των Δ. Πασχαλίδης – Τ. Χατζηαναστασίου, από το Άρδην τ. 53, Απρίλιος-Μάιος 2005
Το βιβλίο των συνεργατών μας Δημήτρη Πασχαλίδη και Τάσου Χατζηαναστασίου : «Τα γεγονότα της Δράμας, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1941, εξέγερση ή προβοκάτσια» (Δημοτική Επιχείρηση Κοινωνικής Πολιτιστικής και Τουριστικής Ανάπτυξης, Δράμα 2003) βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το έτος 2004.
Στο σκεπτικό της απόφασης της Ακαδημίας αναφέρεται ότι το εν λόγω βιβλίο, στηριζόμενο σε πλήθος αρχειακών αδημοσίευτων πηγών και προφορικών μαρτυριών καθώς και στο σύνολο της υπάρχουσας βιβλιογραφίας, περιγράφει και ερμηνεύει με πειστικά επιχειρήματα τα γεγονότα της Δράμας του 1941.
Αλλά τόσο το βιβλίο όσο και τα ίδια τα γεγονότα αξίζουν την προσοχή μας για πολύ περισσότερους λόγους.
Πρώτα – πρώτα, το τελικό αποτέλεσμα οφείλεται στη συλλογική και μάλιστα εθελοντική εργασία τόσο των δύο συγγραφέων όσο και του φιλολόγου Χρήστου Φαράκλα που ανέλαβε την επιμέλεια του βιβλίου. Ο Τάσος Χατζηαναστασίου, διδάκτορας Ιστορίας, προσέφερε την «πρώτη ύλη» μια και ο βασικός πυρήνας του βιβλίου αποτελεί μία επεξεργασμένη, ανεπτυγμένη και διορθωμένη εκδοχή των δύο πρώτων κεφαλαίων της διδακτορικής του διατριβής για την Εθνική Αντίσταση στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Ο Δημήτρης Πασχαλίδης, ερευνητής της τοπικής ιστορίας, έφερε σε πέρας το ογκώδες έργο της επιτόπιας έρευνας καλύπτοντας τα κενά και διορθώνοντας τα λάθη της αρχειακής και βιβλιογραφικής έρευνας του συνεργάτη του. Η σημαντικότερη ωστόσο προσφορά του παραμένει η εντυπωσιακή και πρωτότυπη σε διεθνές επίπεδο σύνταξη του ονομαστικού καταλόγου των θυμάτων των βουλγαρικών αντιποίνων. Η καταγραφή αυτή δεν έχει μόνο συναισθηματική αξία για τους συγγενείς των θυμάτων, έχει σημασία τόσο εθνική ως προσκλητήριο πεσόντων όσο και επιστημονική ως πρότυπο για ανάλογα εγχειρήματα στο μέλλον. Τέλος, ο Χρίστος Φαράκλας, φιλόλογος, δεν επιμελήθηκε απλώς το κείμενο αλλά συστηματοποίησε καλύτερα το υλικό, κατορθώνοντας να καταστήσει λειτουργικό και εύχρηστο το πλήθος των υποσημειώσεων και των κυρίων ονομάτων καθώς και τον όγκο του ονομαστικού καταλόγου.
Σε ό,τι αφορά τις πηγές, το βιβλίο κατέχει οπωσδήποτε το πανελλήνιο ρεκόρ χρήσης προφορικών μαρτυριών, αφού φτάνουν τις μερικές εκατοντάδες! Η δε αξιοποίηση βουλγαρικών, ελληνικών, γερμανικών, αμερικανικών, γιουγκοσλαβικών και βρετανικών πηγών, μοιάζει κι αυτή με άθλο για έρευνα που δεν χρηματοδοτήθηκε από κανένα ίδρυμα και πραγματοποιήθηκε από δύο μόνο ανθρώπους. Θα έλεγε κανείς ότι η συγκέντρωση υλικού υπήρξε εξαντλητική, γεγονός που καθιστά την τεκμηρίωση αξιόπιστη και ασφαλή.
Τα γεγονότα της Δράμας παραμένουν ακόμη άγνωστα στο ευρύ ελληνικό κοινό. Κι όμως, τα θύματα των αντιποίνων των κατακτητών υπήρξαν πολύ περισσότερα από τα θύματα των Καλαβρύτων και του Διστόμου, όσο κι αν η μακάβρια αντιπαράθεση αριθμών… πτωμάτων δεν αποτελεί επαρκές στοιχείο αξιολόγησης. Πολύ ευρύτερη είναι και η περιοχή που καλύπτουν τα γεγονότα, και που στην πραγματικότητα αφορά όλη την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Ακόμη, οι συνέπειές τους επηρέασαν τις πολιτικές εξελίξεις στην περιοχή και τον συσχετισμό δύναμης μεταξύ ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και εθνικιστών ανταρτών, αλλά και σ’ ένα βαθμό καθόρισαν τη μεταπολεμική τύχη της διεκδικούμενης από τη Βουλγαρία περιοχής. Τα γεγονότα της Δράμας προσφέρονται ακόμη και για τη μελέτη και κατανόηση της ιστορίας, της ιδεολογίας και της εξέλιξης του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος αφού η πρωτοβουλία της εξέγερσης που προκάλεσε τα βουλγαρικά αντίποινα πάρθηκε από τους κομμουνιστές της περιοχής. Προσφέρονται ακόμη και για τη μελέτη της σύνθεσης που επιχειρείται στις ιδέες και την πρακτική των εξεγερμένων της Δράμας, σύνθεση ανάμεσα στην επαναστατική κομμουνιστική εξαγγελία και την εθνική απελευθέρωση.
Τόσο για τα δεινά που προκάλεσαν όσο και για τα ερμηνευτικά προβλήματα που δημιούργησαν και στη Δεξιά και στην Αριστερά, αφού η σύνθεση «ταξικού» και «εθνικού», «διεθνισμού» και «πατριωτισμού», ακατανόητη για τα πολιτικά και κομματικά κριτήρια της εποχής, αποτέλεσε την υποκειμενοποιητική δύναμη της εξέγερσης, τα γεγονότα της Δράμας χαρακτηρίστηκαν με περισσή ευκολία προβοκάτσια των βουλγαρικών αρχών κατοχής με την εκούσια ή ακούσια, ανάλογα με την ιδεολογική τοποθέτηση, συμμετοχή των Ελλήνων κομμουνιστών. Σήμερα δεν υπάρχει πλέον καμία αμφιβολία πως πρόκειται για μία ακόμη ηρωική ήττα των ελληνικών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και της κομμουνιστικής εφόδου στον ουρανό. Μία ήττα όμως «που νικάει την εξουσία» αφού απέδειξε πως η βουλγαροκρατούμενη Ελλάδα παρέμενε επίμονα ανυπόταχτη. Αυτή είναι και η προσφορά των επαναστατών και κυρίως των θυμάτων των γεγονότων της Δράμας.