του Θ. Στοφορόπουλου, από το Άρδην τ. 45, Ιανουάριος 2004
Η παρουσα εκκλησιαστική κρίσις είναι αμέσως συνδεδεμένη με το μέλλον της Αγίας και Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και με τους σχετικούς προβληματισμούς. Οι οποίοι δημιουργούνται, κυρίως, λόγω του συνδυασμού δύο παραγόντων: της αποψιλώσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου από τους εν Τουρκία Ορθοδόξους και της «παγκοσμιοποιησεως», δηλαδή, για να ορίσουμε αυτόν τον πολυσήμαντο όρο, της σταδιακής μετατροπής της υδρογείου σε μια ενιαία οικονομική, πολιτική και πολιτιστική επικράτεια. Υπό αυτή την έννοια, (αμφίβολο) εγχείρημα περιφερειακής παγκοσμιοποιήσεως αποτελεί η Ευρωπαϊκή Ένωσις. Σε κράτη-μέλη της ζει μέρος του ποιμνίου της Μεγάλης Εκκλησίας. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση φιλοδοξούν να μετάσχουν ορθόδοξες βαλκανικές χώρες, αλλά και η Τουρκία.
Η αποδημία του Ελληνισμού Κωνσταντινουπόλεως, Ίμβρου και Τενέδου, σε συνάρτηση με τις (παρακινδυνευμένες) προβλέψεις περί καταργήσεως, βαθμιαίως, της ελληνοτουρκικής μεθορίου, αυξάνουν το ενδιαφέρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τις Νέες Χώρες. Και για την πλήρη εφαρμογή της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 περί Νέων Χωρών.
Σε αυτές τις Εκκλησιαστικές Επαρχίες κατέφυγαν πρόσφυγες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες, μετά την Καταστροφή, τα Μουδανιά και την Λοζάννη. Γεγονότα που συνιστούν βαρύτατο χρέος της Ελλάδος προς την Μητέρα Εκκλησία. Στο χρέος αυτό προστίθενται οι τεράστιες ευθύνες του ελλαδικού κράτους για την χλιαρή έως ανύπαρκτη αντίστασή του στην εθνοκάθαρση που συστηματικά σχεδίασε και εξετέλεσε το κεμαλικό καθεστώς, ολοκληρώνοντας τις συνέπειες του 1922-23 και στέλνοντας ξανά πρόσφυγες στις Νέες Χώρες.
Παράλληλη με εκείνη της Αθήνας γραμμή, κατευναστική και ενδοτική έναντι της Αγκυρας, ακολούθησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το οποίο προσπάθησε, επίσης όπως και οι ελλαδικές κυβερνήσεις, να στηριχθεί στη Δύση.
Επί Αθηναγόρου του Α’ (που είχε φθάσει στην Πόλη με το αεροσκάφος του Τρούμαν) γίνονται και σημαντικά βήματα προσεγγίσεως του Βατικανού. Τόσον καλύπτρα, όσον και φακιόλιον, λοιπόν. Στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής, θα απορριφθεί, το 1972, η ιδέα του Νίκου Καραγιώργου, τότε Γενικού Προξένου στην Κωνσταντινούπολη, να κηρυχθεί εν διωγμώ το Πατριαρχείο. Οι τελευταίοι, βέβαια, που δικαιούμεθα να επικρίνουμε το Φανάρι είμαστε εμείς οι Ελλαδίτες, ύστερα από τον τρόπο με τον οποίο το κράτος μας έχει πολιτευθεί.
Σήμερα βλέπουμε τα αποτελέσματα. Ελάχιστοι είναι, πλέον, οι Έλληνες Ορθόδοξοι στην Τουρκία. Ο κανονισμός περί τουρκικής ιθαγένειας της Σεπτής Κορυφής της Ορθοδοξίας αποτελεί ασφυκτικό βρόγχο. Κινδυνεύουν οι Ιεροί Ναοί.
Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ήλπιζε στην βοήθεια της αμερικανικής κυβερνήσεως, αλλά ιδίως, σε μια ελληνοτουρκική φιλία και στην εξέλιξη της ΕΟΚ.
Αλλά η Δύσις θα χρειάζεται πάντοτε περισσότερο την Τουρκία από την Ελλάδα. Ο Τούρκος θα μείνει Τούρκος, για να θυμηθούμε τον Βιζυηνό. Η Ευρωπαϊκή Ένωσις θα είναι ή το άθεο εκείνο μόρφωμα που εκφράζεται στο προοίμιο του σχεδίου ευρωσυντάγματος (άθεο, όχι απλώς ανεξίθρησκο) ή η πολιτική έκφρασις δυτικής και αντιορθοδόξου «χριστιανοσύνης». Το Δίκαιο και οι διαδικασίες δεν λειτουργούν ερήμην της βουλήσεως των διεθνών πολιτικών υποκειμένων.
Κανών που ισχύει και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ας υποθέσουμε, όμως, ότι κάποτε θα υπάρξει ελευθερία εγκαταστάσεως και ασκήσεως επαγγέλματος Ελλήνων στην Τουρκία και, βέβαια, Τούρκων στην Ελλάδα, ως «ευρωπαίων πολιτών», όπως οραματίζονταν ο Αθηναγόρας (και ως φαίνεται να πιστεύουν το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ, και ο ΣΥΝ). Τι θα συνέβαινε; Έναντι κάποιων Ελλήνων επιχειρηματιών στην Πόλη, θα τούρκευαν οι Νέες Χώρες και η Δωδεκάνησος. Εκτός και αν ο Τούρκος είχε πάψει να είναι Τούρκος και (ο μη γένοιτο) ο Έλληνας Έλληνας. Αν αμφότεροι είχαν αποκτήσει όχι μόνον τυπική ευρωπαϊκή ιθαγένεια, αλλά και ουσιαστική, αποκλειστική, συνείδηση Ευρωπαίων, έχοντας αποβάλει τις εθνικές τους ταυτότητες. Και, ιδίως, αν αυτό είχε συμβεί συγχρόνως. Αλλιώς, θα επαληθευτούν οι προβλέψεις των επεκτατιστών της Άγκυρας, ότι τα «ελληνοτουρκικά προβλήματα» θα λύσει η δημογραφική ανισοσθένεια μετά την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ακόμα, πάντως, και αν πραγματοποιηθεί το «καλό», κατά τους ευρωπαϊστές μας, σενάριο, πρέπει να γίνει σεβαστό στις Νέες Χώρες το καθεστώς της Πράξεως του 1928. Διότι κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα τι θα προηγηθεί: η εισδοχή της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή το τέλος της σημερινής γενεάς του Πατριαρχείου και των υπολειμμάτων της Ομογενείας;
Επειδή δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν και πότε θα επέλθουν τέτοιες μεταβολές και μια άκρως υποθετική, σχεδόν γενετική, μετάλλαξις Τούρκων και Ελλήνων σε «Ευρωπαίους», η μόνη ρεαλιστική τακτική για να παραμείνει η Κορυφή της Ορθοδοξίας στην Κωνσταντινούπολη είναι, κατά την πολύ ταπεινή μου γνώμη, η εξής:
Να απαιτήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο από το τουρκικό κράτος (βάσει των υποχρεώσεων που ανελήφθησαν στην Λοζάννη και ως αποζημίωση της εκδιώξεων του Ελληνισμού) την δημιουργία νομοθετικής βάσεως που να εξασφαλίζει την αδιατάρακτη συνέχιση της αποστολής του Πατριαρχείου στην έδρα του.
Δεν χρειάζεται να λεχθεί, ότι στερούνται σοβαρότητος τα ενίοτε λεγόμενα στην Τουρκία περί «κινδύνων δημιουργίας Ορθοδόξου Βατικανού» στο Φανάρι.
Σημειωτέον δε ότι μόνη η επαναλειτουργία της θεολογικής Σχολής Χάλκης (αβεβαία εξάλλου) ενδέχεται να μην εξασφαλίσει το μέλλον του Πατριαρχείου. Η Σχολή μπορεί να αποδειχθεί μέσον περασμένων εποχών.
Αν είναι ορθές οι μέχρι τώρα εκτιμήσεις Φαναριού και αθηναϊκού κατεστημένου για τις χώρες της Δύσεως, αυτές θα συνηγορήσουν υπέρ του πατριαρχικού αιτήματος για νέο πλαίσιο λειτουργίας του στην Πόλη.
Στην Πόλη, όπου το Πατριαρχείο πρέπει να παραμείνει, για λόγους που πολλοί έχουμε ζήσει.
Έστω και αν η Αγκυρα ικανοποιήσει το αίτημα του Οικουμενικού θρόνου, πάλι οι Νέες Χώρες θα αποτελούν αποκούμπι του. Ιδίως η θεσσαλονίκη. Ένας ακόμη λόγος για να πειθαρχήσει η Εκκλησία της Ελλάδος στην Πράξη του 1928.
Το μέλλον του Πατριαρχείου και οι δίκαιες αξιώσεις που θα προέβαλλε προς τις τουρκικές αρχές δεν αποτελούν και δεν πρέπει να αποτελέσουν «διαφορές Ελλάδος-Τουρκίας». Ούτε είναι νοητόν να καταστούν αντικείμενα ανταλλαγής ειδικότερα πνευματικά ζητήματα, όπως εκείνο της Σχολής Χάλκης. Και ούτε θα πρέπει να εμπλακούν θέματα της Δυτικής Θράκης, για τα οποία η Κυβέρνησις της Αγκύρας δεν νομιμοποιείται να ενδιαφέρεται, αφού η περί ανταλλαγής σύμβασις της Λωζάννης κάνει λόγο για «μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης». Αλλά και αν είχε η Τουρκία κάποτε τέτοιο δικαίωμα, το έχει απωλέσει, μετά τα όοα διέπραξε στην Πόλη, στην Ίμβρο και την Τένεδο.
Καθόσον, τώρα, αφορά την πρόταση που λέγεται ότι έκανε ο Ερντογάν, να ανοίξουν, σε βάση αμοιβαιότητος, η σχολή της Χάλκης και το τζαμί στο Μοναστηράκι, πρέπει να πούμε ότι, ούτως ή άλλως, η Αθήνα, όπου ζουν ή απ’ όπου διέρχονται τόσοι Μουσουλμάνοι, χρειάζεται τεμένη και ότι, ασφαλώς ενδείκνυται να λειτουργήσει και το τζαμί στο Μοναστηράκι. Αρκεί, βέβαια, να μην συνδέεται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, με το τουρκικό ή με όποιο άλλο ξένο κράτος. Και αρκεί να μην χρησιμοποιεί ο μουεζίνης μεγάφωνα. (Όπως, παίρνω το θάρρος να προσθέσω, θα έπρεπε, ανεξαρτήτως όλων αυτών, να απαγορευθούν τα μεγάφωνα στις εκκλησίες μας.) 0α εξακολουθήσει, όμως, να υπάρχει ανάγκη μεγάλου ισλαμικού τεμένους στην Αθήνα και παρακειμένου πνευματικού κέντρου για ορισμένες θρησκευτικές τελετές. Όπως είναι αδιανόητο να μην διατεθεί μια επαρκής περιοχή για μουσουλμανικό νεκροταφείο, ένας μεγάλος χώρος, διότι το Ισλάμ απαγορεύει την ανακομιδή.
Θα επρόκειτο για δωρεές του ελληνικού κράτους, το οποίο θα διατηρούσε την επ’ αυτών εποπτεία, ώστε να αποφευχθεί, κατά το δυνατόν, η υπαγωγή τους στην επιρροή αυτής ή εκείνης της μουσουλμανικής χώρας.
Να παραθέσουμε εδώ όσα γράφει ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος (Γιαννουλάτος) εν κατακλείδι της περί Ισλάμ θρησκειολογικής του επισκοπήσεως:
«Από όλας τα ζώσας θρησκείας, το Ισλάμ ευρίσκεται πλησιέστερον -τόσο πνευματικώς όσον και γεωγραφικώς- προς τον Ορθόδοξον Χρι-στιανισμόν. Παράτας βαθειάς θεολογικός διαφοράς και τας δραματικός συγκρούσεις του παρελθόντος, ιστάμεθα εν πολλοίς επί κοινού πολιτιστικού και θρησκευτικού εδάφους’ και ουσιαστικωτέρα αλληλοκατανόηση του πνευματικού πλούτου των δύο κόσμων αποτελεί αμοιβαίον χρέος -μεστόν προσδοκίας».
Την 31 ην Δεκεμβρίου του 1991, μιλώντας στον 9,84, ο τότε Δήμαρχος Αθηναίων Αντώνης Τρίτσης έλεγε:
«Μπορεί να παίξει η Ορθοδοξία τεράστιο ρόλο, γιατί είναι το μόνο κομμάτι του Χριστιανισμού που δύναται να έχει επικοινωνία και σχέση αλληλοσεβασμού με τον κόσμο του Ισλάμ. Είμαστε η γέφυρα ασφαλείας σε μια εποχή που αναμετρώνται θρησκείες και εθνότητες και η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει ένα κομβικό σημείο ειρήνης, κυρίως επειδή είναι καρδιά της Ορθοδοξίας».
Επίκαιρα λόγια, σήμερα που η αντίσταση κατά του ιμπεριαλισμού εμπνέεται από το Ισλάμ και που η χώρα μας κινδυνεύει να υποστεί επιπρόσθετες συνέπειες της συμπράξεως της με τους εχθρούς των λαών.
Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στην Κωνσταντινούπολη. Αν η τουρκική κυβέρνηση δεν δεχθεί να εξασφαλίσει το μέλλον του Πατριαρχείου, αυτό θα κηρύξει, αναγκαστικά, εαυτό σε διωγμό, αναγνωρίζοντας μια πραγματικότητα. Βασιζόμενο στην θέση του μέσα στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Και βασιζόμενο στην συμπαράσταση όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών. (Με πρώτη την Εκκλησία της Ελλάδος, σε πνεύμα υιικό και όχι δικανικό. Το ίδιο πνεύμα οφείλει να επιδείξει το ένοχο, όπως είπαμε, ελλαδικό κράτος, ενσωματώνοντας στην νομοθεσία του, αν αυτό είναι τεχνικώς αναγκαίο, ολόκληρη την Πράξη του 1928.)
Επισφαλή, αντιθέτως, στηρίγματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου θα απεδεικνύοντο η παγκοσμιοποίησις, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, ο Πάπας, η Ευρωπαϊκή Ένωσις, το μεγάλο κεφάλαιο Τουρκίας και Ελλάδος. Εξάλλου, πραγματική Εκκλησία είναι η διωκόμενη. Στο Φανάρι πρωτάκουσα αυτή την αλήθεια, από τον Σάρδεων Μάξιμο.
Η κήρυξις του Πατριαρχείου εν διωγμώ δεν είναι πιθανόν να οδηγήσει στην βιαία έξωσί του από την Τουρκία. Και στην απίθανη. Όμως τέτοια περίπτωση, θα αυξηθεί η σημασία των Νέων Χωρών για τη Μεγαλη Εκκλησία.
Προσθέτω, τέλος, ότι το ίδιο προκύπτει αν προεκτείνουμε, απλα στο μέλλον τα σημερινά δεδομένα, αμετάβλητα.