Τις τελευταίες τρεις εβδομάδες, η παράταξη του Μένουμε Θεσσαλονίκη διεξήγαμε συλλογικά ένα πολιτικό πείραμα: Συμμετείχαμε, καθώς ο εκπρόσωπός μας στο δημοτικό συμβούλιο κληρώθηκε όπως προβλέπεται από τον Καλλικράτη, στην Επιτροπή Προσωρινής Παραλαβής ενός δημοτικού έργου (ανάπλαση ευρύτερης περιοχής πλατείας Χρηματιστηρίου, έργου αξίας 2,9 εκ.€ περίπου, χρηματοδοτούμενου από το ΕΣΠΑ)· εμπλέξαμε έτσι, αρκετούς ανθρώπους σε μια διαδικασία ανοιχτού κοινωνικού ελέγχου, και προσπαθήσαμε να αξιολογήσουμε επί του συνόλου μια δημοτική επένδυση. Σε αυτήν την διαδικασία, πέρα από το να εντοπίσουμε αστοχίες/κακοτεχνίες του επί της ανάπλασης, από την φάση του σχεδιασμού μέχρι εκείνην της εκτέλεσης, προχωρήσαμε σε μια ολικότερη προσέγγιση και ενδιαφερθήκαμε εξίσου για γενικότερα θέματα, όπως: Την σχέση κόστους/κοινωνικής οφέλειας του έργου, το αποτύπωμα που αφήνει αυτό ως επένδυση στην τοπική παραγωγή, την μεσομακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του για τον ίδιο τον Δήμο της πόλης, τον βαθμό απόκρισης των υπηρεσιών στα προβλήματα που προέκυψαν κ.ο.κ.
Με λίγα λόγια, αντιμετωπίσαμε την εν λόγω Επιτροπή ως ένα Πολιτικό Εργαστήριο μέσα από το οποίο επιδιώξαμε πρώτα απ’ όλα να κατανοήσουμε εμείς οι ίδιοι, κι έπειτα να αναλύσουμε και να ερμηνεύσουμε τι συμβαίνει με τις επενδύσεις που πραγματοποιεί η τοπική αυτοδιοίκηση.
Η συνολική εικόνα που καταγράψαμε είναι εξόχως απογοητευτική και ταυτοχρόνως εξοργιστική, καθώς, μέσα από αυτήν την διαδικασία ήρθαμε αντιμέτωποι με το σύνολο των νοοτροπιών και των πρακτικών που κυριαρχούν στην τοπική αυτοδιοίκηση και αναιρούν σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητα που θα μπορούσαν να είχαν οι παρεμβάσεις της στην καθημερινότητα της πόλης και των ανθρώπων που κατοικούν σε αυτήν.
- Κατ’ αρχάς, σε ό,τι αφορά στην πολιτική απόφαση για το έργο: Βρεθήκαμε ενώπιον μιας επένδυσης, ‘βιοκλιματικής’ που στόχο είχε να δημιουργήσει συνθήκες καταφυγίου θερμότητας/εστίας αναψυχής σε μια μέχρι σήμερα υποβαθμισμένη περιοχή του κέντρου της πόλης –η οποία τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε πόλο ανάπτυξης για την βιομηχανία της διασκέδασης. Αυτό που αντικρίσαμε είναι μια σχεδιαστική φιλοσοφία που επιδίωξε να πετύχει τον στόχο της παρέμβασης, υιοθετώντας μια «ακριβή» πρακτική χρησιμοποίησης εξελιγμένων τεχνικών βιοκλιματικών μέσων όπως: ‘Έξυπνα’ [δηλ. [ψηφιακά προγραμματιζόμενα] σιντριβάνια και ανεμιστήρες, επιδαπέδιες νεροκουρτίνες, υδρονεφώσεις (σειρές μπεκ που ψεκάζουν στον δρόμο, φωτοκαταλυτικές επιστρώσεις στους δρόμους, ειδικά οικολογικά δάπεδα στις πλατείες κ.ο.κ). Στην πράξη, βέβαια, διαπιστώσαμε ότι μόνον ένα κλάσμα αυτών των μέσων λειτουργούν, καθώς ο βαθμός της πολυπλοκότητάς τους είναι ασύμβατος με το περιβάλλον στο οποίο τοποθετήθηκαν, με το πλαίσιο των καθημερινών συμπεριφορών που εκδηλώνουν οι κάτοικοι της πόλης, αλλά και με την δυνατότητα των ίδιων των υπηρεσιών των Δήμων να τα συντηρούν σε ορθή λειτουργία.
- Σε ό,τι αφορά στην εκτέλεσή του στάθηκε δυνατό να εντοπίσουμε μόνο ένα μέρος από τις κακοτεχνίες που υπάρχουν, μάλλον όσες ήταν πιο ορατές δια γυμνού οφθαλμού, και τις οποίες περιλάβαμε στην σχετική έκθεση ελέγχου που υποβάλαμε στα αρμόδια όργανα του Δήμου Θεσσαλονίκης.
- Σε ό,τι αφορά στην συμπεριφορά των υπηρεσιών, αξίζει να πούμε, ότι εξ αρχής αντιμετωπιστήκαμε από το σύστημα της γραφειοκρατίας ως «παρείσακτοι». Αρχικώς δεν υπήρξε καμία προσπάθεια συνολικής ενημέρωσης για τους προηγούμενους, διοικητικούς ελέγχους που έγιναν στο έργο, και στην συνέχεια υπήρξε πληρόφορηση με το σταγονόμετρο, αυστηρά σε ό,τι βρίσκαμε και ζητούσαμε αιτιολογήσεις. Σε πολλές, μάλιστα περιπτώσεις, αντιληφθήκαμε ότι η αιτιολόγηση ήταν πρόχειρη, μόνο και μόνο για να μας ξεφορτωθούν, και δεν απαντούσε επί της ουσίας στα ερωτήματά μας. Κορυφαία στιγμή των διαπληκτισμών που παρήχθησαν από αυτές τις αντιθέσεις, όταν κατά την διάρκεια του ελέγχου προσπαθούσαμε να πείσουμε στελέχη της υπηρεσίες ότι μέρος της διάβασης δίπλα από τους πίδακες των συντριβανιών είναι επικίνδυνο και γλυστράει, συναντώντας έναν «τοίχο» γραφειοκρατικών αντεπιχειρημάτων: Ότι το σημείο κατασκευάστηκε με τον τρόπο που υποδείκνυε η μελέτη, ότι φταίν’ οι υπηρεσίες της συντήρησης και όχι εκείνες τις επίβλεψης για την ολισθηρότητα κ.ο.κ. Επειδή όμως, το σημείο όντως γλιστρούσε, λίγες μέρες μετά σημειώθηκε σοβαρό ατύχημα το οποίο κάλυψαν τα τοπικά ΜΜΕ, κι έτσι η υπηρεσίες αναγκάστηκαν να παραδεχθούν ότι, όντως, η γη είναι στρογγυλή και ο γάιδαρος δεν πετάει.
Και μπαίνουμε τώρα στο ζουμί της υπόθεσης: Ποιό ήταν το γενικό συμπέρασμα αυτής της «έρευνας εργαστηρίου» που διεξήγαμε; Ότι αυτού του τύπου τις αναπλάσεις που κάνουν συνήθως οι Δήμοι έχουν μεγάλη συμβολική και επικοινωνιακή αξία, και πολύ μικρότερη λειτουργική: Η εξαγγελία μιας ανάπλασης με την στομφώδη βιοκλιματική στόχευση που χρησιμοποιεί ακριβά «ευρωπαϊκά συστήματα», και μεταβάλει έναν πρώην βιοτεχνικό αστικό χώρο σε χώρο αναψυχής δίνει επικοινωνιακούς πόντους στον εμπνευστή της ότι «εισάγει έναν αέρα Ευρώπης» στην πόλη. Στην πραγματικότητα, όμως, το μόνο που καταφέρνει είναι να αναβαθμίζει τις αξίες στο real estate και να δίνει, όντως, μεγάλο αέρα στην βιομηχανία της διασκέδασης της περιοχής, καθώς αυτή είναι που θα απολαύσει τα μεγαλύτερα οφέλη από μια μεγάλη επένδυση στις υποδομές. Κατά τα άλλα και πέρα από την αυτονόητη τακτοποίηση κοινών χώρων και πεζοδρομίων που ούτως ή άλλως ήταν εκ των ον ουκ άνευ …νυξ!
Ωστόσο, η εμπλοκή μας στην διαδικασία είχε μέγιστη πολιτική χρησιμότητα: Διότι αποτέλεσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να έρθουμε σε άμεση επαφή με όλο το σύμπλεγμα νοοτροπιών και πρακτικών, ένα κανονικό «Σύστημα» που λειτουργεί από την πολιτική κορυφή των δημόσιων θεσμών αυτού του τόπου, μέχρι την γραφειοκρατική ραχοκοκκαλιά και απαξιώνει πλήρως την ποιότητα των παρεχόμενων από αυτό επενδύσεων και υπηρεσιών. Και μας έδωσε την ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε πόσο σημαντικό είναι να προκύψει ένα ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό κίνημα σοβαρών παρεμβάσεων, ελέγχου και αξιολόγησης των δημόσιων/δημοτικών επενδύσεων, προκειμένου να πιέσει για τον εξορθολογισμό τους, την μεγιστοποίηση της κοινωνικής τους ωφέλειας, την υιοθέτηση καλών πρακτικών που ταυτοχρόνως ενθαρρύνουν το περιβάλλον, την τοπική αγορά, καθώς και τις αστικές συμπεριφορές.
Είναι κρίμα, σε μια εποχή που οι διαθέσιμοι πόροι σπανίζουν απελπιστικά, με τις επενδύσεις να μειώνονται κατακόρυφα, και τις υποδομές ή την ποιότητα ζωής να υποβαθμίζονται ραγδαία οι δημόσιοι θεσμοί να συνεχίζουν στις ίδιες πρακτικές που μας έφεραν μέχρι εδώ: Τον «λαϊκισμό της μακέτας» και των «αναπλάσεων» που κυριαρχεί αδιαμφισβήτητα στην χώρα από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 μέχρι τις μέρες μας· και την γραφειοκρατική ιδρυματοποίηση των υπηρεσιών, που έχουν χάσει από τους ορίζοντές τους τον υπέρτατο λόγο ύπαρξής τους, την μεγιστοποίηση της κοινής ωφέλειας (που θα έπρεπε αποτελεί εξίσου ακλόνητο κριτήριο λειτουργίας, όσο είναι το κέρδος στον ιδιωτικό-οικονομικό τομέα).
Θα πρέπει επιτέλους να κατανοήσουμε ότι αυτές οι πρακτικές και οι νοοτροπίες έχουν τεράστιο μερίδιο ευθυνών για την δημοσιονομική, οικονομική και κοινωνική κατάρρευση της χώρας μας. Κοινώς, αν ένα κίνημα χειραφέτησης δεν ασχοληθεί μεταξύ άλλων μετρημένα, σοβαρά ΚΑΙ με αυτά τα πεδία τότε δεν θα αξιωθούμε ποτέ να αποκτήσουμε μια Πολιτεία ικανή να υπερασπίσει το μέλλον και την επιβίωσή μας.
Διαβάστε την έκθεση της ομάδας ελέγχου του Μένουμε Θεσσαλονίκη