
εν είδει αντιλόγου στο άρθρο του κου Γ. Ρακκά
Της Αθηνάς Χαραλαμπόγλου
Με γνώμονα το πολυπόθητο «μέτρο», θα προσπαθήσω να εκφράσω μία διαφορετική άποψη αυτού του φαινομένου που παίρνει τη μορφή νέου παγκοσμιοποιημένου κοινωνικού κινήματος στις μέρες μας και, εν μέσω κρίσης Covid-19, φτάνει να ταλανίζει το δημόσιο λόγο και στη χώρα μας, με κύμα δημοσιοποιήσεων και δημοσιεύσεων.
Πρώτα απ’ όλα νομίζω ότι οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι το κίνημα #MeToo δεν έρχεται να αποκαλύψει και να υποδείξει τίποτε άλλο από αυτό που ήδη γνωρίζαμε, απ’ αυτό που έχουμε αντιμετωπίσει με τον άλφα ή το βήτα τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, απ’ αυτό που συζητήσαμε ήδη πολλές φορές, στις χαμηλόφωνες εκμυστηρεύσεις μας ή στις ιδιωτικές μας συζητήσεις, με λιγότερη ή περισσότερη συναισθηματική φόρτιση, ανάλογα με την απόσταση από τα γεγονότα, την αποστασιοποίηση ή τη φάση εκλογίκευσης. Νομίζω ότι όλες και όλοι θα συμφωνήσουμε ότι αποτελεί ένα θέμα που, έστω και περιθωριακά, άπτεται των πολιτισμικών μας «τρόπων» και «ηθών», της «ανταλλακτικής» αντίληψης που υπάρχει και καλά κρατεί στους περισσότερους τομείς της δραστηριότητάς μας, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, τόσο στις λεγόμενες ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες, όσο και σε αυτές με χαμηλότερους δείκτες ανάπτυξης. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για ανακάλυψη, ούτε καν για αποκάλυψη, αλλά για καταγγελία, με στόχο την μεταβολή μιας δεδομένης, ωστόσο, καλά κρυμμένης κατάστασης, κάποιων τρόπων συνδιαλλαγής που προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, δηλώνουν έκπτωση ηθών, ακόμα κι όταν δεν πρόκειται για υποθέσεις κακουργηματικού χαρακτήρα.
Δεν περνά απαρατήρητο το γεγονός ότι πρόκειται για ένα κίνημα που έγινε παγκοσμίως γνωστό και πήρε άλλες διαστάσεις όταν άρχισαν να δημοσιοποιούν τις εμπειρίες τους γυναίκες από την καρδιά «της κοινωνίας του θεάματος», από το ηγεμονεύον και ηγεμονικό Χόλυγουντ. Ήταν τόσο καταλυτική η δημοσιοποίηση, που άρχισε να επεκτείνεται και σε άλλες χώρες και σε άλλους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, όπου τίθενται θέματα ιεραρχίας, κοινωνικής κινητικότητας και αποκλεισμού – όπου τελικά κι αν συντελείται η κοινωνική αναπαραγωγή, για να αποκαλύψει τις συχνές πρακτικές ενός συστήματος εξουσίας, σαθρού και χυδαίου που καταχράται και ευτελίζει την ανθρώπινη διάσταση όταν δεν την ακυρώνει απευθείας και μαζί της ό,τι πιο ευγενές μπορεί να γεννήσει η προσδοκία και η δημιουργικότητα.
Το αν οι κοινωνίες μας εξακολουθούν να είναι (λιγότερο ή περισσότερο) πατριαρχικές ή όχι το καθομολογούν τα αποτελέσματα της έρευνας, είτε αυτά προβάλλουν έμφυλες μισθολογικές ανισότητες είτε διαφορές στην κοινωνική ή/και επαγγελματική άνοδο, έμφυλο χάσμα σε ανώτερες και διευθυντικές θέσεις, στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, κ.λπ., ακόμα και στις Σκανδιναβικές χώρες· πολύ περισσότερο κατατοπιστικές είναι οι ποιοτικές έρευνες που προσπαθούν να ανιχνεύσουν τους τρόπους ανόδου ή αποκλεισμού και περιθωριοποίησης. Η ίδια η εμφάνιση και εξάπλωση των σπουδών φύλου, γυναικείων σπουδών, του έμφυλου λόγου, η προσέγγιση και η ερμηνεία των πολιτισμικών φαινομένων με κριτήρια φύλου (αρρενωπότητας – θηλυκότητας), πέρα από ή σε συνδυασμό με άλλα κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά, υποδεικνύει την ανάγκη ανίχνευσης και καταδήλωσης των τρόπων της κοινωνικής κατασκευής του φύλου και των ανισοτήτων που οι στερεότυπες αντιλήψεις δημιουργούν. Άλλωστε, σε αυτού του είδους τις μελέτες, όροι όπως «ετεροπατριαρχία» αλλά και «ομοπατριαρχία» δεν είναι άγνωστοι.
Αν το κίνημα εκδήλωσε το πρώτο του ξέσπασμα ολκής στο κέντρο «της κοινωνίας του θεάματος» είναι γιατί εκεί μπορούσε να το κάνει. Οι προβολείς της δημοσιότητας είναι μόνιμα στραμμένοι εκεί και η διάδοση/μετάδοση εγγυημένη. Επίσης, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι δημοσιοποιήσεις και οι καταγγελίες γίνονται (κυρίως) από γυναίκες που έχουν καταξιωθεί στο χώρο της δραστηριότητάς τους. Για άλλη μία φορά, αυτό γίνεται γιατί αυτές μπορούν. Το όμορφο κοριτσάκι που αποκλείεται, σύμφωνα με την άλογη και διαφορική αντίληψη, να είναι και έξυπνο και μελετηρό δεν μπορεί να το κάνει, γιατί έτσι θα αποδείξει, σύμφωνα πάλι με την ίδια αντίληψη, την κουταμάρα της. Το λιγότερο αρρενωπό αγοράκι, επίσης δεν μπορεί να το κάνει, γιατί θα περιθωριοποιηθεί ακόμη περισσότερο. Η μεσήλικη εργάτρια πάλι δεν μπορεί, γιατί δεν θα βρίσκει δουλειά, κ.ο.κ. Οι κοινωνίες μας, με τον έναν ή άλλο τρόπο, έχουν να καταδείξουν μια απίστευτη ικανότητα να ενοχοποιούν το θύμα και, όσο πιο κοινωνικά αδύναμο θεωρείται αυτό, τόσο πιο πολύ θυματοποιείται, για να καταλήξουμε, έτσι, σε έναν κοινωνικό φαύλο κύκλο.
Για το αν το κίνημα ξεκινά από τη δημόσια καταγγελία και καταλήγει στο «δικαιωματισμό», νομίζω ότι για να γίνει αποδεκτό κάτι τέτοιο θα πρέπει να έχουμε στο νου μας μια κάποιου είδους «κανονικότητα», ωστόσο, έχω την εντύπωση ότι, παρόλο που υπάρχει μία τάση που θεωρεί πως σε συγκεκριμένους χώρους η σεξουαλική ελευθεριότητα αποτελεί ανταλλακτική αξία, την ίδια στιγμή, κάτι τέτοιο δηλώνει ταυτόχρονα μια παρακμιακή έλλειψη κοινωνικής συνοχής, μια βαθιά ριζωμένη αδιαφορία μπρος σε ένα ασπόνδυλο σύνολο ατομικοτήτων, οι οποίες προσπαθούν να κάνουν την κοινότητα να αποδεχτεί, να ενστερνιστεί «θυσίες» παντός είδους στο βωμό της δηλωμένης αλαζονείας και της καλυμμένης χυδαιότητας.
Τώρα, αν η αποκάλυψη των πρακτικών που καταγγέλλει το #MeToo συντελούν στη «δολοφονία χαρακτήρων» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης – που είναι αλληλένδετα, ούτως ή άλλως, μεταξύ τους – οι αιτίες του φαινομένου νομίζω ότι θα έπρεπε να αναζητηθούν στον ίδιο τον τρόπο λειτουργίας των ΜΜΕ (και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης)· άλλωστε, δεν είναι το μοναδικό θέμα για το οποίο τα μέσα αναλαμβάνουν άτυπο αλλά ουσιαστικό ρόλο δικαστή, κυρίως με τον τρόπο προβολής ή απόρριψης της είδησης. Εξάλλου, δεν θα ήταν αναφορά σε καμία ιδέα εκδίκησης, αν αναγνωρίζαμε πώς αμέτρητοι άνθρωποι έχουν «δολοφονηθεί» ηθικά, ψυχολογικά και επαγγελματικά, ανώνυμα και με υπονοούμενα ή νεύματα, ακριβώς λόγω κοινωνικού στιγματισμού του θύματος.
Μπορούμε να το καταλάβουμε αν ρίξουμε μια ματιά στο πρωτόλειο και ανεπαρκές νομικό πλαίσιο που ισχύει σχετικά με τέτοιες περιπτώσεις ακόμη και στις ανεπτυγμένες κοινωνίες του δυτικού κόσμου – ενδεικτικές επί του θέματος είναι οι δηλώσεις του Έλληνα Πρωθυπουργού σχετικά με την εκκρεμούσα ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας στο εθνικό δίκαιο. Επιπλέον, είναι γνωστό ότι τέτοιες υποθέσεις, πέρα από τη δυσκολία τεκμηρίωσης, είναι χρονοβόρες και κοστοβόρες – σίγουρα δεν μπορεί να αναλάβει το ηθικό και οικονομικό κόστος η κυρία με τη μαντίλα, καθώς, ακόμα κι αν της περάσει από το μυαλό, το πιο πιθανό είναι να μην προλάβει να δει αίθουσα δικαστηρίου, καθώς θα έχει λιθοβοληθεί στην πλατεία για παραδειγματισμό. Άλλωστε, μια ματιά σε παλιότερα ανάλογα κοινωνικά κινήματα, όπως αυτό του φεμινισμού, διδάσκουν ότι η ταξική του διάσταση χάθηκε κάπου στο δρόμο του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και, τελικά, το κίνημα πέτυχε κάποια αποτελέσματα στη φιλελεύθερη (liberal) εκδοχή του – καθώς σουφραζέτες είχαν τη μόρφωση και τα οικονομικά μέσα.
Παρεμπιπτόντως, καμία από τις περιπτώσεις που εγώ γνωρίζω εδώ και χρόνια, και δεν αφορούν μόνο γυναίκες, δεν έχει καταγγελθεί και, φυσικά, ούτε κι εγώ θα είχα το δικαίωμα να μιλήσω γι’ αυτές, παρά μόνο αφηρημένα και γενικά. Τόσος νεανικός ενθουσιασμός, ακόμη και ερωτισμός, όπου η απελευθέρωση σκόνταψε στον εκμαυλισμό, ποιητικές συλλογές που η ορμή τους ισοπεδώθηκε από τον κυνισμό πριν εκδοθούν, καριέρες που έμειναν μετέωρες να χάσκουν μπρος σε μια άρνηση να μπουν στο «παιχνίδι», «προληπτικές» συκοφαντίες που απαίτησαν χρόνια προσπάθειας για να αποπλυθούν, αποτέλεσαν τραγωδίες χωρίς κάθαρση που όλο και κάτι έχουμε ακούσει γι’ αυτές. Ίσως να ξεπεράστηκαν με ένα γενναίο, ηχηρό γέλιο αυτοσαρκασμού, μια σιωπηρή «Επούλωση» (Τίτος Πατρίκιος) ή μια «δολοφονία του παρελθόντος», του προσωπικού, του συμβολικού. Όχι πως κινδυνεύουν ο Όμηρος, ο Αισχύλος, Ο Βιργίλιος και ο Σαίξπηρ, παγκόσμιες αξίες του ανθρώπινου πνεύματος. Άλλωστε, την Αντιγόνη δεν θέλησε να την «αποβάλει» κανένα κίνημα καταγγελίας και διεκδίκησης από την εκπαίδευση· εξάλλου, ας μη γελιόμαστε, την Αντιγόνη θέλησαν να «αποβάλουν», όχι το Σοφοκλή.
Όσον αφορά την «προοπτική συμφιλίωσης» τώρα, φαντάζομαι ότι κανείς δεν εννοεί κάποιο είδος συνδρόμου της Στοκχόλμης. Είναι πολλές και πολλοί αυτές και αυτοί που συκοφαντήθηκαν, περιθωριοποιήθηκαν και κανείς από τους θύτες δεν ευδόκησε ούτε για μια στιγμή να ζητήσει συγγνώμη· επιπλέον, στις περισσότερες περιπτώσεις η συκοφάντηση και η περιθωριοποίηση των θυμάτων στηρίχτηκε και «ευδοκίμησε» με την κοινωνική σύμπραξη μεγάλου μέρους της κοινωνίας, επιστημόνων που «ξέχασαν» να ελέγξουν τις πηγές της πληροφορίας ή τα συμφέροντα του «αγγέλου», συνεργατών που τάχτηκαν να υπηρετήσουν καλύτερα τον εργοδότη τους μια που άδειασε θέση, φιλόδοξων νέων που έσπευσαν να αδράξουν την ευκαιρία, καθώς πίστεψαν ότι θα τα κατάφερναν καλύτερα σ’ ένα παιχνίδι που ήταν απλώς στημένο, και ίσως να τα κατάφεραν κιόλας, να αποδείχτηκαν πιο καπάτσες και καπάτσοι μπρος στην παρενόχληση, με λιγότερη ευθιξία, να μην δημιούργησαν καν τέτοια «προβλήματα», κ.ο.κ.
Νομίζω, λοιπόν, ότι την προοπτική συμφιλίωσης θα πρέπει να την αναζητήσουμε στην όλο και μεγαλύτερη ενσωμάτωση ταυτοτικών ομάδων με παρόμοια εμπειρία σε ένα κίνημα που καταγγέλλει ένα «τέρας» που δεν έχει καμία σχέση με τον ερωτισμό, μια «Λερναία Ύδρα» που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε και, απλώς, να αλλάζουμε δρόμο, καθώς θεωρούμε ότι δεν μας αφορά. Ίσως η προοπτική συμφιλίωσης να έρχεται από την ενεργή εμπλοκή της κοινωνίας των πολιτών που καλείται να πάρει θέση και να αναλάβει δράση απέναντι σε πρακτικές και σε νοοτροπίες που καθορίζουν de facto το σύστημα αξιών μας.
Και για να καταλήξουμε στο ζήτημα του γάμου και της οικογένειας, γιατί να συμπράξουμε με τους φορείς μιας αντίληψης, μιας νοοτροπίας που τείνει να θεωρεί ότι το όνειρο κάθε ετεροφυλόφιλης γυναίκας χαμηλής εισοδηματικής τάξης είναι η τεκνοποίηση, ως κοινωνικός ρόλος της αναπαραγωγής της κικερώνειας prolis ή ο γάμος με τον ευκατάστατο αρρενωπό; Πιθανότατα, εμπρός στη φθορά μιας σχέσης, ο τελευταίος δεν θα της αφιερώσει κάποιο «Für Elise» (ακόμη εικασίες γίνονται σχετικά με την ταυτότητα της Elise)· ίσως να μην έχει κανέναν ηθικό ενδοιασμό να την κατασυκοφαντήσει στη μισή Ευρώπη, όπου μπορεί και θα βρει ευήκοα ώτα, αφού προηγουμένως της τραγουδήσει το «ήσουνα τι ήσουνα μια παξιμαδοκλέφτρα». Για μια ακόμη φορά, νομίζω πως τίθενται θέματα ελευθερίας, ισότητας, αξιοπρέπειας σε εποχές «εξαρτημένης» ανοδικής κινητικότητας.
Αθηνά Χαραλαμπόγλου, 4.2.2021