του Δ. Κωστόπουλου, από το Άρδην τ. 13, Απρίλιος-Μάιος 1998
Αν ο Κέκροπας μυθολογικο-ιστορικά διεκδικεί τον τίτλο του γενάρχη και ιδρυτή της Αθήνας, αυτός που την οραματίστηκε μεγαλούπολη ήταν ο Θησέας. Χιλιάδες χρόνια πριν τον τριτοκοσμικό βιομηχανικό παρασιτικό γιγαντισμό της Αθήνας,
ο Θησέας θα μεταφέρει τα όριά της στον Ισθμό με την χαρακτηριστική στήλη που θα στήσει εκεί:« Εδώ δεν είναι η Πελοπόννησος αλλά η Ιωνία». Στον δήμο του θα ενσωματώσει όλες τις αττικές φυλές και πόλεις. Αυτήν μάλιστα τη συνοίκηση, που αρχίζει κάτω από την προστατευτική σκιά των τειχών της Ακρόπολης, θα την δοξάσει με την εορτή των Παναθηναίων. Ίσως η καθοδήγηση του Παναθηναϊκού (ιστορική συγχώνευση και εξέλιξη των εορτών με τα παίγνια) από μια κρητική ναυτική φαμίλια, και η μεταφορά του στο Μαρούσι, να δικαιώνει τον Τροιζήνιο Θησέα.
Πάντως το δημογραφικό έλλειμμα και κενό της γεωγραφικής υπέρβασης δεν θα καλύψει η υπεργεννητι-κότητα των Αθηναίων αλλά το πλήθος των μεταναστών που συρρέουν στην Αθήνα, και θα ομογενοποιηθούν κάτω από τον όρο γεννήτες (όπου το καθοριστικό δεν είναι η συγγένεια του αίματος αλλά κάποια κοινά ήθη και έθιμα).
Εκείνο τον καιρό, η έννοια της πόλης ήταν συνώνυμη με την ασφάλεια, και ο αγροτικός περίγυρος των αστικών νησίδων που σηματοδοτούσε την Αθήνα του Θησέα, ιδανικός βιότοπος για τη ληστεία. Ουσιαστικά ο Προκρούστης έπεφτε θύμα των δικών του παιγνιδιών. Η επέκταση της πόλης οδηγούσε τα πόδια της πέρα από τα όρια της κλίνης του. Η σύγκρουση αναπόφευκτη, μόνον που τώρα η πόλη τον συναντούσε όχι ως μοναχικός ταξιδιώτης αλλά ως θεσμός, και στην κλίνη θα ξαπλώσει ο ίδιος. Το μυθολογικό ξεκαθάρισμα των ληστών από το Θησέα, η απελευθέρωση του χώρου και η ασφαλής μετακίνηση σε αυτόν, γίνεται ο θεμέλιος λίθος της ιστορικής ύπαρξης της Αθήνας.
Όταν αργότερα, στους ρωμαϊκούς και μεσαιωνικούς χρόνους, η πόλη θα συρρικνωθεί στα όρια του αρχαιολογικού χωριού, τα φαινόμενα θα επανεμφανιστούν, αλλά ιστορικά θα αναδειχθούν όταν η Ληστοκρατία θα έρθει αντιμέτωπη με έναν καινούργιο θεσμό, το κράτος. Η σφαγή στο Δήλεσι θα είναι η αρχή του τέλους ή η αρχή της αρχής της μητρόπολης Αθήνας.
Σύμφωνα με τον Λιούις Μάμφορντ, οι πόλεις είναι συσσωματώσεις της ανθρώπινης ενέργειας που η νομαδική αλλά και η αγροτική ζωή έχει την τάση να διασκορπίζει σε μεγάλες εκτάσεις. Με όρους Φυσικής, η δημιουργία της πόλης είναι ένα φαινόμενο αρνητικής εντροπίας, ισοδύναμο ίσως της σύντηξης. Στους αιώνες των αργών επικοινωνιών, αυτή η ενσωμάτωση δεν μπορούσε να υπάρξει ιστορικά, παρά από την χωροταξική συνάθροιση και την αύξηση της πυκνότητας των πληθυσμών.
Στην Αρχαία Αθήνα – θύμα του γεωμορφολογικού ντετερμινισμού της- αντίθετα από τον Πειραιά (έργο του Ιππόδαμου του Μιλήσιου) δεν θριαμβεύει η πολεοδομία αλλά η λειτουργία. Γύρω από τα επιβλητικά κτήρια της Ακρόπολης και της αγοράς, στριμώχνονται οι πλίνθινες κατοικίες που χτίζονται στην τύχη ανάλογα με τις ανωμαλίες του εδάφους. Οι δρόμοι είναι ελικοειδείς, στενοί, πολλές φορές αδιέξοδοι και επικοινωνούν με μικρές σκάλες. Αυτή η οικιστική δομή διασώζεται μέχρι σήμερα στην Πλάκα και κυρίως στα Αναφιώτικα.
Αλλά το μεγαλείο της Αθήνας δεν ήταν ο Παρθενώνας της. Ήταν αυτή η θαυμαστή ισορροπία που είχε καταφέρει ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο, πολύ πριν ο Μαρξ συνοψίσει την οικονομική ιστορία της ανθρωπότητας στην αντίθεση πόλης-υπαίθρου. Αυτή η ισορροπία αντανακλούσε στη ζωή της πόλης και στον τρόπο επίλυσης των προβλημάτων. Είναι η εποχή της σοφής κουκουβάγιας. Η Αθηναϊκή δημοκρατία δεν είναι μόνο το άλλοθι του τεχνοκρατικού ορθολογισμού και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας του σύγχρονου κόσμου της ανάπτυξης αλλά και η μήτρα του ευ-ζειν. Δυσερμήνευτο το ευ θα μετατραπεί σε χυδαίο καταναλωτισμό. Η σύγχρονη Αθήνα δεν διατηρεί παρά το όνομα, δεν είναι παρά μια ύβρις, μια καπηλεία των αξιών της Αρχαίας Αθήνας.
Μετά την άνοδο της Ρώμης, και βαθμιαία, το σύστημα της Αθήνας και η ίδια η πόλη θα καταρρεύσουν και θα συρρικνωθούν. Η γεωπολιτική της εποχής θα την μετατρέψει από μητρόπολη σε περιφέρεια, η ύπαιθρος θα κυριαρχήσει στην πόλη. Η Αθήνα θα διασχίσει τους αιώνες σαν αρχαιολογικό χωριό που λεηλατείται αργά. Ένα τεράστιο κενό ιστορίας, μερικών δεκάδων αιώνων, αντανακλά μέχρι σήμερα στα μνημεία της πόλης. Η Αθήνα, σε αντίθεση με τη Θεσσαλονίκη, δεν έχει ιστορική συνέχεια. Από τον Παρθενώνα περνάει στη λεωφόρο Συγγρού, με μια μικρή τάση στα Ανάκτορα – Βουλή.
Η Αθήνα δεν ολοκληρώνεται ούτε εξελίσσεται ιστορικά. Δεν είναι οι ιστορικοί μετασχηματισμοί αλλά μια διοικητική πράξη, ίσως τυχαία, που την ξανακάνει μεγαλούπολη. Αλλά ίσως κι επειδή « η τύχη έχει τη δική της
αιτία» σύμφωνα με τον Πετρώνιο, η μεταφορά της πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους στην Αθήνα αναστρέφει θεαματικά την παρακμή της πόλης, που επεκτείνεται στις επίπεδες και πεδινές εκτάσεις ανάμεσα στους λόφους. Η πόλη εκτοπίζει την ύπαιθρο τόσο χωροταξικά όσο και λειτουργικά με σταθερό ρυθμό. Οι μετατροπές είναι αργές, αφομοιώσιμες και λειτουργικές, Ίσως οι Αμπελόκηποι να υπενθυμίζουν το αγροτικό υπόστρωμα του μπετόν. Την ίδια εποχή, η μιζέρια και η σκοπιμότητα των Βαυαρών αρχιτεκτόνων φρενάρει τους οραματισμούς του Κλεάνθη, και το κέντρο της πόλης δεν διασχίζεται από τις μεγάλες κεντρικοευρωπαίκές λεωφόρους αλλά από την Πανεπιστημίου και τη Σταδίου.
Η Μικρασιατική καταστροφή σαν ένα είδος ιστορικής προαναγγελίας θα δικαιώσει την στήλη του Θησέα, χιλιάδες χρόνια αργότερα, «Εδώ είναι Ιωνία». Τα καραβάνια των προσφύγων, εκτός από την δημογραφική έκρηξη της πρωτεύουσας, θα συνεισφέρουν στην δημιουργία μιας άλλης πόλης. Η Ανατολή με τις γνώσεις και τις μουσικές της θα ταράξει την ευρωπάί-ν”3υσα Αθήνα. Η πόλη θα επεκταθεί και οι καινούργιοι οικισμοί και με τα ονοματά τους, θα σηματοδοτήσουν την αλλαγή. Καισαριανή, Νέα Χαλκηδόνα, Νέα Ιωνία, Νέα Σμύρνη. Η αθηνα είναι πια μια νέα πόλη τόσο ελιτιστικά όσο και ταξικά. Το προσφυγικό προλεταριάτο θα αναδείξει τόσο τους κόκκινους δήμους της περιφέρειας, Κοκκινιά, Περιστέρι, Καισαριανή που περικυκλώνουν το αστικό κεντρο. όσο και το εργοστάσιο. Το εργοστάσιο ιστορικά διαχωρίζει την παραδοσιακή μεσαιωνική σχέση μεταξύ του τόπου εργασίας και της κατοικίας. Αυτό αν και δεν μφανίστηκε δραματικά στην προσφυγική Αθήνα, καθώς οι βιομηχανικές ζώνες συνδέονται με τους προσφυγικούς οικισμούς, μετά την εσωτερική μετανάστευση και κυρίως μετά την αποβιομηχάνιση και την οικολογική κατάρρευση του κέντρου, θα γίνει το κύριο στοιχείο της πόλης. Η κατοικία και η εργασία θα απομακρυνθούν δραματικά και η καθημερινη ζωή της πόλης θα απαιτεί κάθε τοσο μετακινήσεις από τις παρυφές της Πάρνηθας στην παραλιακή και από τον Υμηττό στο Αιγάλεω. Η πόλη έχει μετατραπεί σε μια τεράστια αμοιβάδα.
Όμως η Μικρασιατική καταστροφή θα φέρει στο κλεινόν άστυ και την πολυκατοικία. Η αναγκαιότητα γρήγορα θα γίνει παραγωγική διαδικασία και πολεοδομικό μοντέλο, αλλά θα χρειαστεί να προηγηθεί μια καινούργια έκρηξη, αυτή της εσωτερικής μετανάστευσης. Ένα τεράστιο κομμάτι από το προϊόν της παραγωγικής διαδικασίας της περιφέρειας και σχεδόν το σύνολο των εμβασμάτων θα επενδυθεί στο μπετόν και στην αναπτυξιακή μυθολογία του μοντερνισμού της γκαρσονιέρας και του διαμερίσματος.
Κυρίαρχη προσωπικότητα και κυβερνητικός εκφραστής αυτού του μοντέλου υδροκέφαλης ανάπτυξης που ερήμωσε την επαρχία (όσο κι αν η οπτική του ’90 δεν είναι το ιδανικότερο εργαλείο ερμηνείας του ’50 και του ’60) ήταν ο Καραμανλής. Αυτή η μετανάστευση χωροταξικά στην πρωτεύουσα εκφράζεται σημειακά γύρω από έναν πρόδρομο μεταναστευτικό πυρήνα (οι Γορτύνιοι στο Περιστέρι, οι Σιφναίοι στο Μαρούσι κ.ο.κ). Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την δημιουργία μικρών χωριών μέσα στον ιστό της πόλης, με το συνοικιακό καφενείο να αντικαθιστά την πλατεία του χωριού. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το πιο συνηθισμένο όνομα τέτοιων χώρων συνεύρεσης είναι το όνομα της ιδιαίτερης πατρίδας. Η ύπαιθρος ενσωματώνεται μ’ ένα περίεργο γραφικό τρόπο στον αστικό πολεοδομικό ιστό, με την αρχιτεκτονική της ανάγκης και τον μεταμορφώνει τόσο μορφολογικά όσο και πολιτιστικά. Η Αθήνα γιγαντώνεται τριτοκοσμικά αλλά σε αντιστάθμισμα αποκτά μια παράξενη πολυπολιτισμική γοητεία. Λίγα μέτρα πιο κει από τον ευρωπαϊκό ήχο του Γκρήν Πάρκ, παιανίζουν τα κλαρίνα της Ομόνοιας, ενώ στους συνοικιακούς κινηματογράφους η προσφυγιά συνωστίζεται για τη Χούλια Χότσιγια.
Ο Καραμανλής, αν και συνέδεσε το όνομά του με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση της χώρας, ήταν ο κατ’ εξοχήν φορέας του αμερικανικού ονείρου. Οι ουρανοξύστες και οι λιμουζίνες, η σημειολογία της ανάπτυξης των αμερικανικών μεγαλουπόλεων, που έγινε όνειρο καταξίωσης των ανερχόμενων συντηρητικοποιημένων στρωμάτων αλλά και κυρίαρχη ιδεολογία των νικητών του εμφυλίου, στο πρόσωπο του θα βρουν τον ιδανικό εκφραστή τους. Με τα ίδια του τα χέρια και συμβολικά θα ξηλώσει τις πρώτες γραμμές των τραμ, και μια κρύα φθινοπωρινή βραδιά του ’60, το τραμ το τελευταίο θα φτάσει στην Κολοκυνθού. Η πόλη παραδίνεται στο αυτοκίνητο που σαν μικρό φρούριο κουβαλάει τον κόσμο της μηχανοκίνητης μοναξιάς.
Ταυτόχρονα ο θεσμός της αντιπαροχής θα ρημάξει τα νεοκλασικά και το ιστορικό κέντρο των Αθηνών, η πολυκατοικία θα γίνει το σύμβολο της κοινωνικής ανόδου της πόλης, ενώ τα εναπομείναντα νεοκλασικά θα γίνουν το σήμα κατατεθέν του πληρωμένου έρωτα (δηλ. μπουρδέλα). Είναι η δεκαετία mirabilis της Αθήνας, η πόλη καταπίνει κάθε νησίδα ελεύθερου χώρου. Οι γειτονιές δεν μοσχοβολούν πια βασιλικό και ασβέστη και μόνος ο θυρωρός της πολυκατοικίας προσπαθεί να διατηρήσει τη συνοχή μιας κοινωνίας που διαλύεται στην ανωνυμία της. Το εξωραϊστικό του έργο θα συνεχίσει ευλαβικά και η χούντα. Από την αντιπαροχή του Καραμανλή μέχρι τα θαλάσσια στεγαστικά δάνεια της χούντας, η ίδια ιστορία και τσιμέντο να γίνει. Ίσως η εξέγερση του Πολυτεχνείου και τα τανκ στους δρόμους της πόλης να είναι σημειολογικά το κύκνειο άσμα της ιστορικότητας αυτής της πόλης.
Σήμερα πλέον πόλεις δεν υφίστανται. Μέσα στην τεράστια αστική ζώνη από μπετόν που ισοπέδωσε το λεκανοπέδιο, η Αθήνα εξαφανίστηκε, πολιτισμικά, γεωμορφολογικά, διοικητικά και οικολογικά. Η πόλη είναι μια τεράστια λεκάνη που πνίγεται με την πρώτη σταγόνα της βροχής, την ίδια στιγμή που πολυδάπανα έργα κουβαλάνε νερό στην διψασμένη πόλη απ’ όλη την επικράτεια. Τα περιαστικά δάση οικοπεδοποιούνται με την ευλογία και την κατάθεση δήθεν φυσιολατρικών νομοσχεδίων. Κάθε ποικιλία στην αρχιτεκτονική, στο τοπίο, στον τρόπο ζωής καταργείται στο όνομα του μοντερνισμού. Το κέντρο της πόλης δεν υφίσταται με την λειτουργική έννοια αλλά ετησίως μεταβάλλεται και μετακινείται ανάλογα με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που κατευθύνουν τα life – style περιοδικά. Για τους αρχαίους, η ισοπέδωση μιας κατακτημένης πόλης ήταν απαραίτητη, γιατί όσο η πόλη ήταν όρθια ο εχθρός δεν είχε ακόμα κατακτηθεί. Και μόνο η ύπαρξη της πόλης παρείχε στον νικημένο μια ιστορική παρουσία. Σήμερα, οικειοθελώς, η πόλη παραδίνεται κι ισοπεδώνεται στον αόρατο εχθρό. Η τελική και ολοκληρωμένη διάλυση της πόλης θα σημάνει και την οριστική κατάκτησή της από την τηλεοπτική καθήλωση και αυτό το τίποτα της οργουελιανής ανάπτυξης.
Στην Αρχαία Αθήνα το να εξοριστείς από την πόλη ήταν μια εξόντωση πιο τρομερή κι απ’ το θάνατο, σήμερα αυτή η πόλη που γεννήθηκε από τη φυγή των ανθρώπων, πόλις-άπολις πια, κουβαλάει τη φυγή σαν προπατορικό αμάρτημα. Το όνειρο κάθε Αθηναίου είναι η φυγή, το μποτιλιάρισμα, στις δυο εθνικές πύλες (δες διόδια) της πόλης, η ορατή σημειολογία του.
Η Αθήνα κληρονόμησε το όνομα της παλιάς, αλλά όχι και τη σοφία της, αν και η εποχή του Θησέα δηλώνει ξανά παρούσα. Η πόλη δεν είναι μια, αλλά ένα πλήθος από δήμους-πόλεις που ουσιαστικά διασώζουν κάποια ψήγματα κοινωνικής ζωής. Επίσης σήμερα ο Θησέας θα είχε σαν κύριο έργο του να αποκαταστήσει πάλι την ασφάλεια στη ζωή της πόλης, γιατί εκτός των άλλων δικαιώνεται και ο Για-γκούλας«έτσι όπως πάνε, οι ληστείες θα αφήσουν τα βουνά και θα κατέβουν στις πόλεις». Μια γεύση από Νιού Γιόρκ Σίτυ και Σικάγο της ποτοαπαγόρευσης είναι επίσης παρούσα. Μόνο που η Ακρόπολη δεν είναι πια το κέντρο της πόλης, τέτοιο ουσιαστικά δεν υφίσταται, αλλά ένα τουριστικό show τελικά η ίδια η ζωή της πόλης είναι ένα τηλεοπτικό show χωρίς ουσιαστικές λειτουργίες. Μια πο-ντικοτρεχάλα μέσα σε μια θάλασσα από νέον. Η πόλη δεν μένει πια εδώ, πηγαινοέρχεται, απόψε ίσως τη βρούμε στην παραλιακή.