Η αιφνιδιαστική κλιμάκωση από την πλευρά της Τουρκίας με τη νέα έξοδο του ερευνητικού σκάφους Oruc Reis, τη στιγμή που όλοι ανέμεναν την έναρξη των διερευνητικών συνομιλιών, έρχεται σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη συγκυρία. Η προσπάθεια καθορισμού των εξελίξεων από την Άγκυρα με τη μέθοδο του στρατιωτικού καταναγκασμού είναι άκρως επικίνδυνη.
Γράφει ο Ζαχαρίας Β. Μίχας από το defence-point.gr
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας)
Οι συνθήκες αυτήν την περίοδο, σε συνδυασμό με δρομολογημένες αποφάσεις για την αμυντική ενίσχυση της Ελλάδας καθιστούν το επόμενο διάστημα κρίσιμο. Η εμμονή του Ερντογάν στην τακτική του στρατιωτικού καταναγκασμού εμπεριέχει τον κίνδυνο πρόκλησης πολεμικής σύγκρουσης.
Η τουρκική ενέργεια μπορεί να έχει και μια θετική επίπτωση για τα ελληνικά συμφέροντα, καθώς ενταφιάζει, ή τουλάχιστον καθιστά δυσχερή, την προοπτική έναρξης των διερευνητικών επαφών και οπωσδήποτε εξωθεί την ΕΕ προς την κατεύθυνση της επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία. Αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά το πως η Άγκυρα αντιλαμβάνεται τη διαδικασία διευθέτησης των προβλημάτων με τους γείτονές της.
Δεν ενδιαφέρεται για δίκαιη λύση, εάν η ίδια δεν αναγορευτεί ερμηνευτής του όρου “δίκαιο”, εάν δηλαδή δεν κόψει και ράψει την όποια συμφωνία στα δικά της μέτρα. Άρα, στην Αθήνα οφείλουν επιτέλους να απαλλαγούν από ψευδαισθήσεις. Επί της ουσίας, όποια διαδικασία κι αν επιλεγεί για συνομιλίες, επιβεβαιώνεται για μία ακόμα φορά πως στο τέλος θα εκφυλιστεί σε ένα παίγνιο του ποιος θα κατηγορηθεί για την κατάρρευση της διαδικασίας (blame game).
Η τουρκική ενέργεια να βγάλει εκ νέου το Oruc Reis και να εκδώσει NAVTEX για θαλάσσια περιοχή που φτάνει μέχρι τα όρια των ελληνικών χωρικών υδάτων (6,5 μίλια από το Καστελλόριζο) δεν εξέπληξε την ελληνική στρατιωτική ηγεσία. «Η κίνηση αναμενόταν. Στην περιοχή υπάρχουν πλοία του τουρκικού στόλου, όχι όμως με τον τρόπο που είχαν αναπτυχθεί στην προηγούμενη έξοδο του ερευνητικού πλοίου. Ακόμα τουλάχιστον. Δεν ανησυχούμε, επαγρυπνούμε. Δεν μας φοβίζουν». Αυτή ήταν η απάντηση κύκλων του υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
Προσέθεταν δε ότι δεν μπαίνουν καν στη διαδικασία ερμηνείας της τουρκικής συμπεριφοράς, καθώς η κατάσταση είναι πλέον αυταπόδεικτη: «Ο Ερντογάν έχει βάλει φωτιά στην ευρύτερη γεωπολιτική περιφέρεια. Δεν περιορίστηκε καν στη Μεσόγειο. Η “χάρη” του έφτασε μέχρι τον Καύκασο και ποιος ξέρει τι άλλο θα κάνει. Εμείς είμαστε έτοιμοι».
Επικοινωνιακά, η θέση τους είναι κατανοητή. Ωστόσο, είναι δύσκολο να γίνει πιστευτό ότι δεν υπάρχει μια ευρύτερη εκτίμηση των κινήτρων και των αντικειμενικών σκοπών του καθεστώτος Ερντογάν. Απλά, η εκτίμηση είναι για χρήση της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας. Οι κύριοι παράγοντες που καθορίζουν τον σχεδιασμό της Άγκυρας και προσφέρουν μια ερμηνεία της νέας κλιμάκωσης, είναι:
Πρώτον, η τελική ευθεία προς τις αμερικανικές εκλογές.
Δεύτερον, η πολύ δύσκολη κατάσταση της τουρκικής οικονομίας.
Τρίτον, η απόφαση για ταχεία ενίσχυση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και με πρώτη την Πολεμική Αεροπορία.
Οι αμερικανικές εκλογές
Αποτελεί κοινό τόπο ότι οι αμερικανικές εκλογές και ο διχασμός που επικρατεί στην εκεί πολιτική σκηνή, αλλά εν πολλοίς και στην αμερικανική κοινωνία έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν την Ελλάδα. Δίνουν την εντύπωση στην Τουρκία ότι ενδεχομένως υφίσταται ένα “παράθυρο ευκαιρίας” για μία προσπάθεια απόσπασης με δυναμικό τρόπο από την Ελλάδα όσων δεν μπορεί να αποσπάσει σε μια διαπραγμάτευση, εξαιτίας του μαξιμαλιστικού και καταφανώς παράνομου χαρακτήρα τους.
Κάθε εκλογική διαδικασία οδηγεί τις χώρες σε ομφαλοσκόπηση. Στην περίπτωση των ΗΠΑ αυτό εκτιμάται ότι μειώνει τη διάθεση ενεργού ανάμειξης σε ένα θέατρο αστάθειας, όπως το ελληνοτουρκικό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μειώνονται οι αποτρεπτικοί παράγοντες για το καθεστώς Ερντογάν. Προφανώς, λοιπόν, επιχειρεί να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία.
Από την άλλη πλευρά, η εκ μέρους της Τουρκίας παραβίαση κάθε συμμαχικά αποδεκτού μέτρου έχει οδηγήσει ακόμα και τη σκανδαλώδη ανοχή που επιδεικνύει η Δύση, στα όριά της. Με άλλα λόγια, είναι αμφίβολο εάν ΗΠΑ και ΕΕ είναι διατεθειμένες να ανεχθούν ένα τουρκικό στρατιωτικό τετελεσμένο σε βάρος της Ελλάδας. Βέβαια, σ’ αυτούς τους καιρούς τίποτα δεν αποκλείεται. Στην πράξη θα φανούν όλα…
Η τουρκική οικονομία
Παρά την αξιοσημείωτη ανθεκτικότητά της, εξαιτίας ενός πλέγματος υποστηρικτικών παραγόντων –μη μετρήσιμων πάντα με τα συμβατικά κριτήρια– η τουρκική οικονομία βρίσκεται με το ένα πόδι στην άβυσσο. Η συνεχής κατολίσθηση της τουρκικής λίρας είναι αλάνθαστη ένδειξη.
Το οικονομικό κλίμα στη γειτονική χώρα επιδεινώνεται και είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι η τάση αυτή δεν θα αντιστραφεί, τουλάχιστον όσο ο Ερντογάν λαμβάνει αποφάσεις οι οποίες στρέφονται εναντίον των συμφερόντων των δυτικών χωρών, όπως π.χ. η προμήθεια και τώρα οι πληροφορίες για ενεργοποίηση των ρωσικών S-400.
Η οικονομική κρίση πιέζει το καθεστώς Ερντογάν στο εσωτερικό, απειλώντας ταυτόχρονα και τη δυνατότητα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων να αντεπεξέλθουν σε μακροχρόνια εμπλοκή και μάλιστα στα πολλά μέτωπα που έχουν ανοίξει.
Ενδεχομένως, η οικονομική κρίση να δημιουργεί στο καθεστώς την αίσθηση του επείγοντος. Αυτή, σε συνδυασμό με την απροθυμία της ΕΕ να επιβάλει κυρώσεις και την εσωστρέφεια των ΗΠΑ, ενδεχομένως να ωθεί τον Ερντογάν προς την κλιμάκωση των στρατιωτικών προκλήσεων. Ο στόχος είναι πάγιος: Η όποια διαπραγμάτευση με την Ελλάδα να προχωρήσει υπό τον πέλεκυ της απειλής πολέμου ή και υπό το βάρος ενός τετελεσμένου.
Ο επανεξοπλισμός των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων
Όπως έχει αναφερθεί και στο παρελθόν από τον υπογράφοντα, μια θετική επίπτωση του στρατιωτικού καταναγκασμού σε βάρος της Ελλάδας είναι η αφύπνισή της. Συνειδητοποιώντας ότι παρά την 15ετή εγκατάλειψη οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις εμφάνισαν μια απροσδόκητα θετική εικόνα στις πρόσφατες δοκιμασίες, η κυβέρνηση κινήθηκε για τον επανεξοπλισμό τους, αντιλαμβανόμενη ότι είναι μια επιβεβλημένη και επείγουσα επένδυση.
Παρά τις τουρκικές αναφορές ότι τα 18 μαχητικά Rafale, τα οποία αναμένεται να αποκτήσει η Πολεμική Αεροπορία, δεν επαρκούν, η ανησυχία στην Άγκυρα για την ποιοτική προσθήκη στο ελληνικό οπλοστάσιο δεν μπορεί να κρυφτεί, καθώς θα προσδώσει επιχειρησιακές ικανότητες που δεν υπήρχαν.
Ενδεχομένως, λοιπόν, στην τουρκική ηγεσία να κερδίζει έδαφος η επιλογή πως η κλιμάκωση του στρατιωτικού καταναγκασμού πρέπει να γίνει τώρα, πριν αποκτηθούν και ενταχθούν επιχειρησιακά τα νέα μαχητικά, για να είναι πολιτικά αποτελεσματική.
Υπό την έννοια αυτή συναντάται άλλη μια απόδειξη του συχνά “παράλογου” χαρακτήρα της στρατηγικής. Αντί να ενισχύσει την ελληνική αποτροπή, η προοπτική προμήθειάς των Rafale δημιουργεί “παράθυρο τρωτότητας” για την Ελλάδα, αυξάνοντας τις πιθανότητες στρατιωτικής εμπλοκής.
Το θετικό είναι η ταχεία, εντός μερικών μηνών, διαδικασία ένταξης στον ελληνικό αεροπορικό στόλο, γεγονός που μικραίνει τη διάρκεια του “παραθύρου ευκαιρίας” για την Τουρκία. Αυτό ενισχύει την πίεση στο καθεστώς Ερντογάν, αυξάνοντας τις πιθανότητες να προβεί σε βεβιασμένες κινήσεις. Άρα, βραχυπρόθεσμα, οδηγεί σε αστάθεια.