του Γ. Τοζίδη, από το Άρδην τ. 29, Μάρτιος-Απρίλιος 2001
Η κατάρρευση της παγκόσμιας αγοράς θα ήταν ένα τραυματικό γεγονός με ανυπολόγιστες συνέπειες. Παρ’ όλ’ αυτά είναι ευκολότερο να το φανταστώ από τη διατήρηση της σημερινής τάξης πραγμάτων.
G.. Soros
Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα φαίνεται να έχει παραδοθεί σ’ αυτό πού πολύ εύστοχα ο σκιτσογράφος Γ. Καλαϊτζής αποκαλεί θηλυκό του χάους (Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών – Χ.Α.Α.). Στους καφενέδες της επικράτειας οι πολιτικές και αθλητικές συζητήσεις αντικαταστάθηκαν για ένα διάστημα από τις χρηματιστηριακές και οι αντίστοιχες σελίδες των εφημερίδων έχασαν την πρωτοκαθεδρία τους από τις οικονομικές (με χρώμα ή χωρίς). Οι πλατείες δεν ερημώνουν πια στη διάρκεια της αναμετάδοσης μιας αθλητικής συνάντησης από την τηλεόραση, αλλά όταν συνεδριάζει το Χ.Α.Α. Τι συμβαίνει λοιπόν;
Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα…
Τον Δεκέμβρη του 1998 ο όγκος των συναλλαγών στις χρηματοπιστωτικές αγορές είχε ανέλθει στα 1.800 έως 2.000 δισ. δολλάρια (600-620 τρισεκατομμύρια δραχμές). Πριν από τριάντα χρόνια περίπου το 90% των συναλλαγών συνδέονταν με την πραγματική οικονομία (εμπόριο, παραγωγικές επενδύσεις), ενώ σήμερα το μεγαλύτερο ποσοστό αντιστοιχεί σε βραχυπρόθεσμες κερδοσκοπικές κινήσεις (πολύ συχνά για διάστημα μικρότερο της μιας μέρας) στα νομίσματα, τα επιτόκια, τις μετοχές. Αυτή η τεράστια κερδοσκοπική κίνηση των κεφαλαίων έχει τη δυνατότητα ν’απορρυθμίζει οικονομίες, να υποτάσσει κυβερνήσεις, να δημιουργεί αμύθητα κέρδη για τους κατόχους των κεφαλαίων και φτώχεια για την τεράστια πλειοψηφία των κατοίκων αυτού του πλανήτη.
«Η λογική του χρηματιστή υπερισχύει της λογικής της οικονομικής δραστηριότητας, το εισόδημα από τόκους υπερισχύει του κέρδους. Η χρηματιστική εξουσία, που ονομάζεται σεμνά “οι αγορές”, αυτονομείται από τις κοινωνίες και την πραγματική οικονομία και επιβάλλει στις επιχειρήσεις και τα κράτη τους δικούς τους κανόνες αποδοτικότητας» (Α. Gorz, Η αθλιότητα του σήμερα και η προοπτική για το αύριο, σελ. 47).
Η φράση «οικονομία-καζίνο» ακούγεται ολοένα και πιο συχνά, καθώς η ανεξέλεγκτη κερδοσκοπική κίνηση των κεφαλαίων καταλήγει να υπονομεύει το σύστημα που τη γεννάει. Οι αγωνιώδεις εκκλήσεις αρχιερέων του καπιταλισμού, όπως οι Χ. Τιτμάγερ και Α. Γκρίνσπαν, είναι χαρακτηριστικές. Επισημαίνουν ότι η υπερβολική άνοδος των τιμών των μετοχών (μέχρι και 30% υπερτιμημένες θεωρούνται οι αμερικάνικες μετοχές) πυροδοτεί την αύξηση των καταναλωτικών δαπανών (άρα και του πληθωρισμού) και προκαλεί μια ανάπτυξη που είναι δύσκολο να διατηρηθεί, καθώς στηρίζεται στη μαγική εικόνα που δημιουργούν η υπερβολική αύξηση του δανεισμού των νοικοκυριών και η μεγάλη διαφορά της αύξησης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων και εκείνων της ανόδου της χρηματιστηριακής αξίας τους.
Την ίδια στιγμή, οι εστίες από τις οποίες θα μπορούσε να ξεσπάσει η κρίση πολλαπλασιάζονται: 1. Στις ίδιες τις Η.Π.Α. το εμπορικό έλλειμμα μπορεί να ξεπεράσει, το 1999, τα 200 δισεκατομμύρια δολλάρια (60 τρισ. δρχ.), ενώ το εξωτερικό χρέος φτάνει τα 2000 δισ. δολλάρια (600 τρισ. δρχ.). Ακόμη το αποτέλεσμα του διαρκούς κυνηγητού ενός υψηλότερου επιπέδου κατανάλωσης (γνωστού και ως «συνδρόμου του γείτονα») είναι ο ολοένα αυξανόμενος δανεισμός των νοικοκυριών που προεξοφλούν ότι τα εισοδήματά τους (που κυρίως προέρχονται από τις υπεραξίες των μετοχών) θα εξακολουθήσουν ν’ αυξάνονται.
2. Στην Κίνα, η μείωση του ρυθμού ανάπτυξης (σαν αποτέλεσμα και της πρόσφατης κρίσης στη Ν.Α. Ασία), έχει σαν συνέπεια την απώλεια 30 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας στις αστικές περιοχές και 160 εκατομμυρίων στις αγροτικές.
3. Ενδεικτικά αναφέρονται ακόμη χώρες όπως η Ρωσία, η Βενεζουέλα, η Κολομβία, η Βραζιλία και η Αργεντινή που προκαλούν αϋπνία σε εκατοντάδες αξιωματούχους επιχειρήσεων, και οργανισμών σ ολόκληρο τον κόσμο καθώς δεν αποκλείεται να κηρύξουν κάποια στιγμή παύση πληρωμών.
4. Τέλος, η φτώχεια και η ανεργία στις «ανεπτυγμένες» χώρες της Δύσης παίρνουν ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις, ιδιαίτερα αν συνυπολογιστούν στα σχετικά μεγέθη τα ποσοστά του πληθυσμού που απασχολείται με μερική απασχόληση και οι οικονομικοί μετανάστες.
Η ελληνική πρωτοπορία
Το 1998 και το 1999 (εκτίμηση) το ελληνικό χρηματιστήριο παρουσιάζει τις μεγαλύτερες αποδόσεις απ’ όλα τα χρηματιστήρια. Στη χώρα με το αθλιότερο σύστημα υγείας, το χειρότερο οδικό δίκτυο και το πιο προβληματικό σύστημα εκπαίδευσης, φαίνεται ότι δραστηριοποιούνται οι πιο παραγωγικές και κερδοφόρες επιχειρήσεις στον κόσμο. Η μαγική εικόνα έχει και αριθμούς:
1.η χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση στο Χ.Α.Α. ανέρχεται στο 171 % του εθνικού εισοδήματος, ενώ στη Γερμανία και τη Γαλλία είναι κάτω του 40% και 50% αντίστοιχα. Στη Μ. Βρετανία, ο δείκτης ανέρχεται σε 147% και στις Η.Π.Α. σε 158%. Στη Χιλή και στο Μεξικό 78% και 43% (τα στοιχεία από τον Κ. Βεργόπουλο/Κ.Ε. 26.9.99). α οι δείκτες, που συγκρίνουν την τιμή μιας μετοχής με τα κέρδη της εταιρίας ή με το μέρισμα που διανέμει στους μετόχους της, είναι στα ύψη (για τη μεγάλη πλειοψηφία των μετοχών) και έχουν προεξοφλήσει την ανοδική πορεία των κερδών των εταιριών για μια 5ετία τουλάχιστον (με την τιμή των μετοχών στα σημερινά επίπεδα). Συγκεκριμένα ο λόγος τιμών/κερδών ανά μετοχή για το Χ.Α.Α. ήταν στο 51,7% (τιμές Αυγούστου 1999) και ο λόγος μερισμάτων/τιμών στο 1,6%.
Που οφείλεται αυτή η εκπληκτική εικόνα; Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία (μακροοικονομικά ή μικροοικονομικά) που υποστηρίζουν αυτήν την ελληνική πρωτοπορία; Ας παρακολουθήσουμε την επιχειρηματολογία (τους μύθους ουσιαστικά των «επενδυτών»): 1. «Η ένταξη της χώρας στην Ο.Ν.Ε. θα δημιουργήσει εκείνο το ευνοϊκό περιβάλλον που απαιτείται για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας». Αποσιωπάται φυσικά επιμελώς ότι η ένταξη της χώρας στην Ε.Ο.Κ./Ε.Ε. οδήγησε στην παραγωγική αποδιάρ-θρωσή της, με αποτέλεσμα η Ελλάδα σήμερα να παρουσιάζει το μεγαλύτερο εμπορικό έλλειμμα στις σχέσεις της με τις χώρες της Ε.Ε. απ’ οποιαδήποτε άλλη χώρα-μέλος. Πρόσθετα, ο λόγος κάλυψης των εισαγωγών της από τις εξαγωγές είναι αξιοθρήνητος και αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ. Ταυτόχρονα, οι εξαγωγές/αποστολές εμπορευμάτων προς τις χώρες της Ε.Ε. μειώνονται ως ποσοστό του συνόλου των εξαγωγών της. Ακόμη, με την ένταξη στην Ο.Ν.Ε. η χώρα θα α-πωλέσει τη δυνατότητα αναπροσαρμογής της ισοτιμίας του νομίσματος, ώστε να ευνοούνται οι εξαγωγές της, όπως επίσης και τη δυνατότητα αύξησης των κοινωνικών δαπανών (που είναι, σαν ποσοστό του Α.Ε.Π., οι τελευταίες στην Ε.Ε.) λόγω της απαιτούμενης δημοσιονομικής πειθαρχίας. Σημειώνεται, επίσης, ότι η Ο.Ν.Ε. ήδη αμφισβητείται στο εσωτερικό των κρατών-μελών αλλά και από ανεξάρτητους μελετητές, καθώς άρκεσαν μόλις 9 μήνες για ν’ αποδειχθεί ότι η ονομαστική σύγκλιση των οικονομιών πολύ απέχει από την ουσιαστική. Ένα παράδειγμα: η μείωση των επιτοκίων του ευρώ είχε εντελώς διαφορετικές επιπτώσεις στην οικονομία της Γερμανίας απ’ ό,τι σ’ αυτήν της Ιρλανδίας.
2. «Η μείωση των επιτοκίων θα ευνοήσει την κερδοφορία των επιχειρήσεων, ενώ θα στρέψει κι άλλους επενδυτές στη Σοφοκλέους». Πρόκειται για το πιο πολυδιαφημισμένο επιχείρημα. Συνειδητά αγνοούνται οι εξής παράμετροι: α. τα επιτόκια με τα οποία δανείζονται οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι ήδη συγκρίσιμα με αυτά των ευρωπαϊκών (καθώς η μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων δανείζεται σε συν/μα), β. η μέση μερισματική απόδοση των μετοχών, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, βρίσκεται στο 1,6% που είναι ελάχιστα ελκυστικό ως απόδοση και σίγουρα υπολείπεται των επιτοκίων των τραπεζικών καταθέσεων και των ομολόγων, όπως αυτά θα διαμορφωθούν μετά την ένταξη.
3. «Οι επιπτώσεις από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004». Εδώ θα πρέπει να εξεταστεί, αν η συζήτηση γίνεται για οφέλη σε επίπεδο χώρας ή σε επίπεδο επιχείρησης. Σε επίπεδο χώρας, τα οικονομικά αποτελέσματα (ακόμη και αν εξαιρεθούν από τη συζήτηση οι περιβαλλοντικές και χωροταξικές επιπτώσεις) θα είναι αρνητικά και αυτό γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο όσο περνάει ο καιρός και οι προϋπολογισμοί των αθλητικών έργων διογκώνονται. Σε επίπεδο επιχείρησης φαίνεται ότι πράγματι υπάρχουν προσδοκίες κερδών (για συγκεκριμένους κλάδους). 0α πρέπει όμως ν’ απαντηθεί το ερώτημα, από που θα καλυφθούν τα ελλείμματα που θα προκύψουν στα δημοσιοοικονομικά μεγέθη της χώρας, με δεδομένη την ένταξη στην Ο.Ν.Ε. και τους περιορισμούς που αυτή συνεπάγεται.
4. «Οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις των επιχειρήσεων που θα έχουν ως αποτέλεσμα τη μεγέθυνσή τους, ώστε ν’ αντιμετωπίσουν με επιτυχία τον ανταγωνισμό». Είναι η κυριότερη πηγή κερδοσκοπίας στο Χ.Α.Α. Με την παραμικρή πληροφορία (αληθινή ή ψεύτικη) ότι η Χ εταιρία εξαγοράζει την Ψ, προκαλείται αμόκ ανόδου των τιμών των μετοχών. Οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις έχουν γίνει ένα είδος αθλήματος, όπου το τελευταίο που εξετάζεται είναι οι επιπτώσεις στο μέλλον των εταιριών. Ενώ η διεθνής εμπειρία των τελευταίων χρόνων προειδοποιεί ότι σε περισσότερες από τις μία στις δύο περιπτώσεις εξαγορών ή συγχωνεύσεων η χρηματιστηριακή αξία των επιχειρήσεων μειώνεται, στην Ελλάδα δεν εξετάζονται το αντίτιμο της εξαγοράς, οι πωλήσεις και τα κέρδη, η τυχόν διαφορετική επιχειρηματική κουλτούρα, οι επιπτώσεις στην απασχόληση αλλά και στην πελατεία. Οι περισσότερες επιχειρηματικές κινήσεις φαίνεται να καθοδηγούνται από την ανάγκη να κερδηθούν οι εντυπώσεις στο παζάρι της Σοφοκλέους και όχι να ενισχυθούν οι πραγματικές δυνατότητες των επιχειρήσεων. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η συγχώνευση δύο τραπεζικών κολοσσών της Ελβετίας είχε σαν αποτέλεσμα τη φυγή 14.000 περίπου πελατών των δύο τραπεζών μέσα σε δύο μήνες από τον «γάμο» και την απώλεια 20.000 θέσεων εργασίας.
Αν οι παραπάνω μύθοι συντελούν στην ελληνική πρωτοπορία του Χ.Α.Α., πως θα μπορούσε να καταγραφούν οι επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία;
< Η μεγάλη ρευστότητα που δημιουργείται από τα υπερκέρδη του Χ.Α.Α. αυξάνει τις καταναλωτικές δαπάνες (ενδεικτική ; είναι η μεγάλη αύξηση στην αγορά του αυτοκινήτου και ιδιαίτερα του πολυτελούς) και δημιουργεί κινδύνους για άνοδο του πληθωρισμού και διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος.
Παρά την πλημμυρίδα των κερδών και των μεγάλων αυξήσεων κεφαλαίου οι ιδιωτικές επενδύσεις, που το 1998 αυξήθηκαν κατά 17,3%, το 1999 εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 10,4%. Σημειώνεται ότι το 1998 ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής παρουσιάστηκε αυξημένος κατά 5,3% σε σύγκριση με το 1980=100 (1998=105,3%) και φέτος, παρά την πορεία του Χ.Α.Α., παρουσιάζεται επιβράδυνση της βιομηχανικής παραγωγής (στοιχεία μέχρι 30.06.99).
< Το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγού-στου 1999 αυξήθηκαν κατά 60% τα υπόλοιπα των προσωπικών δανείων στις εμπορικές τράπεζες. Μεγάλο ποσοστό αυτών των δανείων κατευθύνεται στο Χ.Α.Α., με όλους τους κινδύνους που μια τέτοια κίνηση συνεπάγεται.
< Την ίδια περίοδο η ανεργία αυξάνεται, ενώ, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, οι εξαγορές και συγχωνεύσεις αναμένεται να επιδεινώσουν το πρόβλημα. Όσο για την αύξηση των θέσεων εργασίας στο χρηματιστήρια·: τομέα, εκτιμάται ότι πρόκειται για ~α-ροδικό και ληξιπρόθεσμο φαινόμενα καθώς, όταν το Χ.Α.Α. ομαλοποιηθε. θα είναι αδύνατο να συντηρηθοι. ο, εκατοντάδες ΕΛΔΕ που έχουν ξεφυτρώσει σαν τα μανιτάρια σ ολη την Ελλάδα. Σημειώνεται, επί πλέον, ότι το 1998 στις 100 μεγαλύτερες βιομηχανίες με βάση τον αριθμό απασχολουμένων συμπεριλαμβάνονται μόνο 33 βιομηχανίες που είναι εισηγμένες στο Χ.Α.Α. και οι 19 από αυτές τη 10ετια 1988-1998 παρουσίασαν μείωση της απασχόλησης από 5% μέχρι 50:: (στοιχεία ICAP). Η συνολική μείωση του αριθμού των εργαζομένων σης 100 μεγαλύτερες βιομηχανίες ανέρχεται σε 43%.
Η μεγάλη άνοδος των τιμών στο Χ.Α.Α. όχι μόνο δεν είχε θετικές επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία αλλά δημιούργησε στρεβλώσεις στη, κοινωνία με την κυριαρχία της αντίληψης του εύκολου και γρήγορου πλουτισμού. Το αποτέλεσμα είναι ότι όλες οι κοινωνικές κατηγορίες (συμπεριλαμβανομένων και των οικονομικών μεταναστών) «επενδύουν» στο Χ.Α.Α εγκαταλείποντας τις κύριες απασχολήσεις τους. Η κοινωνική χαύνωση που δημιουργείται είναι το καταλληλότερο έδαφος για να περάσουν οι λογικές των υποχωρήσεων στα εθνικά των νέων πολιτικών λιτότητας, κλπ Με βάση όμως τα στοιχεία που αναφέρθηκαν παραπάνω, η «επένδυση στο Χ.Α.Α. θυμίζει περισσότερο «αεροπλανάκι», όπου τα κέρδη στηρίζονται στην αναζήτηση του επόμενου «κορόιδου» και αυτή η αναζήτηση μάλλον φθάνει στα όριά της, οπότε η μόνη ευχή που μπορεί να γίνει είναι να παρασύρει στην έκρηξή της και τους εμπνευστές της (το παράδειγμα της Αλβανίας είναι πρόσφατο, αν και όπως φαίνεται όχι διδακτικό).
Κάποιοι, πάντως, θα το διασκεδάσουν…
*Συνδικαλιστής στον χώρο των τραπεζών