Πολλές φωνές –εκ των υστέρων βέβαια– εκφράζουν την άποψη ότι η Μέρκελ φέρει μεγάλο μερίδιο της ευθύνης για την εγκατάλειψη των ενόπλων δυνάμεων.
του Αναστάση Μπαλτατζή από την Ρήξη 177
Αν υπάρχει μία γυναίκα η οποία χαρακτήρισε την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή την προηγούμενη δεκαετία αυτή είναι σίγουρα η Άνγκελα Μέρκελ. Εν μέσω όμως της κρίσης που προκλήθηκε από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η πρώην καγκελάριος τηρεί σιγή ιχθύος. Παράλληλα πληθαίνουν και οι φωνές μέσα στη χώρα που αμφισβητούν τις πολιτικές της επιλογές απέναντι στη Ρωσία, που κατέστησαν τη Γερμανία ενεργειακά πλήρως εξαρτημένη από αυτή και την καλούν σε δημόσια εμφάνιση. Κι αν τα σύννεφα πάνω από τον πρώην καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ είχαν αρχίσει να μαζεύονται από καιρό, η αποκαθήλωση της Μέρκελ ίσως να ξεκίνησε νωρίτερα απ’ ό,τι περιμέναν οι περισσότεροι. .
Ούτε ένας χρόνος δεν πέρασε από τις τελευταίες γερμανικές εκλογές, τις πρώτες μετά από 16 χρόνια στις οποίες η Άνγκελα Μέρκελ δεν ήταν στο τιμόνι των Χριστιανοδημοκρατών. Και η απουσία της φάνηκε. Το κόμμα της, χωρίς την ίδια στο τιμόνι κι έρμαιο των αποφάσεων της ηγεσίας, αδυνατώντας να εκλέξει έναν υποψήφιο αρεστό στη βάση, έχασε τις εκλογές. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι ήλπιζαν σε μία επιστροφή της. Από τότε όμως και εν μέσω της πολιτικής κρίσης που προκάλεσε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, το κλίμα για την πρώην καγκελάριο έχει αρχίσει να αντιστρέφεται.
Τον Απρίλιο ο Ζελένσκι κάλεσε την Μέρκελ και τον Σαρκοζί να επισκεφτούν την Μπούτσα, κατηγορώντας τους παράλληλα για την κατευναστική τους στάση απέναντι στη Ρωσία και την αντίθεσή τους στην ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ το 2008. Ως απάντηση η εκπρόσωπος της πρώην καγκελαρίου προέβη σε δηλώσεις καταδικάζοντας την εισβολή, τονίζοντας όμως ότι η απόφασή της για μη ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ το 2008 ήταν σωστή. Στη συνέχεια επισήμανε ότι η πρώην καγκελάριος δεν θα δώσει εξηγήσεις για την πολιτική της απέναντι στη Ρωσία. Η κατάσταση δεν άλλαξε τον επόμενο μήνα, ενώ μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης περιμένει μία κίνηση από την πρώην καγκελάριο. Οι αποφάσεις της ήταν άλλωστε καταλυτικής σημασίας για τη διαμόρφωση της σημερινής κατάστασης.
Το 2014, με την κρίση της Κριμαίας να μαίνεται, η Μέρκελ δήλωνε ότι θα επανεξέταζε την ενεργειακή της πολιτική και την εξάρτηση από τη Ρωσία. Κάτι παραπάνω από ένα χρόνο μετά, έπεφταν οι πρώτες υπογραφές για την κατασκευή του νέου αγωγού Νορντ Στριμ 2, ένα έργο το οποίο δεν ήταν απαραίτητο για την κάλυψη των τότε γερμανικών ενεργειακών αναγκών. Η κατασκευή του, απόρροια πολιτικών αποφάσεων, αποσκοπούσε στην ανακατεύθυνση των ενεργειακών ροών. Ο αγωγός θα ισχυροποιούσε τις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών, θα αύξανε όμως και την εξάρτηση της Γερμανίας από το ρωσικό αέριο. Η επιμονή μάλιστα της γερμανικής ηγεσίας στην υλοποίηση του έργου ήταν τέτοια, ώστε να προχωρήσει στην υλοποίησή του παρά τις απειλές των ΗΠΑ για κυρώσεις και τις διαμαρτυρίες των ενδιάμεσων χωρών. Μεταξύ των οποίων και η Ουκρανία.
Ο Νορντ Στριμ 2, τον οποίο αμφισβητούσαν ανοιχτά οι –πάντα φιλοατλαντικοί– Πράσινοι, έλαβε άδεια τελικά τον Οκτώβρη του 2021, εγκαταλείφθηκε όμως και επίσημα μετά τη ρωσική εισβολή. Το γεγονός αυτό πάντως δεν αλλάζει τίποτα ως προς το τωρινό ισοζύγιο ενέργειας. Το 2005, όταν και ανέλαβε η Μέρκελ την εξουσία, η Γερμανία εισήγαγε το 40% του φυσικού αερίου που κατανάλωνε από την κρατική Γκάζπρομ. Σήμερα, κι ενώ μεσολάβησε ο πόλεμος στη Γεωργία και η προσάρτηση της Κριμαίας το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί σε 55%. Αυτό όμως δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Τα προηγούμενα χρόνια η εταιρεία απέκτησε μετοχές σε πολλές από τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου της Γερμανίας κι από το περασμένο καλοκαίρι ξεκίνησε να ελαττώνει σταδιακά τις αποθηκευμένες ποσότητες. Τον Φεβρουάριο, πριν την εισβολή, οι αποθήκες ήταν σχεδόν άδειες.
Όπως είναι λοιπόν αναμενόμενο, πολλοί κλάδοι της μεγαλύτερης βιομηχανίας της Ευρώπης είναι πλήρως εξαρτημένοι από το ρωσικό αέριο. Συνδικάτα και βιομήχανοι με κοινή τους δήλωση τον Απρίλιο αντιτάχθηκαν σε επικείμενες κυρώσεις για το ρωσικό φυσικό αέριο, τονίζοντας τις άμεσες συνέπειες μίας τέτοιας κίνησης. «Ένα γρήγορο εμπάργκο φυσικού αερίου θα οδηγούσε σε απώλεια παραγωγής, κλείσιμο, περαιτέρω αποβιομηχάνιση και μακροπρόθεσμη απώλεια θέσεων εργασίας στη Γερμανία», δήλωσαν ο Ράινερ Ντούλγκερ, πρόεδρος της εργοδοτικής ομάδας BDA, και ο Ράινερ Χόφμαν, πρόεδρος της συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας DGB, στο γερμανικό πρακτορείο ειδήσεων dpa.
Δεν είναι όμως μόνο η ενεργειακή εξάρτηση. Πολλές φωνές –εκ των υστέρων βέβαια–εκφράζουν την άποψη ότι η Μέρκελ φέρει μεγάλο μερίδιο της ευθύνης για την εγκατάλειψη των ενόπλων δυνάμεων. Τα χρόνια της διακυβέρνησής της οι αμυντικές δαπάνες παραμέναν στα επίπεδα του 1,2-1,3% του ΑΕΠ. Οι καιροί όμως άλλαξαν. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση, το 52% των ερωτηθέντων επιδοκίμασε την κίνηση του καγκελάριου Όλαφ Σολτς για τον επανεξοπλισμό της χώρας, ενώ ένα 26% δήλωσε ότι ίσως τα ποσά που θα διατεθούν να μην είναι αρκετά.
Εσωκομματική μουρμούρα άρχισε να κάνει την εμφάνιση της και μέσα στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, μαζί με τα πρώτα αιτήματα για την αξιολόγηση της διακυβέρνησης Μέρκελ. Ο επί χρόνια εσωκομματικός πολιτικός της αντίπαλος Φρίντριχ Μερτς, μετά την ανάληψη της ηγεσίας του κόμματος, έθεσε τις βάσεις για μία σταδιακή αμφισβήτηση της πρώην καγκελαρίου. Μη συμμετέχοντας στην πολιτική από το 2009, απαλλαγμένος άρα από το πολιτικό βάρος, δήλωσε ότι η εικοσάχρονη γερμανική πολιτική απέναντι στη Ρωσία πετάχτηκε στα σκουπίδια, ενώ επισκέφτηκε και την Ουκρανία. Κίνηση συμβολισμού αν μη τι άλλο, την ώρα που το διπλωματικό επεισόδιο του καγκελάριου με την Ουκρανία συνεχίζεται. Στο ίδιο κλίμα κινείται και μία μικρή ομάδα βουλευτών, γνωρίζοντας ότι πρέπει να ασκηθεί κριτική στις πράξεις της προηγούμενης ηγεσίας, χωρίς ωστόσο να προκληθεί ολική ρήξη. Στον αντίποδα ο γενικός γραμματέας του κόμματος Μάριο Τσάγια υπερασπίστηκε την πρώην καγκελάριο, λέγοντας πως η ίδια δεν φέρει ευθύνη για τον πόλεμο.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στα μάτια των γερμανικών ελίτ η ανάπτυξη των σχέσεων με τη Ρωσία, όπως ο νέος αγωγός, φάνταζαν ως ένα αποφασιστικό βήμα για την ανεξαρτητοποίηση από τις ΗΠΑ. Ωθούμενες όμως είτε από την ιδέα της Οστπολίτικ, όπως ο τότε υπουργός Εξωτερικών και νυν πρόεδρος της Γερμανίας Σταϊνμάιερ (SPD), είτε οπορτουνιστικά, από οικονομικά κυρίως κίνητρα, όπως η Μέρκελ, οδήγησαν τη χώρα τους σε μία άλλη εξάρτηση από την οποία δεν είναι εύκολο να απεμπλακεί. Η Άνγκελα Μέρκελ αποτέλεσε για πολλά χρόνια αδιαμφισβήτητα την αγαπημένη πολιτικό των Γερμανών, με το πέρασμα του χρόνου όμως και καθώς θα αρχίσουν να φαίνονται όλο και περισσότερο τα αποτελέσματα των πολιτικών της επιλογών, η κατάσταση αυτή είναι πολύ πιθανό να ανατραπεί.
Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube