Του Δημήτρη Κουρέτα*
Η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών απέδειξε ότι το πρότυπο ανάπτυξης της χώρας, που στηριζόταν σε αύξηση του δανεισμού και της κατανάλωσης εις βάρος της αποταμίευσης και των επενδύσεων, αλλά και της παραγωγής, δεν ήταν βιώσιμο γιατί δεν στηριζόταν στη λεγόμενη πραγματική οικονομία, δηλαδή σε αύξηση παραγωγής, αλλά σε αύξηση κατανάλωσης, η οποία πάλι είχε έρεισμα μόνο σε χρήση δανεικού και τεχνητά φθηνού χρήματος. Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτού του προτύπου ανάπτυξης είχε να κάνει με τη σύγκριση της χώρας με άλλες χώρες της ΕΕ όσον αφορά στα ποσοστά συμμετοχής της αγροτικής παραγωγής γενικά στο ΑΕΠ. Έτσι, η συνεχής συρρίκνωση της συμμετοχής του πρωτογενούς τομέα στο ΑΕΠ εθεωρείτο σημάδι ωρίμανσης της ελληνικής οικονομίας, καθώς μας είχαν πείσει ότι πρέπει να ξεφύγουμε από το παραδοσιακό «παλαιομοδίτικο» πρότυπο και να μοιάσουμε περισσότερο προς τις ανεπτυγμένες οικονομίες της ΕΕ. Προσπάθησαν λοιπόν λυσσαλέα να γίνουμε Ευρωπαίοι. Και «γίναμε», τελικά.
Η διεθνής βιβλιογραφία μάς προσφέρει πετυχημένα παραδείγματα χωρών από τα οποία η χώρα μας θα μπορούσε να αντλήσει χρήσιμα, πρακτικά και υλοποιήσιμα διδάγματα για το πώς κατάφεραν αυτές οι χώρες να αντιμετωπίσουν ανάλογες κρίσεις. Η Νέα Ζηλανδία, για παράδειγμα, είναι μία τέτοια περίπτωση χώρας με αρκετές ομοιότητες με την Ελλάδα, όχι μόνο γεωγραφικές και κλιματικές, αλλά κυρίως οικονομικές και δομικές. Η Νέα Ζηλανδία πέρασε παρόμοια οικονομική κρίση χρέους στις αρχές της δεκαετίας του 1980, είχε παρόμοια ανεπτυγμένο αγροτικό τομέα με παρόμοια δομικά προβλήματα και κατάφερε όχι μόνο να αντεπεξέλθει, αλλά να έχει μεταρρυθμίσει και καταστήσει τον αγροτικό της τομέα έναν βασικό αναπτυξιακό πυλώνα της οικονομίας της. Οι συνεχώς αυξανόμενες εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και τροφίμων και η αυξανόμενη συμμετοχή τους στο σύνολο των εξαγωγών της χώρας δείχνουν την κάθε άλλο παρά μείωση της σημασίας του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας. Το επιτυχημένο παράδειγμα της Νέας Ζηλανδίας δημιουργεί γόνιμο έδαφος για περαιτέρω δημόσια συζήτηση των προβλημάτων που περνάει η χώρα μας και της λεγόμενης παραγωγικής ανασυγκρότησης. Η Ελλάδα μπορεί να αντλήσει ιδέες από τις επιτυχημένες πρακτικές που εφαρμόστηκαν στη Νέα Ζηλανδία έτσι ώστε να μπορέσει να μάθει από τη διαχείριση της κρίσης εκεί, τα μέτρα που ελήφθησαν προς αντιμετώπισή της και τα αποτελέσματά τους. Προσαρμόζοντας αυτές τις πρακτικές στις δικιές της ανάγκες και ιδιαιτερότητες, η χώρα θα μπορέσει να βρει επιτέλους τον δρόμο προς την ανάπτυξη.
Η σύγχρονη γεωργία μικρών χωρών όπως η Ελλάδα απαιτεί μικρές παραγωγές εξειδικευμένων προϊόντων τα οποία:
- Είτε θα χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη για την παραγωγή καινοτόμων, μοναδικών τροφίμων, ελκυστικών στον καταναλωτή, ικανών να εξαχθούν στην παγκόσμια αγορά,
- Είτε θα εξαχθούν ως έχουν, ως μοναδικά ελληνικά προϊόντα, ύστερα από μία βασική επεξεργασία (όπως καθαρισμός) και κατάλληλα συσκευασμένα με βάση τις διεθνείς προδιαγραφές.
Και στις δύο περιπτώσεις επιτυγχάνεται η παραγωγή τελικού διατροφικού, μοναδικού, ελληνικού προϊόντος το οποίο θα πωληθεί στη διεθνή αγορά ως Greek brand name, με υψηλή προστιθέμενη αξία και συνεπώς με υψηλή τιμή τέτοια που να εξασφαλίζει τελικά ικανοποιητικό εισόδημα σε όλους τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων και των γεωργών.
Η ως άνω στρατηγική για την αποτελεσματική εφαρμογή της απαιτεί:
Α) Τον κατάλληλο σχεδιασμό και έρευνα για την παραγωγή του κάθε προϊόντος και,
Β) Τη συμμετοχή και συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων επιχειρηματικών κρίκων στην αλυσίδα διατροφής από το χωράφι στο ράφι, ήτοι τις επιχειρήσεις: α) του πρωτογενούς τομέα, β) της διακίνησης των αγροτικών προϊόντων, γ) της μεταποίησης και παραγωγής τροφίμων, δ) της διανομής, προώθησης, εξαγωγών, και ε) της λιανικής πώλησης.
Σε αυτήν τη συζήτηση ας μην ξεχνάμε ότι ο αγροτικός τομέας ήταν και είναι από τους λίγους ο οποίος, όχι μόνο αντιστέκεται στην κρίση, αλλά αυξάνει σταθερά τις εξαγωγές του. Η επάνοδος στην ανάπτυξη δεν έχει ανοίξει καθόλου ως συζήτηση. Καθόλου, όμως.
Αυτά ωστόσο, για να ξεκινήσουν να συζητιούνται σοβαρά στη χώρα, απαιτείται να το επιθυμεί η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας. Προς το παρόν δεν φαίνεται κάτι τέτοιο.
Οποιος θελήσει να βάλει τάξη εδώ πρέπει να βρει ανθρώπους που γνωρίζουν και να τους βάλει να σχεδιάσουν. Υπάρχουν τέτοιοι. Οποιος θελήσει να τους βρει να ξέρει ότι όλοι αυτοί, επειδή έχουν γνώμη και γνώση, είναι στο περιθώριο συνήθως. Για έναν απλό λόγο: Οποιος διακρίνεται από τη δουλειά του προκαλεί τη ζήλια των άλλων που απειλούνται. Ενώ όποιος διακρίνεται για άλλα πράγματα εκτός της δουλειάς του (π.χ. ενας καθηγητής που τραγουδάει), προκαλεί τον θαυμασμό των άλλων, γιατί δεν τους απειλεί, επειδή αυτός που είναι γνωστός είναι κάτι άλλο εκτός της δουλειάς του.
- καθηγητής Τμήματος Βιοχημείας-Βιοτεχνολογίας Παν/μίου Θεσσαλίας, πρώην αναπληρωτής πρύτανης