του Γ. Ρακκά, από το Άρδην τ. 40-41, Ιανουάριος-Μάρτιος 2003
Η συζήτηση γύρω από τα κίνητρα της τελευταίας πολεμικής κινητοποίησης της αυτοκρατορίας ενάντια στο Ιράκ φαίνεται εκ πρώτης όψεως εύκολη: Φυσικά, είναι το πετρέλαιο. Παρόλα αυτά, η απάντηση ανταποκρίνεται σε μια πτυχή της πραγματικότητας. Δεν μπορεί να δώσει πειστικές απαντήσεις σ’ όλα τα ερωτήματα που εγείρει η επιμονή της φασιστικής υπερδύναμης να ξεκινήσει άμεσα έναν πόλεμο εναντίον του Ιράκ.
Όντως, οι αμερικανικές εταιρίες, προφανώς θα σπεύσουν να αξιοποιήσουν τα δεύτερα στον κόσμο σε ποσότητα κοιτάσματα πετρελαίου έπειτα από την πτώση του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν, πλήττοντας ταυτόχρονα τις ευρωπαϊκές και ρωσικές εταιρίες που έχουν ήδη έλθει σε συμφωνία μαζί του1.
Όμως, η απάντηση αυτή δεν δικαιολογεί το «γιατί» οι Η.Π.Α έχουν ως πρώτη και άμεση προτεραιότητα την εκκίνηση του πολέμου ενάντια στο Ιράκ. Τα παραπάνω ίσχυαν σε μια διάρκεια χρόνου, από το 1991 κι έπειτα. Καθ’ όλη τη δεκαετία του 1990, αν και οι Η.Π.Α συχνά παρενοχλούσαν το Ιράκ με σποραδικές επιδρομές, το ζήτημα της επέμβασης αυτό καθεαυτό παραπέμπονταν μόνιμα στο μέλλον. Το πετρέλαιο ήταν εκεί τόσον καιρό και οι Η.Π.Α δεν θέλησαν να το αξιοποιήσουν πολιτικά και οικονομικά. Επομένως, κάτι άλλο πρέπει να συμβαίνει. Κάποιοι λόγοι παραπάνω υπάρχουν ώστε το αμερικάνικο οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό κατεστημένο να πιέζει αφόρητα τη διεθνή κοινότητα να ξεκινήσει τον πόλεμο στο Ιράκ, όταν μάλιστα αυτός καταργεί κάθε έννοια διεθνούς δικαίου και ξεσηκώνει σχεδόν ολόκληρο τον κόσμο εναντίον του.
Ενεργειακή πολιτική
Όπως εύστοχα παρατήρησε ο A.J Chien2 σε κείμενο του στην ιστοσελίδα του Znet, «Το ζήτημα δεν είναι μοναχά η ικανοποίηση των συμφερόντων των πολυεθνικών αλλά και η εξασφάλιση του πολιτικού ελέγχου των Η.Π.Α.». Εκτός από τα οικονομικά συμφέροντα, λοιπόν, υπάρχει και ο πολιτικός έλεγχος. Η εξασφάλιση του καλύτερου δυνατού πολιτικού ελέγχου, μάλιστα, είναι και απαραίτητη προϋπόθεση για τη μεγιστοποίηση των οικονομικών κερδών. Κοιτάζοντας τη διεθνή συγκυρία, μπορούμε να κατανοήσουμε το γιατί ζητήματα πολιτικού ελέγχου καθιστούν τον πόλεμο αναγκαίο.
Κατ’ αρχήν, όσον αφορά την ενεργειακή τους πολιτική, με «την απελευθέρωση» του Ιράκ, οι Η.Π.Α θα μπορούν να συνδιαλέγονται με άλλους όρους με τον Ο.Π.Ε.Κ3. Τα δυο τελευταία χρόνια, οι «απείθαρχες» χώρες, της Βενεζουέλας, του Ιράν και της Λιβύης, προέβαλαν αντιστάσεις στα σχέδια της Αμερικής για την πλανητική ενεργειακή πολιτική.!’ αυτή τη χροική στιγμή δεν ήταν λίγες οι φορές που, παρά την δηλωμένη πρόθεση του αυτοκράτορα, οι χώρες αυτές έπρατταν το αντίθετο προκαλώντας αυξήσεις στις τιμές του πετρελαίου. Ασφαλώς, μια ιρακινή κυβέρνηση πειθήνια στους Αμερικανούς θα άλλαζε τους όρους του ανταγωνισμού, στα πλαίσια του Ο.Π.Ε.Κ., μειώνοντας σημαντικά τις δυνατότητες αντίστασης των απείθαρχων χωρών .
Φυσικά, οι Η.Π.Α δεν εξαντλούν την προσπάθειές τους για ολοκληρωτική χειραγώγηση του Ο.Π.Ε.Κ στην ανατροπή του Σαντάμ και την επανάκτηση του ελέγχου του Ιράκ. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να εντάξουμε και τις προσπάθειες που πραγματοποιεί η υπερδύναμη, έπειτα από τις 11/09/2001, να οργανώσει μια ακόμη ομάδα πετρελαιοπαραγωγών χωρών, αυτή τη φορά στην Αφρική. Όπως δήλωσε ο Ed Royce, ρεπουμπλικάνος και μέλος της επιτροπής του Κογκρέσου για την Αφρική, «τα αφρικανικά κοιτάσματα πετρελαίου αποτελούν μια από τις κύριες πτυχές για την αμερικανική πολιτική ασφάλειας μετά τις 11/09». Σύμφωνα με τις προβλέψεις της αμερικανικής κυβέρνησης, οι Η.Π.Α μπορούν μέχρι το 2015 να αντλούν το 25% των αποθεμάτων τους από χώρες όπως η Νιγηρία, η Αγκόλα, η Γκαμπόν κ.α.,5.
Καλύτερος έλεγχος, λοιπόν, του Ο.Π.Ε.Κ και μια προσπάθεια υποβάθμισης της γεωπολιτικής σημασίας της Μέσης Ανατολής, μιας και η κρίση που έχει ξεσπάσει προκαλεί μεγάλο κόστος στην ίδια την υπερδύναμη και τείνει να καταστήσει τον απόλυτο πολιτικό έλεγχο της περιοχής αρκετά επιζήμιο για την ασφάλειά της.
Ο έλεγχος της Μέσης Ανατολής
Βέβαια, τα βασικότερα ζητήματα που αφορούν τις αιτίες του πολέμου βρίσκονται στην ίδια την περιοχή. Αφορούν τον ίδιο τον αραβικό κόσμο, ο οποίος βρίσκεται στο στόχαστρο τα τελευταία χρόνια. Βρίσκεται στο στόχαστρο γιατί αμφισβητεί σε πολλές εκφράσεις του την αμερικανική ηγεμονία στην περιοχή αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι αλήθεια ότι, με την κινητοποίηση των αραβικών λαών και τη συσπείρωσή τους στις γραμμές του ριζοσπαστικού ισλαμισμού, τα θεμέλια της αμερικανικής ηγεμονίας στην περιοχή υπονομεύονται σοβαρά.
Απ’ τη μια, όπως απέδειξαν οι επιθέσεις της 11/09, οι Η.Π.Α. δεν μπορούν πλέον να αρκεστούν στη βοήθεια της Σαουδικής Αραβίας. Η ολοένα και αυξανόμενη δημοτικότητα του ριζοσπαστικού Ισλάμ στους κόλπους του σαουδαραβικού λαού και οι υπόγειες σχέσεις του καθεστώτος με την Αλ Κάιντα προκάλεσαν την επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα στις δυο χώρες. Επίσημα αμερικανικά χείλη παραδέχονται πλέον ανοιχτά ότι: «Οι Η.Π.Α. φοβούνται ότι θα ξυπνήσουν μια μέρα και μια επανάσταση σαν του Χομεϊνί θα έχει ξεσπάσει στην περιοχή, οπότε θα έχουν χάσει κάθε έλεγχο της χώρας»6.
Απ’ την άλλη, οι Παλαιστίνιοι, μέσα από την επιμονή στον εθνικοαπελευθερωτικό τους αγώνα ενάντια στο Ισραήλ, αποτελούν ένα μόνιμο εμπόδιο για τον αμερικανό-ισραηλινό άξονα7. 0 κυριότερος «σύμμαχος» των Η.Π.Α. στην περιοχή είναι πλέον αρκετά απασχολημένος με την παλαιστινιακή γενοκτονία, ώστε να παίζει κάποιον ευρύτερο ρόλο στην περιοχή. Εξ άλλου, η πολυετής παλαιστινιακή Ιντιφάντα έχει γονατίσει οικονομικά το Ισραήλ, ενώ πλέον πυροδοτεί και την αμφισβήτηση στο εσωτερικό της ισραηλινής κοινωνίας, σχετικά με τον ρόλο και τον χαρακτήρα της ισραηλινής πολιτικής απέναντι στους Άραβες.
Τέλος, στην περιοχή, πάντα πλανιέται ο φόβος του Ιράν, μια χώρα που οι Η.Π.Α συγκαταλέγουν μόνιμα στον κατάλογο των κρατών-κακοποιών, γιατί στηρίζει μόνιμα τον αντισιωνιστικό αγώνα των αραβικών λαών (στηρίζει την οργάνωση Χεζμπολάχ -που δρα στο Νότιο Λίβανο- και τις παλαιστινιακές Χαμάς και Τζιχάντ, διαθέτει πυρηνικά όπλα μικρού και μεσαίου βεληνεκούς που μπορούν να πλήξουν το Ισραήλ, ενώ οι πλουτοπαραγωγικές της πηγές της εξασφαλίζουν έναν διευρυμένο βαθμό αυτονομίας, «ανεπίτρεπτο» για τους Αμερικανούς. Βέβαια, το πιο σημαντικό είναι ότι το Ιράν αποτελεί σήμερα έναν από τους ισχυρότερους ισλαμιστικούς πόλους της περιοχής, ένα παράδειγμα της «ισλαμικής ανυπακοής» απέναντι στις Η.Π.Α και τα σχέδιά τους. Όπως και ο Μπέρναρντ Λούις υποστηρίζει, το πρόβλημα στη Μέση Ανατολή είναι η έλλειψη της δημοκρατίας και οποιαδήποτε προσπάθεια προς την αντίθετη κατεύθυνση προϋποθέτει την αλλαγή των καθεστώτων στο Ιράκ και το Ιράν8. Εξ άλλου, είναι γνωστό πως «από εκεί άρχισαν όλα», όταν η επανάσταση του Χομεϊνί έφερε τους αγιατολλάδες στο προσκήνιο της μεσανατολικής πραγματικότητας.
Η συμπεριφορά του καθεστώτος του Ιράκ παίζει καθοριστικό ρόλο και στις εξελίξεις της περιοχής. Στη ν περίπτωση σύγκρουσης της Παλαιστίνης με το φασιστικό Ισραήλ, ο Σαντάμ ήταν ο μόνος σταθερός, ένθερμος υποστηρικτής του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα (ας μην ξεχνάμε ότι η στρατιωτική απάντηση του Σαντάμ στην Καταιγίδα της Ερήμου έπληξε και το Τελ Αβίβ). Από την άλλη, η ύπαρξη του ίδιου του καθεστώτος καθιστούσε επιτακτική την ανάγκη του απόλυτου ελέγχου της Σαουδικής Αραβίας. Η συντριβή του καθεστώτος του Ιράκ θα οδηγούσε αφ’ ενός στην εξάλειψη ενός κινδύνου για τον αμερικανό-ισραηλινό άξονα, ενώ ταυτόχρονα, θα έδινε τη δυνατότητα στις Η.Π.Α να επανακτήσουν τον έλεγχο στην περιοχή δίχως την απόλυτη ανάγκη της Σαουδικής Αραβίας.
Τι πρέπει να αναμένουμε στο μέλλον; Κατ’ αρχήν, θα ενταθούν οι επιχειρήσεις του Ισραήλ για την ολοκληρωτική γενοκτονία του Παλαιστινιακού λαού. Μέσα στον αχό τον πολεμικών επιχειρήσεων, το Ισραήλ ίσως προσπαθήσει να πραγματοποιήσει την «τελική λύση» του Παλαιστινιακού, με τον εξανδραποδισμό τους. Εν συνεχεία, ίσως πραγματοποιηθεί μια απόπειρα να αποκατασταθεί πλήρως ο έλεγχος της Σαουδικής Αραβίας. Το πρώτο είναι σίγουρο, αν και δεν μπορούμε να φανταστούμε πιο φρικτές πρακτικές από αυτές που ήδη εφαρμόζει το φασιστικό, σιωνιστικό κράτος. Όσον αφορά το δεύτερο, τίποτα δεν είναι προβλέψιμο. Από την πλευρά των Η.Π.Α, έχουν εκδηλωθεί οι πιο παράλογες διαθέσεις: Ο Ντικ Τσέινι, αντιπρόεδρος των Η.Π.Α, μίλησε μέχρι και για διάλυση της χώρας, για την εγκαθίδρυση ενός πλούσιου εμιράτου στην επαρχία Χάσα, όπου βρίσκονται τα περισσότερα κοιτάσματα πετρελαίου9.
Βέβαια, οι προκλήσεις που θέτει η πραγματικότητα της περιοχής για την κυριαρχία των Η.Π.Α. είναι ευρύτερες και συνεπώς θα πρέπει να εντάξουμε τον πόλεμο του Ιράκ μέσα σ’ αυτές. Από αυτή τη σκοπιά, το Ιράκ δεν είναι ο «ακρογωνιαίος λίθος» της αμερικανικής εκστρατείας- αντίθετα είναι μόνο η αρχή. Γι’ αυτό θα πρέπει να αναμένουμε, έπειτα από το πέρας της εκστρατείας των Η.Π.Α στην περιοχή, μια εκ νέου
συνολική διευθέτηση. Στη μεσοπρόθεσμη διάρκεια, οι Η.Π.Α προσδοκούν να ξεκινήσουν μια συνολικότερη γεωπολιτική αναδιάταξη, έναν εκ νέου σχεδιασμό της Μέσης Ανατολής, που ενδεχομένως θα περιλαμβάνει ριζικές ανατροπές σε πολλές μεσανατολικές κυβερνήσεις ή/και αλλαγές των συνόρων. Οι προθέσεις της υπερδύναμης εκφράζονται με σαφήνεια από τον Πωλ Γούλφοβιτς, υπουργό άμυνας των Η.Π.Α: «Η αλλαγή του καθεστώτος στο Ιράκ θα πυροδοτήσει διαδικασίες που θα επηρεάσουν όλον τον αραβικό κόσμο, ξεκινώντας από τη Συρία και το Ιρά ι/»10
Επομένως, ο πόλεμος αυτός εντάσσεται στα πλαίσια του ευρύτερου «πολέμου ενάντια την τρομοκρατία» και αποσκοπεί στην ισχυροποίηση της πλανητικής εξουσίας της αμερικανικής υπερδύναμης. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αραβικός κόσμος βρίσκεται και πάλι στο στόχαστρο. Μια εμπεριστατωμένη απάντηση στις ερωτήσεις «Γιατί το Ιράκ;», «Γιατί τώρα;» θα πρέπει να περιλαμβάνει, πέρα από τη διάσταση των οικονομικών συμφερόντων των αμερικανικών εταιριών πετρελαίου, την ανάγκη για πολιτικό έλεγχο επάνω σε μια αποσταθεροποιημένη περιοχή. Οι στόχοι της πολεμικής εκστρατείας δεν εξαντλούνται στο Ιράκ. Αντίθετα, αφορούν το σύνολο του αραβικού κόσμου, μιας και βρισκόμαστε μπροστά σε μια κολοσσιαία επιχείρηση συνολικής επαναδιευθέτησης, ανάλογης μ’ εκείνη που έλαβε χώρα μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και άλλαξε άρδην τον μεσανατολικό χάρτη.
Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες
Μακροπρόθεσμα, βέβαια, ο πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία, στα πλαίσια του οποίου εντάσσονται και οι πολεμικές επιχειρήσεις στο Ιράκ, μοιάζει να έχει συνέπειες που ξεπερνούν τη Μέση Ανατολή. Αυτές αφορούν κυρίως τις χώρες ή τις περιφερειακές ενώσεις χωρών που έχουν ή που μπορούν να αποκτήσουν τη δυνατότητα ολοκληρωμένης αυτονομίας έναντι των Η.Π.Α. Τέτοιες είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ρωσία, η Κίνα.
Ήδη, βλέπουμε τους τριγμούς που προκαλεί η αμερικανική επιβολή του πολέμου στην Ευρωπαϊκή Ένωση11. Η Γαλλία και η Γερμανία εκφράζουν σοβαρές αμφιβολίες για τον πόλεμο και πιέζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση να πάρει σαφή θέση για το πάγωμα της πολεμικής προπαρασκευής. Απ’ την άλλη, υπό την καθοδήγηση και την πίεση των Η.Π.Α, πολλές ευρωπαϊκές χώρες αντιδρούν στη γαλλογερμανική στάση και διακηρύττουν την προσήλωσή τους στις Η.Π.Α. Σ’ αυτό το πλαίσιο πραγματοποιήθηκε και η κοινή διακήρυξη οκτώ ευρωπαϊκών χωρών, για τη στήριξη της πολεμικής εκστρατείας των Η.Π.Α, η οποία ήλθε να ακυρώσει τις διακηρύξεις Και τη θέση της Ε.Ε. για τον πόλεμο. Είναι ίσως η πρώτη φορά που εμφανίζεται τόσο μεγάλο χάσμα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Φυσικά, κάτι τέτοιο υπονομεύει καίρια την ενότητα των ευρωπαϊκών χωρών και σαφέστατα πλήττει το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το πλήγμα αυτό θα δώσει τη δυνατότητα στις Η.Π.Α να ελέγξουν περισσότερο τη διασπασμένη και διχασμένη Ευρώπη απ’ ό,τι στο παρελθόν. Εξ άλλου, η ολοκληρωτική δέσμευση των ενεργειακών πόρων που επιχειρούν οι Η.Π.Α. μέσω της αναδιάταξης του Μεσανατολικού Χάρτη, πλήττουν τις ευρωπαϊκές προσπάθειες για ενεργειακή και κατά συνέπεια μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική αυτονομία έναντι της παγκόσμιας υπερδύναμης.
Οι πλανητικές πιέσεις των Η.Π.Α για άμεση διεξαγωγή πολέμου επιχειρούν να δεσμεύσουν και τη Ρωσία σε μια πολιτική ταύτισης με τα αμερικανικά συμφέροντα και παραπέρα συρρίκνωσης της αυτονομίας της. Γι’ αυτήν την εξέλιξη ευθύνεται κύρια η μόνιμη εσωτερική πληγή της Ρωσίας, το ισλαμικό μέτωπο της Τσετσενίας. Οι Η.Π.Α εκβιάζουν μόνιμα τη συγκατάθεση της Ρωσίας, με αντάλλαγμα τη στήριξη στην καταπολέμηση της τσετσένικης ένοπλης αντίστασης και την αντιμετώπιση του πιθανού κινδύνου που αντιπροσωπεύουν τα 25 εκατομμύρια των μουσουλμάνων που περιλαμβάνονται στην Ρωσική Ομοσπονδία. Ωστόσο η Ρωσία ήδη αλλάζει τη στάση της σε σχέση με τον πόλεμο12, με την υιοθέτηση μιας θέσης κατά των Η.Π.Α.
Τέλος, όσον αφορά την Κίνα, βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαδικασία έμμεσης περικύκλωσής της από τις δυνάμεις της υπερδύναμης. Οι μεσανατολικές χώρες που βρίσκονται στο στόχαστρο της πολεμικής κινητοποίησης διατηρούν καλές σχέσεις με την Κίνα (ιδιαίτερα το Ιράν) και μια ριζική αναδιάταξη θα θίξει στα σίγουρα τα κινεζικά στρατηγικά συμφέροντα. Εν τω μεταξύ, παράλληλα με τον πόλεμο στο Ιράκ, κλιμακώνεται σιγά-σιγά και η κορεατική κρίση: μετά από το Αφγανιστάν και το Ιράκ, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να τεθεί στο στόχαστρο η η Βόρειος Κορέα. Όπως δήλωσε ο Τζ. Μπους στο διάγγελμά του στις 28/01, η Κορέα «θα αντιμετωπίσει απομόνωση, οικονομική στασιμότητα και συνεχείς κακουχίες»13. Ακόμα πιο σαφείς και κατηγορηματικές ήταν και οι δηλώσεις του Ντ. Ράμσφελντ: «Είμαστε ικανοί να κάνουμε δύο μεγάλους περιφερειακούς πολέμους. Είμαστε σε θέση να νικήσουμε αποφασιστικά στον έναν και να καταφέρουμε το ίδιο, γρήγορα, και στον άλλο. Ας μην τρέφει κανείς αμφιβολίες γι’ αυτό…»14.
Όλα αυτά, βέβαια, σημαίνουν πως το εγχείρημα του πολέμου στο Ιράκ εκφράζει μακροπρόθεσμες προσδοκίες για την συγκράτηση όλων των τάσεων που ενδέχεται να οδηγήσουν στην ανάδυση νέων δυνάμεων ή συνασπισμών που να στρέφονται ενάντια στα συμφέροντα των Η.Π.Α. Είναι ξεκάθαρο πως ο «πόλεμος ενάντια στη τρομοκρατία» είναι μια νέα προσπάθεια για τη σταθεροποίηση της πλανητικής αμερικανικής επιβολής.
Κινήσεις που αμφισβητούν τις Η.Π.Α.
Είναι προφανές ότι διανύουμε μια περίοδο κατά την οποία οι λαοί βιώνουν με ποταμούς αίματος και δακρύων την προσπάθεια για παγκόσμια κυριαρχία, ενώ πολλές χώρες αναγκάζονται να υποκύψουν δια πυρός και σιδήρου στο αυτοκρατορικό στέμμα. Εκείνο που είναι αμφίβολο είναι η έκβαση αυτής της κολοσσιαίας κινητοποίησης. Παρόλο που, σήμερα, οι δυνατότητες των Η.Π.Α. να επιβάλουν την άποψή τους σε όλο τον πλανήτη είναι απόλυτες, η ανάδυση αντίρροπων τάσεων καθιστά τη μακροπρόθεσμη εξέλιξη του αμερικανικού εγχειρήματος αβέβαιη. Ήδη τα σημάδια της κρίσης εκδηλώνονται. Μπορεί, μεν, να εκδηλώνονται σποραδικά αλλά είναι σαφή.
Μόλις ένας χρόνος εχει περάσει από την επίθεση στους δίδυμους πύργους, και η διεθνής συγκυρία έχει αλλάξει ριζικά. Τίποτα γύρω δεν θυμίζει την εποχή της προπαρασκευής του Αφγανιστάν.
Η Γαλλία και η Γερμανία, μέχρι στιγμής, αντιδρούν στις πολεμικές διαθέσεις των Η.Π.Α. Προτείνουν την προτεραιότητα μιας πολιτικής λύσης, και θεωρούν κατάλληλο εργαλείο γι’ αυτήν τον Ο.Η.Ε. Μπορεί μεν, η αντίδραση του γαλλογερμανικού άξονα να προκάλεσε την απάντηση-υποστήριξη των οκτώ ευρωπαϊκών χωρών στις θέσεις των Η.Π.Α., παρόλα αυτά, οι δύο κύριες ευρωπαϊκές δυνάμεις επιμένουν στις θέσεις τους, δυσκολεύοντας τον συντονισμό των αμερικανικών κινήσεων.
Επίσης, το αντιπολεμικό κίνημα βρίσκεται σε έξαρση. Οι μαζικότατες κινητοποιήσεις σε όλες τις πρωτεύουσες της Δύσης και σ’ αυτές της Λατινικής Αμερικής ακόμα, η έξαρση του αντιαμερικανισμού σε παγκόσμιο επίπεδο αποδεικνύουν ότι το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα και οι καμπάνιες του ενάντια στον πόλεμο των Η.Π.Α. συναντούν ολοένα και πιο διευρυμένη απήχηση σε διεθνές επίπεδο. Έτσι, έπειτα από αυτήν την εξέλιξη, τίποτα δεν θυμίζει την περσινή χρονιά, όπου το ίδιο το κίνημα κατέληξε σχετικά απομονωμένο μέσα στις εμπόλεμες διαθέσεις που κυριαρχούσαν στις δυτικές κοινωνίες. Αντίθετα, μέσω της αντιπολεμικής προπαγάνδας, η αμφισβήτηση του κυρίαρχου, παγκοσμιοποιητικού μοντέλου επεκτείνεται ολοένα και περισσότερο.
Τέλος, ο ίδιος ο ριζοσπαστικός Ισλαμισμός, που κατά τα λεγόμενα των Αμερικανών αποτελούσε έναν από τους βασικούς στόχους της πολεμικής εκστρατείας, δείχνει αρκετά δυνατός για να μπορεί να πραγματοποιεί ενέργειες αποσταθεροποίησης της Νέας Τάξης Πραγμάτων, σε περιοχές μάλιστα που μέχρι πρότινος δεν ανήκαν στις άμεσες σφαίρες της επιρροής του. Πραγματικά, οι τελευταίες επιθέσεις στη Νοτιοανατολική Ασία, στο Μπαλί, την Ινδονησία, τις Φιλιππίνες, απόδειξαν ότι, παρά τη βία και την καταστολή των Η.Π.Α, η ισλαμική τρομοκρατία βρίσκεται ακόμα σε θέση να αποσταθεροποιεί ευρύτερες περιοχές του πλανήτη. Η επίθεση στο Αφγανιστάν, όπως επίσης και η γενοκτονία του Παλαιστινιακού λαού, αλλά και, γενικότερα, η επιμονή της Δύσης να θέτει στο στόχαστρο τον αραβικό κόσμο, έχει εκτινάξει τη δημοτικότητα του ριζοσπαστικού ισλαμισμού στα ύψη. Πλέον, ο τελευταίος, εκτείνεται μακράν της ιστορικής του κοιτίδας και διευρύνει διαρκώς την επιχειρησιακή του δυνατότητα15.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι οι ίδιες οι κινήσεις της Δύσης, των δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης, δημιουργούν δυναμικές που αντιτίθεται στην ίδια την αναπαραγωγή της ηγεμονίας της. Οι συνέπειες του πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των θιασωτών του: Πλέον, κάθε δράση του παγκόσμιου αυτοκράτορα γεννά μια ολοένα και πιο διευρυμένη αμφισβήτηση, η οποία ξεκινά από διάφορες προσεγγίσεις, με διαφορετικά κίνητρα και από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες. Το σημαντικό είναι ότι μερικές εκφράσεις της αμφισβήτησης αυτής δημιουργούν πραγματικά τις προϋποθέσεις για μια μελλοντική απάντηση στην εμπόλεμη κατάσταση που έχει επιβάλει η παγκόσμια υπερδύναμη.
ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΙΡΑΚ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ Η ΑΡΧΗ
Εδώ και πενήντα χρόνια το δολάριο είναι το νόμισμα με το οποίο γίνονται οι εμπορικές συναλλαγές παγκόσμια. Τα αμερικάνικα χαρτονομίσματα τυπώνονται μόνο από το Federal Reserve, το οποίο βασικά, αντιπροσωπεύεται από ένα κονσόρτσιουμ τραπεζών που εδρεύουν στην Αμερική. Δηλαδή εάν η Ισπανία ή οποιαδήποτε άλλη χώρα, ήθελε να αγοράσει κάτι αξίας 50 εκατομμυρίων δολαρίων, έπρεπε πρώτα να παράγει και μετά να πουλήσει προϊόντα ή υπηρεσίες αντίστοιχης αξίας. Εάν οι ΗΠΑ ήθελαν το ίδιο πράγμα, το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να τυπώσουν τα χρήματα και μόνο. Αυτό ακριβώς έκαναν οι ΗΠΑ τα τελευταία 50 χρόνια. Τύπωναν δολάρια κάθε φορά που είχαν ανάγκη, χωρίς να υπάρχει η αντίστοιχη κάλυψη σε χρυσό. ΓΓ αυτό το λόγο σήμερα το εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ έχει σημειώσει ένα αρνητικότατο ρεκόρ: για δέκα χρόνια μείον 2,5 τρισεκατομμύρια, δηλαδή 2.500 δισεκατομμύρια δολάρια. Όσο καιρό όμως το δολάριο παραμένει το παγκόσμιο νόμισμα συναλλαγών για τις ΗΠΑ, δεν υπάρχει απολύτως κανένα πρόβλημα. Κάθε φορά που η Αμερική χρειάζεται χρήματα, τα τυπώνει και έτσι πληρώνει όλα της τα χρέη. Αρα οι ΗΠΑ ζουν με δανεικά σε σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο. Το πρόβλημα λοιπόν, μόλις τώρα αρχίζει. Το Ιράκ είναι η πρώτη χώρα του OPEC (Παγκόσμιος Οργανισμός Πετρελαίου) που δεν δέχεται πλέον δολάρια και πουλάει πετρέλαιο μόνο έναντι Ευρώ. Αυτό ξεκίνησε στις 6/11/2000 όταν η ισοτιμία του Ευρώ ήταν 0,8 έναντι του δολαρίου. Στην αρχή το Ιράκ είχε χάσει πάρα πολλά χρήματα από αυτή ττ\\ι τολμηρή ενέργεια. Σήμερα όμως το Ευρώ είναι μεγαλύτερο του δολαρίου και φυσικά τα κέρδη του Ιράκ πολύ μεγαλύτερα από την πώληση του πετρελαίου. Αυτή είναι η κίνηση του Σαντάμ που έχει εξοργίσει την Αμερική. Το πρόβλημα γίνεται πιο σοβαρό καθώς άλλες δύο χώρες του OPEC το Ιράν και η Σαουδική Αραβία θέλουν και αυτές να εφαρμόσουν πωλήσεις σε Ευρώ, ενώ ήδη η Βενεζουέλα που κατέχει το 7 % των πετρελαϊκών αποθεμάτων παγκοσμίως, έχει αλλάξει τα μισά συναλλαγματικά της αποθέματα από δολάρια σε Ευρώ. Βασικά αυτή είναι και η τελική επιδίωξη όλων των χωρών του OPEC καθώς, το δολάριο χάνει όλο και περισσότερο έδαφος. Οι κεντρικές τράπεζες των δύο από τις μεγαλύτερες χώρες του κόσμου, της Ρωσίας και της Κίνας, έκαναν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Έτσι εξηγείται γιατί σήμερα υπάρχει πληθώρα δολαρίων στην παγκόσμια αγορά και ταυτόχρονα πολύ μεγάλη ζήτηση για το ευρωπαϊκό νόμισμα, με αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση του αμερικανικού νομίσματος.
Αυτό είναι το τελικό χτύπημα για την αμερικάνικη οικονομία για την οποία ο Alan Greenspan, ο διοικητής του Federal Reserve, προβλέπει ότι θα χαθούν δισεκατομμύρια δολάρια στους επόμενους μήνες. Εάν το Ευρώ πάρει την θέση του δολαρίου στις παγκόσμιες αγορές εκτός απ’ το ότι το δολάριο θα χάσει ακόμη περισσότερη αξία, οι ΗΠΑ δεν θα μπορέσουν πλέον να ρίχνουν δολάρια στην αγορά όπως άλλωστε έκαναν μέχρι τώρα, δηλαδή χωρίς να υπάρχει η αντίστοιχη κάλυψη σε χρυσό. Επομένως, όλες οι χώρες του κόσμου θα προτιμούν συναλλαγές με το ευρωπαϊκό νόμισμα κάνοντας έτσι συναλλαγματικά αποθέματα σε Ευρώ για να αγοράζουνε πετρέλαιο από τον OPEC.
Ήδη, το δολάριο διατηρείται τεχνητά από διάφορες χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας κατόπιν διάφορων πολιτικό-οικονομικών τεχνασμάτων των ΗΠΑ με τις κυβερνήσεις αυτών των κρατών. Αλλωστε, οι ΗΠΑ καταναλώνουν σχεδόν ότι παράγουν αυτές οι χώρες. Τους δανείζει χρήματα, αυτές παράγουν τα προϊόντα τους που τα απορροφούν οι ΗΠΑ και κατόπιν με το εμπορικό κέρδος πληρώνουν τα “δανεικά” σπιν Αμερική. Οικονομολόγοι και τραπεζίτες προειδοποιούν ότι εάν η Ασία δεν υποστηρίξει το δολάριο έστω και τεχνητά, αυτό θα συντριβεί. Όμως πολλές χώρες στην Ασία έχουν στραφεί ήδη προς το Ευρώ διότι και αυτές χρειάζονται πετρέλαιο. Και ο OPEC σύντομα θα πουλάει πετρέλαιο μόνο σε Ευρώ. Έτσι λοιπόν, ο Bush ονόμασε Άξονα του Κακού όλες αυτές τις χώρες που πουλάνε πετρέλαια σε Ευρώ ή θέλουν να καταργήσουν το δολάριο από τα συναλλαγματικά τους αποθέματα. Με διάφορα τεχνητά προσχήματα θέλουν να επιτεθούν εναντίον τους (π.χ. Ιράκ) ή να εγκαταστήσουν κυβερνήσεις μαριονέτες που οι ίδιοι θα ελέγχουν (π.χ. Βενεζουέλα), ώστε να επαναφέρουν την προηγούμενη κατάσταση. Αυτός είναι ο λόγος που η Βρετανία το “παίζει” αναποφάσιστη για το Ευρώ. Εάν το έκανε, αυτομάτως θα ήταν αντίθετη προς τις ΗΠΑ. Οι Βρετανοί είναι πονηροί όπως πάντα: εάν οι ΗΠΑ τα καταφέρουν με το δολάριο, αυτοί θα κρατήσουν την λίρα -εάν η Ε.Ε. σταματήσει τον πόλεμο, σύντομα θα ακολουθήσουν το Ευρώ. Το Ιράκ είναι μόνο το πρώτο βήμα.