Αρχική » Το διχασμένο έθνος

Το διχασμένο έθνος

από Άρδην - Ρήξη

του Βλ. Αγτζίδη, από το Άρδην τ. 14-15, Ιούνιος-Σεπτέμβριος 1998

Η υπαγωγή του ελληνικού χώρου στην οθωμανική κυριαρχία για μεγάλο χρονικό διάστημα, είχε οδηγήσει στη δημιουργία σημαντικών παροικιών στην Ευρώπη. Οι παροικίες αυτές, όπου κατοικούσε η ελληνική διανόηση αλλά και η νεαρή ελληνική επιχειρηματική τάξη, υπήρξαν οι χώροι όπου οι νέες ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού οδήγησαν στη διατύπωση του αιτήματος για αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας. Η τάση αυτή πήρε τη μορφή ενός μεγάλου επαναστατικού κινήματος του συνόλου των Ελλήνων, το οποίο κατέληξε στη δημιουργία ενός μικρού κράτους στο νότο της βαλκανικής χερσονήσου, το οποίο περιλάμβανε τα πλέον απομακρυσμένα και υποβαθμισμένα εδάφη του ελληνικού κόσμου. Το νεαρό ελληνικό κράτος του 1830 δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα εξαρτημένο Πριγκηπάτο του Μορέως και της Ρούμελης -εν πολλοίς αλβανόφωνο- παρά ένα πραγματικό έθνος-κράτος των Ελλήνων. Το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών εδαφών, καθώς και τα γηγενή ελληνικά οικονομικά κέντρα της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, παρέμεναν υπό οθωμανική κυριαρχία. Αυτη ήταν και η βασική γενετική αντινομία, η οποία έκανε μοναδικό το ελληνικό παράδειγμα δημιουργίας έθνους-κράτους. Δηλαδή, παρότι το μοντέλο του έθνους κράτους αντιστοιχούσε στην ποιοτική, πολιτική και οικονομική, μεταβολή των κοινωνιών με φορέα τις νέες αστικές δυνάμεις, στην ελληνική περίπτωση αντικαταστάθηκε απλά η οθωμανική διοίκηση από την ελληνική, με την προσθήκη της κλεφταρματολικής παράδοσης. Η μοναδική πιθανότητα αναίρεσης αυτής της βασικής αντινομίας, η ολοκλήρωση της επανάστασης του 1821 και ο ποιοτικός μετασχηματισμός του ελλαδικού κρατιδίου, θα μπορούσε να γίνει μόνο με την ενσωμάτωση των αναπτυγμένων ελληνικών περιοχών της Ανατολικής Θράκης και της Μικρά Ασίας.

Η βαθμιαία πολιτική κυριαρχία των ελλαδικών ομάδων στο νεαρό κράτος, η οποία ολοκληρώθηκε με τη συνταγματική μεταρρύθμιση του 1844, είχε ως αποτέλεσμα τη δομική αποκοπή από την πανελλήνια προοπτική απελευθέρωσης, παρότι φαντασιακά βιωνόταν -και από τους αλύτρωτους- το αίσθημα περί ύπαρξης ελληνικού κέντρου στο βαλκανικό νότο. Ειδικά μετά την ήττα του 1897, ο εθνικός συντηρητισμός γίνεται κυρίαρχος, με εκφραστή τα Ανάκτορα και τη βασιλική παράταξη. Η νέα παράμετρος που ανέδειξε και πάλι το αίτημα της εθνικής ολοκλήρωσης υπήρξε το Κρητικό Κίνημα και ο Ελ. Βενιζέλος. Ο Διχασμός του 1915 υπήρξε ουσιαστικά η σύγκρουση του ελλαδικού εθνικού συντηρητισμού με την τάση για δημιουργία πραγματικού έθνους-κράτους. Η ευφυής πολιτική συμπαράταξης με την Αντάντ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επέτρεψε στους Έλληνες να συμμετάσχουν στις διαδικασίες διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η συγκυρία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου

Οι σύμμαχοι θεωρούσαν ότι, με τη συμμετοχή της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό του φιλογερμανικού στρατοπέδου, η Τουρκία πρόδωσε τις δυτικές δυνάμεις, οι οποίες για μισό και πλέον αιώνα τη βοήθησαν να αντισταθεί στη ρωσική πίεση. Σε Δήλωση των συμμαχικών κυβερνήσεων, η οποία υπογράφτηκε από τον Μιλλεράν στις 16 Ιουλίου 1920, προς την τουρκική αντιπροσωπεία, αναφέρονται τα εξής για τις ευθύνες της Τουρκίας: “… Κλείουσα, άνευ λόγου, μίαν σημαντικην οδό ν θα-λασσίας επικοινωνίας και αποκόπτου-σα δια της ενεργείας της ταύτης τας μεταξύ Ρωσίας και Ρουμανίας σχέοεις αφ’ ενός και των δυτικών συμμάχων των αφ’ ετέρου, η Τουρκία παρέτεινε τον πόλε-μονκατά δύο τουλάχιστον έτη και προξένησε εις τους Συμμάχους απώλειας ανερχομένας εις πολλά εκατομμύρια ανθρωπίνων ψυχών και εις εκατοντάδες δισεκατομμυρίων πολεμικάς δαπάνας. Αι οφειλόμενοι υπό της Τουρκίας επανορθώσεις, εις τους λαούς, οίτινες, δι’ ανυπολογίστων θυσιών, απεκατέστησαν την ελευθερίαν εν τω κόσμω, υπερβαίνουν κατά πολύ εκείνος, τας οποίας θα ηδύνατο ποτέ αύτη να πληρώση!”

Η εξέλιξη αυτή ικανοποιούσε απολύτως τις εθνικές χριστιανικές ομάδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και εξέφραζε την μόνη δυνατότητα αστικού μετασχηματισμού της.

Τρία ήταν τα μεγάλα συμπαγή κέντρα των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία: Η Δυτική Μικρά Ασία, η Ανατολική Θράκη και ο Πόντος. Μικρότερες εστίες Ελλήνων υπήρχαν παντού: Στην Καππαδοκία, στην Κιλικία, ακόμα και στην περιοχή της Άγκυρας. Οι Έλληνες κάτοικοι των περιοχών αυτών ανέπτυξαν έντονο αλυτρωτικό συναίσθημα, το οποίο σε αρκετές περιπτώσεις συμπορεύτηκε με την ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας που αναπτύχθηκε από τον Κωλέτ-τη, στα πλαίσια της ενδοελλαδικής σύγκρουσης για την εξουσία, μετά το 1844.

Η απελευθέρωση της Δυτικής Μικράς Ασίας και της Θράκης από τον ελληνικό στρατό υπήρξε το αίτημα των Ελλήνων κατοίκων τους, όχι μόνο γιατί εξέφραζε τις αλυτρωτικές τους διαθέσεις, αλλά και γιατί προέβαλλε ως η μόνη ασφαλής λύση. Από το 1915, οι Τούρκοι εθνικιστές, με την κάλυψη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ενθάρρυνση των Γερμανών συμμάχων τους, είχαν προβεί σε μεγάλες σφαγές και βίαιες μετακινήσεις του ελληνικού πληθυσμού. Ειδικά στην περιοχή του Πόντου, στη Βόρεια Μικρά Ασία, οι διώξεις πήραν τη μορφή της μαζικής εξόντωσης των Ελλήνων και της καταστροφής των ελληνικών χωριών. Η πολιτική αυτή αποτελούσε υλοποίηση της απόφασης που είχαν υπερψηφίσει οι Νε-ότουρκοι εθνικιστές σε συνέδριο τους στη Θεσσαλονίκη το 1911 και προέβλεπε την επίλυση του εθνικού ζητήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη φυσική εξόντωση των χριστιανικών γηγενών εθνοτήτων.

Στον Πόντο, το αλυτρωτικό συναίσθημα είχε πάρει τη μορφή επαναστατικού κινήματος ανεξαρτησίας από το 1916, εφόσον η μεγάλη απόσταση από την Ελλάδα έκανε αδύνατη την προοπτική της Ενωσης.

Στις 15 Μαΐου 1919 (2 Μάιου με το νέο ημερολόγιο), τα ελληνικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη. Η Σμύρνη ήταν μια πόλη μεγαλύτερη από την Αθήνα, με μεγαλύτερη βιομηχανική υποδομή. Ο ελληνικός της χαρακτήρας ήταν αδιαμφισβήτητος και από τους ίδιους τους Τούρκους, οι οποίοι την αποκαλούσαν Γκιαβούρ Ιζμίρ”, δηλαδή “Σμύρνη των απίστων.” Συνείδηση σε όλο τον κόσμο είναι ότι τα παράλια της Μικράς Ασίας αποτελούν τη “Γκρέτσια Ιρεντέντα”, την “Αλύτρωτη Ελλάδα.” Η εντολή για τη Σμύρνη και η οργάνωση της ελληνικής παρουσίας εκεί, καθώς και της Μικρασιατικής Ελλάδας, όπως αποκαλούσαν τις αλύτρωτες περιοχές, ήταν η μεγάλη πρόκληση για την ελληνική πολιτική ηγεσία.

Τέσσερεις μέρες μετά την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, οι κάτοικοι της Μαγνησίας ζητούσαν την επέκταση της ελληνικής κατοχής και την κατάληψη της πόλης τους από τον ελληνικό στρατό. Οι Έλληνες της Ιωνίας εξέφρασαν τις απελευθερωτικές τους διαθέσεις με τη δημιουργία μικρασιατικών μονάδων, οι οποίες εντάχθηκαν και πολεμούσαν με τον ελληνικό στρατό.

Η συνθήκη των Σεβρών

Η συνθήκη των Σεβρών (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920), η οποία διέλυε την Οθωμανική Αυτοκρατορία και προέβλεπε, με κάποιες προϋποθέσεις, την ένωση της Ιωνίας και της Ανατολικής Θράκης με την Ελλάδα, την ανακήρυξη της Κωνσταντινούπολης ως διεθνούς πόλης, τη δημιουργία ανεξάρτητων κρατών στην Αρμενία και στο Κουρδιστάν, ήταν η μοναδική πολιτική ρύθμιση των εδαφών που κατείχε η οθωμανική εξουσία, με βάση τα δικαιώματα των εθνών. Η ορθότητα της γραμμής αυτής είχε ήδη καταγραφεί καιρό πριν. Χαρακτηριστική είναι η ανάλυση της Ρόζας Λούξεμπουργκ στο έργο της “Οι αγώνες στην Τουρκία και η σοσιαλδημοκρατία”: “Η Τουρκία δεν μπορεί να αναγεννηθεί σαν σύνολο γιατί αποτελείται από διαφορετικές χώρες. Κανένα υλικό συμφέρον, καμμιά κοινή εξέλιξη που θα μπορούσε να τις συνδέσει δεν είχε δημιουργηθεί! Αντίθετα, η καταπίεση και η αθλιότητα της κοινής υπαγωγής στο τουρκικό κράτος γίνονται όλο και μεγαλύτερες! Έτσι δημιουργήθηκε μια φυσική τάση των διαφόρων εθνοτήτων να αποσπασθούν από το σύνολο και να αναζητήσουν μέσα από μια αυτόνομη ύπαρξη το δρόμο για μια καλύτερη κοινωνική εξέλιξη. Η κρίση της Ιστορίας για την Τουρκία είχε πια βγεί: βάδιζε προς την διάλυση.”

Με τη συνθήκη των Σεβρών δεν ρυθμιζόταν ένα μεγάλο ζήτημα του Μικρασιατικού Ζητήματος: η τύχη του Πόντου. Για το ζήτημα αυτό, ο Βενιζέλος είχε επιλέξει τη λάθος στάση της μετάθεσης του στα πλαίσια του Αρμενικού Ζητήματος, προκαλώντας την οργή των Ελλήνων του Πόντου.

Το κεμαλικό κίνημα

Στις 19 Μαΐου 1919, ο αξιωματικός του οθωμανικού στρατού Κεμάλ Πασά, ο οποίος αργότερα θα μετονομασθεί Ατα-τούρκ (δηλαδή πατέρας των Τούρκων), αποβιβάστηκε, με την υποστήριξη των Βρετανών, στη Σαμψούντα για να επιβάλει την τάξη στην περιοχή. Το κύριο μέλημα του Κεμάλ σε πρώτη φάση υπήρξε η καταστολή του ποντιακού αντάρτικου. Σε τηλεγράφημα του στον διοικητή του 15ου Σώματος του Ερζερούμ, έγραφε ότι η κατάσταση στην Σαμψούντα ήταν τόσο ανησυχητική (σ.τ.σ. λόγω του ποντιακού αντάρτικου), που θα μπορούσε να είχε θλιβερές συνέπειες. Τηλεγράφησε ότι για την αντιμέτωπιση του προβλήματος θα παρέμενε εκεί. 0 Κεμάλ σύντομα αυτονομήθηκε από την κεντρική οθωμανική εξουσία και άρχισε τη συγκρότηση ενός εθνικιστικού τουρκικού κινήματος, εκμεταλλευόμενος πολύ έξυπνα τα θρησκευτικά αισθήματα των μουσουλμανικών εθνών. Με τη συνεργασία ληστρικών συμμοριών άρχισε τη συγκρότηση στρατού και εθνοσυνέλευσης, η οποία είχε ως έδρα τη Σεβάστεια. Στα καθήκοντα αυτού του κεμαλικού στρατού συμπεριλαμβανόταν η εξόντωση των Ελλήνων ανταρτών του Πόντου και η καταστολή της κουρδικής εξέγερσης στο Κοτς Γκρι, ανάμεσα στη Σεβάστεια και στο Ερζιγκιάν. Δύο στρατιές του στρατού αυτού επιφορτίστηκαν με την αντιμετώπιση των Ποντίων ανταρτών. Το κεμαλικό κίνημα χαρακτηριζόταν από ένα φανατικό, επιθετικό και επεκτατικό εθνικισμό. 0 Κεμάλ ήταν ο εκφραστής της οθωμανικής γραφειοκρατίας και .των στρατοκρατών, οι οποίοι διαφωνούσαν με την επίλυση του εθνικού προβλήματος με βάση τα δικαιώματα των εθνοτήτων. 0 Ν. Ψυρούκης γράφει: “Ηπροσεκτικότερη μελέτη του κεμαλισμού μας πείθει ότι πρόκειται για βαθιά αντιλαϊκή και αντιδημοκρατική θεωρία. Ο φιλο-ναζισμός και άλλες αντιδραστικές δοξασίες είναι νομοτελειακή εξέλιξη του κεμαλισμού… Ακόμα και οι κεμαλικές μεταρρυθμίσεις γίνονται με διοικητικές αποφάσεις από πάνω. Περιφρονούν τις πολιτιστικές παραδόσεις του τουρκικού λαού, εκφράζουν το σύμπλεγμα κατωτερότητας των Τούρκων αστών”.

Τα λάθη του Βενιζέλου

Ξεκινώντας το μικρασιατικό εγχείρημα, ο Βενιζέλος έκανε δύο βασικά λάθη: τοποθέτησε ως αρμοστή στη Σμύρνη τον Στεργιάδη, άνθρωπο των Βρετανών, ο οποίος υπήρξε ο κακός δαίμονας των Μικρασιατών και, παρόλες τις εκκλήσεις τους για αντικατάσταση, επέμενε στην αρχική του απόφαση, την οποία -όλως περιέργως- αποδέχτηκαν και σεβάστηκαν οι βασιλικοί διάδοχοι’ του. Το δεύτερο βασικό λάθος του υπήρξε η υποτίμηση του ποντιακού κινήματος, ενός δυναμικότατου ελληνικού ένοπλου και πολιτικού κινήματος που δρούσε στη βόρεια Μικρά Ασία και απειλούσε άμεσα τις γραμμές εφοδιασμού των Κεμαλικών. Οι Έλληνες του Πόντου είχαν διατυπώσει από νωρίς το αίτημα δημιουργίας δεύτερου ελληνικού κράτους στις νότιες παραλίες της Μαύρης θάλασσας, ως μοναδική δυνατότητα επιβίωσης του ελληνισμού στη γενέθλια γη. Τον Οκτώβριο του 1917, ο Κ. Κωνσταντινίδης, ένας από τους ηγέτες του ποντιακού κινήματος και πρόεδρος της δυναμικής οργάνωσης της Μασσαλίας, είχε ενημερώσει τον Βενιζέλο. Στον Πόντο, όπου κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι Τούρκοι είχαν προβεί σε γενοκτονία του ελληνικού πληθυσμού, δρούσε ένα δυναμικό αντάρτικο ελληνικό κίνημα, το οποίο αριθμούσε 18.000 άντρες. Το αίτημα των Ποντίων ήταν η ενίσχυση των ανταρτών κατά το υπόδειγμα του Μακεδονικού Αγώνα. Ο Βενιζέλος, παρότι αρχικά αμφιταλαντεύτηκε, επέλεξε να αγνοήσει τα αιτήματα των Ποντίων και να υποστηρίξει στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του 1918, την ενσωμάτωση του Πόντου στην Αρμενία. Μια θέση που εξόργισε τους Έλληνες του Πόντου και τις ποντιακές οργανώσεις, οι οποίες με επικεφαλής το μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο προσπάθησαν να παρέμβουν αυτοτελώς στις Συνδιασκέψεις Ειρήνης προωθώντας το αίτημα δημιουργίας Ελληνικού Κράτους στον Πόντο. 0 Βενιζέλος συνέχισε την πολιτική του και στις 4 Φεβρουαρίου του 1919 δήλωσε στον Αμερικανό πρόεδρο Ουίλσον ό,τι παρότι οι Έλληνες του Πόντου επιθυμούσαν την ανεξαρτησία, αυτός αντιτάχθηκε απόλυτα. Επίσης, σε συνέντευξή του στην

εφημερίδα Sunday Times, δήλωσε ότι δέχεται να συμπεριληφθεί ο Πόντος στην Αρμενία. Σφοδρή υπήρξε η αντίδραση των ποντιακών οργανώσεων. Το υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα κατακλύστηκε από τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας. Από τη Μασσαλία, το Λονδίνο, το Αλγέρι, τη Νέα Υόρκη κ.ά., οι ποντιακές οργανώσεις κατήγγειλαν “την προβαλλόμενη ιδέα καθ’ ην η πατρίς ημών φέρεται περιλαμβανομένη εντός μέλλοντος αρμενικού κράτους.”

Ως αποτέλεσμα των αντιδράσεων άλλαξε η πολιτική της κυβέρνησης. Απεστάλησαν στον Πόντο και στον Καύκασο ο συνταγματάρχης Δ. Καθενιώτης και ο I. Σταυριδάκης για να εκτιμήσουν την κατάσταση. Ο Βενιζέλος φαίνεται να αποδέχεται εν μέρει τα ποντιακά σχέδια, επιτρέποντας τη δημιουργία ειδικού ποντιακού σώματος στον ελληνικό στρατό, ώστε μελλοντικά να μπορεί να αποσταλεί στον Πόντο. Όμως, ακόμα και τότε ήταν ορατή η αποστασιοποίηση του Βενιζέλου από το Ποντιακό Ζήτημα το οποίο δεν το ενέτασσε στα ευρύτερα εθνικά σχέδια. Οι Πόντιοι συνέχισαν να επιζητούν την ελλαδική βοήθεια και να απαιτούν την αποστολή ελληνικού στρατού στον Πόντο. Για το σκοπό αυτό είχαν συγκεντρώσει τους απαιτούμενους πόρους για τη χρηματοδότηση της επιχείρησης. Βασικό επιχείρημά τους ήταν ότι οι αντάρτικες ποντιακές δυνάμεις θα μπορούσαν να αποκόψουν τις γραμμές εφοδιασμού των κεμαλικών από τους σοβιετικούς. Το Νοέμβριο του 1919, οι Βρετανοί απέρριψαν σχέδιο αποστολής του ποντιακού τμήματος του ελληνικού στρατού στο Βατούμι και τη συγκρότηση επιτόπου ποντιακού στρατού. Ο Ελ. Βενιζέλος, με αφορμή τη βρετανική άρνηση, επανήλθε στις απορριπτικές του θέσεις και επαναμετάθεσε το Ποντιακό Ζήτημα στα πλαίσια του Αρμενικού. Η στάση αυτή προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση της Εθνοσυνέλευσης του Πόντου ενώ ο μητροπολίτης Χρύσανθος χαρακτήρισε τον Βενιζέλο “απληροφόρητο στο ζήτημα του Πόντου.” Στη συνέχεια, το καλοκαίρι του 1920, ο Βενιζέλος θα λάβει τις εκθέσεις των Σταυριδάκη και Καθε-νιώτη, με τις οποίες προτρέπεται να αποδεχτεί αμέσως τα ποντιακά αιτήματα. Ο Βενιζέλος άλλαξε για άλλη μια φορά στάση και ανακοίνωσε στον Βρετανό πρωθυπουργό Λόιδ Τζορτζ το σχέδιο του για επέμβαοη στον Πόντο με στόχο τη δημιουργία ελληνικού κράτους εκεί.1 Ήταν όμως πολύ αργά! Στην Ελλάδα άρχιζε η προεκλογική περίοδος.

Οι εκλογές του ’20

Το διεθνές τοπίο είχε αρχίσει να αλλάζει μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσία, οι οποίοι ακολούθησαν σκληρή φιλοτουρκική πολιτική και στήριξαν με κάθε τρόπο το εθνικιστικό κε-μαλικό κίνημα. Στην κρίσιμη αυτή καμπή και ενώ η μικρασιατική εκστρατεία βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, ο Ελ. Βενιζέλος αποφάσισε την προκήρυξη εκλογών. Στην Ελλάδα είχε εμφανιστεί ήδη το ΣΕΚΕ, το νεαρό ελλαδίτικο κομμουνιστικό κίνημα, το οποίο, συντασσόμενο με τη σοβιετική εξωτερική πολιτική, αντιτασσόταν πλήρως και δυναμικά στη μικρασιατική εκστρατεία. Έχοντας απορρίψει τις αναλύσεις των Ποντίων σοσιαλιστών, όπως ο Γεώργιος Σκληρός, που ερμήνευε τα γεγονότα στη Μικρά Ασία με βάση τις πραγματικές ανάγκες που απέρρεαν από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχε συνταχθεί απολύτως με την βασιλική αντίληψη της “μικρός πλην εντίμου Ελλάδος”. Αποσιωπούσε με κραυγαλέο τρόπο την ύπαρξη συμπαγών ελληνικών πληθυσμών στον μικρασιατικό και ανατολικοθρακικόχώρο, καθώς και τις θεωρητικές προσεγγίσεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ.

Ένα από τα τραγικά λάθη του Βενιζέλου ήταν η προκήρυξη εκλογών εν μέσω πολέμου. Στις 14 Νοεμβρίου 1920 στην κυβέρνηση ανέβηκε η αντιβενιζελι-κή φιλοβασιλική παράταξη με τις ψήφους των Τούρκων της Μακεδονίας και των άλλων εθνικών μειονοτήτων. Η συμπαγής ψήφος των Τούρκων, των Εβραίων, των Βουλγαροφρόνων κ.ά έδωσαν τη νίκη στους αντιβενιζελικούς, οι οποίοι πολιτεύτηκαν με αντιπολεμικά συνθήματα, συγκροτώντας μια ανίερη συμμαχία με τους Ελλαδίτες κομμουνιστές. Οι βασιλικοί διάδοχοι του Βενιζέλου δεν είχαν καμιά άποψη για τον Πόντο και αγνόησαν ολοκληρωτικά τις ποντιακές προτάσεις, ενώ ο Κεμάλ Ατατούρκ ολοκλήρωνε τη γενοκτονία του εναπομείναντος ελληνικού πληθυσμού.

Στα μεγάλα ιστορικά αινίγματα εντάσσονται τα κίνητρα του Βενιζέλου για προκήρυξη εκλογών. Οι οπαδοί του υποστηρίζουν ότι πίστευε πως θα κερδίσει, ως επιβράβευση για τις μεγάλες επιτυχίες που κατάφερε στον διπλωματικό τομέα. Οι αντίπαλοι του ισχυρίζονται ότι ήταν μια συνειδητή απόφαση για εύσχημη αποχώρηση από την πολιτική σκηνή, ώστε να απεκδυθεί από κάθε ευθύνη πιθανής κακής εξέλιξης στο μικρασιατικό. Πάντως ο Νίκος Καζαντζάκης, συνεργάτης του Βενιζέλου, σε επιστολή του τον Δεκέμβριο του 1921, υποστηρίζει ευθέως ότι έκανε τις εκλογές γνωρίζοντας ότι θα τις χάσει. Γράφει: “Άνθρωπος που μ’ επανάσταση κατάλαβε την αρχή και δικτατορικώς εκυβέρνησε τόσα χρόνια, Πώς; και Γιατί; θυμήθηκε το σύνταγμα και ενήργησε εκλογές αφού το ξερε πώς θα χάσει.” (Αρχείο Κώστα Τριαρίδη).

Η εγκατάλειψη της Μικράς Ασίας

Η επάνοδος του φιλογερμανού βασιλιά Κωνσταντίνου στο θρόνο εξόργισε τους συμμάχους και τους έδωσε τα επιχειρήματα για να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Η βασιλική παράταξη ακολούθησε μια πολιτική πογκρόμ κατά των εμπειροπόλεμων βενιζελικών αξιωματικών του μετώπου, τοποθετώντας στη θέση τους απειροπόλεμα και άχρηστα στελέχη, ενώ όρισε αρχιστράτηγο του στρατού στη Μικρά Ασία τον ημιπαράφρονα πρίγκηπα Αντρέα. Η πολιτική των βασιλικών χαρακτηρίστηκε ως “έγκλημα κατά της πατρίδας” από τον αρχηγό της στρατιάς Πα-πούλα, ο οποίος παύθηκε ως βενιζελικός. Αυτό που θα χαρακτηρίσει εφεξής τη μικρασιατική εκστρατεία μέχρι τη δραματική κατάληξή της, θα είναι η εκπληκτική στρατιωτική ανικανότητα των βασιλικών και η αντιπολεμική δράση των κομμουνιστών. Οι τελευταίοι είχαν δημιουργήσει τους Αντιπολεμικούς Πυρήνες του Μετώπου και διεξήγαν υπονομευτικό αγώνα σε συνεργασία με τη σοβιετική αποστολή, η οποία οργάνωνε και συντόνιζε τις επιχειρήσεις των Τούρκων κατά του ελληνικού στρατού. Μόνο ο ηρωισμός των Ελλήνων στρατιωτών μετέθεσε για κάποιο διάστημα την κατάρρευση του μετώπου.

Από τις αρχές του 1922 είχε αρχίσει να συζητιέται σε υψηλά κυβερνητικά κλιμάκια η εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό. Παρόλα αυτά όμως, η ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει να απαγορεύσει στον ελληνικό πληθυσμό να εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία. Η απόφαση αυτή πήρε τη μορφή του νόμου 2871/22, ο οποίος προέβλεπε αυστηρές πειθαρχικές και χρηματικές ποινές, στην περίπτωση σύλληψης πλοίων που θα μετέφεραν πληθυσμό.

Στις 26 Αυγούστου 1922, μετά απο τουρκική αντεπίθεση κατέρρευσε το μέτωπο στο Αφιόν Καραχισάρ. Ο ελληνικός στρατός διαλύθηκε μέσα σε λίγες μέρες. Οι υπεύθυνοι δεν είχαν το παραμικρό σχέδιο ανασυγκρότησης και άμυνας. 0 αξιωματικός Σιμιτόπουλος έγραψε: “Η βλακεία του επιτελείου του στρατού μας ήτο χαρακτηριστικοτάτη Δεν υπήρχε καμιά πρόβλεψη για την άμυνα της Σμύρνης. Οι προστασία των ελληνικών περιοχών έμεινε στα χέρια των Μικρασιατών στρατιωτών που κατάφεραν να φτάσουν στα χωριά τους. Το μόνο μέλημα των υπευθύνων ήταν να αποκρύψουν την είδηση της κατάρρευσης του μετώπου από τον ελληνικό πληθυσμό και να εμποδίσουν την αναχώρηση του. Υπάρχουν καταγγελίες για βίαιη εμπόδιση της αναχώρησης των Ελλήνων της Ιωνίας από τις ελληνικές αρχές της Σμύρνης, λίγες μόνον ημέρες πριν την είσοδο σ’ αυτήν των κεμαλικών στρατευμάτων. Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος Παπανδρέου-Στεργιάδη, που παραθέτει ο ιστορικός του μεσοπολέμου Γρ. Δαφνής, όταν ο δεύτερος ανακοίνωσε στο νεαρό πολιτικό Γεώργιο Παπανδρέου πιν επερχόμενη καταστροφή, για να δεχτεί την ερώτηση: “Γιατί δεν ειδοποιείτε τον κόσμο να φύγει;” Ο Στεργιάδης

απαντησε Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέφουν τα πάντα!” Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ γράφει στα απομνημονεύματά του: “Ο Κεμάλ γιόρτασε τον θριαμβό του με τη μεταβολή της, Ισμίρ σε τέφρα και την τεράστια σφαγή του εκεί χριστιανικού πληθυσμού”. Το ολοκαύτωμα της Σμύρνης και οι εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες νεκροί της Μικράς Ασίας, υπήρξαν το επιστέγασμα της συγκεκριμένης πολιτικής που ακολούθησε το σύνολο των ελλαδικών πολιτικών δυνάμεων στα κρίσιμα χρόνια της μικρασιατικής εκστρατείας. Μιας πολιτικής που βασιζόταν στον διαχωρισμό των Ελλήνων και στη χρήση του ελληνισμού της καθ’ ημάς Ανατολής ως αναλώσιμου υλικού για τα κρατικά συμφέροντα του ελλαδικού βασιλείου.

Ο Βενιζέλος και η Ανατολική Θράκη

Ο Βενιζέλος, παρότι ήταν ο βασικός εκφραστής της τάσης για εθνική ολοκλήρωση, υπήρξε το μοιραίο πρόσωπο. Η εκτίμηση του Καζαντζάκη που προαναφέρθηκε, ισχυροποιείται με τη στάση Πόντιου Πιλάτου που κράτησε ο Βενιζέλος απέναντι στη Μικρασιατική Άμυνα, η οποία τον κάλεσε να μπει επικεφαλής ενός κινήματος σωτηρίας του μικρασιατικού ελληνισμού. Δεν αποδέχτηκε τον προτεινόμενο ρόλο και απέφυγε να συμβουλεύσει τους Μικρασιάτες για το σκόπιμο της ένοπλης αντιμετώπισης στην περίπτωση επαναφοράς του τουρκικού καθεστώτος στη Σμύρνη. Όπως έγραψε ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, στην τελευταία επιστολή του στον Ελευθέριο Βενιζέλο, λίγο πριν την είσοδο των τουρκικών στρατευμάτων στην πόλη:”… Ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το ελληνικό κράτος αλλά και σύμπαν το ελληνικό έθνος, καταβαίνει πλέον εις τον Αδην, από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάσει και να το σώση. Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και προσωπικοί σας εχθροί, πλην και υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος…”

Ως αποτέλεσμα της ήττας στο μικρασιατικό μέτωπο ξέσπασε τον Σεπτέμβριο του 1922 η επανάσταση του Στρατού και του στόλου εναντίον της κυβέρνησης Γούναρη με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Ν. Πλαστήρα. Η ανατροπή της βασιλικής κυβέρνησης και η παρουσία ισχυρού ελληνικού στρατού στην Ανατολική Θράκη δημιούργησε ελπίδες ότι η καταστροφή δεν θα ήταν πλήρης. Οι μεγάλες δυνάμεις είχαν όμως αποφασίσει την παράδοσή της στους Κεμαλικούς. Ο Ελ. Βενιζέλος, τον οποίο οι επαναστάτες κάλεσαν να αναλάβει τη διακυβέρνηση, είχε ήδη αποδεχτεί την άποψη της Αντάντ για την Ανατολική Θράκη. Έτσι, συνέδεσε την επιστροφή του στην κυβέρνηση με την αποδοχή της Γαλλο-βρετανικής άποψης από τους επαναστάτες. Στο τηλεγράφημα προς τους επαναστάτες έγραφε: “Η απώλεια της Ανατολικής Θράκης ήταν καταστροφή ανεπανόρθωτος… εφόσον αι Δυνάμεις απεφάσισαν την απόδοσίν της εις την Τουρκία. Η κυβέρνηση είναι ανάγκη τάχιστα να χαράξη την πολιτικήν της. Εάν η πολιτική αύτη περιλαμβάνη την απόφασιν να κρατήσωμεν την Θράκην και εναντίον της γνώμης των πρώην συμμάχων μας, αι θερμαί μου ευχαί θα συνοδεύουν τον αγώνα τούτον του Έθνους, αλλά ευρίσκομαι εν τοιαύτη περιπτώσει εις την θλιβεράν ανάγκην να αρνηθώ την αποδοχήν της τιμητικής εντολής όπως αντιπροσωπεύσω την χώραν εις το εξωτερικόν.”

Έτσι έγινε αποδεκτή η συμφωνία των Μουδανιών και τα μεσάνυχτα της 13ης/ 14ης Οκτωβρίου 1922, ο ελληνικός στρατός άρχισε να αποχωρεί από την Ανατολική Θράκη, ακολουθούμενος από 250.000 νέους πρόσφυγες. Η Ελλάδα δεν έκανε ούτε το ελάχιστο για να διατηρήσει τον έλεγχο της σ’ αυτή την βασική περιοχή του ελληνισμού, ενώ είναι βέβαιο ότι ούτε τα κεμαλικά στρατεύματα μπορούσαν να διασχίσουν τον Ελλήσποντο και τα Δαρδανέλλια, ούτε η Αντάντ να υποχρεώσει στρατιωτικά την Ελλάδα να αποχωρήσει. Η παράδοση της Ανατολικής Θράκης αποτελεί μια από τις πλέον λευκές σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας.

Η Λωζάννη

Ο Βενιζέλος έχει ήδη μετατραπεί σε ένα κλασικό Παλαιοελλαδίτη πολιτικό. Τίποτα πια δεν θυμίζει τον Βενιζέλο της κρητικής επανάστασης. Το μόνο του μέλημα είναι τα κρατικά συμφέροντα, όπως αυτός τα ερμηνεύει, ανεξαρτήτως αν γι’ αυτό πρέπει να θυσιαστούν ελληνικοί πληθυσμοί. Αγνοώντας πλήρως τους πρόσφυγες και τις οργανώσεις τους, υπέγραψε το 1923 στη Λωζάννη την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών -“μετανάστευση” ονομάσθηκε στα επίσημα κείμενα- και στη συνέχεια αποδύθηκε σε μια προσπάθεια μη αποζημίωσης των προσφύγων με βάση τις πραγματικές τους περιουσίες που εγκατέλειψαν στους γενέθλιους χώρους τους. Ειδικά στην εκλογική του περιφέρεια, εγκατέστησε πολύ λιγότερους πρόσφυγες από τους μουσουλμάνους που είχαν απελαθεί στην Τουρκία. 0 λόγος ήταν προφανής: οι περιουσίες των μουσουλμάνων, που δικαιωματικά θα έπρεπε να μοιραστούν στους πολλαπλάσιους πρόσφυγες, χρησιμοποιήθηκαν από την εκλογική του πελατεία. Στη συνέχεια και με μεσολαβητή τον Ιταλό δικτάτορα Μουσολίνι, ο Βενιζέλος υπογράφει το 1930 την “Ελληνοτουρκική συνθήκη φιλίας, ουδετερότητος και διαιτησίας” παρά την έντονη αντίδραση των προσφύγων, τους οποίους απείλησε με διώξεις, με το γνωστό Ιδιώνυμο. Για να δείξει επιπλέον τα αισθήματά του προς την Τουρκία, ο Βενιζέλος προτείνει τον Κεμάλ Ατατούρκ για Νόμπελ Ειρήνης. Οι μεγάλοι χαμένοι της ελληνοτουρκικής προσέγγισης ήταν οι πρόσφυγες. Οι περιουσίες τους ισοψηφίστηκαν, παρότι δεκαπλάσιας αξίας, με αυτές των μουσουλμάνων που ανταλλάχθηκαν. Με τον τρόπο αυτό, το ελληνικό κράτος πλήρωσε τις πολεμικές αποζημιώσεις προς την Τουρκία.

Η αντιπροσφυγική συμπεριφορά του Βενιζέλου συνεχίστηκε με την απαγόρευση καθόδου στην Ελλάδα, το 1930, των προσφύγων με ελληνική υπηκοότητα από τον μικρασιατικό Πόντο, που είχαν καταφύγει στη Σοβιετική Ένωση και υπόκειντο στις διατάξεις της συνθήκης της Λωζάννης. Η συμπεριφορά της ελληνικής κυβέρνησης και του Ελ. Βενιζέλου καταγγέλθηκε ως αντισυνταγματική τον Ιανουάριο του 1931 από τη γενική συνέλευση του Σωματείου των εκ Ρωσίας Ελλήνων και χαρακτηρίστηκε “σκληρή, παράνομη, αντεθνική και απάνθρωπη”. Ζήτησαν επίσης να αναλάβει η Ελλάδα την υποστήριξη των δικαιωμάτων των Ελλήνων της Ρωσίας και να ζητήσει αποζημιώσεις για τις τεράστιες ελληνικές περιουσίες που είχαν δημεύσει οι σοβιετικοί. Η άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης είχε τραγικές επιπτώσεις στους Έλληνες που κατοικούσαν στη Σοβιετική Ένωση. Εμφανίστηκαν περιπτώσεις άρνησης έκδοσης διαβατηρίων από την Ελληνική Πρεσβεία σε πρόσφυγες που ήταν υπό εκτόπιση στη Σιβηρία ή στην Κεντρική Ασία. Η πολιτική αυτή εγκλώβισε στη Σοβιετική Ένωση, δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες από τον μικρασιατικό Πόντο. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που η ελληνική εθνότητα θρήνησε τόσο μεγάλο αριθμό (50.000) θυμάτων την περίοδο των μεγάλων σταλινικών διώξεων του 1937-1938.

Τα αποτελέσματα της ήττας

Η Μικρασιατική Καταστροφή οδήγησε στην πρωτοφανή συρρίκνωση του ελληνικού κόσμου στα όρια του έθνους-κράτους που υπήρχε στον βαλκανικό νότο. Παράλληλα έθεσε τις προϋποθέσεις μετατροπής των Ελλήνων -τουλάχιστον ενός πολύ μεγάλου τμήματος τους- σε λαό της διασποράς. Μέχρι σήμερα οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, στο πρόσωπο των Ποντίων προσφύγων από την πρώην Σοβιετική Ένωση, καταφθάνουν ικέτες στη βαλκανική Ελλάδα. Σημειώνοντας επιπλέον με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο, ότι το Μικρασιατικό δεν έχει ακόμα κλείσει, παρόλη την απεγνωσμένη προσπάθεια των ελλαδικών κυβερνήσεων από το 1922, οι οποίες πολύ εύκολα αποδέχτηκαν τη Νέα Τάξη πραγμάτων του 1922 και μετακύλησαν τις συνέπειές της στους Έλληνες πρόσφυγες από τη Δυτική Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη.

Το κόστος της καταστροφής του 1922 ήταν τεράστιο για τον ελληνισμό της καθ’ ημάς Ανατολής. Ο Τζωρτζ Χόρτον, Αμερικανός πρόξενος στη Σμύρνη την περίοδο των τραγικών γεγονότων, υπολόγισε σε περισσότερους από ένα εκατομμύριο τους Έλληνες που εξοντώθηκαν στον μικρασιατικό χώρο (Ιωνία και Πόντο) κατά τη διάρκεια των εθνικών εκκαθαρίσεων (1915-1923) που πραγματοποίησαν οι Τούρκοι εθνικιστές εις βάρος των μη τουρκικών και μουσουλμανικών ομάδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενάμισι εκατομμύριο ήταν οι πρόσφυγες, ενώ καταστράφηκε η ελληνική αστική τάξη της Μικράς Ασίας -η μόνη κοινωνική δύναμη που θα μπορούσε να εκσυγχρονίσει το έθνος-κρά-τος των Ελλήνων. Από την άλλη, ο τεράστιος πλούτος που είχε παραγάγει επί αιώνες ο μικρασιατικός ελληνισμός στον γενέθλιο χώρο του, απετέλεσε πηγή πρωταρχικής κεφαλαιακής συσσώρευσης για την ανύπαρκτη μέχρι τότε τουρκική αστική τάξη.

Παρόλα αυτά, μετά το 1922, η Ελλάδα έγινε ένα πραγματικό έθνος-κρατος των Ελλήνων, έστω και μέσα από την τραγική αντιστροφή του ιστορικού νόμου. Δηλαδή, αντί να συμπεριληφθούν στο κράτος των Ελλήνων τα εδάφη των αλύτρωτων, έφτασαν οι αλύτρωτοι στο εναπομείναν ελεύθερο εθνικό έδαφος ως τραγικά τεκμήρια της γενετικής αντινομίας του νεότερου ελληνικού κράτους.

Κατά των προσφύγων

Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν περί τους 1.500.000 πρόσφυγες. Οι 400.000 περίπου προέρχονταν από τον μικρασιατικό Πόντο, οι 250.000 από την Ανατολική Θράκη και οι υπόλοιποι από τη Δυτική Μικρά Ασία και την Καππαδοκία. Περίπου 70.000 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη Σοβιετική Ένωση, στις ήδη υπάρχουσες ελληνικές κοινότητες. Στην Ελλάδα, οι πρόσφυγες πέρασαν από τις εξευτελιστικές διαδικασίες των λοιμο-καθαρτηρίωντης Μακρονήσου, του Χαρ-μάν Κιοϊ κ.ά. Με βάση τα στοιχεία της Κοινωνίας των Εθνών, σε πολλές περιοχές της νέας τους εγκατάστασης, κατά τα πρώτα χρόνια, πέθανε από τις κακουχίες το 20% των προσφύγων, ενώ αντιστοιχούσε 1 γέννηση σε 3 θανάτους.

Η άφιξη των προσφύγων στη Ελλάδα προκάλεσε γενική κρίση. Ο αρχικός εκνευρισμός που ένιωσαν οι ντόπιοι για τους πρόσφυγες πήρε σύντομα τη μορφή εχθρότητας. Οι πρόσφυγες αντιμετώπισαν πραγματικό μίσος από τους ντόπιους. Ο Μάρκος Βαμβακάρης, Σκυριανός σπιν καταγωγή, περιέγραψε θαυμάσια την κατάσταση αυτή: “Έμενε ο κό-
σμος στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που είχε καμιά αποθήκη εγκαταλειμμένη. Τσαντήρια κάνανε. Καταστροφή, μεγάλη καταστροφή. Να μην ξαναδούν τα μάτια μας τέτοια πράγματα. Το τι τραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δεν λέγεται. Ατιμαστήκανε. Γίνανε χάλια, χάλια, χάλια. Άσε που ήταν ατιμασμένοι από κει με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε. Και κατόπιν εδώ που ήρθανε τα ίδια. Προσπαθήσανε, κάνανε χίλια δυό να βρίσκουνε το ψωμί τους, μέχρι να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε. Αν ένας πατέρας είχε πέντε-έξη παιδιά και κορίτσια, άλλα άρπαγε ο ένας από δω, άλλα ο άλλος από κει. Καταστροφή μάνα μου… Και οι ντόπιοι δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε. Χίλια δυό. Φύγετε από δω ρε! Πηγαίνετε παρά πέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν την αγάπη να πουν για στάσου, συγγενείς μας είναι, Έλληνες πραγματικοί. Να τους αγκαλιάσουμε. Δεν έγινε αυτό το πράμα, εγώ δηλαδή τι είδα. Μπορεί αλλού. Ήθελαν να τους κλέψουνε οι κλεφταράδες που ήταν εδώ πέρα. Ν’ αρπάξουν ό,τι είχαν. Να τους κλέψουνε, να τους γελάσουνε. Απατεώνες. “

Η σύγκρουση ντόπιων και προσφύγων θέτει τη σφραγίδα της σ’ όλη την επόμενη περίοδο. Οι γηγενείς αμφισβητούν την ίδια την ελληνικότητα των προσφύγων. Ο τότε εισαγγελέας Βαζούρας έγραψε: “Η βρισιά τουρκόσπορος μαζί με σωρό ανάλογες βρισιές, όπως σκα-τοουγλούδες, παληοαούτηδεςκ.λπ., ήταν στην ημερήσια διάταξη, από ανώτερα και κατώτερα κυβερνητικά όργανα… Το χάσμα ενισχύθηκε και συντηρήθηκε από τον άγριο οικονομικό ανταγωνισμό, τόσο στην ιδιοποίηση της γης, όσο και στις εμπορικές δραστηριότητες-“

Επιβίωση και εξέλιξη αυτής της αρχικής στάσης αποτελούν σήμερα τα λεγόμενα ποντιακά ανέκδοτα, για τα οποία ο Ηλίας Πετρόπουλος: “Οι Ελλαδικοί νεοέλληνες δεν συμπαθούν τους πρόσφυγες. Και ακριβώς τα αντιποντια-κά ανέκδοτα, που σήμερα κυκλοφορούν, εκφράζουν (σε τελική ανάλυση) την αντιπάθεια των γηγενών κατά της πολυπληθέστερης προσφυγικής ομάδας που εγκαταστάθηκε στη χώρα μας”.

Συνωμοσία σιωπής

Η εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα σημαίνει την μαζική προλεταριοποίηση τους και κατά συνέπεια την πολιτική τους περιθωριοποίηση. Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν η
επικράτηση της βούλησης όλων των ελλαδικών κομμάτων (από την άκρα Δεξιά έως την άκρα Αριστερά) για αποσιώπηση των τραγικών γεγονότων, εξαφάνιση της προσφυγικής ιστορικής μνήμης και βαλκανιοποίησης των προσφύγων.

Οποιοσδήποτε νηφάλιος παρατηρητής των γεγονότων θα περίμενε να έχουν τα μικρασιατικά ιδιαίτερη θέση στη συλλογική μνήμη των νεοελλήνων, καθώς και στη γνώση που αναπαράγεται μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας στη σύγχρονη Ελλάδα. Συμβαίνει όμως ακριβώς το αντίθετο, δημιουργώντας εύλογα ερωτήματα για τα βαθύτερα αίτια. Μερικά συμπεράσματα αυτής της αναζήτησης είναι ότι η αποσιώπηση υπήρξε το αποτέλεσμα της οριστικής κυριαρχίας των ελλαδικών ομάδων στο έθνος-κράτος των Ελλήνων. Οι πολυάριθμοι Έλληνες από το μικρασιατικό και τον ανατολικο-θρακικό χώρο, που ανέρχονταν στο 35% περίπου του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας, ενσωματώθηκαν ως πρόσφυγες στην κοινωνική δομή. Κατά συνέπεια, ήταν αδύνατο να διεκδικήσουν ειρηνικά οποιοδήποτε μερίδιο συμμετοχής στο έ-θνος-κράτος, ως ομάδες με σαφή συνείδηση της καταγωγής τους. Από την άλλη, οι ελλαδικές ομάδες εξουσίας, οι οποίες είχαν αποτύχει στον αποτελεσματικό χειρισμό της μικρασιατικής κρίσης, αντιμετώπισαν την πρόκληση της στερέωσης της εξουσίας τους, που αμφισβητούνταν έντονα εκ των πραγμάτων. Εξάλλου είχαν βγει κερδισμένες από τη Μικρασιατική Καταστροφή, με την ανάθεση σ’ αυτές, με τη συνθήκη της Λωζάν-νης, της διαχείρισης των ανταλλάξιμων μουσουλμανικών περιουσιών. Έτσι, οι κυρίαρχες ομάδες και τα κόμματα εξουσίας βρέθηκαν να ελέγχουν μια τερά-
στια περιουσία.

Στα κίνητρα που οδήγησαν στην αποσιώπηση, μπορούν να συμπεριληφθα. οι πολιτικές αποφάσεις για κλείσιμο του μικρασιατικού ζητήματος, μια απόφαση με την οποία οι μικρασιάτες πρόσφυγες διαφωνούσαν ριζικά και μαχητικά, και -αλλαγή των προτεραιοτήτων στην εξωτερική πολιτική. Η Τουρκία γινόταν πλέον ο απαραίτητος σύμμαχος στην περιοχή, με τη μεσολάβηση του Μουσολι,. κατ’ αρχάς. Στη συνέχεια, όταν ο εξωτερικός εχθρός εντοπίστηκε στον Βορρά, η Τουρκία έγινε πολύτιμος σύμμαχος στα νατοϊκά πλαίσια. Έτσι, η ιστορική μνήμη των προσφύγων θα έπρεπε να εξοβελιστεί. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες θα έπρεπε να αλλοτριωθούν και να ελλαδιτοποιη-θούν. Σε μεγάλο βαθμό το μοντέλο αυτό πέτυχε. Πέτυχε με την απόλυτη σύμπραξη της ελλαδικής αριστεράς, η οποία ακολούθησε μια αντίστοιχη στάση. Μια υπόθεση εργασίας, που πρέπει να διερευνηθεί, είναι κατά πόσο η ένταξη μεγάλου μέρους των προσφύγων στην Αρ;-στερά εξέφραζε τη ρήξη με το κράτος, μια ρήξη που ήταν αποτέλεσμα της προσφυγικής τους ιδιότητας. Η ανάδυση της προσφυγικής μνήμης συνέβη και πάλι στ δεκαετία του ’80, σαν αποτέλεσμα μιας απραγματοποίητης μέχρι σήμερα κάθαρσης από το μικρασιατικό δράμα.

  1. Για τη στάση του Βενιζέλου, βλ. στ·: αφιέρωμα: Μικρασιατική Καταστροα” ·-. ελληνική κοινωνία, στο Δελτίο του Κέντρο. Μικρασιατικών Σπουδών, τομ. 9. σ. 157-196. Επίσης στο βιβλίο: Βλάσης Αγτζιδιχ Παρευξείνιος Διαοηορά. Οι ελληνικές εγκαταστάσεις στις βορειοανατολικές α/~ί: του Εύξεινου Πόντου, θεσσαλονίκη, εκδ Κυριακίδη, 1997.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ