Του Γιώργου Μιχαηλίδη, συμβούλου ανάπτυξης, από το Άρδην τ. 133
Η επιστροφή της συζήτησης για τη βιομηχανική ανάπτυξη στην Ελλάδα είναι θετική εξέλιξη. Έρχεται σε συνέχεια μιας εναγώνιας αναζήτησης για τη δυνατότητα και για τα μέσα ανάκαμψης μετά την ύφεση, αναζήτησης όπου ζητούμενο δεν ήταν οι τομεακές πολιτικές, αλλά η πάση θυσία επανεκκίνηση δραστηριότητας σε οποιονδήποτε τομέα και οποιαδήποτε περιοχή της χώρας. Η επανεκκίνηση επιτεύχθηκε με τη βοήθεια του «ελατηρίου» της κατανάλωσης, της επανάχρησης αργούντος παραγωγικού δυναμικού και μιας ευνοϊκής διεθνούς συγκυρίας. Το επόμενο ζήτημα που τέθηκε ήταν το αν η ανάκαμψη θα είναι διατηρήσιμη, αλλά υπό τη στρεβλή οπτική του κατά πόσον τα εισοδήματα, η «ευημερία», ξαναπιάνουν τους προ χρεοκοπίας δείκτες, ή η ανάκαμψη ήταν/είναι «δίκαιη», πάλι δηλαδή υπό την οπτική της διανομής. Το πόσο ευάλωτοι ήμασταν πριν δεκαπέντε χρόνια και, κυρίως, το γιατί συνεχίζαμε να στηρίζουμε την ανάπτυξη στην κατανάλωση, στην οικοδομή, στην εισροή εξωτερικών πόρων, στον δημόσιο δανεισμό που διοχετευόταν στο ιδιωτικό εισόδημα, εξακολουθεί να μη μας απασχολεί.
Είναι καιρός να τα ξανασυζητήσουμε όλα, επικεντρωνόμενοι στην παραγωγή και, ιδίως, στη βιομηχανία. Διότι η βιομηχανία (η «στενότερη» εκδοχή, η μεταποίηση) είναι ο τομέας όπου αξιοποιούνται συνδυασμένα οι όποιοι διαθέσιμοι πόροι, όπου αναπτύσσεται ή υιοθετείται / αξιοποιείται / προσελκύεται καινοτομία, όπου αναπτύσσονται συνδέσεις με τους άλλους οικονομικούς τομείς, όπου η αξιοποίηση των κεφαλαίων συνεπάγεται προσπάθεια και όχι κερδοσκοπική παραγωγή χρήματος από χρήμα ή ανάλωση περιβαλλοντικών πόρων, και όπου στηρίζεται η όποια εφικτή επάρκειά μας σε συνθήκες διεθνούς οξυμένου ανταγωνισμού. Και ο ανταγωνισμός είναι οξυμένος είτε στην παγκοσμιοποιημένη εκδοχή που υποχωρεί είτε στην προστατευτική εκδοχή που αρχίζουμε να γνωρίζουμε.

Το ιστορικό
Από την ένταξη στην Ε.Ε., η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας μειωνόταν, ως αποτέλεσμα των αρχικών δομικών αδυναμιών, του πρότερου ισχυρού προστατευτισμού και της ανεπαρκούς προενταξιακής προετοιμασίας. Πέρα από ημιτελείς απόπειρες (δεκαετία του ’80) και γενικόλογες διακηρύξεις, το πρόβλημα ουδέποτε αντιμετωπίστηκε σοβαρά και ενώ ο ρυθμός συνολικά της οικονομικής μεγέθυνσης έφθασε στη δεκαετία του ’90 να είναι ο υψηλότερος στην Ένωση με εξαίρεση την Ιρλανδία, η ανταγωνιστικότητα μειωνόταν: η εξαγωγική επίδοση της βιομηχανίας ήταν μόνο ~30% και η εισαγωγική διείσδυση στον τομέα 50%, με αποτέλεσμα έναν σύνθετο δείκτη ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας 0.58, όταν ήταν 1.45 στην Ιρλανδία, 1.15 στη Γερμανία, 0.82 στην Ισπανία. Η μειούμενη ανταγωνιστικότητα δεν γινόταν εμφανής ως υστέρηση του βιοτικού επιπέδου. Για την κατανόηση του «παραδόξου», είναι χρήσιμη η σύγκριση των παρακάτω δεικτών: η αύξηση του ΑΕΠ προήλθε κυρίως εκ των εισροών κοινοτικών πόρων τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα των οποίων εμφανίστηκαν στην κατανάλωση, στις κατασκευές και στις προσωπικές υπηρεσίες, σε τομείς δηλαδή που δεν υπόκεινται στον διεθνή ανταγωνισμό ή δεν συμβάλλουν στην ανταγωνιστικότητα της χώρας είτε χάρις στα αντικειμενικά εμπόδια εισόδου ξένων στην εσωτερική αγορά είτε διότι οι εγχώριες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε τομείς ζήτησης «εκτός» διεθνούς ενδιαφέροντος.
Ουσιαστικά, όλη η 2η εκβιομηχάνιση της χώρας είχε εκμηδενιστεί ή τρωθεί σοβαρότατα πριν την ένταξη στην ΕΟΚ και η αποδυνάμωση συνεχίστηκε αμέσως μετά από αυτήν. Η μεταποίηση έδειξε θετικές τάσεις το 1997-2000, αλλά αυτές αποδείχθηκαν συγκυριακές και δεν ήταν αυτόνομα ικανές να ανατρέψουν τις μακροχρόνιες τάσεις που είχαν αναδειχθεί ήδη από την 1η και τη 2η οικονομικές κρίσεις του 1973 και του 1979, έχουν τις ρίζες τους στις συγκεκριμένες συνθήκες ανάπτυξης της βιομηχανίας σε όλη την προ της ένταξης στην ΕΟΚ περίοδο και διαμορφώθηκαν σε μόνιμα χαρακτηριστικά της ελληνικής βιομηχανίας, με πολύ σημαντική επίπτωση την αποδιάρθρωση των τοπικών παραγωγικών συστημάτων και την κατά περιοχές «εξαφάνιση» της βιομηχανίας:
Βέβαια, η αποβιομηχάνιση δεν ήταν αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο: με δείκτη 100 το 1981, το 2007 λίγο πριν την έκρηξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης η Ελλάδα βρισκόταν στο 96 (μείωση), ΗΠΑ, Ιαπωνία και ΕΕ – 15 (ο «πλούσιος» πυρήνας της ΕΕ και αρχική Ευρωζώνη) στο 99.9 – 100.5 (στασιμότητα) και η Ιρλανδία στο 181!
Η αποχωροθέτηση, η αναζήτηση της «μεταβιομηχανικής κοινωνίας», η «Στρατηγική της Λισσαβόνας», έφεραν τα αποτελέσματά τους και ενώ σε όλη τη «χρυσή περίοδο» της Δυτικής Ευρώπης η μεταποίηση ήταν ο κινητήρας της ανάπτυξης με ρυθμούς μεγέθυνσης υψηλότερους από της κάθε εθνικής οικονομίας (με την Ελλάδα «τριταθλήτρια»!), σήμερα η μεταποίηση παράγει λιγότερο από το 1/5 της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας σε όλες τις χώρες πλην τριών και λιγότερο από το 1/6 σε 9 (Ελλάδα και Γαλλία «πρωταθλήτριες» από τα κάτω).

Οι πολιτικές
Να θυμηθούμε ότι η 2η ελληνική εκβιομηχάνιση ήταν κρατικά προωθούμενη και καθοδηγούμενη μέσω συμφωνιών κράτους-επενδυτών με όχημα κυρίως το ΝΔ 2687/53 για την προσέλκυση κεφαλαίων εξωτερικού (κυρίως ελληνικών συμφερόντων). Μετά την «καραμανλική» περίοδο της, συνεχίστηκε σε κάποιο βαθμό από τη δικτατορία με όχι ιδιαίτερη επιτυχία, ενώ μετά την 1η οικονομική κρίση του 1973 επήλθε η «σοσιαλμανία»: λύθηκαν ή αναθεωρήθηκαν οι συμφωνίες του δημοσίου με Ρενώ-Πεζώ, Κόκα Κόλα, Μότορ Όιλ, Άρνιμα, Κρις- Κρις, Νεστλέ, Στάγιερ, Αθηναϊκή Χαρτοποιία, όμιλο Λάτση, Νιάρχου και Βρανά, κρατικοποιήθηκε η Ολυμπιακή, αλλά και ο όμιλος Ανδρεάδη υπό τον έλεγχο του οποίου βρίσκονταν η Εμπορική Τράπεζα, η Ιονική, η Τράπεζα Επενδύσεων και 15 βιομηχανικές και άλλες επιχειρήσεις από ασφαλιστικές και εργοστάσια λιπασμάτων μέχρι το «Χίλτον». Μετά τη 2η κρίση του 1979 η κρίση της βιομηχανίας κορυφώθηκε και μετά το 1981 πέρασαν στη διαχείριση του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων τα πιο ηχηρά ονόματα της βιομηχανίας της χώρας: ΑΓΕΤ Ηρακλής, Αθηναϊκή Χαρτοποιία, Πειραϊκή Πατραϊκή, ναυπηγεία Σκαραμαγκά, Ελευσίνας, Νεωρίου Σύρου, ΦΙΞ, 3Εψιλον, Κεραφίνα, ΜΕΛ, ΠΥΡΚΑΛ, Μακεδονικοί Λευκόλιθοι, ένα σύνολο 38 υπερχρεωμένων επιχειρήσεων. Ο τραπεζικός τομέας διασώθηκε, οι θέσεις εργασίας διαφυλάχθηκαν για κάποιο διάστημα, αλλά η αναστήλωση ή αναδιάταξη της βιομηχανίας δεν επιτεύχθηκαν.
Απουσία συγκροτημένης βιομηχανικής πολιτικής (με συγκεκριμένους εξειδικευμένους κατά κλάδο στόχους, συνεχή παρακολούθηση και αξιολόγηση – επανασχεδιασμό), τον ρόλο της κλήθηκαν να αναλάβουν δύο «προγραμματικά» εργαλεία: ο εκάστοτε από το 1978 Αναπτυξιακός Νόμος και το εκάστοτε ΚΠΣ/ΕΣΠΑ. Για τους 6 διαδοχικούς Αναπτυξιακούς Νόμους ουδέποτε πραγματοποιήθηκε μια αξιολόγηση της εφαρμογής τους και τα μόνα σχετικώς ασφαλή συμπεράσματα που μπορούν να διατυπωθούν είναι (α) ότι χωρίς αυτούς είναι αμφίβολο αν θα υπήρχε μετά το 1980 επενδυτική δραστηριότητα σοβαρού μεγέθους, (β) ότι σε μεγάλο βαθμό ενίσχυσαν επενδύσεις τις οποίες οι επιχειρήσεις ούτως ή άλλως σκόπευαν να κάνουν, (γ) ότι δεν επέδρασαν σημαντικά στα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων, αλλά στήριξαν την τρέχουσα δραστηριότητά τους, (δ) ότι στην πρώτη τουλάχιστον περίοδο εφαρμογής τους στήριξαν τη μεσαία επιχειρηματικότητα που κινδύνευε σοβαρά, (ε) ότι οι αστοχίες (φαινόμενα διαφθοράς, εγκατάλειψη της επένδυσης μετά από λίγα χρόνια) ήταν αρκετές. Βέβαια, αρκετά παράδοξα με βάση τις ανάγκες μας, οι συνολικές κρατικές ενισχύσεις αποτελούσαν στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 2000 μόνο 0,2% του ΑΕΠ έναντι 0,4% κατά μέσο όρο στην ΕΕ-15, ο δε ρυθμός μείωσής τους ήταν εδώ ταχύτερος όλων των χωρών πλην Ιρλανδίας ενώ οι οριζόντιες ενισχύσεις ήταν 97% του συνόλου, δηλαδή ήμασταν η χώρα όπου κατεξοχήν απουσίαζε η κλαδική – τομεακή πολιτική, σε αντίθεση π.χ. με Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Ιρλανδία.

Στα ΚΠΣ και ΕΣΠΑ γενικώς, το «παραγωγικό περιβάλλον» ή η «επιχειρηματικότητα» απορροφούσαν στις περισσότερες περιόδους ένα ~20% περίπου των συνολικών κοινοτικών πόρων, έναντι έως 30% στα ισπανικά ή 45% στα ιταλικά. Επιπλέον, υπολογίστηκε στην ίδια εποχή ότι οι κοινοτικοί πόροι συνεπάγονταν στην Ελλάδα αύξηση παραγωγής 1-2% στη μεταποίηση αλλά ~10% στις κατασκευές και ότι εμφανίζαμε ισχυρή «διαρροή» της επαγόμενης από τους κοινοτικούς πόρους προσφοράς προς άλλες χώρες – μέλη και τρίτες χώρες (επαγόμενη προσφορά από 100 κοινοτικούς πόρους 158, ΑΕΠ 112, «διαρροή» σε άλλες χώρες-μέλη και τρίτες χώρες 46). Είχαμε/έχουμε ένα σημαντικό χρηματοδοτικό εργαλείο, αλλά στραμμένο προς τη «δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος» και όχι προς την πάση θυσία στήριξη της παραγωγικής επένδυσης. Ναι μεν η χώρα θα μπορέσει έτσι να καταργήσει βασικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα, αλλά από την άλλη πλευρά αυτό μόνο του δεν αρκεί: η λειτουργία άλλων συγκριτικών πλεονεκτημάτων σε άλλες χώρες θα διατηρηθεί, γεωγραφικοί παράγοντες ασυμμετρίας θα εξακολουθήσουν να δρουν, η διαθεσιμότητα φυσικών πόρων θα καταστεί ισχυρός παράγων, το τεχνολογικό «χάσμα» θα εξακολουθεί να οικοδομείται πάνω στο κεκτημένο προβάδισμα των ανεπτυγμένων χωρών, και σε κάθε οικονομική αναστάτωση ο ανταγωνισμός θα οδηγεί σε «zero-sum game». Υπό δε το τρέχον pattern κίνησης των ΞΑΕ, είναι αντικειμενικά δύσκολο η χώρα να καταστεί αποδέκτης μεγάλου όγκου επενδύσεων στη βιομηχανία για σειρά λόγων: γεωγραφική απομάκρυνση από την υπόλοιπη αγορά της ΕΕ, μικρό μέγεθος εσωτερικής αγοράς, ανταγωνισμός κόστους (από) και μικρό μέγεθος αγοράς στις γειτονικές χώρες, ταυτότητα συγκριτικών πλεονεκτημάτων με τους ανταγωνιστές. Η οικονομία μας έχει πρόβλημα βιομηχανικής αποδιάρθρωσης με «ιστορικές» αιτίες που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με εφαρμογή οριζόντιων μέτρων (κοινών για όλες τις χώρες-μέλη της ΕΕ) και δεν αντιστρέφονται μόνον διά της εξωστρέφειας και διά του εκσυγχρονισμού υποδομών και θεσμικού – κανονιστικού πλαισίου.

Οι σημερινές προκλήσεις
Η ήδη συντελεσθείσα σε μεγάλο βαθμό αποβιομηχάνιση έχει επιπτώσεις στο μέγεθος της απασχόλησης και στη σύνθεση και στην ποιότητα των ανθρώπινων πόρων (των υφιστάμενων αλλά και προοπτικά), «καταργεί» τον κύριο υποδοχέα και χώρο ανάπτυξης της καινοτομίας, αποδιαρθρώνει τα τοπικά παραγωγικά συστήματα που αποτελούν το πρώτο πεδίο δράσης της μικρομεσαίας επενδυτικής δραστηριότητας και αφαιρεί σημαντικές προϋποθέσεις από τις προσπάθειες για δημιουργία δικτυώσεων, αλυσίδων αξίας κ.α. Άλλοι τομείς «αφαιρούν» κεφάλαια και δραστηριότητες από τη βιομηχανία και ολόκληροι κλάδοι υποχωρούν τόσο ώστε να μιλάμε πια για ολιγοκλαδική σύνθεση της βιομηχανίας, επικίνδυνη για την αναγκαία ολοκλήρωση της οικονομίας μας: έχουμε economic complexity index 0.11 με την Iαπωνία στο 2.43, τη Ν. Κορέα στο 2.11, τη Γερμανία στο 2.09, τη Φινλανδία στο 1.55.
Και αν δεν είχαμε βιομηχανική πολιτική στην εποχή της ανέμελης ανάπτυξης γιατί θεωρούσαμε ότι δεν χρειάζεται, αν δεν είχαμε στην εποχή της κρίσης γιατί είχαμε άλλες άμεσες προτεραιότητες, το ερώτημα είναι γιατί δεν έχουμε τώρα μια σαφή στρατηγική επανεκβιομηχάνισης. Δεν μας αρκεί ένα σχέδιο Πισσαρίδη μεταρρυθμίσεων και οριζόντιων μέτρων, δεν μας αρκεί ένα Σχέδιο Ανάκαμψης – κατάλογος έργων, δεν μας αρκεί ένα ΕΣΠΑ στραμμένο στις υποδομές. Έχουμε απόλυτη ανάγκη από μια συγκεκριμένη μακροπρόθεσμη βιομηχανική πολιτική με πιθανές κατευθύνσεις:
– Ευελιξία στον ορισμό των στόχων (σε συγκυρία κρίσης προσοχή στους κλάδους έντασης εργασίας, σε συγκυρία ανάκαμψης προσοχή στους δυναμικούς κλάδους) και συνεχής παρακολούθηση βάσει στόχων, αξιολόγηση και επικαιροποίηση.
– Μη ενίσχυση non tradable υπηρεσιών και «αποτροπή» επενδύσεων σε άλλους τομείς για να αποφευχθεί ο ανταγωνισμός: Βιομηχανία / χρηματιστήριο / τουρισμός / εστίαση / real estate.
– Προσανατολισμός προς όσους έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη, στις μεσαίες επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν «εμπόδιο μεγέθυνσης» και στις μικρομεσαίες, με έμφαση στην εξωστρέφεια και στην ενσωμάτωση καινοτομίας, στην επανεκκίνηση της επιχειρηματικότητας, στην ολοκλήρωση των τοπικών και περιφερειακών παραγωγικών συστημάτων.
– Όχι πολυτυπία στα εργαλεία ενίσχυσης και «κλειστές» εξειδικευμένες δράσεις. Οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να περιμένουν πότε θα προκηρυχθεί δράση που ίσως καλύπτει κάποια από τις ανάγκες που αντιμετωπίζουν. Είναι αποτελεσματικότερα τα ολικότερα ευέλικτα εργαλεία που επιτρέπουν στις μεν επιχειρήσεις να επιλέγουν από ένα «καλάθι» ενισχύσεων ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες τους.
– Ενιαίος προγραμματικός προσανατολισμός των ΕΣΠΑ / Αναπτυξιακός Νόμος / Ταμείο Ανάκαμψης / δράσεις του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου και προσανατολισμός των επενδύσεων σε υποδομές προς εκείνες που πρώτιστα εξυπηρετούν την παραγωγική δραστηριότητα.
– Τα τοπικά και περιφερειακά χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων / κλάδων / τομέων να λαμβάνονται υπόψη: ειδικά τοπικά / περιφερειακά κριτήρια σε κάθε εργαλείο ενίσχυσης ή ειδικά περιφερειακά εργαλεία, τοπική / περιφερειακή καθοδήγηση των εργαλείων.
– Επανίδρυση υπουργείου Βιομηχανίας, Έρευνας και Τεχνολογίας, πλήρης, συνεχής παρακολούθηση στοιχείων από τις επιχειρήσεις (επιεικώς ανεκδιήγητη η κατάσταση ως προς τις βιομηχανικές στατιστικές, τα Δελτία Βιομηχανικής Κίνησης, την παρακολούθηση ανά κλάδο και ανά Περιφερειακή Ενότητα), task forces σε κάθε Περιφέρεια
– Στρατηγικός στόχος όχι μόνο η (εφικτή) αύξηση της εξαγωγικής επίδοσης, αλλά και η (δύσκολη) μείωση της εισαγωγικής διείσδυσης.
«Η πραγματικότητα είναι σε ευθεία αντίθεση με την πράγματι ελκυστική, αλλά εξωπραγματική, ιδέα ότι μπορούμε να καλπάσουμε προς την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Θεωρητικά ναι. Αρκεί να μην ξεχνάμε ότι τσακιστήκαμε και εγκαταλείψαμε τον αγώνα ήδη για τη δεύτερη… Την Ελλάδα τη χωρίζει ένα τεράστιο χάσμα παραγωγικών, πολιτικών και κοινωνικών αντιλήψεων από πολύ περισσότερες χώρες απ’ ό,τι πενήντα χρόνια πριν. Τα χάσματα αυτά δεν καλύπτονται σε πέντε ή και δέκα χρόνια και, με τις σημερινές συνθήκες, έχουν πολύ πιο σοβαρές συνέπειες απ’ ό,τι φαίνεται. Σημαίνει αυτό εγκατάλειψη; Σημαίνει ανάγκη για μεγαλύτερη υπευθυνότητα, αναπτυξιακή εμμονή, επιλεκτικότητα, σχεδιασμό και μορφές πολιτικής υπέρβασης» (Τ. Γιαννίτσης).
Υ.Γ. Τα ποσοτικά δεδομένα προέρχονται από σειρά έργων αξιολογήσεων και σχεδιασμού ευρωπαϊκών και ελληνικών πολιτικών και προγραμμάτων για την ανταγωνιστικότητα και τη βιομηχανία, από το 1989.
1 ΣΧΟΛΙΟ
[…] Του Γιώργου Μιχαηλίδη, συμβούλου ανάπτυξης, από το Άρδην τ. 133 […]