του Ισραή Σαχάκ
Άρδην τ. 71
Οι σύγχρονοι μελετητές του ιουδαϊσμού όχι μόνο συνέχισαν την απάτη αλλά, στην πραγματικότητα, υπερθεμάτισαν ως προς την αδιαντροπιά και την ψευδολογία έναντι των παλαιών ραβινικών μεθόδων. Παραλείπω εδώ τις διάφορες ιστορίες του αντισημιτισμού, που δεν αξίζει να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψη, και θα δώσω μόνο τρία συγκεκριμένα παραδείγματα και ένα γενικό παράδειγμα από τις πιο σύγχρονες «λόγιες» παραπλανήσεις.
Το 1962, ένα μέρος του Κώδικα του Μαϊμονίδη, που αναφέρθηκε παραπάνω, το γνωστό με το όνομα Βιβλίο της Γνώσης, που περιέχει τους πιο βασικούς κανόνες της εβραϊκής πίστης και πρακτικής, δημοσιεύθηκε στην Ιερουσαλήμ σε μια δίγλωσση έκδοση, με την αγγλική μετάφραση απέναντι από το εβραϊκό κείμενο33. Το εβραϊκό κείμενο είχε αποκατασταθεί στην πρωτότυπη γνησιότητά του, και περιέχει χωρίς περικοπές την εντολή να εξολοθρευτούν οι άπιστοι Εβραίοι: «Είναι καθήκον να τους εξολοθρεύσει κανείς με τα ίδια του τα χέρια». Στην αγγλική μετάφραση, η εντολή έχει γίνει κάπως ηπιότερη: «Είναι καθήκον να λαμβάνει κανείς ενεργά μέτρα για να τους καταστρέψει». Κατόπιν, όμως, το εβραϊκό κείμενο συνεχίζει εξειδικεύοντας τα πρωταρχικά παραδείγματα «απίστων» που πρέπει να εξολοθρευθούν: «Όπως ο Ιησούς της Ναζαρέτ και οι μαθητές του, και ο Τζαντόκ (Tzadoq) και ο Μπάιτος (Baitos)34 και οι μαθητές τους, και το όνομα των κακών να σαπίσει». Ούτε μία λέξη από αυτό δεν εμφανίζεται στο αγγλικό κείμενο στην απέναντι σελίδα (78α). Και, κάτι ακόμα πιο χαρακτηριστικό, παρά τη μεγάλη κυκλοφορία αυτού του βιβλίου μεταξύ των μελετητών στις αγγλόφωνες χώρες, ούτε ένας από αυτούς δεν έχει διαμαρτυρηθεί, απ’ όσο ξέρω, γι’ αυτή την καταφανή πλαστογράφηση.
Το δεύτερο παράδειγμα έρχεται από τις ΗΠΑ, πάλι από μια αγγλική μετάφραση ενός βιβλίου του Μαϊμονίδη. Εκτός από τη δουλειά που έκανε για την κωδικοποίηση του Ταλμούδ, ο Μαϊμονίδης ήταν επίσης φιλόσοφος και ο Οδηγός του Παραστρατημένου δίκαια θεωρείται ως το κυριότερο έργο της θρησκευτικής εβραϊκής φιλοσοφίας. διαβάζεται δε και χρησιμοποιείται ευρύτατα ακόμα και σήμερα. Δυστυχώς, μαζί με τη στάση του απέναντι στους μη Εβραίους γενικά, και τους χριστιανούς ιδιαίτερα, ο Μαϊμονίδης ήταν επίσης ρατσιστής απέναντι στους μαύρους. Προς το τέλος του Οδηγού, σε ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο (βιβλίο ΙΙΙ, κεφάλαιο 51), συζητά πώς διάφορες ομάδες της ανθρωπότητας μπορούν να εξυψωθούν στις υπέρτατες θρησκευτικές αξίες, και την αληθινή λατρεία του Θεού. Μεταξύ των φυλών που είναι ανίκανες έστω και να την πλησιάσουν αναφέρονται:
Ορισμένοι από τους Τούρκους [δηλαδή η μογγολική ράτσα] και οι νομάδες του Βορρά, καθώς και οι μαύροι και οι νομάδες του Νότου, και όσοι τους μοιάζουν στα κλίματά μας. Και η φύση τους είναι όπως η φύση των άλαλων ζώων, και, κατά τη γνώμη μου, αυτοί δεν κατατάσσονται μεταξύ των ανθρώπινων όντων· το επίπεδό τους στην ιεραρχία των όντων τοποθετείται κάτω από το επίπεδο του ανθρώπου και πάνω από το επίπεδο του πιθήκου, διότι μοιάζουν περισσότερο με τους ανθρώπους απ’ ό,τι οι πίθηκοι.
Τι μπορεί να κάνει κανείς με ένα τέτοιο απόσπασμα από ένα σημαντικότατο και θεμελιώδες έργο του ιουδαϊσμού; Να αντιμετωπίσει την αλήθεια και τις συνέπειές της; Θεός φυλάξοι! Να παραδεχθεί (όπως τόσοι πολλοί χριστιανοί μελετητές, παραδείγματος χάριν, έκαναν σε παρόμοιες περιστάσεις) ότι μια πολύ σημαντική εβραϊκή αυθεντία έτρεφε ακραίες ρατσιστικές αντιλήψεις ενάντια στους μαύρους, και, μέσα από αυτή την παραδοχή, να προσπαθήσει να διδάξει στον εαυτό του την πραγματική ανθρωπιά; Μακριά από μας μια τέτοια σκέψη. Μπορώ σχεδόν να φανταστώ Εβραίους μελετητές στις ΗΠΑ να συσκέπτονται: «Τί πρέπει να γίνει;» –διότι το βιβλίο έπρεπε να μεταφραστεί, λόγω της δραματικής μείωσης των Αμερικανοεβραίων που γνωρίζουν εβραϊκά. Είτε, λοιπόν, μετά από σύσκεψη είτε από ατομική έμπνευση, βρέθηκε μια ικανοποιητική λύση: Στη δημοφιλή αμερικανική μετάφραση του Οδηγού από κάποιον Φριντλάντερ, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1925 και έκτοτε ανατυπώθηκε πολλές φορές, και μάλιστα σε αρκετές φθηνές εκδόσεις, η εβραϊκή λέξη Kushi, που σημαίνει μαύροι, απλώς μεταγράφηκε στο λατινικό αλφάβητο και εμφανίζεται ως «Kushites», μια λέξη που δεν σημαίνει τίποτε για όσους δεν γνωρίζουν εβραϊκά ή για εκείνους στους οποίους ένας εξυπηρετικός ραβίνος δεν δώσει μια προφορική εξήγηση35. Όλα αυτά τα χρόνια, ούτε μία λέξη δεν ειπώθηκε για να επισημάνει την αρχική απάτη ή τα κοινωνικά δεδομένα που της επιτρέπουν να συνεχίζεται –και αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της αναστάτωσης που προκάλεσαν οι εκστρατείες του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, την οποία υποστήριζαν τόσο πολλοί ραβίνοι (και άλλες εβραϊκές προσωπικότητες), μερικοί εκ των οποίων πρέπει να γνώριζαν τη ρατσιστική στάση απέναντι στους μαύρους, που αποτελεί ένα μέρος της εβραϊκής τους κληρονομιάς36.
Σίγουρα, αναγκάζεται κανείς να υποθέσει ότι αρκετοί από τους ραβίνους υποστηρικτές του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, είτε ήταν ρατσιστές απέναντι στους μαύρους και απλώς τον υποστήριζαν για τακτικούς λόγους «εβραϊκού συμφέροντος», επιδιώκοντας να αποσπάσουν την υποστήριξη των μαύρων για τους Αμερικανοεβραίους και την πολιτική του Ισραήλ, είτε ήταν τέλειοι υποκριτές, σε βαθμό σχιζοφρένειας, ικανοί να περνούν πολύ γρήγορα από την κρυφή ικανοποίηση ενός αδιάλλακτου ρατσισμού σε μια δηλωμένη συμπάθεια για τον αντιρατσιστικό αγώνα – και τούμπαλιν, ανάλογα με τις περιστάσεις.
Το τρίτο παράδειγμα προέρχεται από ένα έργο που δεν αποσκοπεί στην υψηλή επιστημονική αναγνώριση – αλλά γι’ αυτό και είναι ακόμα πιο δημοφιλές: Οι Χαρές του Γίντις (The Joys of Yiddish), του Λίο Ρόστεν. Αυτό το ελαφρύ έργο –που πρωτοδημοσιεύθηκε στις ΗΠΑ το 1968 και ανατυπώθηκε πολλές φορές, και μάλιστα αρκετές φορές σε πλατιάς κυκλοφορίας έκδοση Penguin– είναι ένα είδος γλωσσάριου λέξεων στα γίντις, που χρησιμοποιούνται συχνά από Εβραίους ή και από μη Εβραίους στις αγγλόφωνες χώρες. Για κάθε καταχώριση, μαζί με τον λεπτομερή ορισμό και περισσότερο ή λιγότερο διασκεδαστικά ανέκδοτα που εξηγούν τη χρήση της, υπάρχει επίσης η ετυμολογία, που δηλώνει (με αρκετή ακρίβεια, γενικά) τη γλώσσα από την οποία η λέξη έφτασε στα γίντις, και η σημασία που είχε στη γλώσσα εκείνη. Το λήμμα Shaygets – της οποίας η κύρια σημασία είναι «μη Εβραίος αγόρι ή έφηβος»– είναι μια εξαίρεση: η ετυμολογία, με διφορούμενο τρόπο, δηλώνει: «εβραϊκής προελεύσεως», χωρίς να δίνει τη μορφή ή τη σημασία της πρωτότυπης εβραϊκής λέξης. Από την άλλη μεριά, κάτω από την καταχώριση Shiksa –το θηλυκό του Shaygets– ο συγγραφέας δίνει την πρωτότυπη εβραϊκή λέξη, sheqetz (ή, μεταγραμμένη με λατινικούς χαρακτήρες, sheques) και ορίζει την εβραϊκή σημασία ως «ατέλεια». Αυτό είναι ένα κατάφωρο ψέμα, όπως γνωρίζουν όσοι ομιλούν εβραϊκά. Το Megiddo Σύγχρονο Εβραϊκό-Αγγλικό Λεξικό (Megiddo Modern Hebrew-English Dictionary), δημοσιευμένο στο Ισραήλ, ορθά ορίζει τη λέξη sheqetz ως εξής: «ακάθαρτο ζώο· απεχθές πλάσμα, έκτρωμα (στη καθομιλουμένη προφέρεται shayqets), άθλιο υποκείμενο, ανυπάκουος νεαρός˙ μη Eβραίος νέος».
Το τελευταίο, πιο γενικό, παράδειγμα σοκάρει, ει δυνατόν, ακόμα πιο πολύ από τα άλλα. Αφορά στη στάση του κινήματος των Χασιδιστών απέναντι στους μη εβραί-ους. Ο χασιδισμός37 –μια συνέχεια (και ένας ευτελισμός!) του εβραϊκού μυστικισμού– παραμένει ακόμα ένα ζωντανό κίνημα, με εκατοντάδες χιλιάδες δραστήριων οπαδών που είναι φανατικά αφοσιωμένοι στους «άγιους ραβίνους» τους, μερικοί εκ των οποίων έχουν αποκτήσει μια πολύ σημαντική πολιτική επιρροή στο Ισραήλ μεταξύ των αρχηγών των περισσοτέρων κομμάτων, και, ακόμα πιο σημαντικό, στα υψηλότερα κλιμάκια του στρατού.
Ποιες είναι λοιπόν οι απόψεις αυτού του κινήματος σχετικά με τους μη εβραίους; Ως παράδειγμα, ας πάρουμε την περίφημη Hatanya, το βασικό βιβλίο του κινήματος Χαμπάντ, ενός από τα πιο σημαντικά παρακλάδια του χασιδισμού. Σύμφωνα με το βιβλίο αυτό, όλοι οι μη Εβραίοι είναι εντελώς σατανικά πλάσματα, «που δεν έχουν απολύτως τίποτε το καλό». Ακόμα και ένα μη εβραϊκό έμβρυο είναι ποιοτικά διαφορετικό από ένα εβραϊκό. Η ίδια η ύπαρξη ενός μη Εβραίου είναι «άνευ ουσίας», ενώ όλη η πλάση δημιουργήθηκε αποκλειστικά για χάρη των Εβραίων.
Το βιβλίο κυκλοφορεί σε αναρίθμητες εκδόσεις, και οι ιδέες του γίνονται ευρύτερα γνωστές με τις πολυάριθμες «ομιλίες» του σημερινού κληρονομικού Φύρερ της Χα-μπάντ, του επιλεγόμενου ραβίνου των Λούμπαβιτς38, κ. Schneurssohn, που διευθύνει αυτή την πανίσχυρη παγκόσμια οργάνωση από το αρχηγείο του, στη Νέα Υόρκη. Στο Ισραήλ, αυτές οι ιδέες διαδίδονται ευρύτατα μεταξύ των πολιτών στα σχολεία και στον στρατό. (Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Σουλαμίτ Αλόνι [Shulamit Aloni]), μέλους της Κνεσσέτ, η προπαγάνδα της Χαμπάντ δυνάμωσε ιδιαίτερα πριν την εισβολή του Ισραήλ στον Λίβανο, τον Μάρτιο του 1978, προτρέποντας, μεταξύ άλλων, τους στρατιωτικούς γιατρούς και νοσοκόμους να αρνηθούν να προσφέρουν ιατρική βοήθεια στους «μη Εβραίους τραυματίες». Αυτή η ναζιστικού τύπου οδηγία δεν αφορούσε στους Άραβες ή τους Παλαιστινίους ειδικά, αλλά απλώς στους «μη Εβραίους», (goyim). Ένας πρώην Ισραηλινός Πρόεδρος, ο Σαζάρ, ήταν ένθερμος οπαδός της Χαμπάντ, και πολλοί κορυφαίοι Ισραηλινοί και Αμερικανοί πολιτικοί –με επικεφαλής τον Πρωθυπουργό Μπεγκίν– τη φλέρταραν και την υποστήριζαν δημόσια. Και τούτο, παρά τη μεγάλη αντιδημοτικότητα του ραβίνου των Λούμπαβιτς. στο Ισραήλ, του προσάπτουν ευρύτατα το γεγονός ότι αρνείται να έρθει στους Αγίους Τόπους, έστω και για μια επίσκεψη, και παραμένει στη Νέα Υόρκη για σκοτεινούς μεσσιανικούς λόγους, ενώ στη Νέα Υόρκη είναι πασίγνωστη η στάση του εναντίον των μαύρων.
Το γεγονός ότι, παρά τις δυσκολίες αυτές, η Χαμπάντ υποστηρίζεται δημόσια από τόσες κορυφαίες πολιτικές προσωπικότητες οφείλει πολλά στον απολύτως υποκριτικό και παραπλανητικό τρόπο με τον οποίο πραγματεύονται το θέμα όλοι σχεδόν οι μελετητές που έχουν γράψει για το κίνημα των Χασιδιστών και το παρακλάδι του, τη Χαμπάντ. Αυτό αφορά ιδιαίτερα όλους εκείνους που έχουν γράψει ή γράφουν πάνω σ’ αυτό το θέμα στα αγγλικά. Αποκρύπτουν καταφανή εδάφια των παλιών χασιδικών κειμένων, όπως και τις πρόσφατες πολιτικές συνέπειες που απορρέουν από τα κείμενα αυτά, πράγμα το οποίο είναι φανερό έστω και σε έναν περιστασιακό αναγνώστη του ισραηλινού Τύπου, στα εβραϊκά, στις σελίδες του οποίου ο ραβίνος των Λούμπαβιτς και άλλοι χασιδιστές ηγέτες δημοσιεύουν αδιάκοπα τις πιο λυσσαλέες και αιμοδιψείς δηλώσεις και προτροπές εναντίον όλων των Αράβων.
Ένας από τους κυριότερους βιρτουόζους του ψεύδους σ’ αυτή την περίπτωση, και ταυτόχρονα μια απόδειξη της δύναμης του ψεύδους, υπήρξε ο Μάρτιν Μπούμπερ (Martin Buber). Τα πολυάριθμα έργα του, που εγκωμιάζουν ολόκληρο το κίνημα των Χασιδιστών (συμπεριλαμβανομένης και της Χαμπάντ) δεν περιέχουν ούτε έναν υπαινιγμό για τις πραγματικές απόψεις του χασιδισμού σχετικά με τους μη Εβραίους. Το έγκλημα της εξαπάτησης γίνεται ακόμα βαρύτερο αν λάβει κανείς υπ’ όψη του το γεγονός ότι τα εγκώμια του Μπούμπερ για τον χασιδισμό πρωτοδημοσιεύθηκαν στα γερμανικά κατά την περίοδο της ανόδου του γερμανικού εθνικισμού και της κατάληψης της εξουσίας από τον Ναζισμό. Αλλά, ενώ ήταν επιδεικτικά αντίθετος στον ναζισμό, ο Μπούμπερ εξυμνούσε ένα κίνημα που ενστερνιζόταν και δίδασκε θεωρίες σχετικά με τους μη Εβραίους που δεν ήταν διαφορετικές από τις ναζιστικές θεωρίες για τους Εβραίους. Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι, πριν από 70 ή 50 χρόνια, οι Εβραίοι Χασιδιστές ήταν τα θύματα, και ότι ένα «ανώδυνο ψεματάκι» που ευνοεί ένα θύμα είναι συγχωρητέο. Όμως, οι συνέπειες μιας τέτοιας απάτης είναι ανυπολόγιστες. Τα έργα του Μπούμπερ μεταφράστηκαν στα Εβραϊκά, έγιναν ένα ισχυρό στοιχείο της εβραϊκής εκπαίδευσης στο Ισραήλ και ενίσχυσαν σε μεγάλο βαθμό τη δύναμη των αιμοδιψών Χασιδιστών ηγετών. Εν τέλει, μεταβλήθηκαν σε σημαντικό παράγοντα ενίσχυσης του ισραηλινού σωβινισμού και του μίσους προς όλους τους μη Εβραίους. Εάν σκεφθούμε τις ανθρώπινες υπάρξεις –και ήταν πολλές– που πέθαναν από τις πληγές τους επειδή οι νοσοκόμοι του ισραηλινού στρατού, με την υποκίνηση της χασιδιστικής προπαγάνδας, αρνήθηκαν να τους φροντίσουν, τότε βαριά ευθύνη για το αίμα τους φέρει και ο Μάρτιν Μπούμπερ.
Πρέπει να αναφέρω εδώ ότι ο Μπούμπερ, όταν εκθειάζει τον χασιδισμό, ξεπερνά κατά πολύ άλλους Εβραίους μελετητές, ιδιαίτερα όσους γράφουν στα εβραϊκά (ή, παλαιότερα, στα γίντις), ή ακόμα και σε ευρωπαϊκές γλώσσες, αλλά μόνο για το εβραϊκό κοινό. Σε ζητήματα εσωτερικού εβραϊκού ενδιαφέροντος, υπήρξε κάποτε πολλή και δικαιολογημένη κριτική του κινήματος των Χασιδιστών. Ο μισογυνισμός τους (ακόμα πιο ακραίος από τον μισογυνισμό που χαρακτηρίζει ολόκληρη την εβραϊκή ορθοδοξία), η αγάπη τους για το αλκοόλ, η φανατική προσήλωσή τους στους κληρονομικούς «άγιους ραβίνους», που τους αποσπούσαν εκβιαστικά χρήματα, οι αναρίθμητες ιδιαίτερες προλήψεις τους –αυτά και πολλά άλλα αρνητικά χαρακτηριστικά– προκάλεσαν δυσμενή σχόλια. Αλλά η συναισθηματική και απατηλά ρομαντική εξιδανίκευση του Μπούμπερ θριάμβευσε, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και το Ισραήλ, διότι βρισκόταν σε αρμονία με τον ολοκληρωτικό θαυμασμό του για οτιδήποτε ήταν «αυθεντικά εβραϊκό» και διότι ορισμένοι «αριστεροί» εβραϊκοί κύκλοι, στους οποίους ο Μπούμπερ είχε ιδιαίτερα μεγάλη επιρροή, υιοθέτησαν αυτή τη θέση.
Και δεν ήταν ο Μπούμπερ ο μόνος που είχε αυτή τη στάση, αν και, κατά τη γνώμη μου, υπήρξε μακράν ο χειρότερος όλων ως προς το κακό που προξένησε και την κληρονομιά που άφησε. Να αναφέρουμε μεταξύ άλλων, τον ιδιαίτερου κύρους στον χώρο της κοινωνιολογίας και των βιβλικών μελετών, Ιεζεκιήλ Κάουφμαν (Yezekiel Kaufman), υποστηρικτή της γενοκτονίας κατά το μοντέλο της Βίβλου του Ιωσήφ. τον ιδεαλιστή φιλόσοφο Χιούγκο Σμούελ Μπέργκμαν (Hugo Shmuel Bergman), που υποστήριξε, ήδη το 1914-1915, την εκδίωξη όλων των Παλαιστινίων στο Ιράκ, και πολλούς άλλους. Όλοι αυτοί ήταν φαινομενικά «περιστερές», αλλά χρησιμοποιούσαν συνταγές που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με την πιο ακραία αντιαραβική έννοια. όλοι είχαν κλίση στον θρησκευτικό μυστικισμό, που προδιαθέτει στην εξαπάτηση, και όλοι έμοιαζαν να είναι πράοι άνθρωποι που, ακόμα και όταν υποστήριζαν την εκδίωξη, τον ρατσισμό και τη γενοκτονία, δεν έμοιαζαν ικανοί να βλάψουν ούτε μυρμήγκι – και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο οι συνέπειες των ψευδών τους ήταν βαρύτερες.
Οφείλουμε να αγωνιστούμε ενάντια στους απολογητές της απανθρωπιάς, που διακηρύσσεται όχι μόνο από τους ραβίνους αλλά και από εκείνους που υποτίθεται ότι είναι οι μεγαλύτεροι διανοητές του ιουδαϊσμού και ασφαλώς αυτοί που ασκούν τη μεγαλύτερη επιρροή. Ενάντια σε αυτούς τους σύγχρονους επιγόνους των ψευδοπροφητών και των ανέντιμων ιερέων, ακόμα και σε πείσμα μιας σχεδόν ομόφωνης γνώμης μέσα στο Ισραήλ και στην πλειονότητα των Εβραίων σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, πρέπει να επαναλαμβάνουμε την προειδοποίηση του Λουκρήτιου ενάντια σε οποιαδήποτε παράδοση της κρίσης μας στα κηρύγματα των θρησκευτικών ηγετών: Tantum religio potuit suadere malorum («Τόσα κακά μπόρεσε να εμπνεύσει η θρησκεία»). Η θρησκεία δεν είναι πάντα το όπιο του λαού (όπως είπε ο Μαρξ), αλλά συχνά μεταβάλλεται σε κάτι τέτοιο, όταν παραποιούμε και διαστρέφουμε την πραγματική της φύση: Οι λόγιοι και οι διανοούμενοι που πραγματοποιούν μια τέτοια πλαστογραφία, δίκαια μπορούν να χαρακτηριστούν λαθρέμποροι οπίου.
Όμως, από αυτή την ανάλυση, μπορούμε να βγάλουμε ένα άλλο γενικότερο συμπέρασμα σχετικά με τα πιο αποτελεσματικά και απαίσια μέσα που έχουν ανακαλυφθεί για να κάνει κανείς το κακό, να ξεγελάσει, να εξαπατήσει και να διαφθείρει ολόκληρους λαούς και να τους οδηγήσει στην καταπίεση και στον φόνο, ενώ ο ίδιος κρατά τα χέρια του καθαρά. (Διότι δεν μπορεί να υπάρξει πια καμιά αμφιβολία ότι οι πιο φρικιαστικές πράξεις καταπίεσης στη Δυτική Όχθη παρακινούνται από τον θρησκευτικό εβραϊκό φανατισμό). Φαίνεται ότι οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι ο χειρότερος ολοκληρωτισμός στηρίζεται στην άσκηση φυσικής βίας, και φέρνουν στο μυαλό τους τις εικόνες του Όργουελ στο έργο του, 1984, ως υπόδειγμα ενός τέτοιου καθεστώτος. Νομίζω όμως ότι αυτή η κοινή άποψη είναι λανθασμένη σε μεγάλο βαθμό, και ότι η υπόθεση του Ισαάκ Ασίμοφ, στα έργα επιστημονικής φαντασίας του οποίου η χειρότερη καταπίεση είναι πάντοτε η εσωτερικευμένη, βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια σχετικά με τους κινδύνους που απειλούν την ανθρώπινη φύση. Σε αντίθεση με τους υποταγμένους διανοούμενους του Στάλιν, οι ραβίνοι –και ακόμα περισσότερο οι διανοητές τους οποίους επικρίνω εδώ, και, μαζί μ’ αυτούς, όλος ο εσμός των ατόμων με τα τετριμμένα πνευματικά ενδιαφέροντα που εφαρμόζουν τον νόμο της σιωπής (συγγραφείς, δημοσιογράφοι, δημόσια πρόσωπα) που ψεύδονται και εξαπατούν ακόμα περισσότερο και από τους ραβίνους– δεν αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο θανάτου ή του στρατοπέδου συγκέντρωσης, αλλά μόνο την κοινωνική πίεση. Ψεύδονται από πατριωτισμό, επειδή πιστεύουν ότι αυτό τους επιβάλλει το συμφέρον των Εβραίων. Είναι πατριώτες ψευδολόγοι, και αυτός ο πατριωτισμός τούς κάνει να σιωπούν όταν έρχονται αντιμέτωποι με τις διακρίσεις και την καταπίεση εναντίον των Παλαιστινίων.
Στην παρούσα περίπτωση, αντιμετωπίζουμε επίσης μια άλλη ομαδική πίστη, που όμως έρχεται έξω από την ομάδα και ενίοτε είναι ακόμα πιο επιβλαβής. Πάρα πολλοί μη Εβραίοι (μεταξύ των οποίων μέλη του χριστιανικού κλήρου, θρησκευόμενοι κοσμικοί καθώς και ορισμένοι μαρξιστές, απ’ όλες τις μαρξιστικές ομάδες) έχουν την περίεργη άποψη ότι ένας τρόπος για να «εξιλεωθούν» για τις διώξεις κατά των Εβραίων είναι να μη μιλάνε ανοικτά εναντίον των αδικοπραγιών που διαπράττουν Εβραίοι και, εν τέλει, να συμπράττουν σε «ανώδυνα ψεματάκια» γι’ αυτούς. Η χονδροειδής κατηγορία του «αντισημιτισμού» (ή, στην περίπτωση των Εβραίων, του «μίσους για τον εαυτό τους»), ενάντια σε όποιον διαμαρτύρεται για τις διακρίσεις εναντίον των Παλαιστινίων, διατυπώνεται με μεγαλύτερη οξύτητα και επιμονή από τους μη Εβραίους «φίλους των Εβραίων» παρά από τους ίδιους τους Εβραίους. Και η ίδια τύχη περιμένει κάθε έναν που επισημαίνει οποιοδήποτε γεγονός γύρω από την εβραϊκή θρησκεία ή το εβραϊκό παρελθόν που συγκρούεται με την «εγκεκριμένη εκδοχή». Η ύπαρξη και η εκτεταμένη επιρροή αυτής της ομάδας, σε όλες τις δυτικές χώρες και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ (όπως και στις άλλες αγγλόφωνες χώρες), επέτρεψε στους ραβίνους και τους στοχαστές του Ιουδαϊσμού να διαδώσουν τα ψέματά τους όχι μόνο χωρίς να συναντήσουν αντίδραση, αλλά και να τύχουν σημαντικής βοήθειας.
Στην πραγματικότητα, πολλοί δεδηλωμένοι «αντισταλινικοί» απλώς αντικατέστησαν το είδωλο της λατρείας τους υποστηρίζοντας τον εβραϊκό ρατσισμό και φανατισμό με μεγαλύτερο ζήλο και κακοπιστία από τους πιο φανατικούς σταλινικούς στο παρελθόν. Αν και αυτό το φαινόμενο της τυφλής και σταλινικού τύπου υποστήριξης για οποιοδήποτε έγκλημα, με την προϋπόθεση να είναι «εβραϊκό», είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο από το 1945 και μετά, όταν έγινε γνωστή η αλήθεια για την εξολόθρευση των Εβραίων της Ευρώπης, είναι λάθος να υποθέτουμε ότι άρχισε μόλις τότε. Αντιθέτως, χρονολογείται από πολύ παλιά, ιδιαίτερα στους σοσιαλδημοκρατικούς κύκλους. Ένας από τους παλιούς φίλους του Μαρξ, ο Μόζες Χες (Μoses Hess), ευρύτατα γνωστός και σεβαστός ως ένας από τους πρώτους σοσιαλιστές της Γερμανίας, στη συνέχεια μεταβλήθηκε σε έναν ακραίο Εβραίο ρατσιστή, οι απόψεις του οποίου για την «καθαρή εβραϊκή ράτσα», δημοσιευμένες το 1858, έμοιαζαν με τις ανάλογες σαχλαμάρες για την «καθαρή αρία φυλή». Και όμως, οι Γερμανοί σοσιαλιστές, που αγωνίσθηκαν εναντίον του γερμανικού ρατσισμού, παρέμειναν σιωπηλοί σε ό,τι αφορούσε στον εβραϊκό ρατσισμό στις γραμμές τους.
Το 1944, κατά τη διάρκεια του αγώνα εναντίον του Χίτλερ, το βρετανικό Εργατικό Κόμμα ενέκρινε ένα σχέδιο για την εκδίωξη των Παλαιστινίων από την Παλαιστίνη, που ήταν παρόμοιο με τα πρώτα σχέδια του Χίτλερ (μέχρι το 1941 περίπου) για τους Εβραίους. Αυτό το σχέδιο εγκρίθηκε υπό την πίεση των Εβραίων μελών της ηγεσίας του κόμματος, πολλοί από τους οποίους υιοθέτησαν από τότε την αρχή της φυλετικής αλληλεγγύης απέναντι σε οποιαδήποτε ισραηλινή πολιτική, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι Συντηρητικοί υποστηρικτές του Ίαν Σμιθ στη Ροδεσία. Αλλά τα σταλινικά ταμπού στη Βρετανία είναι ισχυρότερα στην Αριστερά παρά στη Δεξιά, και δεν υπάρχει ουσιαστικά καμιά αμφισβήτηση ακόμα κι όταν το Εργατικό Κόμμα υποστηρίζει την κυβέρνηση Μπέγκιν.
Στις ΗΠΑ επικρατεί μια παρόμοια κατάσταση· και εκεί, επίσης, οι Αμερικανοί φιλελεύθεροι είναι οι χειρότεροι39.
Δεν είναι εδώ ο χώρος για να εξετάσουμε όλες τις πολιτικές συνέπειες αυτής της κατάστασης, μα πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα: Στον αγώνα μας ενάντια στον ρατσισμό και τον φανατισμό της εβραϊκής θρησκείας, οι μεγαλύτεροί μας εχθροί δεν θα είναι μόνο οι Εβραίοι ρατσιστές (και όσοι εκμεταλλεύονται αυτόν τον ρατσισμό) αλλά και εκείνοι οι μη Εβραίοι που σε άλλους τομείς καταγράφονται –λανθασμένα κατά τη γνώμη μου– ως «προοδευτικοί».
Σημειώσεις:
33. Εκδ. Boys Town, Ιερουσαλήμ, και επιμέλεια έκδοσης του Moses Hyamson, ενός από τους πιο έγκυρους μελετητές του ιουδαϊσμού στη Βρετανία.
34. Οι υποτιθέμενοι ιδρυτές της σέκτας των Σαδδουκαίων.
35. Έχω την ευτυχία να ανακοινώσω ότι, σε μια πρόσφατη νέα μετάφραση (Chicago University Press), η λέξη «μαύροι» αναφέρεται ανοικτά αλλά ο βαρύς και πολύ ακριβός τόμος είναι απίθανο να πέσει σε «λάθος» χέρια. Έτσι, στην Αγγλία των αρχών του 19ου αιώνα, επιτρεπόταν να εκδίδονται ριζοσπαστικά βιβλία (όπως του Godwin), υπό τον όρο ότι θα εκδίδονταν σε πολύ ακριβές εκδόσεις.
36. Αξίζει να αναφερθεί ένα ακόμα σχετικό γεγονός: Ένας Εβραίος μελετητής του Ισλάμ, ο Μπέρναρντ Λιούϊς (Bernard Lewis), που προηγουμένως δίδασκε στο Λονδίνο και τώρα διδάσκει στις ΗΠΑ, είχε τη δυνατότητα, και είναι απολύτως σεβαστό, να δημοσιεύσει ένα άρθρο στο Encounter στο οποίο επισημαίνει πολλά αποσπάσματα στην ισλαμική φιλολογία που, κατά τη γνώμη του, κατευθύνονται εναντίον των μαύρων· ωστόσο, κανένα από αυτά δεν πλησιάζει καν το απόσπασμα που προαναφέραμε. Είναι απολύτως αδύνατον για οποιονδήποτε, τώρα ή τα τελευταία τριάντα χρόνια, να συζητήσει το παραπάνω απόσπασμα ή τα πολλά άλλα υβριστικά ταλμουδικά αποσπάσματα που στρέφονται εναντίον των μαύρων, σε οποιαδήποτε έγκυρη αμερικανική έκδοση. Αλλά χωρίς μια ολόπλευρη κριτική, η επίθεση αποκλειστικά στο Ισλάμ υποβιβάζεται σε απλή συκοφαντία.
37. Κίνημα του εβραϊκού μυστικισμού που άρχισε να αναπτύσσεται στην Ουκρανία, κατά την περίοδο ενός κύματος διώξεων κατά των Eβραίων. Ο ραβίνος Ισραέλ μπεν Ελιέζερ (1698-1760), γνωστός και ως Ba’al Shem Tov, υπήρξε ο πρώτος προφήτης του χασιδισμού, που έχει σήμερα εκατομμύρια οπαδούς και πολυάριθμες ομάδες και σέκτες (σ.τ.ε.).
38. Η Χαμπάντ είναι η σημαντικότερη χασιδική σέκτα. τα μέλη της αποκαλούνται και Λούμπαβιτς, από τη ρωσική πόλη Λουμπαβίτσι, όπου ιδρύθηκε μετά τους ναπολεόντειους πολέμους. Η Χαμπάντ διαθέτει σήμερα χιλιάδες κέντρα σε όλο τον κόσμο, 200.000 μέλη, ενώ στις δραστηριότητές της συμμετέχουν πάνω από 1 εκατομμύριο άτομα κάθε χρόνο. (σ.τ.ε.)
39. Ο Σαχάκ βέβαια έγραφε πριν εμφανιστεί το φαινόμενο των «νέο-συντηρητικών» μέσω του οποίου οι Αμερικανοί συντηρητικοί και φονταμενταλιστές χριστιανοί συναγωνίζονται πλέον τους «φιλελευθέρους» σε φιλοσιωνισμό.