Η κοινωνική πολιτική του νεοφιλελευθερισμού
Του Γιώργου Ρακκά από τη Ρήξη φ. 108
Στη Λατινική Αμερική, κατά τη δεκαετία του 1980, το κύμα των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων ήρθε πολύ σύντομα αντιμέτωπο με το φάσμα της ακραίας φτώχειας. Τότε, το ΔΝΤ λανσάρισε έναν νέο τύπο «κοινωνικής πολιτικής», που στόχευε στο να διαχειριστεί τις ακραίες συνέπειες της σαρωτικής κατάρρευσης κάθε έννοιας κοινωνικού κράτους. Αντίστοιχες πρακτικές υιοθετήθηκαν και στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, για τη διαχείριση της κοινωνικής κατάρρευσης που προκάλεσαν οι «θεραπείες σοκ».
Η λογική του ΔΝΤ στηρίχτηκε σ’ εκείνη των βρετανικών «νόμων περί φτώχειας» και εισήγαγε μια νέα μορφή προνοιακής παρέμβασης, μέσω της μεταβίβασης μικροποσών σε στοχευμένες, αποκλεισμένες κοινωνικές ομάδες. Ο σκοπός ήταν να επιτευχθεί ένα μίνιμουμ κοινωνικής βιωσιμότητας, ο οποίος θα εξασφάλιζε μια σχετική κοινωνική ευταξία τόσο απαραίτητη για τη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς. Κρατική φιλανθρωπία, λοιπόν, για την άμβλυνση των πιο τερατωδών αντιφάσεων που δημιουργούσε ο φονταμενταλισμός της αγοράς.
Διόλου παράδοξο, η χώρα που πρωταγωνιστεί σε τέτοιες πρακτικές είναι η Γερμανία, καθώς η μεγάλη εργασιακή μεταρρύθμιση που πραγματοποίησε κατά τη δεκαετία του 2000 έχει δημιουργήσει ένα ολόκληρο μοντέλο, που συνδέει ύπουλα την πρόνοια με μορφές εξοντωτικής ημιαπασχόλησης, ενώ την ίδια στιγμή συντηρεί ένα πρόσχημα κοινωνικής ευαισθησίας, υπό το φύλλο συκής των στοχευμένων δράσεων.
Την τελευταία πενταετία, με την υπαγωγή της χώρας μας σε καθεστώς εποπτείας από το ΔΝΤ και τη «γερμανική Ευρώπη», αυτή η λογική τείνει να επιβληθεί και εδώ. Λειτουργίες που άλλοτε αφορούσαν στο κοινωνικό κράτος, που πλέον έχει καταρρεύσει, συρρικνώνονται και ικανοποιούνται κύρια μέσω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, σε ένα κομμάτι αυστηρά επιλεγμένων και μειοψηφικών, σε σχέση με τη μεγάλη μάζα των εκπτωχευμένων κοινωνικών ομάδων: Τους χρήστες, τους μετανάστες, τους άστεγους κ.ο.κ. Την ίδια στιγμή ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού βιώνει μια τραγική υποβάθμιση των όρων διαβίωσης και αποκλείεται από τις κρατικές παροχές.
Έτσι, για παράδειγμα, η τοπική αυτοδιοίκηση ανακοινώνει πως οι περικοπές που πραγματοποιούνται ελέω μνημονίου θα αφήσουν έξω από τους δημοτικούς παιδικούς σταθμούς δεκάδες χιλιάδες παιδιά, προκαλώντας τεράστιο πρόβλημα στις φτωχές εργαζόμενες οικογένειες. Την ίδια στιγμή, οι δήμοι προχωρούν, μέσω ΕΣΠΑ, στη διενέργεια στοχευμένων δράσεων κοινωνικής πρόνοιας, που επί της ουσίας αφορούν 20,30 ή 40 επωφελούμενους των ακραίων ομάδων φτώχειας. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί, εκτός όλων των άλλων, συνθήκες κοινωνικού αυτοματισμού, και φέρνει ένα βήμα πιο κοντά έναν «πόλεμο μεταξύ των φτωχών» για τα ψίχουλα της πρόνοιας.
Η ίδια λογική κυριαρχεί στην αντιμετώπιση όλων των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων. Ο πρωθυπουργός κηρύττει υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα της χώρας την ανεργία, και ιδιαίτερα των νέων. Ωστόσο, η αντιμετώπιση που προκρίνεται δεν έχει καμία διάσταση παραγωγικής ανασυγκρότησης, ή έστω μια λογική δημιουργίας μόνιμων θέσεων εργασίας. Γίνεται και πάλι στοχευμένα, σε ένα κομμάτι των ανέργων, μέσω των βάουτσερ και της εποχικής απασχόλησης. Με αυτό τον τρόπο, τα βάουτσερ δημιουργούν μια παλινδρομική κίνηση μεταξύ ανεργίας και ευκαιριακής απασχόλησης, την οποία ακολουθούν δεκάδες χιλιάδες άνεργοι. Το αποτέλεσμα είναι να συντηρούνται απλώς στα όρια της επιβίωσης, δίχως απολύτως καμία κοινωνική προοπτική. Αυτή, ιδιαίτερα για τους νέους, έχει ταυτιστεί τεχνηέντως με τη φυγή από τη χώρα και την απορρόφησή τους στην αγορά εργασίας του σκληρού πυρήνα της Ε.Ε.
Και, βέβαια, η ίδια η δομή της ελληνικής αγοράς εργασίας ακυρώνει στην πράξη οποιοδήποτε επιχείρημα «πρακτικής» και «μαθητείας», καθώς το μεγαλύτερο μέρος των ανέργων απορροφάται σε θέσεις εργασίας άσχετες με την κατάρτισή τους, συχνά καλύπτοντας θέσεις σχεδόν ανειδίκευτων εργαζόμενων (γραμματειακή υποστήριξη κ.λπ.)
Στην πραγματικότητα, αυτή η νέα, και ταυτόχρονα τόσο παλιά, μορφή «νεοφιλελεύθερης πρόνοιας» προκαλεί τρία, κυρίως, πράγματα: Πρώτον, υπονομεύει καίρια και αποφασιστικά την καθολικότητα των δημόσιων και κοινωνικών αγαθών, προωθώντας στην πράξη μια σκανδαλώδη διάκριση μεταξύ επωφελούμενων και μη επωφελούμενων. Δεύτερον, αποψιλώνει κάθε μορφή κοινωνικής πολιτικής από τη λογική της κοινωνικής κινητικότητας. Στόχος δεν είναι η άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων αλλά, αντίθετα, η διατήρησή τους σε πολιτικά βιώσιμα πλαίσια. Και τρίτον, μεταβιβάζοντας τη χρηματοδότηση της κοινωνικής πολιτικής από τους κρατικούς πόρους στα ευρωπαϊκά προγράμματα, εκχωρεί επί της ουσίας όλες τις ουσιαστικές αποφάσεις στις Βρυξέλλες, που πλέον ορίζουν ποιοι θα επωφεληθούν, αλλά και πώς: Έτσι, πλέον, δεν μιλούμε για κρατική κοινωνική πολιτική, αλλά για ημι-κρατική, καθώς ένα μεγάλο μέρος που αφορά στην εκτέλεση της κοινωνικής πολιτικής περνάει στις Μη-Κυβερνητικές Οργανώσεις ή ακόμα και σε ιδιώτες.
Με λίγα λόγια, η «κοινωνική ευαισθησία» της τρόικας, του ΔΝΤ και της «γερμανικής Ευρώπης» ισοδυναμεί με το να μοιράζεις αναπνευστήρες σε εκείνους που έχουν βυθιστεί στην κινούμενη άμμο της κοινωνικής εξαθλίωσης…
1 ΣΧΟΛΙΟ
Εξαιρετικό, όπως οτιδήποτε έχω διαβάσει από τον κ. Ρακκά ως τώρα !