Αρχική » Η Διαθήκη του Μπετόβεν

Η Διαθήκη του Μπετόβεν

Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

          Φέτος η ανθρωπότητα εορτάζει τα 250 χρόνια από τη γέννηση του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (17 Δεκεμβρίου 1770 – 26 Μαρτίου 1827). Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος έτσι τον περιγράφει επιγραμματικά στην «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος»: «Ο Μπετόβεν είναι ένας από τους τελευταίους Τιτάνες, που στο έργο τους πραγματοποιήθηκε σε αξεπέραστο βαθμό η ολική παρουσία του ανθρώπινου πνεύματος».

          Είναι φτωχά τα όποια λόγια, ακόμη και των πιο σημαντικών συγγραφέων για να περιγράψουν την μεγαλοφυΐα του συνθέτη και τα όσα ο ίδιος αντιμετώπισε στη ζωή του. Κατά την άποψή μου η λόγια μουσική με τον Μπετόβεν έφθασε στην αποκορύφωσή της και στην ανθρώπινη ιστορία δεν θα υπάρξει  καλλιτέχνης που να τον ξεπεράσει. Στον χώρο της ανθρώπινης δημιουργίας τον τοποθετώ δίπλα στον Όμηρο για την ποίηση, στους Πλάτωνα και Αριστοτέλη στη φιλοσοφία, στους Αισχύλο, Σοφοκλή και Ευριπίδη στο θέατρο, στους Φειδία και Πραξιτέλη στη γλυπτική, στους Ικτίνο, Καλλικράτη, Ανθέμιο και Ισίδωρο στην αρχιτεκτονική.

          Ο Μπετόβεν τα πιο γόνιμα καλλιτεχνικά χρόνια της ζωής του τα πέρασε στη Βιέννη. Προάστιο σήμερα της πρωτεύουσας της Αυστρίας είναι το Heiligenstadt. Στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου ήταν ένα χωριό με πλούσιο πράσινο και πολλά αμπέλια.  Σε ένα σπίτι αυτού του χωριού, που διατηρείται έως σήμερα και είναι ένα από τα Μουσεία για τον Μπετόβεν, έμεινε για έξι μήνες το 1802 ο μεγάλος συνθέτης. Σε αυτούς τους μήνες έγραψε τις πρώτες νότες της 3ης («Ηρωικής») συμφωνίας καθώς και άλλα αριστουργήματα.

Όποιος επισκέπτεται αυτό το σπίτι, που είναι κτισμένο σε σχήμα ορθογώνιου επιπέδου και έχει έναν μετρίων διαστάσεων κήπο, μπορεί να αφήσει την φαντασία του να γυρίσει πίσω, στον Μπετόβεν. Περιδιαβάζοντας  τα δωμάτια του αγροτικού σπιτιού – τίποτε το ιδιαίτερο –, καθήμενος για λίγο στην ηρεμία του κήπου και ακούγοντας το κελάδημα των πουλιών καταλαβαίνει γιατί άρεσε στον Μπετόβεν. Τότε το πράσινο ήταν πολύ περισσότερο, δεν υπήρχε άσφαλτος, δεν περνούσαν αυτοκίνητα και λεωφορεία κοντά στο σπίτι. Ησυχία και απόλαυση οπτική και ηχητική.

          Όμως στον Μπετόβεν εκεί, στο Heiligenstadt, είχε αρχίσει να επιδεινώνεται το πρόβλημα που θα τον βασάνιζε έως το τέλος της ζωής του, η κώφωση. Ο μεγαλοφυής μουσικός αρχίζει να ζει με αχρηστευμένο το όργανο του σώματος του, που του ήταν απολύτως απαραίτητο στη δημιουργία του. Ξεπερνώντας το βάσανο και τις ψυχολογικές επιπτώσεις του ο Μπετόβεν εμπνεύσθηκε και δημιούργησε τα μεγαλειώδη έργα του. Πρέπει να προσεγγίσει με την καρδιά του κάποιος τον Μπετόβεν για να καταλάβει αυτά που πέρασε. Στο σπίτι αυτό, στις 6 Οκτωβρίου του 1802, έγραψε το κείμενο, που ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος χαρακτηρίζει ως «ένα από τα πιο δραματικά κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας». Απευθύνεται στους αδελφούς του Καρλ και Γιόχαν  και πήρε την ονομασία «Η Διαθήκη του Χάϊλιγκενστάντ».  

          Ο Μπετόβεν, παρά την κώφωσή του, δεν υπέκυψε στον πειρασμό να αυτοκτονήσει, δεν εγκατέλειψε τη δημιουργία του έως το τέλος της ζωής του,. Κατά τον Μίκαελ ντε Σάπιο στη μάχη που καθημερινά έδινε με τον πειρασμό βοηθήθηκε από την πίστη του στον Θεό. Άλλοι, όπως ο Franz Gerhard Wegeler, έγραψαν ότι τον βοήθησαν οι Έλληνες συγγραφείς, ιδιαίτερα ο Πλούταρχος, που υπεραγαπούσε. Ο Άγγλος Εντουαρντ Σουλτς έγραψε ότι επισκέφθηκε τον Μπετόβεν και διαπίστωσε ότι είναι φίλος της Ελληνικής Γραμματείας και ο Άντον Φελίξ Σίντλερ, στη βιογραφία του Μπετόβεν «Τον Μπετόβεν που γνώρισα» γράφει ότι μετά τον θάνατό του στη βιβλιοθήκη του βρέθηκαν βιβλία Ελλήνων συγγραφέων, μεταξύ των οποίων των Ομήρου, Πλάτωνα, Πλούταρχου, Αριστοτέλη, Ευριπίδη και Ξενοφώντα. Του Μπετόβεν άρεσαν οι όροι «πάθος» και «ήθος», που τους γνώριζε στα ελληνικά και που αποτέλεσαν τον πυρήνα της σκέψης και της δημιουργίας του. Επίσης στις σημειώσεις του βρέθηκαν στίχοι από την «Οδύσσεια», γραμμένοι στα γερμανικά. Είναι από την παραμονή του Οδυσσέα στο βασίλειο των Φαιάκων. Οι πρώτοι είναι από την 7η Ραψωδία (στίχοι 209-212): «..Σ’ αθανάτους δεν μοιάζω, που τον ευρύ ουρανό κατέχουν, ούτε στο δέμας ούτε στη φύτρα, αλλά σε θνητούς βροτούς. Όποιους εσείς γνωρίζετε πάρα πολύ δύστυχους ανθρώπους με αυτούς βάλτε με ίσον».  Και οι δεύτεροι από την 8η ραψωδία (στίχοι 408-409) «Χαίρε πατέρα ξένε, κι αν κάτι ελέχθη βαρύ, αρπάζοντάς το, ας το πάνε μακριά οι θύελλες».

          Ο Μπετόβεν ήταν φιλέλληνας. Όχι μόνο για την αρχαία γραμματεία, αλλά και για τα βάσανα των σύγχρονών του Ελλήνων. Το 1811 έγραψε το έργο 113 «Τα ερείπια των Αθηνών», που προόριζε να το κάνει όπερα και παίχτηκε στην Πέστη της Ουγγαρίας. Ξαναπαίχτηκε στα 1822 στη Βιέννη. Η υπόθεση του έργου είναι πως η θεά Αθηνά ξυπνάει από ένα ύπνο χιλίων ετών και παίρνει το αυτί της ένα ζευγάρι Ελλήνων να οδύρονται για την ξένη κατοχή της Πατρίδας τους. Εκείνη θλίβεται βαθύτατα βλέποντας και την γεμάτη ερείπια πόλη της και απογοητευμένη από την Αθήνα φεύγει και πηγαίνει στην Πέστη, όπου ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος Β΄ τελεί τα εγκαίνια της όπερας της και παρακολουθεί τον θρίαμβο των μουσών Θάλειας και Μελπομένης.  Ένας από τους λόγους που ο Μπετόβεν δεν ολοκλήρωσε ως όπερα «Τα ερείπια των Αθηνών» είναι γιατί την ίδια περίοδο συνέθεσε  συμφωνίες, σονάτες, κονσέρτα, μεταξύ των οποίων την εξαιρετική Missa Solemnis  και τη μοναδική Ενάτη Συμφωνία.-

                             Η Διαθήκη του Χάϊλιγκενστάντ*

          Για τους αδελφούς μου Καρλ και Γιόχαν Μπετόβεν

          Ω! Σε εσάς όλους, οι οποίοι με βρίσκετε κακό χαρακτήρα, που με κατηγορείτε ότι είμαι επιθετικός και μισάνθρωπος, πόσο είσθε άδικοι μαζί μου. Δεν γνωρίζετε την κρυφή αιτία αυτής μου της συμπεριφοράς. Στο βάθος της καρδιάς μου και των σκέψεών μου πάντα συναισθανόμουν μια λεπτή επιθυμία να κάνω το καλό. Ως παιδί είχα στο μυαλό μου πάντα ευγενείς πράξεις, αλλά γνωρίζετε τώρα ότι υποφέρω εδώ και έξι χρόνια από ανίατη ασθένεια, που, παρ΄ όλη μου την καλή διάθεση, οφείλω να πω ότι νοσηλευθείς αντί να βελτιώνεται η κατάστασή μου, από χρόνο σε χρόνο επιδεινώνεται. Εξαπατημένος ήμουν υποχρεωμένος να εξοικειώνομαι με την ιδέα μιας μόνιμης ασθένειας (της οποίας η ίασις θα πάρει ίσως χρόνια, στην πραγματικότητα θα είναι αδύνατη).

          Εγώ που ήμουν ζωηρός και ορμητικός από ιδιοσυγκρασία, ευαίσθητος στους περισπασμούς της κοσμικής ζωής, υποχρεώθηκα να απομονωθώ από νωρίς, να ζω μοναχικά και αν μου συνέβη μερικές φορές να περιφρονήσω την αρρώστιά μου τι αντοχή μπορούσα να έχω πεταμένος εκτός του κόσμου με την πολύ δυσάρεστη εμπειρία της κώφωσής μου. Παρόλη τη δοκιμασία ήμουν ακόμη ανήμπορος να πω στους ανθρώπους: Μιλάτε πιο δυνατά, φωνάξτε, είμαι κουφός….Αλίμονο, πώς να μπορείς να πεις στους ανθρώπους για να σε καταλάβουν και να δικαιολογήσουν την αδυναμία ενός οργάνου, που θα έπρεπε να είναι το πιο τέλειο σε εμένα από οποιονδήποτε άλλον, ενός οργάνου που το είχα να λειτουργεί με απόλυτη τελειότητα, μια τελειότητα που λίγοι από τους συναδέλφους μου μπορούν να ισχυριστούν ότι έχουν.

          Όχι, δεν μπορώ, συγχωρήστε με όταν θα με δείτε να δραπετεύω από κοντά σας, εγώ, που μου άρεσε πολύ να είμαι μαζί σας. Η δυστυχία μου με κάνει διπλά να υποφέρω, αφού είναι γεγονός ότι με αποδοκιμάσατε. Δεν έχω πλέον το δικαίωμα στις κοινωνικές τέρψεις, στις πνευματικές συζητήσεις, στην ανταλλαγή ιδεών, στη διάχυσή τους, δεν μπορώ καθόλου να διακινδυνεύσω επαφές στην κοινωνία, παρά μόνο όπου η πιο αυστηρή αναγκαιότητα το απαιτεί, μια ζωή βασανιστική, ιδού η ζωή μου. Όταν με πλησιάζει μια ομάδα ανθρώπων με καταλαμβάνει τρόμος, φοβάμαι να πάρω το ρίσκο να προδώσω την κατάστασή μου.

          Έτσι ήμουν αυτούς τους έξι μήνες που πέρασα στην εξοχή (Σημ. γρ. Εννοεί στο Χάϊλιγκενστάντ), έχοντας τον γιατρό μου, ο οποίος με πολύ καλή διάθεση με συμβουλεύει το πώς να μεταχειρίζομαι το αυτί μου, κάτι που ταιριάζει αρκετά καλά στην τρέχουσα φυσική μου κατάσταση, αν και η επιθυμία μου για παρέα με παρέσυρε μερικές φορές.

          Αλλά σε αυτή την περίπτωση της παρέας τί ταπείνωση είναι για μένα όταν κάποιος που κάθεται δίπλα μου άκουγε από μακριά να παίζει κάποιος ένα φλάουτο, που εγώ δεν άκουγα τίποτε, ή όταν κάποιος άκουγε να τραγουδάει ένας βοσκός, εγώ και στην περίπτωση αυτή, πάλι δεν άκουγα τίποτε. Τέτοιες εμπειρίες με βύθιζαν στην πιο βαθιά απελπισία, που λίγο χρειαζόταν να με κάνει να βάλω τέλος στη ζωή μου.

          Δεν υπήρξε τίποτε άλλο παρά η τέχνη, μόνο αυτή είναι που με κράτησε στη ζωή. Είχα την πίστη πως μου ήταν αδύνατο να εγκαταλείψω αυτόν τον κόσμο πριν να έχω δημιουργήσει όλα όσα  είχα ως ιδέες μέσα μου και για το λόγο αυτό συνέχισα την αξιολύπητη  ζωή μου, αξιολύπητη είναι η σωστή λέξη. Το σώμα μου είναι τόσο ευερέθιστο…Μπορεί να φέρομαι θαυμάσια, αλλά αρκεί μια αλλαγή λίγο απότομη, για να βρεθώ ξαφνικά στην πιο άσχημη κατάσταση. Υπομονή μου συνιστούν, είναι η υπομονή που πρέπει να έχω ως οδηγό..Το κάνω, διατηρώ σταθερά μέσα μου την ελπίδα, ότι η απόφασή μου να κρατηθώ  όρθιος μέχρι να βρεθώ στις αδυσώπητες αυλές της κοπής του νήματος της ζωής μου θα με κάνει ίσως να πηγαίνω καλύτερα, ίσως όχι, θα συμβεί αυτό που είναι δυνατό να συμβεί. 

          Υποχρεώθηκα από τα 28 μου χρόνια να γίνω φιλόσοφος, αυτό δεν είναι εύκολο, είναι ακόμη πιο δύσκολο για τον καλλιτέχνη από οποιονδήποτε άλλον. Θεέ μου, εσύ που βλέπεις το βάθος της καρδιάς μου, εσύ τη γνωρίζεις, εσύ γνωρίζεις ότι η αγάπη του πλησίον και η γενναιοδωρία κατοικοεδρεύουν μέσα της. Ω, εσείς οι άλλοι που θα διαβάσετε μιαν ημέρα αυτές τις γραμμές σκεφθείτε πως υπήρξατε άδικοι προς εμένα. Είθε να παρηγορηθώ ο δυστυχής σκεπτόμενος ότι ένας όμοιός μου πέτυχε, με τη δύναμη της θελήσεώς του, να ξεπεράσει τα εμπόδια, που η φύση του επέβαλε και να αναγνωριστεί στο επίπεδο των σπουδαίων ανθρώπων και των μεγάλων καλλιτεχνών.

          Σεις αδέλφια μου, Κάρολε και Γιόχαν, όταν θα πεθάνω και εάν ο καθηγητής Σμιτ ζει ακόμη, παρακαλέστε τον να κάνει λεπτομερή απολογισμό της ασθενείας μου και να δημοσιεύσετε αυτές τις σελίδες, με σκοπό, στο μέτρο του ακόμη δυνατού, ο κόσμος μετά τον θάνατό μου, να συμφιλιωθεί μαζί μου.

          Με την ευκαιρία αυτή σας καθιστώ και τους δύο κληρονόμους της μικρής μου περιουσίας (εάν κανείς μπορεί να την ονομάσει έτσι). Μοιρασθείτε την εξίσου, μείνετε σε καλή σχέση ο ένας με τον άλλον, να αλληλοβοηθείσθε, για το κακό που μου κάματε ξέρετε ότι σας έχω συγχωρήσει εδώ και καιρό. Εσένα αδελφέ μου Κάρολε σε ευχαριστώ πολύ ιδιαιτέρως για τη στοργή, που μου εκδήλωσες αυτούς τους τελευταίους καιρούς. Σας εύχομαι μια καλύτερη ζωή, πιο αμέριμνη από τη δική μου.

          Συστήστε στα παιδιά σας να είναι ενάρετα, είναι η αρετή και όχι το χρήμα που φέρνει την ευτυχία. Το λέγω αυτό από εμπειρία, είναι αυτή η αρετή που ανεβάζει ψηλά την ψυχή μου ακόμη και την ώρα του πόνου, είναι που σε αυτήν και στην τέχνη μου οφείλω που δεν αυτοκτόνησα για να βάλω τέλος στη ζωή μου.

           Αντίο, να αγαπιέστε. Ευχαριστώ όλους τους φίλους μου, ειδικά τον πρίγκηπα Lichnowski και τον καθηγητή Smidt.  Ο πρίγκηπας μου έδωσε (μουσικά) όργανα για να τα χρησιμοποιήσω. Θα ευχόμουν ένας από τους δυο σας να τα κρατήσει σπίτι του, αλλά αυτό να μη γίνει αιτία μεταξύ σας φιλονικίας. Αυτά ισχύουν αν μπορούν να σας εξυπηρετήσουν σε κάτι πιο χρήσιμο, αλλιώς πουλήστε τα. Νιώθω ευχαρίστηση με την ιδέα ότι και από τον τάφο μου ακόμη θα μπορώ να σας προσφέρω υπηρεσία.

          Ιδού τελείωσα. Αναμένω τον θάνατο με χαρά. Εάν έλθει πριν να έχω την ευκαιρία να ξεδιπλώσω όλο μου το καλλιτεχνικό ταλέντο θα θεωρήσω ότι, παρά τη σκληρότητα της μοίρας μου, ήρθε υπερβολικά νωρίς και εύχομαι χωρίς αμφιβολία να έρθει αργότερα. Αλλά όχι, εκεί επίσης θα είμαι ευχαριστημένος και θα έχω απαλλαγεί από τις ατέλειωτες οδύνες. Θάνατε έλα όποτε θέλεις, έρχομαι χωρίς φόβο σε συνάντησή σου. Αντίο, μην με ξεχνάτε εντελώς στον θάνατό μου. Το αξίζω διότι στη ζωή μου συχνά σας σκεφτόμουν, ήθελα να σας κάνω ευτυχισμένους, όπως εύχομαι να είσθε.

Heiligenstadt στις 6 Οκτωβρίου 1802

Ludwig van Beethoven

ΥΓ. Για τους αδελφούς μου  Καρλ και Γιόχαν: Να διαβαστεί και να εκτελεστεί μετά τον θάνατό μου.

*Η Διαθήκη που έγραψε ο Μπετόβεν στο Χάϊλιγκεστάντ δίδεται στο μέρος που την έγραψε και που σήμερα είναι Μουσείο. Το 48σέλιδο βιβλίο είναι γραμμένο σε πέντε γλώσσες (στο γερμανικό πρωτότυπο, στα αγγλικά, στα γαλλικά, στα ιταλικά και στα ιαπωνικά). Μαζί με το βιβλίο δίδεται σε φωτοτυπία το χειρόγραφο της διαθήκης. Σημειώνεται ότι ο Μπετόβεν έζησε μετά τη διαθήκη αυτή 25 χρόνια και χάρισε στην ανθρωπότητα τα αριστουργήματά του. Τη Διαθήκη του Μπετόβεν η καρδιά μου θεώρησε ότι ώφειλε να τη μεταφράσει από ένα αίσθημα βαθιάς ευγνωμοσύνης για την προσφορά του κορυφαίου μουσουργού στην ανθρωπότητα, αλλά και γιατί το πέμπτο του (αυτοκρατορικό) κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα, με έκανε να αγαπήσω την λόγια μουσική.-  

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ