Αρχική » Το μικρό είναι όμορφο

Το μικρό είναι όμορφο

από Άρδην - Ρήξη

του Γ. Παλαιολόγου, από το Άρδην τ. 14-15, Ιούνιος-Σεπτέμβριος 1998

Από τα ίδια μας τα μεγέθη είμαστε υποχρεωμένοι να επιμείνουμε στην οικοδόμηση ενός διαφορετικού παραγωγικού μοντέλου που απορρίπτει τον παρασιτισμό και προωθεί την αυτονομία και την εγχώρια παραγωγή προϊόντων και… ιδεών. Ενός διαφορετικού κοινωνικού μοντέλου που πραγματοποιεί ένα διαφορετικό εκσυγχρονισμό που στρέφεται ενάντια στα συμφέροντα των παρασιτικών κυρίαρχων τάξεων, ανοικτά και αδιαμφισβήτητα. Απαραίτητη προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι μια διαφορετική ηθική και πολιτισμική αντίληψη για τη σχέση με τη φύση, με τον άνθρωπο, με τους άλλους λαούς.

Μόνο μια τέτοια ανασυγκρότηση με συμμετοχή και πρωτοκαθεδρία των λαϊκών τάξεων θα μπορούσε να προσφέρει και τις βάσεις για μια παλλαϊκή άμυνα, και μια αυθεντική “εθνική ομοψυχία”. Ένα διαφορετικό μοντέλο θα έπρεπε να σκοπεύει στη μεταβολή της αδυναμίας σε δύναμη. Στην ανατροπή των κυρίαρχων μοντέλων που στηρίζονται στα «μεγαμεγέθη» και την επίταση της παγκοσμιοποίησης… Αντίθετα από την κυρίαρχη σήμερα άποψη, που θεωρεί το μεγάλο μέγεθος ως την προϋπόθεση κάθε επιτυχημένης πορείας είτε στο οικονομικό πεδίο είτε στο πολιτιστικό, σε αντίθεση με τον γιγαντισμό του μοντερνισμού, η Ελλάδα δεν μπορεί παρά να επενδύσει σε μια μεταμοντέρνα (με την έννοια της υπέρβασης του μοντερνισμού και όχι βέβαια μιας τυχαίας συρραφής ανόμοιων στοιχείων) εκδοχή της νεωτερικότητας – ίσως και την ίδια την υπέρβασή της- όπου το «μικρό μέγεθος» θα αποτελεί την πεμπτουσία της ποιότητας και της ισχύος.

Και δεν πρόκειται για τις ονειροφαντασίες πολιτών ενός ξεπεσμένου λαού, που προσπαθεί να κρατηθεί από τις φαντασιώσεις του αλλά για πραγματική τάση της σύγχρονης πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που χαρακτηρίζεται από δύο κινήσεις:

Την ολοποιητική και «παγκοσμιοποιηπκή» τάση του κεφαλαίου από τη μια πλευρά, που αποσυνθέτει και υποσκάπτει παλιές ταυτότητες, κοινότητες – έθνη, «από τα πάνω» και ευνοεί ευρύτερες συσσωματώσεις χωροταξικές – ηπειρωτικές ή ακόμα και διηπειρωτικές ενώσεις- επιχειρηματικές -πολυεθνικές επιχειρήσεις· ή ακόμα και επιστημονικο-τεχνικές (όπως οι κοινές επιχειρήσεις στο διάστημα). Και στο φιλοσοφικο-θεωρητικό υπόβαθρο αυτής της κίνησης, η αποσύνθεση των μεγάλων ανταγωνιστικών ιδεολογικών συστημάτων -του μαρξισμού, της σοσιαλδημοκρατίας, του φιλελευθερισμού και η απρόσκοπτη (;) ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού.

Η δεύτερη κίνηση είναι η ακριβώς αντίστροφη, η αποσύνθεση των μεγάλων ενοτήτων της νεωτερικότητας «από τα κάτω». Η Σοβιετική Ένωση και η Γιουγκοσλαβία αποσυντέθηκαν με βάση τις εθνικές ταυτότητες, η τεχνολογική ανανέωση των προσωπικών υπολογιστών ξεκίνησε από κάποια πολύ μικρά εργαστήρια παραγωγής και καινοτομίας, και τα ίδια τα δυτικά έθνη απειλούνται από την ανάδυση μικροταυτοτήτων, όπως είναι εκείνες των εθνο-τικών, πολιτισμικών ή γλωσσικών κοινοτήτων. Στην Ευρώπη πολλαπλασιάζονται τα «χωριστικά» κινήματα, στο Βέλγιο, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ισπανία, στην Ιταλία. Στις ΗΠΑ , οι γλωσσικές και φυλετικές ταυτότητες επανεμφανίζονται, το melting pot παύει να λειτουργεί. Στην ίδια την Τουρκία το ιδιότυπο melting pot του κεμαλισμού παύει να λειτουργεί και επανεμφανίζονται εθνικές (Κούρδοι, Αραβες), εθνοτικές (Πόντιοι, Λαζοί, κλπ) και θρησκευτικές (αλεβίδες, κρυπτο-χριστιανοί) διαφοροποιήσεις. Η μικρή κοινότητα ενισχύεται και αναδεικνύεται και πάλι ως ο μοναδικός χώρος που μπορεί να επιτρέψει την ανάπτυξη της δημοκρατίας, της ιδιοπροσωπίας, της δημιουργικότητας.

Ας επιμείνουμε λίγο στο οικονομικό πεδίο. Η διάλυση των μεγάλων μονάδων παραγωγής της φορντιστικής περιόδου επιτρέπει μια διάχυση της παραγωγής τόσο σε παγκόσμια κλίμακα όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Και οι τάσεις αυτές θα ενισχυθούν. Η μινιατουροποίηση των μηχανών και η πληροφορική επιτρέπουν τον παραγωγικό εκσυγχρονισμό των μικρών μονάδων παραγωγής, που με την ευελιξία τους μπορούν να ανατρέψουν τη λογική των οικονομιών κλίμακας της παραδοσιακής φορντιστικής λογικής. Γίνεται έτσι δυνατό, στο παραγωγικό πεδίο, να παράγονται όλο και περισσότερα προϊόντα σε τοπικό επίπεδο. Το σημερινό μοντέλο των αυξανόμενων μεταφορών προϊόντων και πρώτων υλών, σε επίπεδο συνολικής οικονομίας, είναι αντιοικονομικό, αν συνυπολογιστεί το τεράστιο οικονομικό και περιβαλλοντικό κόστος των «εξωτερικών δαπανών».1

Η μόνη λύση για τον ελληνισμό είναι λοιπόν να επενδύσει προς την κατεύθυνση ενός εναλλακτικού μοντέλου ανάπτυξης,

που στηρίζεται, στο μικρό, στο εντόπιο, στην μακροπρόθεσμη αποδοτικότητα, την οικονομική δημοκρατία, την περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Και για κάτι τέτοιο θα πρέπει να αναστρέψει όλες τις αντίπαλες και εμπεδωμένες πραγματικότητες και συνήθειες: την προτίμηση της εισαγωγής έναντι της παραγωγής, του τερατώδους αθηνοκεντρισμού έναντι της παραδοσιακής ελληνικής αποκέντρωσης, την κατανάλωση άχρηστων και επιβλαβών προϊόντων έναντι της ουσιαστικής ευζωίας. Η επιλογή ενός τέτοιου μοντέλου που αποτελεί πραγματική επένδυση στο μέλλον του πλανήτη αναδεικνύει το μικρό, το τοπικό, το ιδιαίτερο, σε πρότυπο της αυριανής οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας και συνιστά τη μοναδική δυνατότητα απάντησης στα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά προβλήματα του σύγχρονου κόσμου. Η κοινωνική δημοκρατία αλλά και η άμυνα, η οικονομική αποδοτικότητα και η επιλογή ενός μοντέλου οικολογικά βιώσιμης ανάπτυξης εξαρτώνται -θα εξαρτώνται- στον μελλοντικό κόσμο από την επιλογή ενός άριστου μεγέθους. Μέσα σε ένα κόσμο όπου οι «μεγάλες πατρίδες» και τα μεγάλα συστήματα θα απο-συντίθενται, θα επιβιώσουν οι «μικρές πατρίδες», εκείνες οι πολιτισμικές, ιστορικές και χωροταξικές ενότητες που θα δίνουν στους πολίτες μιας ισχυρή αίσθηση ταυτότητας, του ανήκειν και του μετέχειν.

Και η ισχυρή επιμονή στην έρευνα και την εκπαίδευση, σε πλήρη αντίθεση με ό,τι κάνει το σημερινό ελληνικό κράτος, θα αποτελέσουν τη «βαριά βιομηχανία» του αύριο και το θεμέλιο της δυνατότητας οργάνωσης μιας αποτελεσματικής άμυνας. Αν το πρότυπο της νεώτερης συμμετοχικής δημοκρατίας, που στηρίζεται όλο και περισσότερο σε μορφές άμεσης δημοκρατίας και συμμετοχής, είναι σε μεγάλο βαθμό η αρχαία Αθήνα, όπου βέβαια τους δούλους έχουν αντικαταστήσει οι μηχανές και τα πληροφορικά συστήματα,2 και το πρότυπο του σύγχρονου έλληνα πολίτη δεν μπορεί παρά νά είναι το σωκρατικό πρότυπο του οπλίτη-φιλόσο-

φου, το μόνο που θα επιτρέψει στον ελληνισμό ως έθνος και κράτος να αντέξει την περίοδο της μετάβασης που διανύουν τα .έθνη και οι λαοί που μας περιβάλλουν, έως την τελική τους διαμόρφωση ως συγχρόνων και σταθερών οντοτήτων. Όταν η διαμόρφωση του Αλβανικού έθνους θα έχει ολοκληρωθεί, όταν η ταυτότητα των Σλαβομακεδόνων των Σκοπίων θα έχει πάψει να αποτελεί αντικείμενο εθνικιστικού παροξυσμού, όταν οι λαοί και τα έθνη της Τουρκίας θα έχουν απορρίψει την καμιζόλα του κεμαλισμού και θα έχουν κατακτήσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, όταν τα Βαλκάνια θα έχουν μετατραπεί σε σύστημα ειρήνης και ισχύος, μέσα από την πολυμορφία τους, τότε και μόνο, ίσως, ο

ένοπλος φιλόσοφος, θα μπορέσει να παραχωρήσει τη θέση του στον άοπλο φίλο της σοφίας. Γιατί θα πρέπει να πάρουμε υπ’ όψη μας τη διαφορετική πορεία του ελληνικού έθνους από όλους τους γείτονές μας και να «περιμένουμε» την ωρίμανσή τους.

Σημειώσεις

1. Εξωτερικές δαπάνες χαρακτηρίζουμε εδώ αυτές που δεν αφορούν άμεσα μια επιχείρηση αλλά μόνον έμμεσα. Δηλαδή το τεράστιο κόστος των οδών μεταφοράς των προϊόντων δεν επιβαρύνει άμεσα τις επιχειρήσεις -αλλά μετακυλίεται στο κοινωνικό σύνολο. Έτσι μπορεί να φαίνεται ευκολότερη και οικονομικότερη η μεταφορά προϊόντων από την τοπική παραγωγή χους, στο επίπεδο της επιχείρησης. Όμως σε συνολικό κοινωνικό επίπεδο συμβαίνει τελικά το αντίστροφο. Κλασικό είναι το παράδειγμα των οδικών μεταφορών. Αν το τεράστιο κόστος της κατασκευής και της συντήρησης των αυτοκινητόδρομων αναλαμβανόταν από τις επιχειρήσεις που τους χρησιμοποιούν προνομιακά και όχι από το σύνολο της κοινωνίας, τότε οι οδικές μεταφορές θα ήταν τελείως ασύμφορες. Αυτή η επέκταση των εξωτερικών δαπανών επιβαρύνει σήμερα σε τέτοιο βαθμό τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, ώστε η διαρκής αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας ελάχιστα να αντανακλάται στην άνοδο της ευημερίας των πολιτών. Το αυξανόμενο εισόδημα στην πραγματικότητα καταναλώνεται για να συντηρείται η δυνατότητα κατανάλωσής του!… Ας αναλογιστούμε το τεράστιο κόστος του ιδιωτικού αυτοκινήτου τόσο για τους πολίτες όσο και για την κοινωνία στο σύνολο της. Υπολογίζεται ότι ένα δεκαπέντε έως τριάντα τοις εκατό του ατομικού εισοδήματος αφιερώνεται στην αγορά και συντήρηση του ιδιωτικού αυτοκινήτου -κόστος αγοράς, αντικατάστασης, επιδιορθώσεων, ασφάλειες, καύσιμα- που υπολογίζεται, σε δραχμές, σε 90.000 έως 100.000 κατά μέσο όρο. Αν συνυπολογίσουμε και το δημόσιο κόστος -κατασκευή δρόμων, συντήρησή τους, περιβαλλοντικό κόστος, κόστος των δαπανών υγείας εξ αιτίας των ατυχημάτων κλπ., και το ότι το ιδιωτικό αυτοκίνητο παρουσιάζει φθίνουσα αποδοτικότητα στο εσωτερικό των πόλεων, τότε γίνεται σαφές πως επιβαρύνει σε τεράστιο βαθμό την οικονομική ζωή και την ευημερία των πολιτών των «αναπτυγμένων χωρών». Αύο έως τρεις ώρες εργασίας ημερησίως καταβροχθίζονται από το ιδιωτικό αυτοκίνητο. Για να μην αναφερθούμε στις έμμεσες και καταστρεπτικές συνέπειες της διόγκωσης και εξάπλωσης του αστικού ιστού, της καταστροφής της φύσης, της συμβολής στο φαινόμενο ίου θερμοκηπίου, κλπ. κλπ. Και όμως τα τεράστια κόστη που προκαλεί το ιδιωτικό αυτοκίνητο δεν συνυπολογίζονται βέβαια στη φο-ρολογία που πληρώνουν οι εταιρείες Q ^ παραγωγής αυτοκινήτων και οι αντιπροσωπείες αλλά επιβαρύνουν το κοινωνικό σύνολο.

2. Η προτίμηση προς την αρχαία Αθήνα και όχι π.χ. προς τις φυλές των Ινδιάνων, οι οποίες είναι πολύ περισσότερο εξισωτικές, ή προς την αρχαία Σπάρτη, που ήταν περισσότερο κολεκτιβιστική, αφορά το γεγονός ότι η αρχαία ελληνική δημοκρατία επιχειρούσε να συνδυάσει τη συμμετοχή και την ελευθερία, ότι ήταν η πρώτη μορφή δημοκρατίας που επέτρεψε την προσωπική αυτονομία, όπως επεσήμανε ο Κορνήλιος Καστοριάδης.

Γ. IL

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ