Ο μεγάλος θυμός μιας μηδενιστικής απελπισίας
Του Δημήτρη Ναπ. Γιαννάτου από την Ρήξη φ. 129
Η μηδενιστική διαμαρτυρία του Δεκέμβρη του 2008, με αφορμή τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, αποτέλεσε τομή στην ύστερη μεταπολίτευση. Στην ουσία, προανήγγειλε σε οντολογικό-συμβολικό επίπεδο τη μετέπειτα πολύπλευρη πολιτισμική κρίση που ζει η πατρίδα μας. Μέχρι να διαπιστώσουμε τα αποτελέσματά της, το γεγονός αυτό είχε διχάσει την ελληνική κοινωνία, ενώ αντιφατικές αναγνώσεις είχαμε και εντός του ΑΡΔΗΝ.
Η προϊούσα κοινωνική κρίση γέννησε μια στιγμή ζωής που αναιρούσε την ίδια την προοπτική της ζωής. Τα νεολαιίστικα κινήματα δεν γεννιούνται με παρθενογένεση, αλλά αντανακλούν το ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο αξιών της κοινωνίας. Μια κοινωνία παρακμής, εγωτισμού, κερδοσκοπίας και ναρκισσισμού, δύσκολα θα μπορούσε να παράγει κάτι διαφορετικό σε επίπεδο «κινημάτων». Σε μια εικοσαετία, που λοιδορήθηκαν λαϊκές αξίες και το ελληνικό «εμείς», ως ταυτότητα, κατακερματίστηκε στον παγκοσμιοποιημένο νομάδα των Βρυξελλών και των εξωτικών μοναχικών παραδείσων, η «εξέγερση» του Δεκέμβρη ήταν μια θυμωμένη ανάγκη για επιβεβαίωση του εαυτού, που οδηγούσε στην εξάλειψη του εαυτού.
Η απόσταση των οχτώ χρόνων μας επιτρέπει και μιαν άλλη κατανόηση, που δεν δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα, αλλά εντάσσεται σε μια προσπάθεια να συνειδητοποιήσουμε ότι, μια γερασμένη Ελλάδα, οφείλει να ακούσει και τα αντιφατικά μηνύματα των νέων της, καθώς δεν μπορεί να τους αλλάξει και να πάρει… άλλους, μα να τους εμπνεύσει σε νέα πρότυπα και ιδανικά μιας εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης, όσο δύσκολο κι αν φαντάζει στις μέρες μας.
Αν η ελληνική κοινωνία, λοιπόν, είναι η οικογένεια, τα κινήματα θα τα παρομοιάζαμε με τα παιδιά της. Βασικό υλικό του ανθρώπου, πέραν του θαύματος της ύπαρξης, είναι τα συναισθήματα που διαμορφώνουν συμπεριφορές, σχέσεις και πρότυπα επικοινωνίας.
Ο θυμός, ως πρωτογενές συναίσθημα, είναι ένα ενστικτώδες αντανακλαστικό, που σκεπάζει βαθύτερα συναισθήματα. Κάτω από αυτό κρύβεται φόβος, πόνος, θλίψη, απελπισία, αγωνία. Επιπλέον, το σύμπτωμα στο μέλος μιας οικογένειας – από κατάθλιψη, παραβατική συμπεριφορά, έως τοξικομανία ή ό,τι άλλο– υποδηλώνει αφενός την παθογένεια του συστήματος, ή την παρακμή των προτύπων επικοινωνίας και αφετέρου μια τραγική έκκληση για αλλαγή σχέσεων. Είναι μια ασαφής, ενίοτε αυτοκαταστροφική επισήμανση, πως το πρόβλημα δεν είναι προσωπικό, αλλά συστημικό, αλληλεξαρτώμενο από τα μέρη ενός συλλογικού «εμείς».
Κατά μία έννοια, ο φορέας του «τραύματος», του συμπτώματος, είναι μια λανθάνουσα «υγιής» φιγούρα, μέσα σε ένα οικογενειακό σύστημα που πρέπει να αλλάξει, αλλά η ομοιόστασή του ακινητοποιεί τα υπόλοιπα μέλη, που εμποδίζουν την αλλαγή.
Ακόμα, πιο συγκεκριμένα, στο κοινωνικό (οικογενειακό) σύστημα, το σύμπτωμα της εμπλοκής ορίζεται και από την αλλαγή ρόλων και προτύπων επικοινωνίας. Ο εξεγερμένος νέος γίνεται ένας γονιός στη θέση του γονιού του, ένας «κοινωνικός υπεργονιός» (ρόλος χαοτικός, τραγικός, αδιέξοδος). Είναι δυσλειτουργία το «παιδί» να γίνεται «γονιός», είναι αβάστακτο, οδηγώντας σε μια βεβιασμένη και ανώριμη ωρίμανση. Είναι μια επίκληση προς τους πάνω να αναλάβουν τις ευθύνες τους, να τους εμπνεύσουν στην ωριμότητα που έχουν ανάγκη. Συχνά, αυτό εκδηλώνεται με πράξεις απειλής, προκαλώντας και τη δαιμονοποίησή τους από τους «γονείς». Το «εξεγερμένο» παιδί, στις μέρες μας, είναι ένας Νάρκισσος, που πνίγεται μέσα στην εικόνα του και την ανάγκη του για μια συλλογική αγκαλιά. Η δυσλειτουργία θα συνεχιστεί αν ο γονιός αποποιηθεί τις ευθύνες του, μεταφέροντας όλα τα λάθη στον άλλον, δίνοντας ένα εξίσου εγωκεντρικό πρότυπο, όσον αφορά την υπευθυνότητα.
Τα προηγούμενα τριάντα χρόνια, οι νέοι στράφηκαν ενάντια στον τόπο μας, γιατί οι γονείς στράφηκαν, κι αυτοί, ενάντια στις συλλογικές σχέσεις που παλιότερα καθόριζαν ένα εθνικοκοινωνικό απελευθερωτικό «εμείς». Χάθηκε η αρμονία και η ισορροπία των ρόλων και των προτύπων και του οράματος.
Το κίνημα ΑΡΔΗΝ, επιλέγοντας να βγει μπροστά σε δύσκολες ώρες, δίνει ένα υγιές οραματικό πρότυπο προσωπικής και κοινωνικής ευθύνης, αδιαφορώντας για την κριτική ή τη συκοφαντία. Πρόταγμα και πρότυπο, εναλλακτικό και αντισυστημικό στις μέρες μας, ικανό να εμπνεύσει την αντίστοιχη ενεργοποίηση της ευθύνης και στα «παιδιά»-«κινήματα» της εποχής μας, μακριά από την εξιδανίκευση της νεολαίας, αλλά και τη δαιμονοποίησή της. Η προσέγγιση δεν είναι εύκολος δρόμος, καθώς έχουμε απέναντί μας ένα ολόκληρο πολιτισμικό καθεστώς ατομιστικής φυγής και κατασυκοφάντησης εθνικών και κοινωνικών οραμάτων. Έχοντας όμως επιλέξει τον δύσκολο δρόμο της σύνθεσης, δεν έχουμε και άλλη επιλογή.