Αρχική » Ἡ «Πολίτικη Κουζίνα» τῆς καθ᾽ ἡμᾶς ἐμπειρίας

Ἡ «Πολίτικη Κουζίνα» τῆς καθ᾽ ἡμᾶς ἐμπειρίας

από Άρδην - Ρήξη

του π. Χ. Παπαδόπουλου, από το Άρδην τ. 73, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2009

Ἡ ἐ­πο­χή μας εἶ­ναι ἀ­πό τίς σπά­νι­ες ἐ­κεῖ­νες ἱ­στο­ρι­κές πε­ρι­ό­δους ὅ­που ὁ μῦ­θος καί τό πα­ρα­μύ­θι ἀ­που­σιά­ζουν ἀ­πό τήν ζω­ή τοῦ ἀν­θρώ­που. Μιά ζω­ή ὅ­μως δί­χως μῦ­θο εἶ­ναι φα­γη­τό χω­ρίς μπα­χά­ρια, κα­θώς θά ἔ­λε­γε ὁ κύρ Βα­σί­λης τῆς «Πο­λί­τι­κης Κου­ζί­νας».
Ἡ ποί­η­ση καί ἡ μου­σι­κό­τη­τα τῆς ζω­ῆς ἔ­χουν πα­ρα­δο­θεῖ ἄ­νευ ὅ­ρων στήν τε­χνο­λο­γι­κή πε­ζό­τη­τα καί εἰ­κο­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς πλη­ρο­φο­ρί­ας.
Ὅ­πως πα­ρα­τη­ρεῖ εὔ­στο­χα ὁ δι­α­νο­ού­με­νος Χρό­νης Μίσ­σιος, «Σέ με­ρι­κά χρό­νια ἀ­κό­μη (ἄν δέν εἶ­ναι ἤ­δη γε­γο­νός) τά παι­διά δέν θά μπο­ροῦν νά κα­τα­νο­ή­σουν τούς στί­χους τοῦ Μάρ­κου Βαμ­βα­κά­ρη: “Τά μα­τό­κλα­δά σου λάμ­πουν, σάν τά λού­λου­δα τοῦ κάμ­που…”», δι­ό­τι θά τούς λεί­πει ἡ ἀ­με­σό­τη­τα τῆς ἐ­πα­φῆς καί ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῆς ζω­ῆς.
Ἡ πλει­ο­ψη­φί­α τῶν παι­δι­ῶν δέν θά ἔ­χει τήν βι­ω­μα­τι­κή νο­η­μο­σύ­νη, ἀλ­λά τήν πλη­ρο­φο­ρια­κή καί εἰ­κο­νι­κή.
Ὁ κάμ­πος, τό φεγ­γά­ρι, ἡ θά­λασ­σα, τό γα­λά­ζιο τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, δέν θά εἶ­ναι πλέ­ον ἐμ­πει­ρί­α, ἀλ­λά πλη­ρο­φο­ρί­α.
Εἶ­ναι γε­γο­νός ὅ­τι στά με­γά­λα ἀ­στι­κά κέν­τρα ἡ πλει­ο­ψη­φί­α τῶν ἀν­θρώ­πων δέν ἔ­χει τήν αἴ­σθη­ση τῆς ἐμ­πει­ρι­κῆς ψη­λά­φη­σης τῶν φυ­σι­κῶν φαι­νο­μέ­νων, ἀλ­λά μο­νά­χα πλη­ρο­φο­ρια­κή· π.χ. ἀ­κοῦν στήν τη­λε­ό­ρα­ση ὅ­τι αὔ­ριο θά ἔ­χει παν­σέ­λη­νο ἤ ἔ­να­στρο οὐ­ρα­νό καί, πα­ρό­λο πού ἐν­δε­χο­μέ­νως θά ἀ­πο­τε­λέ­σει ἀν­τι­κεί­με­νο τῶν συ­ζη­τή­σε­ών τους, ὡ­στό­σο ἐ­λά­χι­στοι θά εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού θά τό βι­ώ­σουν ὡς ἀν­τι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.
«Στήν ἐ­πο­χή μας, δια­ρκῶς καί πε­ρισ­σό­τε­ρο, κυ­ρια­ρχοῦν τά με­τρή­σι­μα, πο­σο­τι­κά με­γέ­θη. Τό πο­σο­στό τοῦ πλη­θω­ρι­σμοῦ, τά δη­μό­σια ἐλ­λείμ­μα­τα, ὁ ἀ­ριθ­μός τῶν τη­λε­ο­ρά­σε­ων ἀ­νά κά­τοι­κο, ὁ ἀ­ριθ­μός τῶν κα­τοί­κων ἀ­νά πο­λυ­κα­τά­στη­μα. Μή ἀμ­φι­σβη­τών­τας ὅ­τι καί αὐ­τά ἔ­χουν κά­ποι­α ση­μα­σί­α, εἶ­ναι και­ρός νά δι­ε­ρω­τη­θοῦ­με γιά τά μή με­τρή­σι­μα με­γέ­θη: Ἀ­πό τήν ἀ­ξί­α τῆς φι­λί­ας ἕ­ως τό φευ­γα­λέ­ο πρό­σω­πο μί­ας γυ­ναί­κας, ἀ­πό τό τρα­γού­δι πού ἀ­κού­στη­κε μέ­σα στή νύ­χτα ἕ­ως τή μο­να­ξιά τήν κα­θη­με­ρι­νή καί τή μο­να­ξιά τήν ἄλ­λη, ἀ­πό τά χέ­ρια πού σφί­χτη­καν σέ μιά δι­α­δή­λω­ση, κι ἐ­κεῖ­να τά χέ­ρια πού ἐν γνώ­σει τοῦ πα­ρα­μυ­θιοῦ ὁρ­κί­στη­καν αἰ­ώ­νια. Τά μή με­τρή­σι­μα με­γέ­θη εἶ­ναι ἡ ἴ­δια ἡ ζω­ή, τά με­τρί­σι­μα ἡ ἀ­πο­τύ­πω­ση τῆς ζω­ῆς στόν ὑ­πο­λο­γι­στή»1.
Σέ μί­α ἀ­πό τίς ση­μαν­τι­κό­τε­ρες ἑλ­λη­νι­κές ται­νί­ες τῶν τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τι­ῶν («Πο­λί­τι­κη Κου­ζί­να») πα­ρου­σι­ά­ζον­ται μέ ξε­κά­θα­ρο τρό­πο δύ­ο δι­α­φο­ρε­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις τῆς ζω­ῆς καί τῶν νο­η­μά­των της. Δη­λα­δή τῆς βι­ω­μα­τι­κῆς νο­η­μο­σύ­νης, καί τῆς πλη­ρο­φο­ρια­κῆς ἤ εἰ­κο­νι­κῆς.
Ἀπ᾽ τή μιά με­ριά ἔ­χου­με τήν κα­τα­νό­η­ση τῆς ζω­ῆς, ὡς ἐμ­πει­ρί­α καί γεύ­ση, καί ἀπ᾽ τήν ἄλ­λη τήν ζω­ή πού εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἰ­δε­ο­λο­γι­κο­ποι­η­μέ­νων ἔμ­με­σων γνώ­σε­ων καί ἰ­δε­α­τῶν θε­ω­ρη­μά­των.
Ὁ παπ­ποῦς τοῦ ἔρ­γου, ὁ κύρ Βα­σί­λης –Πο­λί­της τήν κα­τα­γω­γή–, ὡς γνή­σιο τέ­κνο τῆς καθ᾽ ἡ­μᾶς Ἀ­να­το­λῆς, με­τα­δί­δει στόν ἐγ­γο­νό του τήν τέ­χνη τῆς ζω­ῆς.
Μιά κα­τα­νό­η­ση καί ἐ­κμά­θη­ση τῆς ζω­ῆς πού ἀγ­κα­λιά­ζει τόν ὅ­λο ἄν­θρω­πο, χω­ρίς νά κα­τη­γο­ρι­ο­ποι­εῖ τήν ὑ­πό­στα­σή του σέ ἀ­νώ­τε­ρα καί κα­τώ­τε­ρα ἐ­πί­πε­δα. Σέ­βε­ται τό μυ­στή­ριο καί τά μυ­στή­ρια τῆς ζω­ῆς, χω­ρίς τίς αὐ­τα­πά­τες τῶν λο­γι­κά τα­κτο­ποι­η­μέ­νων ἕ­τοι­μων ἀ­παν­τή­σε­ων. «Τό κά­θε τί εἶ­ναι τυ­λιγ­μέ­νο μέ­σα σέ μυ­στή­ριο. Αὐ­τό τό μυ­στή­ριο θέ­λου­νε νά βγά­λου­νε οἱ ση­με­ρι­νοί ἄν­θρω­ποι. Μά ξε­γυ­μνώ­νου­νε τόν ἑ­αυ­τό τους ἀ­πό κά­θε βα­θύ αἴ­σθη­μα… Θυ­μᾶ­μαι τόν και­ρό πού ζοῦ­σα πιό φυ­σι­κή ζω­ή, πως ὅ­λα μέ κά­να­νε νά βου­τῶ βα­θειά μέ­σα μου καί νά βρί­σκω κά­ποι­α ἀλ­λό­κο­τα πε­τρά­δια, καί κά­ποι­α μαρ­γα­ρι­τά­ρια μιᾶς ξω­τι­κῆς θά­λασ­σας»2.
Μέ­σα ἀ­πό τήν «Πο­λί­τι­κη Κου­ζί­να» ὁ κύρ Βα­σί­λης μα­θαί­νει στόν ἐγ­γο­νό του τά μυ­στι­κά καί τό βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα τῆς ζω­ῆς. Ἡ «κου­ζί­να» εἶ­ναι τό πε­δί­ο ἕ­νω­σης τῆς κτί­σης μέ τόν ἄν­θρω­πο. Εἶ­ναι ἡ ρε­α­λι­στι­κή ἀ­πει­κό­νι­ση τῆς ἐμ­πει­ρί­ας τῆς ζω­ῆς ὡς γεύ­σης, ὡς κο­ρε­σμοῦ μιᾶς πεί­νας πού στό βά­θος της εἶ­ναι ὑ­παρ­ξια­κή. Ἄλ­λω­στε: «Ὅ­λα τά προ­βλή­μα­τα τοῦ ἀν­θρώ­που στό βα­θύ­τε­ρο νό­η­μά τους εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κά»3.
«Στήν βι­βλι­κή δι­ή­γη­ση τῆς Δη­μι­ουρ­γί­ας ὁ ἄν­θρω­πος πα­ρου­σι­ά­ζε­ται πρῶ­τα ἀ­πό ὅ­λα σάν ἕ­να ὄν πού πει­νά­ει, καί ὅ­λος ὁ κό­σμος εἶ­ναι ἡ τρο­φή του. Ἀ­μέ­σως ὕ­στε­ρα ἀ­πό τήν ὁ­δη­γί­α πού ἀ­φή­νει στούς ἀν­θρώ­πους νά πλη­θύ­νον­ται καί νά κα­τα­κυ­ρι­έ­ψουν τή γῆ, ὁ Θε­ός, σύμ­φω­να μέ τόν συγ­γρα­φέ­α τοῦ πρώ­του κε­φα­λαί­ου τῆς Γένε­σης, τούς προ­α­ναγ­γέλ­λει νά φᾶ­νε ἀ­πό τή γῆ: “Ἰ­δού δέ­δω­κα ὑ­μῖν πάν­τα χόρ­τον σπό­ρι­μον .­.. καί πᾶν ξύ­λον, ὅ ἔ­χει ἐν ἑαυ­τῷ καρ­πόν σπέρ­μα­τος σπο­ρί­μου, ὑ­μῖν ἔ­σται εἰς βρῶ­σιν…­”. Ὁ ἄν­θρω­πος πρέ­πει νά φά­ει γιά νά ζή­σει, πρέ­πει νά βά­λει τόν κό­σμο μέ­σα στό κορ­μί του καί νά τόν με­τα­σχη­μα­τί­σει σέ ἄν­θρω­πο, σέ σάρ­κα καί σέ αἷ­μα. Πραγ­μα­τι­κά ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι αὐ­τό πού τρώ­ει καί ὁ­λό­κλη­ρος ὁ κό­σμος πα­ρου­σι­ά­ζε­ται γιά τόν ἄν­θρω­πο σάν ἕ­να τρα­πέ­ζι ἀ­πό ἕνα γενικό συμπόσιο»4.
Ἡ «Πο­λί­τι­κη Κου­ζί­να» εἶ­ναι ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῆς ζω­ῆς. ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος, ψυ­χή καί σῶ­μα, με­τέ­χει στήν δι­α­δι­κα­σί­α της, γεύ­ε­ται τό δῶ­ρο αὐ­τό τοῦ Θε­οῦ πού ὀ­νο­μά­ζε­ται ζω­ή «ἐκ τοῦ μή εἶ­ναι εἰς τό εἶ­ναι» καί δέν τε­μα­χί­ζε­ται βά­ναυ­σα καί ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά στά ἰ­δε­ο­λο­γι­κά τρα­πέ­ζια τοῦ κό­σμου τού­του.
Ὁ παπ­ποῦς τοῦ ἔρ­γου μα­θαί­νει τόν νε­α­ρό ἐγ­γο­νό του νά ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τόν κό­σμο καί τούς ἀν­θρώ­πους μέ­σα ἀ­πό τίς γεύ­σεις: ἀ­πό τόν κό­σμο τῶν αἰ­σθή­σε­ων ὄ­χι τοῦ αἰ­σθη­σια­σμοῦ, τοῦ ἐμ­πει­ρι­κοῦ καί ὄ­χι φαν­τα­σια­κοῦ, ἀ­πό τό πραγ­μα­τι­κό καί ἄ­με­σο.
Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ὅ­τι τοῦ πα­ρα­δί­δει μα­θή­μα­τα κο­σμο­λο­γί­ας μέ­σα ἀ­πό τίς γεύ­σεις καί τά ἀ­ρώ­μα­τα τῶν μπα­χα­ρι­κῶν. Στήν πα­ρά­δο­ση τῆς Ἀ­να­το­λῆς οἱ τέ­χνες καί οἱ ἐ­πι­στῆ­μες εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα συ­νυ­φα­σμέ­νες μέ τήν ἀ­με­σό­τη­τα τῆς ζω­ῆς.
Ἡ «ἐμ­μο­νή» τοῦ γε­ρο-Ἀ­να­το­λί­τη νά μά­θει στό παι­δί τήν βα­θύ­τε­ρη τέ­χνη τῆς μα­γει­ρι­κῆς ἔ­χει νά κά­νει μέ τήν ἀν­τί­λη­ψή του πώς ἡ ζω­ή δέν μα­θαί­νε­ται o­ὔ­τε κα­τα­νο­εῖ­ται μέ­σα ἀ­πό ἰ­δε­ο­λο­γή­μα­τα καί ἀ­πο­στει­ρω­μέ­νες γνώ­σεις, ἀλ­λά ἀ­πό τήν ἀ­με­σό­τη­τα τῆς ἐμ­πει­ρί­ας καί τε­λι­κά τῆς γεύ­σης πού ἀ­φή­νει αὐ­τή στόν ἄν­θρω­πο.
Ἡ Πο­λί­τι­κη οἰ­κο­γέ­νεια Ἰ­α­κω­βί­δου προσ­λαμ­βά­νει ὅ­λη τήν ζω­ή μέ­σα ἀ­πό τίς γεύ­σεις. Ἀ­κό­μη καί ἡ «ἔγ­κρι­ση» ὑ­πο­ψή­φιας νύφης ἔ­χει νά κά­νει μέ τήν δε­ξι­ό­τη­τά της στόν χῶ­ρο τῆς κου­ζί­νας, τῆς Πο­λί­τι­κης κου­ζί­νας. Δέν μπο­ρεῖ νά γί­νει κά­ποι­ος μέ­λος τῆς οἰ­κο­γέ­νειας ἐ­άν δέν ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τήν ζω­ή μέ­σα ἀ­πό τήν ἰ­δι­αί­τε­ρη αἴ­σθη­ση τῶν ἀ­ρω­μά­των, τῶν γεύ­σε­ων, τῆς ἐμ­πει­ρί­ας.
Τί ἄλ­λω­στε εἶ­ναι ὁ Θε­ός, κα­τά τούς Ἁ­γί­ους Πα­τέ­ρες τῆς καθ᾽ ἡ­μᾶς πα­ρα­δό­σε­ως, ἐ­κτός ἀ­πό σχέ­ση καί γεύ­ση ζω­ῆς; Μιά γεύ­ση τοῦ ὑ­περ­βα­τι­κοῦ ἤ τοῦ ὑ­πε­ρεμ­πει­ρι­κοῦ, ὅ­πως θά μᾶς ἔ­λε­γε ὁ Χρῆ­στος Μα­λε­βί­τσης.
Τήν ἴ­δια αὐ­τή ἐ­πο­χή ἡ Ἑλ­λά­δα ἔ­χει κα­τα­στεῖ πο­λι­τι­στι­κό φέ­ου­δο τῆς «Δύ­σε­ως» καί ἔ­χει ἀ­πο­λέ­σει αὐ­τή τήν γνώ­ση ζω­ῆς.
Γι᾽ αὐ­τό τόν λό­γο, βλέ­που­με στήν ται­νί­α πώς, ὅ­ταν ἡ οἰ­κο­γέ­νεια Ἰ­α­κω­βί­δου, με­τα­φέ­ρε­ται ἀ­πό τήν Πό­λη στήν Ἀ­θή­να, δη­λα­δή ἀ­πό τό πο­λι­τι­στι­κό κέν­τρο τῆς καθ᾽ ἡ­μᾶς πα­ρα­δό­σε­ως στό ἐ­θνι­κό κέν­τρο τῆς πο­λι­τι­στι­κῆς μας πα­ρα­μορ­φώ­σε­ως, κα­λοῦν τόν ἱ­ε­ρέ­α τῆς ἐ­νο­ρί­ας νά τούς κά­νει ἁ­για­σμό. Καί ὅ­ταν ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ὅ­τι ὁ γιός τῆς οἰ­κο­γέ­νειας ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ τήν πα­ρα­σκευ­ή τοῦ φα­γη­τοῦ, δί­δει τήν συμ­βου­λή νά πα­ρα­κο­λου­θή­σει τό παι­δί μα­θή­μα­τα κα­τη­χη­τι­κοῦ γιά νά μά­θει κα­λά καί ὠ­φέ­λι­μα πράγ­μα­τα στήν ζω­ή του καί ὄ­χι μα­γει­ρέ­μα­τα, γεύ­σεις καί ἀ­ρώ­μα­τα.
Ἡ ση­μει­ο­λο­γί­α αὐ­τῆς τῆς σκη­νῆς πού πε­ρι­γρά­ψα­με πα­ρα­πά­νω εἶ­ναι ἐμ­φα­νής: Ἡ κου­ζί­να, οἱ γεύ­σεις καί τά ἀ­ρώ­μα­τα συμ­βο­λί­ζουν σέ ὀν­το­λο­γι­κό ἐ­πί­πε­δο τήν ἐμ­πει­ρί­α καί τήν ἀ­με­σό­τη­τα μέ τήν ζω­ή.
Ἀν­τί­θε­τα, τό κα­τη­χη­τι­κό αὐ­τῆς τῆς πε­ρι­ό­δου στήν Ἑλ­λά­δα ση­μαί­νει τήν ἰ­δε­ο­λο­γι­κο­ποί­η­ση τῆς πί­στε­ως ἀ­πό ἐμ­πει­ρί­α σέ ἐγ­κε­φα­λι­κή γνώ­ση. Ἀ­πό πα­νη­γύ­ρι τῆς ζω­ῆς ἀ­πέ­ναν­τι στόν ἡτ­τη­μέ­νο διά τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ θά­να­το, σέ κα­νό­νες καί τρό­πους «χρι­στι­α­νι­κῆς» συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς.
Ἦ­ταν ἡ ἐ­πο­χή ὅ­που ἡ Ἑλ­λά­δα γνώ­ρι­ζε τό εὐ­σε­βι­στι­κό κί­νη­μα τῆς Εὐ­ρώ­πης (πι­ε­τι­σμός) πού ἔ­μελλε νά «κα­τα­στρέ­ψει» καί νά μεταβάλει ἕ­ναν πο­λι­τι­σμό ἐμ­πει­ρί­ας καί ὁ­λι­κῆς βι­ω­μα­τι­κῆς ψη­λά­φη­σης τοῦ ἐ­πέ­κει­να, σέ ἰ­δε­ο­λο­γί­α τοῦ ἐν­θά­δε κο­σμι­κοῦ κα­θω­σπρε­πι­σμοῦ.
Τά κα­τη­χη­τι­κά σχο­λεῖ­α προ­σπα­θοῦ­σαν νά δη­μι­ουρ­γή­σουν «κα­λούς» καί «ἠ­θι­κούς» ἀν­θρώ­πους, μέ ὡ­ραί­ους τρό­πους καί κα­λή συμ­πε­ρι­φο­ρά, καί ὄ­χι νι­κη­τές τοῦ θα­νά­του καί θρι­αμ­βευ­τές τῆς ζω­ῆς. Ση­μα­σί­α εἶ­χε τί καί πό­σα γνώ­ρι­ζες καί ὄ­χι τί ζοῦ­σες.
Πολ­λά θά μπο­ροῦ­σε νά πεῖ κα­νείς πά­νω στήν ἐ­ξαί­ρε­τη αὐ­τή κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή ἐ­πι­τυ­χί­α «Πο­λί­τι­κη Κου­ζί­να». Ἐ­κεῖ­νο ὅ­μως πού εἶ­ναι ση­μαν­τι­κό νά προ­σέ­ξου­με εἶ­ναι ὅ­τι­  μᾶς με­τα­φέ­ρει μέ ἀ­πα­ρά­μιλ­λο τρό­πο στήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα τῆς βι­ω­μα­τι­κῆς νο­η­μο­σύ­νης, ἰ­δι­αί­τε­ρα στόν σύγ­χρο­νο κό­σμο. Ἕ­ναν κό­σμο πού ὁ­λο­έ­να καί πε­ρισ­σό­τε­ρο χά­νει τήν ἀ­με­σό­τη­τα τῆς ἐμ­πει­ρί­ας καί τοῦ βι­ώ­μα­τος.
Τό μέλ­λον τοῦ κό­σμου δέν μπο­ρεῖ νά ἑ­τοι­μά­ζε­ται σέ ἀ­πο­στει­ρω­μέ­νες αἴ­θου­σες καί ἐρ­γα­στή­ρια εἰ­κο­νι­κῆς γνώ­σε­ως. Οὔ­τε ἡ ζω­ή γνω­ρί­ζε­ται μέ­σα ἀ­πό μιά πλη­ρο­φο­ρια­κή παι­δεί­α.
Ἡ ζω­ή δέν δέ­χε­ται κε­νά, δέν ἀ­νέ­χε­ται πράγ­μα­τα λει­ψά. Ὁ ἄν­θρω­πος, γιά νά εἶ­ναι ἄν­θρω­πος, πρέ­πει νά γευ­θεῖ, νά αἰ­σθαν­θεῖ, νά χα­ρεῖ καί νά λυ­πη­θεῖ, νά πε­τύ­χει καί νά ἀ­πο­τύ­χει, νά πα­ρα­τη­ρή­σει καί στό τέ­λος νά γνω­ρί­σει.
Δι­α­φο­ρε­τι­κά, θά πεν­θή­σει γιά μιά ζω­ή πού δέν ἔ­χει ζή­σει, για­τί «κα­λό εἶ­ναι νά ὑ­πάρ­χεις, ἀλ­λά νά ζεῖς εἶ­ναι ἄλ­λο πράγμα»5.
………………………
1 Γιώργου Γραμματικάκη «Κοσμογραφήματα»
2 Φώτης Κόντογλου.
3 π. Μιχαήλ Καρδαμάκης.
4 π. Αλέξανδρος Σμέμαν, «Γιά νά ζήσει ὁ κόσμος», σελ. 13.
5 Φώτης Κόντογλου.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ