Για τη σύντομη θητεία του Βέλγου καλλιτέχνη Γιαν Φαμπρ
Του Σταύρου Πνευματικάκη από τη Ρήξη φ. 122
Περισσότερο εξοργιστική, ακόμη κι από την συνέντευξη του Γιαν Φαμπρ, ήταν η επιστολή παραίτησής του. Χωρίς καν να έχει καταλάβει για τι κατηγορήθηκε, χωρίς έστω και το παραμικρό ίχνος αυτοκριτικής, συνέχισε στο ίδιο ελιτίστικο και απαξιωτικό ύφος. Αφού στην περιβόητη συνέντευξη Τύπου παρουσίασε το αμιγώς βελγικό πρόγραμμα του φετινού φεστιβάλ, γεμάτο με δικές του παραγωγές (οποία μετριοφροσύνη…), στην επιστολή παραίτησης ψέγει τη χώρα μας για έλλειψη ελευθερίας! Ενδιαφέρουσα η άποψη του Φλαμανδού για την ελευθερία. Είναι η ελευθερία του έχω την εξουσία και κάνω ό,τι γουστάρω και, επειδή είστε και κατώτεροι, προσκυνήστε με κιόλας! Ενώ, το πόσο ανοικτή είναι η καρδιά και το μυαλό του φάνηκε από το μικρόψυχο, «καλή τύχη στους Έλληνες καλλιτέχνες και το φεστιβάλ τους».
Από κοντά και ο υπουργός Πολιτισμού. Μεγάλη απογοήτευση ένιωσε από τον πόλεμο ενάντια στην ελευθερία του λόγου που έγινε από τους Έλληνες καλλιτέχνες ενάντια στον εκλεκτό του Φλαμανδό. Μόνο για εθνικισμό δεν τους κατηγόρησε, αν και το υπονόησε στις δηλώσεις του. Η δυστυχία του για τους επαρχιώτες που του έμελλε να κυβερνήσει και (να προσπαθήσει) να εκπολιτίσει είναι εμφανής. Έντεχνα προσπάθησε να πάει την κουβέντα στην «τσουτσουνολογία», λες και ασχολήθηκε κανένας από τους αντιδρώντες με το καλλιτεχνικό έργο του –παρ’ ολίγον – καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ (εκτός εάν πλέον συνομιλητές του Μπαλτά είναι η Εσπρέσο και το Πρώτο Θέμα και όχι οι καλλιτέχνες που γέμισαν ασφυκτικά τη «Σφενδόνη» την Παρασκευή). Και, παρεμπιπτόντως, οι περισσότεροι από τους αντιδρώντες το γνώριζαν το έργο του Φαμπρ πριν αυτός διοριστεί από τον Μπαλτά και κανείς δεν αντέδρασε, ίσα ίσα, οι περισσότεροι δέχτηκαν θετικότατα τον νέο διευθυντή. Το ίδιο κι αυτοί που είχαν αντιδράσει με την αποπομπή του Λούκου.
Η αντίδραση ήταν σαφής: Ήταν απέναντι στον πλήρη αφελληνισμό του φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου, ούτε καν με όρους διεθνοποίησης, αλλά… βελγοποίησης! Και μάλιστα με έναν ελιτισμό εκ μέρους του νέου διευθυντή, που απαξίωσε πλήρως τους Έλληνες δημιουργούς και λόγω άγνοιας, αλλά και λόγω αυτού του αισθήματος ανωτερότητας (πνευματικής; Ή μήπως και φυλετικής;;) που χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό τους Βορειοευρωπαίους σε σχέση με τους Βαλκάνιους Ανατολίτες. Μόνο που διέφυγε κάτι στον Φαμπρ: στην Ελλάδα ήρθε, όχι κάπου αλλού. Και θα έπρεπε να ξέρει ότι, σε αυτήν εδώ τη γωνιά της γης, παράγεται πολιτισμός συνεχώς εδώ και 4.000 χρόνια! Και αυτό δεν αλλάζει, σε όποια παρακμή κι αν έχουμε περιέλθει οι σύγχρονοι κάτοικοί της.
Φάνηκε πεντακάθαρα ότι η επιλογή του Φαμπρ και ο τρόπος που αυτός κινήθηκε κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν. Ο Μπαλτάς, αφού έκανε φιλότιμες (και σε μεγάλο βαθμό επιτυχημένες) προσπάθειες να διαλύσει την παιδεία (ήδη κρίθηκε αντισυνταγματική η εκλογή νέων διευθυντών στα σχολεία της χώρας από το ΣτΕ), βάλθηκε να συνεχίσει το έργο του και στον πολιτισμό. Οτιδήποτε ελληνικό, οτιδήποτε συνομιλεί δημιουργικά με την παράδοση, πρέπει να εξοβελιστεί. Η ιδιοπροσωπία των Ελλήνων πρέπει να ισοπεδωθεί χάριν μιας ευρύτερης, «ευρωπαϊκής» ταυτότητας, μέσα σε έναν χυλό κινούμενο, εξυπηρετώντας τελικά με τον καλύτερο τρόπο τα σχέδια των νεοφιλελεύθερων ελίτ και της γερμανικής Ευρώπης. Αυτό είναι στην πραγματικότητα το όραμα της «πρωτοδεύτερης φοράς Αριστεράς» για τον πολιτισμό. Αντί να ξεκινήσει ένας δημιουργικός διάλογος μεταξύ σύγχρονης τέχνης και παράδοσης, αντί να δοθεί ώθηση στον εκσυγχρονισμό της παράδοσης και την ισότιμη σχέση μας με τα πολιτιστικά ρεύματα ανά τον κόσμο, αυτό που επιχειρείται είναι η βίαιη επιβολή ενός μεταμοντέρνου μοντέλου ισοπέδωσης, ομοιομορφίας και μηδενισμού.
Εάν όμως μετά το φτύσιμο ο Φαμπρ είχε την ευθιξία τουλάχιστον να παραιτηθεί, ο Μπαλτάς ακόμα νομίζει ότι ψιχαλίζει. Πιστός στην παράδοση που πρόλαβαν να δημιουργήσουν αρκετοί συνάδελφοί του (Κατρούγκαλος, Καμμένος, Φίλης, κ.α.), για τη μεγάλη αυτή «παρεξήγηση» φταίνε όλοι οι άλλοι εκτός από τον ίδιο. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι αυτή η παραίτηση ήταν η πρώτη σοβαρή ήττα αυτής της κυβέρνησης στο εσωτερικό. Μόνο και μόνο το ότι η παραίτηση ήρθε μια μόλις μέρα μετά τη συνάντηση του Φαμπρ με τον πρωθυπουργό, θα δυσκολέψει πάρα πολύ την επικοινωνιακή της διαχείριση, στην οποία πλέον έχει επενδύσει η κυβέρνηση την επιβίωσή της. Ο οποίος πρωθυπουργός, λες και δεν είχε ακούσει τίποτα από τον σάλο που προκάλεσε η συνέντευξή του εκλεκτού τού υπουργού του, τον υποδέχθηκε με γελάκια, χαιρετούρες και υποκλίσεις, δείγμα κι αυτό της αδιαφορίας, της αμορφωσιάς και κατά βάθος του αισθήματος δουλοπρέπειας που έχει απέναντι στους δυτικούς, είτε πολιτικοί είναι αυτοί, είτε καλλιτέχνες, με αποτέλεσμα η χώρα να οδηγείται από ήττα σε ήττα και η κυβέρνηση και ο ίδιος από καρπαζιά σε καρπαζιά. Μετατρέποντας σταθερά τη χώρα σε χώρο μεταξύ Δύσης και Ανατολής, καταστρέφοντας την οικονομία, εξαλείφοντας τις, έτσι κι αλλιώς ελάχιστες, δυνατότητες παραγωγικής ανασυγκρότησης, εγκληματώντας στη διαχείριση του προσφυγικού κάνοντας, τη χώρα αποθήκη ψυχών και παραδίδοντας τον ρόλο του κράτους σε ποικιλώνυμες ΜΚΟ και τώρα με την προσπάθεια καταστροφής και ισοπέδωσης της πολιτιστικής δημιουργίας όσων ακόμα καλλιτεχνών παραμένουν στη χώρα και επιμένουν να δημιουργούν.
Η καρπαζιά ήταν δυνατή. Γιατί προήλθε από έναν χώρο με τον οποίο διατηρεί προνομιακή σχέση ο ΣΥΡΙΖΑ. Και, ακόμα περισσότερο, επειδή προήλθε από μια αυθόρμητη αντίδραση από τα κάτω. Δεν το βρήκαν από τους αγρότες, τους μηχανικούς, είτε τους δικηγόρους. Τους ήρθε από εκεί που δεν το περίμεναν, από εκεί που υποτίθεται ότι έχουν τον έλεγχο. Ας ελπίζουμε αυτή η αρχή να έχει και συνέχεια. Μέχρι να πάνε όλοι τους εκεί που πρέπει: Στα τσακίδια!