. Ήταν κλεισμένοι στο εργοστάσιο (το κλείσιμο των εργατών μέσα στο εργοστάσιο δεν είναι σπάνιο και θυμίζει τις χειρότερες στιγμές εργατικής εκμετάλλευσης πριν από το 1949). Σε αυτή τη ζώνη η οποία ελκύει χωρικούς από όλη την Κίνα, η εργάσιμη ημέρα είναι πρακτικά από 12 ως 13 ώρες, χωρίς πενθήμερο και σε συνθήκες συχνά επικίνδυνες. Έρευνα που έγινε στην Σεντσέν δείχνει ότι 465 επιχειρήσεις δεν έχουν ασφάλεια υγείας14. Στην επαρχία του Φουιγιάν, 400.000 εργάτες οι οποίοι εξαρτώνται συχνά από καπιταλιστές της Ταϊβάν (και οι οποίοι συχνά κατάγονται οι ίδιοι από την επαρχία), εργάζονται μερικές φορές περισσότερο από 16 ώρες την ημέρα. Οργανώθηκε απεργία στην Καντώνα από εργάτες που δεν σταμάτησαν να δουλεύουν για δύο μήνες15.
Μια άλλη έρευνα που έγινε το 1992, δείχνει ότι το 20% των μισθωτών από 2.055 ξένες επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα, δεν είχαν υπογράψει συμβόλαιο εργασίας. Το 90% των εργαζομένων της Ξιαμέν που την ελέγχουν ταϊβανέζικα κεφάλαια συμπεριλαμβάνονται στην ίδια περίπτωση.
Το 1993, οι απεργίες στις επιχειρήσεις που διέθεταν ξένα κεφάλαια και που πολύ συχνά δεν είχαν συνδικαλιστικό τμήμα αυξήθηκαν. Οι απεργίες αυξάνονται σε όλους τους τομείς: περισσότερες από 6.000 για το σύνολο της Κίνας το 199316. Αναφέρουμε επίσης τα 12.350 ατυχήματα και απεργίες το 1993, αύξηση κατά 50% έναντι του 1992, από τα οποία ένα σχετικά σημαντικό ποσοστό αναλογεί σε ξένες επιχειρήσεις17. Πρόσφατα, οι διακοπές εργασίας προκλήθηκαν επίσης από τις καθυστερήσεις στην πληρωμή των μισθών, οι οποίες μπορούν να καλύψουν, συμπεριλαμβανομένων και των κρατικών επιχειρήσεων, περισσότερους μήνες. Τα επίσημα συνδικάτα φοβούνται εκρήξεις και την δράση των ακτιβιστών που προέρχονται κατευθείαν από τον κόσμο της εργασίας, και θέλουν να αντιπροσωπεύονται στις ξένες επιχειρήσεις που γενικά δεν επιθυμούν κάτι τέτοιο. Η κυβέρνηση πρέπει να υπενθυμίζει στις εγκυκλίους, ότι η παιδική εργασία απαγορεύεται και ότι οι γυναίκες πρέπει να αποφεύγουν τις επίπονες εργασίες (πράγμα που δεν ισχύει πάντα, ακόμα και στα κρατικά εργοστάσια).
Το κράτος επιχειρεί άλλωστε να ελέγξει και να επιτηρήσει στενότερα τον ξένο τομέα και μάλιστα να περιορίσει τα περιθώρια κέρδους του. Προσπαθεί να εμποδίσει τις αυθαίρετες απολύσεις στον δημόσιο τομέα18. Διότι η ανάκληση από τα καθήκοντα, απροκάλυπτη ή κεκαλυμμένη, αρχίζει να αποτελεί συνήθη πρακτική και δεν περιορίζεται στους μη-προστατευμένους τομείς.
Η υπερ-εκμετάλλευση μιας νέας κοινωνικής τάξης
Στον νέο ιδιωτικό τομέα, κινέζικο ή ξένο, η ταξική συνειδητοποίηση των εργατών καθυστερεί, γιατί εκεί εργάζονται χωρικοί που ήρθαν πρόσφατα από τις επαρχίες και που συχνά δέχονται την υπερ-εκμετάλλευση με την ελπίδα να αποκτήσουν ένα κομπόδεμα και να ξαναφύγουν αρκετά γρήγορα για το χωριό τους ή για αλλού, προκειμένου να ανοίξουν μια μικρή επιχείρηση. Ψευδαίσθηση για τους περισσότερους…
Η εργατική πίεση έχει αποτελέσματα. Το επίπεδο της ζωής στις πόλεις ανεβαίνει καθώς οι μισθοί αυξάνουν ταχύτερα από την παραγωγικότητα (επίσημα κατά 10,2% το 1993 στις πόλεις, αλλά αυτός ο αριθμός υπο-τιμά τον πληθωρισμό). Πράγματι, πρόκειται λιγότερο για τον ονομαστικό μισθό και περισσότερο για πριμ και διάφορα πλεονεκτήματα τα οποία αντιπροσωπεύουν το μισό ή τα δύο τρίτα του εισοδήματος. Η διατήρηση ή η άνοδος του επιπέδου κατανάλωσης εξασφαλίζεται ενδεχομένως περισσότερο μέσω της επέκτασης της πρακτικής της δεύτερης ή τρίτης απασχόλησης. Επομένως, πρόκειται αναμφίβολα για παροδική επιτυχία της αστικής εργατικής τάξης που είναι σταθεροποιημένη ήδη τάξη και η πλέον προστατευμένη, ένας κόσμος με πραγματικά πλεονεκτήματα και δυσκολίες εξίσου πραγματικές, όπως η απουσία κάθε κοινωνικής και πολιτικής αυτονομίας, και διαφορετικός από την νέα τάξη των εργατών-χωρικών οι οποίοι υπόκεινται σε υπερβολική εκμετάλλευση και δεν διαθέτουν την μαοϊκή κατάρτιση.
Αυτό που καθιστά την εξουσία ιδιαίτερα προσεκτική είναι το εύρος της αστικής δυσαρέσκειας. Στην πραγματικότητα καλύπτει διαφορετικά και μάλιστα αντιφατικά δεδομένα: τόσο μια τυφλή αντίσταση από τους εργάτες-χωρικούς που έχουν γίνει οι νέοι κούληδες ενός ακμάζοντος καπιταλισμού, όσο και μια πιο ανοικτή αντίσταση του κόσμου της εργασίας, ο οποίος ήταν προνομιούχος την μαοϊκή περίοδο και που διατήρησε για δύο σχεδόν δεκαετίες μετά τον θάνατο του θεμελιωτή, τα σημαντικότερα κεκτημένα της περιόδου του ένδοξου «κρατικού σοσιαλισμού».
Αλλά η αναταραχή αντανακλά επίσης τις εξάρσεις αυτονομίας που εκδηλώνονται από ορισμένες κοινωνικές ομάδες των πόλεων και, μάλιστα από περιθωριακά τμήματα των χωρικών. Πρόκειται για περιθωριακούς και περιθωριοποιημένους τομείς των πόλεων που είναι καταδικασμένοι στην εγκληματικότητα και αντιπροσωπεύουν ένα μη-αμελητέο τμήμα του αστικού τοπίου. Πρόκειται επίσης για μια μικρή αστική τάξη η οποία στον χώρο κυρίως των γκετιχού (ατομικοί εργασιακοί χώροι), ξεφεύγει προοδευτικά από την κηδεμονία του κράτους. Προέρχεται εν μέρει και από την παλαιά φρουρά των κομμουνιστών οι οποίοι επέστρεψαν στο τέλος της δεκαετίας του 70 από την ύπαιθρο όπου είχαν εξοριστεί.
Αυτοί συσπείρωσαν και βοήθησαν τους φοιτητές που εξεγέρθηκαν το 1989. Αντιπροσωπεύουν μια ομάδα η οποία κατακτά σιγά-σιγά την κοινωνική αλλά και προοδευτική πολιτική αυτονομία της. Το κοινωνικό αυτό στρώμα έχει ανοικτούς λογαριασμούς με την εξουσία. Προωθείται στην κινέζικη σκηνή, με όλο και πιο οξυμένη συνείδηση, ότι είναι φορέας των αξιών μιας μεσαίας τάξης η οποία βρίσκεται σε κυοφορία και αισθάνεται αμηχανία ανάμεσα σε έναν αχανή καπιταλισμό του οποίου τα κυριότερα στοιχεία μέλλουν να διαμορφωθούν (αναμφίβολα από την νομενκλατούρα) και στον κόσμο των εργατών και χωρικών που έχουν διαφορετικά συμφέροντα. Ήδη υπολογίζουμε πως υπάρχουν ένα εκατ. εκατομμυριούχοι σε yuans(γιουάν) (που αντιστοιχεί σε πολλούς αιώνες εργατικού μισθού). Υπολογίζουμε ότι 3 εκατ. από τους ευπορότερους κινέζους έχουν περισσότερες καταθέσεις σε τοπικές τράπεζες από 800 εκατ. χωρικούς,19 για να μη μιλήσουμε για την περιουσία τους στο εξωτερικό! Στον εν λόγω τομέα των γκετιχού -17,7 εκατ. ατομικοί εργασιακοί χώροι στην πόλη και την ύπαιθρο (472.000 το 1980), όπου εργάζονται 29,4 εκατ. άτομα το 1994 (140.000 το 1978) – βρίσκουμε το πλήθος των καταναλωτών μιας αχανούς τηλεοπτικής παραγωγής, συχνά δυτικού τύπου, σε καρικατούρα (οι τηλεοπτικές σειρές!) αλλά και υποστηριχτές πολυάριθμων εφημερίδων και περιοδικών που δημιουργούνται ασταμάτητα και ξεφεύγουν εν μέρει από την κηδεμονία του κράτους.
Με αποτέλεσμα να πρέπει να «εκδημοκρατίσουν» οι αρχές τον επίσημο τύπο, αν θέλουν να ξανακερδίσουν το αναγνωστικό τους κοινό. Βλέπουμε τον γραμματέα του κόμματος του Πεκίνου, τον κ. Τσεν Ξιτόνγκ που δεν έχει την φήμη ενός σπουδαίου δημοκράτη, να ζητά από την εφημερίδα της κυβέρνησης να ξεχάσει τις προηγούμενες οδηγίες και να εκθέσει με μεγαλύτερη ειλικρίνεια τις σκοτεινές πλευρές της κινέζικής πραγματικότητας21. Ο λόγος είναι απλούστατα ότι αρχίζει να γίνεται αισθητή η πίεση της κοινής γνώμης. Πώς να αρνηθούν άλλωστε, την ύπαρξη, σε ευρεία κλίμακα, της διαφθοράς και πολλών άλλων κακών που ο πολίτης βλέπει ή υφίσταται καθημερινά; Η εξουσία επιχειρεί να δώσει στις μάζες αλλά κυρίως στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, έναν ρόλο επιτήρησης στο πλαίσιο της πολιτικής ελέγχου των τιμών και της μάχης ενάντια στην διαφθορά22. Αλλά πώς να παλέψουμε αυτή τη θεομηνία, όταν οι αρχές ωθούν και μάλιστα υποχρεώνουν τους υπαλλήλους να “μπουν στις επιχειρηματικές δραστηριότητες” χωρίς να έχουν οριστεί με καθαρότητα οι κανόνες νομιμότητας;
Σε κάθε περίπτωση, όλο και περισσότεροι ανοίγονται στον υπόλοιπο κόσμο χάρη στα κινητά τηλέφωνα, στα ταξίδια των επιχειρηματιών στο εξωτερικό και στις παραβολικές κεραίες που η εξουσία δεν κατόρθωσε να ελέγξει. Ο πολιτικός πλουραλισμός είναι ακόμα απαγορευμένος αλλά ο “δημόσιος χώρος” επιβάλλεται όλο και καθαρότερα και αρχίζει να διεκδικείται από ορισμένους κύκλους του καθεστώτος που θέλουν να βάλουν τέλος στην απομόνωση της εξουσίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχει συγκροτηθεί μια κοινωνική εναλλακτική λύση. Υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος να γίνει προκειμένου να γεφυρωθεί η απόσταση η οποία χωρίζει με οργανωμένο τρόπο, ριζωμένο στις παγιωμένες κοινωνικές δυνάμεις, την αντιπολίτευση από τις πόλεις.
Πρέπει επιπλέον να υπολογίσουμε στις πόλεις σε αναβρασμό, δεκάδες εκατ. χωρικούς που μετακινούνται αδιάκοπα με μια χαώδη κίνηση τύπου Browη, και έρχονται να διογκώσουν τις πόλεις που πλήττονται ήδη από τον υπερπληθυσμό. Οι εσωτερικοί αυτοί μετανάστες αρχίζουν να οργανώνονται εκτός κράτους με άτυπο τρόπο, δημιουργώντας τις δικές τους αντί-εταιρείες, όπως οι «αμοιβαίες εταιρείες προστασίας», που λειτουργούν πέρα από την κηδεμονία του κράτους και μάλιστα ενάντια σε αυτή. Οι εν λόγω οργανώσεις επιβεβαιώνουν συντεχνιακές δομές ή αναβιώνουν τις παλαιές μυστικές εταιρείες (βασικό υπόβαθρο του νέου γκανγκστερισμού).
Απέναντι σε αυτή την μείζονα κοινωνική κρίση, η τωρινή κυβερνητική μορφή έφτασε στα όρια της: τα όρια της πολιτικής μιας συστηματικής παράκαμψης των προβλημάτων. Γιατί οι αξιοσημείωτες κοινωνικές επιτυχίες έγιναν με όλο και μεγαλύτερο και μάλιστα υπέρογκο κόστος: πολυδιάστατη κοινωνική κρίση, άναρχη ανάπτυξη, κίνδυνος μειζόνων οικολογικών καταστροφών, διαφθορά που ετοιμάζει λιγότερο τις μελλοντικές προσαρμογές της οικονομίας και περισσότερο διαβρώνει τον τωρινό κοινωνικό ιστό καλλιεργώντας την έχθρα και το λαϊκό μίσος.
Και όμως συνεχίζει να υπάρχει αυτή η Κίνα, προορισμένη τόσες φορές από τον 19ο αιώνα, στην καταστροφή. Αντιμετωπίζει μία κατάσταση που δεν είναι απογοητευτική αλλά είναι γεμάτη κινδύνους για την αχανή έκταση της χώρας η οποία έχει σημειώσει αξιοσημείωτες οικονομικές προόδους και ήδη αποτελεί παγκόσμια σχεδόν δύναμη που επιδεικνύει τη δύναμή της καθώς εκμεταλλεύεται την έλξη που ασκεί ως νέα καπιταλιστική Εδέμ εμπαίζοντας επιπλέον τους ενδεχόμενους εταίρους της και αψηφώντας τους. Το σημαντικό γι’ αυτή είναι να κερδίσει τον σεβασμό και στη συνέχεια να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις με όσο το δυνατό λιγότερες υποχωρήσεις σε θέματα εσωτερικής κυρίως πολιτικής.
Είναι δυνητικά επισφαλής γιατί δεν βλέπει να αναδύεται μια ισχυρή και διαρθρωμένη κοινωνική δύναμη, αποφασισμένη να επιβάλλει λύσεις σε όλη τη χώρα. Δεν έχει στη διάθεσή της μια οργανωμένη και αυτόνομη αστική τάξη όπως η Ταϊβάν, ούτε έναν κόσμο εργασίας, ικανό να οργανώσει την άμυνά του ή να προτείνει ένα διαφορετικό μοντέλο από τον άγριο καπιταλισμό. Επιπλέον, θα πρέπει κάποτε να επιλέξει ανάμεσα στον πειρασμό ενός στενού και μάλιστα σοβινιστικού εθνικισμού ο οποίος φαίνεται να έχει την εύνοια ενός μέρους της ελίτ και στις ευρύτερες αντιλήψεις που ενυπάρχουν σε κάποιες καθολικότερες διαστάσεις του πολιτισμού και της ιστορίας της.
1 Beijing Information, 3 Iανουαρίου 1994.
2 Far Eastern Economic Review, Hongkong, 5 Μαΐου 1994.
3 China News Analysis, 15 Ιουλίου 1994. Survey of World Broadcasts (SWB), Far East, 12 Μαΐου 1994.
4 Far Eastern Economic Review, 5 Μαΐου 1994.
5 SWB, FE, Λονδίνο, 12 Αυγούστου 1994.
6 SWB, FE, 14 Σεπτεμβρίου 1994.
7 SWB, FE, 16 Σεπτεμβρίου 1994.
8 China News Analysis, 15 Ιουλίου 1994. China News Analysis, 15 Ιουλίου 1994.
9 SWB, Far East Weekly (FEW), 16 Απριλίου 1994.
10 Xinhua, 1 Σεπτεμβρίου 1994.
11 Όπ. π.
12 SWB, FEW, 4 Μαΐου 1994. FEW, 7 Σεπτεμβρίου 1994..
13 SWB, FEW, 17 Αυγούστου 1994. Xinhua, 27 Απριλίου 1994.
14 Far Eastern Economic Review, 16 Ιουνίου 1994.
15 Jean-Philippe Bιja, «Les travailleurs itinérants, des immigrés de l΄interieur» στοPerspectives chinoises, Honkong, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1994. China News Analysis, 1η Ιανουαρίου 1993. Business Week, 4 Ιουνίου 1994. SWB, 28 Απριλίου1994.
16 SWB, FE, 5 Απριλίου 1994.
17 Far Eastern Economic Review, 16 Ιουνίου 1994.
18 Jean-Philippe Bιja, παρουσίαση και περίληψη της αναφοράς της Ακαδημίας των Κοινωνικών Επιστημών -παραγγελία του κράτους. “La conjoncture économique et sociale: analyse et prevision, 1993”, στο Perspectives chinoises, Honkong, Μάρτιος-Απρίλιος 1994.
19 The China Monitor, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1994, η αναφορά είναι του Ja S. Prybyla, “Mainland China΄s Economic System: A Study in Contradictions”, Issues and Studies, Taipeth, Αύγουστος 1994.
20 Far Eastern Economic Review, 25 Αυγούστου 1994.
21 Xinhua, 6 Σεπτεμβρίου 1994. Βλέπε επίσης την αναφορά της Ακαδημίας των κοινωνικών επιστημών, στο Jean-Philippe Bιja, Jean- Philippe Bιja, όπ.π
Μετάφραση: Σταυρούλα-Νεφέλη Τριανταφύλλου