Αρχική » Για ένα άλογο

Για ένα άλογο

από Άρδην - Ρήξη

της Μαρίας Βεϊνόγλου, από το Άρδην τ. 14-15, Ιούνιος-Σεπτέμβριος 1998

Στα οράματα ίων οδοιπόρων και ίων μάγων σαμάνων πάντα βρίσκεις ένα άλογο. Ισως επειδή στ’ ανατολίτικο οροπέδιο ο ουρανός με την ασταθή γεωγραφία του συχνά κατεβαίνει χαμηλότερα, έρχεται και καθρεφτίζεται πάνω σε νερά ποταμών και λιμνών… Όταν ο ήλιος ανατέλλει, τα βουνά που όλη νύχτα τον κοίμησαν κρατούν κάτι απ’ τη δροσιά του πρώτου ανθρώπου που είδε το φως της μέρας πάνω στη γη. Είναι βουνά και δικής μας πατρίδας… Γι αυτό κι αποτυπώθηκαν μέσα μας σε ποικίλα ψυχογράμματα. Κορυφογραμμές και πνιγμένα στην ομίχλη διάσελα. Ερημιές, τέλματα και φαράγγια…

Αυτών των οραμάτων τ’ άλογα, αντί να καλπάζουν στη γη… πετούν με τον αναβάτη τους στην πρωϊνή αχλύ κι εφτά φορές τρυπούν τη φλύκταινα του υπαρκτού. Απ’ το λήθαργο τους τότε ξυπνούν και βλέπεις να γλυστρούν απ’ το Δέντρο της Γης δυνάμεις τρομερές. Πνεύματα ανθρώπων που ζή-σαν σ’ άλλες εποχές κι η ιστορία τους σε κάνει να φρικιάς. Ληστές μ’ άγρια ένστικτα και βασιλιάδες τρομεροί. Αγιοι και κάτισχνοι ασκητές, μαυροντυμένοι ιερείς μεγάλων θρησκειών. Γιγάντιοι Ακρίτες μπροστά από τα φουσάτα τους, λάβαρα, τούγιες κι ιππουρίδες στρατηγών λογής λογής… Πού αλλού; Στον ανατολικό ουρανό, όλα όσα συνέβησαν και μη, άθικτα θα τα βρεις! Για τον Ανατολίτη, λέει ο Γουίλιαμ Ράμσεύ, υπάρχει η βεβαιότητα πως γράφονται τα πάντα εκεί. Μ’ ένα τέτοιο ιπτάμενο άλογο, πιο εύκολα τρυπάς το φάσμα του παρόντος καιρού. Γιατί στην πόρτα της ιστορίας του μεσαίωνα δε μπορείς να σταθείς, παρά… μόνο με ένα άλογο μαζί.

Με το πιεστόν κάτω απ’ τη σέλλα σφραγίστηκε, κάθε ιστορημένη και μη πορεία ανάμεσα σ’ Αιγαίο και Ανατολή. Έτσι στο ακατέργαστο δέρμα απ’ το βαρύ καπάκι που πέφτει πάνω στης Βυζαντινοτουρκικής Ιστορίας το υλικό, κάποιος τύπωσε ένα κεφάλι αλόγου μ’ άδειες τις κόγχες των ματιών. Αφθονες σελίδες βρίσκει κανείς στην Ιστορία να μιλούν για το άλογο αυτό….

Όταν ο Παγιαζήτ νικήθηκε στη μάχη της Αγκύρας, ο γιος του, αυτός που η Ιστορία μας τον έκανε γνωστό ως Μωχάμετ-πεγ, σχεδόν παιδί ακόμα, έκανε λέγουν τεράστια πορεία μες στα βουνά της Γαλατίας. Τον καταδίωκαν τ’ αδέλφια του κι οι άνδρες του Τιμούρ. Μικρός και άμαθος από περπάτημα όπως ήταν, σε λίγο τα πόδια του είχαν πληγιάσει κι είχαν πρηστεί. Τον είχε καταλύσει ο κάματος κι ονειρευόταν ένα άλογο. Μα για καλή του τύχη, πλάι του βάδιζε ένας Ρωμιός εξωμότης, δεξί χέρι του πατέρα του και συνώνυμος – Παγιαζήτ κι αυτός – τον καιρό που οι δούλοι πέρναν τ’ όνομα του αφέντη… Τούτος λοιπόν ο δούλος Παγιαζήτ ανέβασε το Μωχαμέτ στους ώμους του, σαν άλογο τον μετέφερε για μέρες και μέρες. Κι από τη θέση αυτή ο Μωχαμέτ διέσχισε, ως κάτω στη Λιβύη, όλη την Ανατολή, μέχρι που επέστρεψαν, ασφαλείς κι οι δυο τους, ο ένας Βεζύρης κι ο άλλος βασιλιάς, πίσω, στο βασίλειο του Οττομάν.

Εγώ θαρρώ οτι η ιστορία τούτη είναι η πιο κατάλληλη για να δείξει πως σα λείπει τ’ άλογο πάντα κάποιος το γυρεύει. Κιαν δεν υπάρχει εφευρίσκει μηχανή.

Στη Βυζαντινοτουρκική Ιστορία του Μιχαήλ Δούκα βλέπει κανείς (αν και νωρίτερα) συνέχεια να προβάλλει κι εκείνη, η ίδια έκφραση που ενέπνευσε το Σαίξπηρ, εκείνο το “βασίλειο μου για ένα άλογο…” του Ερρίκου Τετάρτου. Τίποτα πιο πολύτιμο απ’ τ’ άλογο στον καιρό που εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία οι Οθωμανοί. Άλογα από διάφορες ράτσες, όπως κείνος ο φλύαρος Εβλιγιά Τσελεμπή ένα δυο αιώνες· πιο κάτω πιάνει κι απαρριθμεί. Αλογα αράπικα: τα Κοχεϋλάν, τα τζούλφι, τα μουσάφακα, τα ταρίφιμαανέκ… Και μια κι ο λόγος είναι γι’ άλογα, ας τρέξουμε σαν τη σαΐτα μια στιγμή πιο κάτω, καθώς δε γίνεται ποτέ να ξεχάσουμε τα δικά μας, εκείνα τα Μικρασιάτικα που τα ονομάζαν “μιντιλί”. Κοντόσωμα και πειθήνια αλογάκια που επιτάξαν οι στρατοί από τις αυλές μας. Συνέχεια στις φωτογραφίες μας τα βρίσκουμε, με καθισμένους στη ράχη τους να ποζάρουν Τούρκοι κι Έλληνες αξιωματικοί, απ’ της Μικρασιατικής εκστρατείας τον καιρό. Όμως γι αυτά ίσως ταιριάζει μια άλλη φορά να γίνει μια ξέχωρη ιστόρησή τους…

Πιο παλιά, τ’ άλογα των αρχηγών κόστιζαν περιουσίες, μες απ’ τους στάβλους αρχόντων κι εμίρηδων οι ειδήμονες προχωρούσαν σε σοφές διασταυρώσεις και υπομονετικά τα τιθάσσευαν μετά. Η φήμη για τα πιο αξιόλογα από κείνα τ’ άλογα ξεπέρναγε τα όρια του ιπποφορβείου και τού Εμιράτου. Στέλναν από μακριά ανθρώπους τους για να επιτύχουν μια αγορά, δοσοληψίες που μοιά-ζαν με γαμήλια συνοικέσια. Αν φυσικά το άλογο δεν προορίζετο να δωριστεί για να σφραγίσει συμφωνίες κι υποσχέσεις… Γιατί κά-θε όμορφου αλόγου η τύχη ήταν 90 ανάλογη με την τύχη των ωραίων γυναικών και με κείνη, των πιο εύ-μορφων και εύρωστων παιδιών.

Στη ράχη τους φορούσαν λαμπρά “χαιώματα”, τους πλέκαν στα πόδια “τούβια” με πολύχρωμες μεταξωτές κλωστές, στις ουρές και τη χαίτη τους χρυσά κι ασημένια κορδόνια. Έτσι στολισμένα τα βγάζαν στις παρελάσεις, στα κυνήγια και στα γλεντο-κόπια τους, τα άλογα τα ντελικάτα. Παραδίπλα στους στάβλους ξύναν τις πλάκες με τις οπλές τους του πολέμου τ’ άλογα. Με τρόπο ειδικό τα εξημέρωναν ν’ αντέχουν την αντάρα, τα χτυπήματα, τη φωτιά. Μέχρι το 16ο αιώνα απροστάτευτα τα οδηγούσαν στη μάχη, εκτός μια σιδεροφραξιά στο κούτελο. Δέχονταν έτσι όλα τα χτυπήματα, σπαθιές και σαγιτιές για έμμεση καταβολή του αντιπάλου που κρυβόταν στη μάλια. Ποτέ, κανένας κώδικας ηθικής δεν στάθηκε ικανός για να τα προστατεύει. Οι Μογγόλοι ιδίως, το είχαν συνήθεια να σαγιτεύουν στα καπούλια τ’ άλογα των εχθρών… Γι αυτό αργότερα φόρεσαν και στ’ άλογα μαύρες ποδιές από πετσί και σιδερένια μάλια, με τους αναβάτες τους τα ντύσαν ολόδια.

Τα πανέμορφα άλογα… ανάμεσα σ’ όλα εκείνα τα εκλεκτά πλάσματα που οι Οθωμανοί αρέσκοντο με μιαν ύποπτη φιλοκαλία και αισθητική να συγκεντρώνουν στους στάβλους τους, με την ίδια βουλιμία που επιθυμούσαν να έχουν στις αυλές και τα χαρέμια τους αγόρια τρυφερά και εύρωστα και κορίτσια πιο λαμπερά από τον ήλιο. Όλον το νου και το ταλέντο τους οι Οθωμανοί το έστρεψαν γενικά στη ράτσα. Με περισσή ασέλγεια και μια λαγνεία προς το ξένο, πλην όμως με γνώση .και σοφία πρώτοι αυτοί οι ίδιοι καλλπέρευαν τη ράτσα τους. Αυτοί που δεν ήσαν πριν, άλλο από γιδοβοσκοί και ντόπιοι παρακατιανοί, φτωχοί Ρωμιοί εν πάσει περιπτώσει που εξώμωσαν κι επήλυδες σκηνίτες…

Είδος υψίστης πολυτέλειας στον καιρό των Οθωμανών το άλογο, ενόσο φτήναινε η ζωή και πλήθαιναν οι σκλάβοι, η φτώχεια κι η υποταγή… Καθώς περνούν τα χρόνια υπολογίζει κανείς την αξία των αλόγων, μετρώντας αντίστροφα την αξία των πεζών, τις πορείες τους… Εξαίρεση μάλλον αποτελούν οι στρατοί των Γενιτσάρων που ήταν στρατός πεζών. Γι αυτό τους διάλεγαν να ‘ναι μέτριοι σ’ ανάστημα, με πόδια γερά και στιβαρά, κατάλληλοι να περπατούν. Κάποτε όμως ξέπεσαν κι αυτοί. Αν και εκπαιδεύονταν για επιθέσεις, οι πόλεμοι κερδίζονταν μονάχα απ’ τους Σπαχήδες, που ήσαν ιππείς.

Χωρίς άλογο πώς ν’ ακολουθήσεις τον κώδικα τιμής μιας futuva που ενώνει τον ηγεμόνα με τους γαζήδες του… Βλέπει κανείς των Σπαχήδων τ’ άλογα να παρατάσσονται – Δεξιό κι Αριστερό “Ουλουφέτσιγιαν”, με τον αλυσσιδωτό τους θώρακα Τζεμπελή-δες απ’ το ίδιο χας, κι επικεφαλής τους Σαντζακμπέηδες, Σου-μπασήδες, Μιμπασήδες… Μπροστά απ’ το στράτευμα το ελαφρό ιππικό, οι ακροβολιστές ακιντζή-δες, ενώ στη μέση του αλτί-μπο-λούκ είναι κρυμμένος ο βασιλιάς. Όμοια παρτίδα ζατρικίου που έπαιζαν οι άρχοντες της εποχής, το σκάκι των Λατίνων, ή το “σαντράζ” όπως το λέγαν οι Μογγόλοι που το έμαθαν κι αυτοί.

Για μια τέτοια παρτίδα σαντράζ στήσαν τη σκηνή τους ο Τι-μούρ και ο γιος του, το ίδιο βράδυ από τη νίκη της Αγκύρας, στοχεύοντας να ταπεινώσουν όσο πιο βαθειά γινόταν το νικημένο τους αντίπαλο, τον Παγιαζήτ. Έξω απ’ τη σκηνή τους ταπεινά τον άφησαν να περιμένει μέχρι που αργά επιτέλους, έλαβε τέλος η παρτίδα τους, κι ακούστηκε κείνο το κινέζικο επιφώνημα “σιασρούχ” που έχρισε νικητή και Χάνο των Μογγόλων του Τιμούρ τον γιο.

Όσο οι Μογγόλοι διασκεδάζαν, απ’ έξω πρόσμενε ο Οθωμανός! Νηστικός, υποφέροντας από ηλίαση και δίψα, να τελειώσουν και να λάβουν απόφαση για την τύχη των δικών του και την ίδια του τη ζωή. Αλλ’ ενώ οι νικητές της Αγκύρας μετατόπιζαν τ’ άλογα στη σκακιέρα τους, μες στα λάφυρά τους ξεχωριστό μα ακόμα ανήσυχο χλιμίντριζε το υπέροχο αράπικο άλογο που ίππευε στη μάχη ο Παγιαζήτ. Σαν το λαβράκι στα δίχτυα πιασμένο σπαρτάραγε με τον Τούρκο στη ράχη του, γιατί σαν φύγαν κι οι γενναίοι Σέρβοι του κυκλώθηκε ο αρχηγός. “Εν μέσω αρκύων ως λάβραξ σπαίρων…” Αναιδής βέβαια και από φύση αλαζών. Ο ανόητος, καθύβριζε τους αξιωματικούς για τα δικά του λάθη, έτσι κι αυτοί με το πρώτο αυτομόλησαν. Πάνε πρώτα το ένα κι από πίσω το άλλο, κέρας δεξί και αριστερό, οι Σαρχάν, Μανταχίας και Καρμιάν, όλοι αυτοί του το είχαν φυλάξει… Με τα μπαϊράκια της Προύσας στα εμβλήματά τους και τις τούγιες του Σουλτάνου ν’ ανεμίζουνε. Ελάκισαν μόλις τους σφύριξαν από απέναντι οι παλιοί τους αρχηγοί. Απόμεινε μονάχος του στη μέση των Γενιτζάρων. “Σαν το πουλί στην ξώβεργα” έμοιαζε ο μέγας Παγιαζήτ.

Μόλις τον κύκλωσαν οι Μογγόλοι τον αφώπλισαν κι έτσι ανίσχυρο τον διέταξαν απ’ το άλογο να κατεβεί κι αμέσως του το δήμευσαν. Στη θέση του του φέραν να καβαλικέψει ένα που ήταν άρρωστο και ταπεινό. Μ’ αυτό τον έφεραν ως τη σκηνή των αρχηγών…

Ξεπέζεψε και με τα πέλματα στη γη, πρόσμενε ο Οθωμανός. Παρά τη δύσκολη θέση του όμως, δεν αποκλείεται αυτός ο αλαζών και διόλου φιλόσοφος ευγενής – στο αίμα του κύλαγε και Ρωμαίικο αίμα – να χε συλλάβει με το νού του το νόημα το πιο σοβαρό: Πως τα μεγάλα ποτάμια της Ιστορίας δεν αλλάζουν τη ροή τους απ’ το ιππικό, μα απ’ τον αριθμό και τη βούληση αυτών που βαδίζουν πεζοί. Όμοια όπως κρίθηκε η τύχη της Καλλίπολης και σε λίγο η τύχη της Θράκης. Πλυμμύρισαν τα Βαλκάνια με μουσουλμάνους άρπαγες που τρέχαν πίσω απ’ τους στρατούς πεζοί. Φτάναν πιο πάνω κι απ’ το Δούναβη, εκεί που κατοικεί το γένος των ξανθών Αλλαμανών, με μόνα πάνω τους ράκη και ρόπαλα, μόνο και μόνο να βρούν και να ληστέψουν κάποιο χριστιανό. Καππαδόκες, Λύκιοι, Κίλικες, Κάρες, Αμασινοί… Μουσουλμάνοι και μη! Πέσαν πάνω στους Βλάχους κι αποδεκάτισαν τους Αλβανούς, αφάνισαν Ρωμιούς και Σέρβους. Ξυπόλυτοι μεν μα πολλοί. Τόσοι, που πια θαρρείς πως, περισσότερους Ασιάτες έβρισκες τότε στη Βαλκανική και στη Οράκη, παρά σ’ ολόκληρη τη γη…

Μη αντέχοντας τις ταπεινώσεις που δέσμιο πια τον υπέβαλαν οι Μογγόλοι, και πριν τον μεταφέρουν και τον δείχνουν στα βάθη της Ασίας, σαν το θηρίο σε κλουβί, ο Παγιαζήτ αυτοκτόνησε. Άλλαξε το στέμμα κεφάλια, το φόρεσε, εντέλει, ο Μουράτ.

Κι όμως, οι μάχες τουλάχιστον δεν έπαψαν να κερδίζονται και να χάνονται για ένα άλογο. Στο θαμπό και ρευστό υλικό της ιστορίας του βασιλείου του Καραμάν, του ντόπιου ηγεμόνα των Καππαδοκών,. ας συγκεντρωθεί τώρα το ενδιαφέρον και η περιέργειά μας. Τι να συνέβη στην πατρίδα των Ιεραρχών τα χρόνια αυτά; Κι οι Καππαδόκες σαν τι να ήσαν, με ποιού στρατού πολεμούσαν τώρα τα φουσάτα; (αυτοί που ελληνική γραφή ξέραν να γράφουν, όμως στη μάχη του Μαντζικέρτ, εγκαταλείψαν πρώτοι τον πατριώτη τους, το Διογένη τον Ρωμανό).

Σκουριάζαν οι πανοπλίες των Ακριτών μες στα παλιόκαστρα κι άχυρα της στρωμνής του πέ-φταν στο δρόμο μες απ’ τ’ άμάξι όσο πήγαινε ο άνθρωπος του Μουράτ. Οι πολιτείες άφαντες, κρυμμένες κάτω από τη γη κι οι άνθρωποι δίγλωσσοι, αινιγματικοί, τρυπώνουν στις δαιδαλώδεις τους κρυψώνες και διαμιάς τους χάνεις…

Από ακριτομύθιες – το δρόμο δηλαδή που από το αυτί κεντάει πόθους πάνω στην καρδιά -κεντήθηκε και του Μουράτ ο πόθος, σαν άκουσε να περιγράφουν ότι στους στάβλους του ηγεμόνα Καραμάν, πλάσμα ακριβό και σπάνιο εκτρέφετο, έξοχο άλογο, αραβικό. Έκανε τη σκέψη πως αφού με τον Καραμάν συμπεθέρευε, το φιλότιμο θα υποχρέωνε τον πονηρό Καππαδόκη να του το παραδώσει μόλις θα λάβαινε γραμμένη την παράκλησή του σε χαρτί…

–           Είναι σε θέση ο αφέντης σου να καβαλάει άλογο τέτοιο; ρώτησε ο Καραμάν το δούλο σα διάβασε το γράμμα, με ύφος που δεν έκρυβε αβροφροσύνη σταλιά.

–           Αν το μπορεί δεν ξεύρω. Μα πές με, ποιάν απάντηση θέλεις να τον πάγω…

Κι ο Καππαδόκης, που γι’ αυτόν και το βασίλειο του ελάχιστα είναι γνωστά, εκτός πως μισούσε άσβεστα τους Οθωμανούς, με μεγάλη του χαρά έστειλε με το δούλο απόκριση, σ’ αυτόν που ήταν βασιλιάς και της γυναίκας του αδελφός.

– Πάνε και πες τον, δεν θα του το δώκω! Εδώ ε γ ώ και μόλις μετά βίας κατορθώνω να το ιππεύσω, πώς θα μπορέσει αυτός να ιππεύσει το ατίθασσο πλάσμα αυτό…

Ο δούλος έφυγε, το πεπρωμένο έτρεχε. Και… για να μην ξεθαρρεύετε, σπεύδω αμέσως και σας λέγω πως εντέλει το άλογο το π ή ρ ε ο Μουράτ! Μαζί με άφθονα λεφτά απ’ τον Καραμάν και με κάστρα του Ικονίου δυο… Μακάρι να γνωρίζαμε ολόκληρη την Ιστορία μας για να μπορούμε να θέτουμε απλές, μα καίριες ερωτήσεις που να δέχονται απαντήσεις λογικές και σωστές. Ίσως τότε φαινόταν πιο καθαρά πως… ακόμα είμαστε εκεί. Σίγουρα κάποιοι που ‘χουν το αίμα μας, αν όχι εμείς.

Για δες ειρωνία… Για ένα άλογο! Από κείνο το άλογο, λέγουν, κρίθηκε η τύχη του βασιλείου του Καραμάν. Μα αυτό είναι ψέματα. Η αλήθεια είναι πως οι δρόμοι εκεί κάτω ήσαν κιόλας πατημένο χώμα και χαλίκι, από πριν, απ’ των αιρέσεων τον καιρό. Αν και… στην Ιστορία φίλοι μου, δεν έχει αλήθειες και ψέματα, χωρούν μόνο το “σωστό” και το “λάθος”. Αλήθειες και ψέματα θα βρείτε στις θρησκείες, στην Τέχνη, στον έρωτα… Στην ιστορία ετούτη παρά ταύτα, τη μόνη αλήθεια – λέω εγώ –        που υπάρχει, την έχουν κλείσει ολότελα οι στίχοι αυτού του τραγουδιού, που λέει:

” το αρνί κι ο λύκος αντάμα θα πορεύονταν

αν δεν ήσαν από φύση τους τόσο αντίθετα πράγματα…”*

Αυτή την ίδια αλήθεια την τραγουδούν ως σήμερα κι οι Αλεβήδες εκεί κάτω, στα τραγούδια ενός βάρδου τους, του ασίκ-Βεϋζέλ.

* Τραγούδι του Asik Veyzel “Guzeligin on par etmez”.

Σημ: για ιην παρούσα γραφή κυρίως χρησιμοποιήθηκαν

–           του (Μιχαήλ) Δούκα, Βυζαντινοτονρ-κικη Ιστορία

–           Nicolle David – McBride Angus, Οι στρατοί των Οθωμανών Τούρκων 1300-1774.

–           Κανδή Βασιλείου, Η Προύσα.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ