του Θ. Μπατρακούλη, από το Άρδην τ. 50, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2004
Τα παρεπoμενα του ποδοσφαιρικοy αγώνα Αλβανίας-Ελλάδας έφεραν στο προσκήνιο ζητήματα σχετικά με τις ελληνο-αλβανικές σχέσεις, τους μετανάστες από την Αλβανία στη χώρα μας, αλλά και την ελληνική μειονότητα της γειτονικής χώρας. Τα όσα έγιναν στο γήπεδο, αυτά που ακολούθησαν δεν αποτελούν, σε καμία περίπτωση, άλλοθι για τις ομαδικές επιθέσεις των (πολυπληθέστερων) δικών μας εναντίον των Αλβανών που είτε πανηγύριζαν, είτε παρακολουθούσαν τα συμβαίνοντα, όπως κάθε βράδυ _ μιλώντας για την πλατεία Ομονοίας. Γράφηκαν αρκετά για το αν οι Ελληνες θέλουν ή όχι Αλβανούς στη χώρα μας, για το πώς πρωτοήρθαν όταν άνοιξαν τα σύνορα, για το ότι τους θέλαμε για τις χοντρές δουλειές (κυρίως στην ύπαιθρο, όπου δεν ήθελαν να δουλεύουν πια αρκετοί Ελληνες), για το ότι όταν τέλειωναν τη δουλειά φώναζε ο Έλληνας εργοδότης τον αστυνομικό και τον έστελνε (απλήρωτο και οργισμένο) εκεί απ’ όπου ήρθε, για μια φάμπρικα που ήταν για αρκετό καιρό πολύ διαδεδομένη και επικερδής πανελλαδικά. Τα προαναφερθέντα ζητήματα απασχολούν τα τελευταία χρόνια τα ελληνικά ΜΜΕ, ερευνητές και αρμόδια Πολιτειακά όργανα. Ωστόσο, και εδώ –όπως σε άλλους τομείς_ παρατηρείται σχετικό έλλειμμα τεκμηριωμένου διαλόγου σε επιστημονικό και πολιτικό επίπεδο καθώς και έλλειψη πρόβλεψης και σχεδιασμού, δηλαδή απουσία πολιτικής.
Η απερίσκεπτη πολιτική της λαθρομεταναστεύσεως των κυβερνήσεων της δεκαετίας του 1990 είχε και θα έχει σοβαρές συνέπειες (άμεσες, έμμεσες, μεσοπρόθεσμες, μακροπρόθεσμες) για την ελληνική κοινωνία. Διαμορφώθηκαν συμπεριφορές που αλλοιώνουν τον κοινωνικό ιστό, ενώ τα χαρακτηριστικά ευνομούμενης πολιτείας υποχωρούσαν υπέρ εκείνων μιάς αναρχούμενης πολιτείας. Εμφανίζονταν γνωρίσματα των πρώτων βιομηχανικών πόλεων, όπου απουσίαζαν κοινωνικοί κανόνες ελέγχου στις μεταξύ των ατόμων σχέσεις. Χρειάζεται μια άλλη μεταναστευτική πολιτική, όπως χρειάζεται μια άλλη πολιτική ανάπτυξης όλης της περιοχής της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Στην πολιτική της λαθρομεταναστεύσεως που ακολουθήθηκε μπορούν να ανιχνευτούν και σκοπιμότητες που ανάγονται στην εξωτερική πολιτική. Η αδυναμία των ελληνικών κυβερνήσεων να λύσουν το βορειοηπειρωτικό ζήτημα τις αδρανοποίησε όταν το θέμα αυτό έπρεπε να τεθεί στο διαπραγματευτικό τραπέζι της Διάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων και να λυθεί μετά το Γερμανικό πρόβλημα. Οι από το 1989 και μετά κυβερνήσεις της Αθήνας άσκησαν την πιο ανώδυνη γι’ αυτές, την πιο οδυνηρή ωστόσο για τους Βορειοηπειρώτες και την Ελλάδα λύση: Ταύτισαν τους Βορειοηπειρώτες με τους Αλβανούς και τους οδήγησαν στα μονοπάτια της λαθρομεταναστεύσεως, ώστε να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους χωρίς δυνατότητες επιστροφής, όπως γινόταν προπολεμικά. Με τη φυγή των Βορειοηπειρωτών επιδίωξαν να κλείσουν το Βορειοηπειρωτικό.
Η Αλβανια (ονομαζόμενη από τους κατοίκους της Shkiperia, δηλαδή “Χώρα των Αετών”), μετά την πτώση του καθεστώτος του –“εξωτικού” και “άγριου” ταυτόχρονα– “αυτάρκους σοσιαλισμού”, με 50% του πληθυσμού της στην ανεργία, με μια απαρχαιωμένη βιομηχανία και ένα χρέος 700 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ, ήταν μια χώρα που χρειαζόταν να ανοικοδομηθεί εξ ολοκλήρου. Η μετάβαση στην οικονομία της αγοράς έθεσε σε κατάσταση αχρηστίας μεγάλο μέρος του βιομηχανικού δυναμικού και της αγροτικής και μεταλλευτικής παραγωγής. Δημιουργήθηκε μεγάλος αριθμός ανέργων, αν και η διανομή των γαιών στους αγρότες περιόρισε κάπως αυτό το φαινόμενο. Το έλλειμμα των εξωτερικών συναλλαγών αυξήθηκε θεαματικά, καθιστώντας αναπόφευκτα τη χώρα εξαρτώμενη υπερβολικά από μια σημαντική διεθνή βοήθεια. Είχε πληθυσμό 3,374 εκατομμυρίων κατοίκων το 1994, από τους οποίους περίπου 165 έως 325 χιλιάδες δήλωναν τότε σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις της ελληνικής Πρεσβείας στα Τίρανα ελληνικής καταγωγής και εθνικότητας. Ως προς το θρήσκευμα η σύνθεση ήταν περίπου: Μουσουλμάνοι 70%, χριστιανοί ορθόδοξοι 20%, ρω-μαιοκαθολικοί 10%.
Οι κάτοικοι της Αλβανίας είναι στην πλειονότητά τους ηλικίας κάτω των 35 ετών (είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο δείκτη γεννητικότητας στην Ευρώπη). Αλλά, εξαθλιωμένοι και άνεργοι, έπαιρναν τα μονοπάτια της μετανάστευσης, κυρίως προς την Ελλάδα, αλλά επίσης προς την Iταλία, την Ελβετία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Τουρκία κ.λπ. Μετά την μεταπολίτευση και το άνοιγμα των συνόρων, ορισμένοι Αμερικανοί αξιωματούχοι και αναλυτές εκτιμούσαν ότι τα Τίρανα έδιναν σημεία μιας διαφορετικής πορείας. Μεταξύ 1991-1995, η Ουάσιγκτον χορήγησε στην Αλβανία βοήθεια που ανήλθε σε 160 εκατομμύρια δολαρίων ΗΠΑ με σκοπό την ανόρθωση της οικονομίας. Επίσης η Ευρωπαϊκή Ένωση προσέφερε στη χώρα μια όχι αμελητέα βοήθεια1. Η Aλβανία έτυχε υποστήριξης των ΗΠΑ στους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς (Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο-I.Μ.F.). Σε αντάλλαγμα, ήταν από τις πρώτες χώρες της “άλλης Ευρώπης” που προσχώρησε στον “Συνεταιρισμό για την Ειρήνη” (Partnership for peace) –ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΝΑΤΟ, μετά την διάλυση του ανατολικοευρωπαικού συνασπισμού. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις αναχαίτισαν τον πληθωρισμό –από 400% στις αρχές του 1992 στο 10% στο τέλος του 1996. Ωστόσο, η Αλβανία εξακολουθούσε να είναι η φτωχότερη χώρα της ηπείρου. Ο μέσος μηνιαίος μισθός μόλις ξεπερνούσε το συγκεκριμένο έτος τα 70 δολ. ΗΠΑ και το ένα τέταρτο των πολιτών της ζούσε κάτω από το κατώφλι της φτώχειας. Όσον αφορά το σπουδαίο μέγεθος της οικονομικής συνεισφοράς της Ιταλίας, αυτή μπορούσε να εξηγηθεί τόσο από την ανησυχία των αρχών της να δουν να συρρέουν στις ακτές της χώρας τους νέοι Αλβανοί οικονομικοί μετανάστες, όσο και από τη φιλοδοξία της Ρώμης να ασκήσει ιδιαίτερη επιρροή στην Αλβανία. Εξάλλου, δεν χρειάζεται να γίνει αντικείμενο ιδιαίτερης απόδειξης το ξεχωριστό ενδιαφέρον που παρουσιάζει η Αλβανία στο πλαίσιο των ιταλικών γεωπολιτικών αντιλήψεων, από την μουσολινική φασιστική περίοδο. Αυτές οι βλέψεις της Ιταλίας υπήρχαν ενδείξεις ότι αναβίωναν στο γεωπολιτικό συγκείμενο των μετά το 1989-1991 μεταβολών.
Το “Σοσιαλιστικό Κόμμα Αλβανίας” [(ΣΚΑ, PSA), μετονομασία-μετασχηματισμός του άλλοτε μοναδικού κόμματος της χώρας, του “Κόμματος Εργασίας Αλβανίας”) είχε νικήσει στις βουλευτικές εκλογές της 31 Μαρτίου/7 Απριλίου 1991. Αλλά μπήκε εκτός κυβερνητικής εξουσίας μετά την ευρεία νίκη στις νέες εκλογές της 22/29 Μαρτίου 1992 του “Δημοκρατικού Κόμματος Αλβανίας” (ΔΚΑ, PDA). Ο “ρεαλιστής κομμουνιστής” Ραμίζ Aλία υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από το αξίωμα του αρχηγού του κράτους υπέρ του ηγέτη του “ΔΚΑ” Σάλι Μπερίσα2, παρασύροντας μαζί στην πτώση του το ΣΚΑ.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 άρχισε να γίνεται λόγος για το “αλβανικό ζήτημα”. Υποστηρίζεται ότι αυτό “λύθηκε με κακό τρόπο πριν από τον πόλεμο και έμεινε παγωμένο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου από την απομόνωση…”3. Τι αποτελεί λοιπόν στις μέρες μας το “αλβανικό ζήτημα”; Πρόκειται για την “Αχίλλειο πτέρνα” της Ν/Α Ευρώπης ή μάλλον για έναν μοχλό στην επιχειρούμενη τοποθέτηση σε εφαρμογή της “Νέας Τάξης στα Βαλκάνια”; Οπωσδήποτε το πρόβλημα του Κοσόβου-Μετόχιγε συνιστά ένα πολύ σοβαρό γεωπολιτικό ζήτημα, με χαρακτήρα εθνο-θρησκευτικής διαμάχης. Eνθαρρυμένος από την υποστήριξη που παρέσχε αρχικά η Ουάσιγκτον στο καθεστώς του και επωφελούμενος από τη διάλυση της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας και την σκληρή κατασταλτική πολιτική του σερβικού καθεστώτος του Μιλόσεβιτς, ο Σάλι Μπερίσα ευνόησε την ανάπτυξη των αλυτρωτικών/εθνικιστικών δυνάμεων στην επαρχία αυτή. Παρά τις “συστάσεις για σώφρονα στάση” που απηύθυνε αρχικά η Ουάσιγκτον, πολλοί εθνικιστές Αλβανοί, και ανάμεσά τους φίλοι του Σάλι Μπερίσα, έθεταν ως κύριο στόχο την ένωση σε ένα κράτος των Aλβανών του Koσόβου και της FYROM (πρώην Γιουγκοσλαβική Mακεδονία). Ο Μπερίσα είχε προαναγγείλει τις προτιμήσεις του από την ίδρυση του πρώτου, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, νόμιμου κόμματος της αντιπολίτευσης στην Αλβανία4.
Στην Ελλάδα είδαμε αναλύσεις που εξέφραζαν ανησυχία για τις ευκαιρίες ανάμιξης στις υποθέσεις των λαών της περιοχής που το εν λόγω πρόβλημα προσέφερε στις εξωβαλκανικές Δυνάμεις και στην Τουρκία. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, μια από τις σπουδαίες συνέπειες της εν λόγω κατάστασης ήταν η διαιώνιση του πολιτικού κατατεμαχισμού των Βαλκανίων5. Όσον αφορά τον ρόλο του τουρκικού παράγοντα στην Αλβανία, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ήταν χρήσιμο να σημειωθούν δύο σχόλια αλβανικής προελεύσεως (ημερησίων εφημερίδων των Tιράνων). Το ένα υπογράμμιζε ότι ο τότε πρόεδρος της Τουρκίας Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ έσπευσε να επισκεφθεί τα Τίρανα μετά τη βελτίωση που είχε παρατηρηθεί στις ελληνο-αλβανικές σχέσεις και την επίσκεψη στα Τίρανα του τότε υπουργού Άμυνας της Ελλάδας Γεράσιμου Αρσένη6. Απεναντίας, μια άλλη εφημερίδα, αν και αναδείκνυε τη σημασία των δεσμών που συνεπαγόταν η θρησκευτική συγγένεια ανάμεσα στην Αλβανία και την Τουρκία, παρατηρούσε ότι ο Ντεμιρέλ ήταν πιο επιφυλακτικός στο κεφάλαιο “παντουρκισμός” σε σύγκριση με τον Tουργκούτ Oζάλ και ότι η επίσκεψή του δεν είχε παρά δευτερεύουσα σχέση με την ελληνο-τουρκική διαμάχη7.
Oπωσδήποτε η ανάμιξη των εθνοτικών-θρησκευτικών ομάδων και οι συνακόλουθες εδαφικές διεκδικήσεις και συγκρούσεις τους προσέφεραν στο NΑΤΟ την ευκαιρία να παρουσιαστεί ως παράγοντας προστασίας για τους Αλβανούς του Κοσόβου, την Αλβανία, αλλά και για ολόκληρη την περιοχή της Ν/Α Ευρώπης. Η Aλβανία ήταν η πρώτη ανάμεσα στα κράτη-έθνη της πρώην Ανατολικής Ευρώπης που παρουσίασε την υποψηφιότητά της ώστε να γίνει μέλος του ΝΑΤO. Μια πρώτη υποστήριξη στο αίτημα αυτό της Αλβανίας είχε εκφράσει ο τότε υπουργός Εξωτερικών της ενοποιημένης Γερμανίας Hans Dietrich Genscher, κατά την διάρκεια της τρίτης επίσημης επίσκεψής του στα Τίρανα (στις 22 Απριλίου 1992)8. Η άρνηση της Συμμαχίας στην αίτηση των Τιράνων βασίστηκε τότε σε τρία επιχειρήματα: α) Η ενσωμάτωση των Ενόπλων Δυνάμεων της Αλβανίας στη διοίκηση της Ατλαντικής Συμμαχίας απαιτούσε την αναδιάρθρωση και τον εκσυγχρονισμό τους, δαπανηρά σε χρήμα και χρόνο, αλλά και δύσκολα για ένα κράτος που επιχειρούσε τον εκδημοκρατισμό του υπό συνθήκες προγραμμάτων σκληρής λιτότητας. β) Το ΝΑΤO δεν ήταν και τόσο πρόθυμο να δεχτεί ένταξη νέων μελών, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν παράλυση της Συμμαχίας σε καιρό κρίσης. Ήταν ενδιαφέρον να δει κανείς επ’ ευκαιρία ότι σ’ αυτόν τον συλλογισμό γινόταν, χάριν παραδείγματος, επίκληση των προβλημάτων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία που θεωρούνταν ότι απειλούν τη συνοχή της Συμμαχίας: “Η μακροχρόνια ένταση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αλβανία δεν θα μπορούσε παρά να παροξύνει την κατάσταση και να προκαλέσει διαίρεση στους κόλπους της Συμμαχίας, ιδιαιτέρως όταν η Αλβανία διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με την Τουρκία”9. γ) Η ταχεία ενσωμάτωση των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει σε μια περικύκλωση της Ρωσίας και να προκαλέσει άνοδο των εθνικιστικών αισθημάτων στη Μόσχα10. Οι Αλβανοί υπολογίζονταν από τον Gazmen Xhudo ότι ανέρχονται σε 7 εκατομμύρια, ζώντας στο έδαφος πέντε κρατών (ο αριθμός περιέκλειε τους 3,2 κατοίκους της Aλβανίας, τα 2 εκατομμύρια στο Kόσοβo και άλλους 2 εκατομμύρια Αλβανών στην πΓΔΜ, στο Μαυροβούνιο και… στην Ελλάδα. Οι ιθύνοντες στα Τίρανα έδειχναν από τότε να πιστεύουν ότι “μπορούσαν να προσφέρουν στο ΝΑΤΟ μια σημαντική δύναμη στα Βαλκάνια, εφόσον η Συμμαχία θα ήθελε να εξετάσει την επεξεργασία μιας συνεκτικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση ενδεχομένων συγκρούσεων”. Εξάλλου, αν και ο “Συνεταιρισμός για την Ειρήνη” παρουσιαζόταν ως ένας δρόμος προς τα εμπρός, φαινόταν πολύ