Ο μοναχός Κύριλλος Λαυριώτης καταλαμβάνει μία ιδιαίτερη θέση στον πνευματικό κόσμο του Ελληνισμού πριν την επανάσταση. Ανάμεσα στις γεωπολιτικές και ιδεολογικές ανατροπές στη Δύση και την ορθόδοξη αντίδραση, απέκρουσε τις ριζοσπαστικές ιδέες του Διαφωτισμού και ήρθε σε σύγκρουση με τον Ρήγα Φεραίο, συντηρώντας παράλληλα άσβεστο μένος κατά των Τούρκων και την ελπίδα για απελευθέρωση του Γένους δίχως ιδιοτελή ξένη ανάμειξη.
του Μάριου Νοβακόπουλου, διεθνολόγου | Δημοσιεύθηκε στο 119ο τεύχος του Άρδην
Η μελέτη και ο δημόσιος διάλογος για τη διανοητική ζωή του Γένους την ύστερη οθωμανοκρατία, κυρίως όσον αφορά τον νεοελληνικό Διαφωτισμό και τις εκκλησιαστικές επιφυλάξεις ή επιθέσεις κατά του, ενίοτε τίθεται σε ένα άκαμπτο δίπολο. Από τη μία δηλαδή τονίζεται η κριτική προς την Εκκλησία και η πολιτισμική στροφή προς την Δύση που χαρακτήρισε πρόσωπα όπως ο ανώνυμος Έλλην της «Νομαρχίας» και ο Αδαμάντιος Κοραής, από την άλλη δε προβάλλεται η αντίδραση στον Διαφωτισμό και η απόρριψη των εξ Εσπερίας ιδεών, στον βαθμό που δικαιολογείται η οθωμανική επί του Γένους δυναστεία (π.χ. Πατρική Διδασκαλία). Ακολουθεί οξεία ιδεολογική αντιπαράθεση, με ηττημένη την ιστορική μελέτη, τη φιλοπερίεργη διάθεση του μαθητή, φοιτητή ή γενικά ενδιαφερομένου, και την κατανόηση του νεοελληνικού πολιτισμού. Ο στοχασμός της εποχής μελετάται ως στρατόπεδα και όχι ως φάσμα, ποικίλων απόψεων για τη Δύση, την Ορθοδοξία, τους Οθωμανούς, την ανάγκη και τον χρόνο της απελευθέρωσης κ.α. Ακόμη, η αποκλειστική ανάδειξη των «μεγάλων», όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Ρήγας Βελεστινλής και ο Αθανάσιος Πάριος (οι λοιποί αναφέρονται σποραδικά και ως ονόματα για αποστήθιση), αποκρύπτει ενδιάμεσες απόψεις, το δίκτυο μέσα στο οποίο δρούσαν οι άνδρες αυτοί, καθώς και τη γενεαλογία του νεοελληνικού πνεύματος, το οποίο δεν προκύπτει ως παρθενογένεση ενεργεία του γαλλικού πνεύματος, αλλά σε ένα μακρό συνεχές με την υστεροβυζαντινή, μεταβυζαντινή, λατινίζουσα και ησυχαστική παράδοση.
Μία τέτοια ενδιάμεση προσωπικότητα ήταν ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος Λαυριώτης. Ο Κύριλλος γεννήθηκε στην Πάτρα μεταξύ 1741 και 1744 και ήρθε από πολύ νωρίς σε επαφή με τον ορθόδοξο μοναχισμό, αφού οι γονείς του τον αφιέρωσαν στη μονή του γηροκομείου της πόλης. Το 1761 ο Κύριλλος εισήλθε στη Μονή Αγίας Λαύρας των Καλαβρύτων, με την οποία θα μείνει συνδεδεμένος για το υπόλοιπο της ζωής του. Τα Ορλοφικά του 1770 και η καταστροφή της Πελοποννήσου από τους Τουρκαλβανούς σημάδευσε τον Κύριλλο, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε και φυλακίστηκε υπό άθλιες συνθήκες στο Ναύπλιο μέχρι το 1778/79, οπότε και απελευθερώθηκε. Τα δεσμά αυτά θα γεννούσαν στην ψυχή του ένα άσβεστο μίσος εναντίον των Οθωμανών και τη θερμή ελπίδα η Θεία Πρόνοια να απολυτρώσει το Γένος από την κυριαρχία τους. Ο Κύριλλος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και εν τέλει στο Βουκουρέστι της τότε αυτόνομης και με ισχυρότατο ελληνικό στοιχείο Βλαχίας (1780/81), όπου και θα περνούσε το υπόλοιπο της ζωής του. Από μία πρόσκαιρη επιστροφή του στην Αγία Λαύρα το 1796 έχει σωθεί στο αρχείο της η πλούσια βιβλιοθήκη του. Στο Βουκουρέστι, ο Κύριλλος απασχολήθηκε ως οικοδιδάσκαλος για τα παιδιά ευγενών οικογενειών (βογιάρων), ζώντας μάλλον φτωχικά.
Η στάση του απέναντι στον Ρήγα Βελεστινλή και την Ελληνική Επανάσταση
Σε μία εποχή πρωτοφανών αναταράξεων για την Ευρώπη (Γαλλική Επανάσταση, πτώση των Βουρβώνων, Ναπολεόντειοι Πόλεμοι) οι οποίες επηρέαζαν άμεσα την Οθωμανική Aυτοκρατορία και άρα το Γένος, ο Κύριλλος Λαυριώτης βρέθηκε, ως οξύς, αλλά και επιφυλακτικός παρατηρητής. Απεχθανόταν την παραδοσιακή τάξη των (Ελλήνων και ελληνιζόντων) βογιάρων, την οποία θεωρούσε συμβιβασμένη και συνεργάτιδα των Οθωμανών. Από την άλλη απέκρουε τον «άθεο» Διαφωτισμό και τους Έλληνες λογίους που τον ενστερνίζονταν.
Καταφερόταν δριμύτατα κατά του Ρήγα Βελεστινλή, στο πρόσωπο του οποίου έβλεπε να συνδυάζονται αμφότερες οι παραπάνω ομάδες. Ο Κύριλλος τον έψεγε επειδή εξέδωσε μία «αφύσικον Φυσικήν» που μετέφρασε από τα γαλλικά (η υπερβολική ενασχόληση με τις θετικές επιστήμες είχε καυτηριαστεί από ορισμένους εκκλησιαστικούς κύκλους) και – κυρίως – επειδή στηριζόταν στον Ναπολέοντα και όχι στις εσωτερικές δυνάμεις του Γένους και τη βοήθεια του Θεού. Όταν ο Ρήγας συνελήφθη από τις αυστριακές αρχές, το όνομα του Κυρίλλου βρέθηκε στα έγγραφά του, κάτι που οδήγησε τους ανακριτές να τον θεωρήσουν μέλος της επαναστατικής οργάνωσης. Είναι πιθανό οι δύο άνδρες να αλληλογραφούσαν ή και να είχαν γνωριστεί, όσο ο Ρήγας βρισκόταν στο Βουκουρέστι.
Όταν ο τελευταίος συνελήφθη και θανατώθηκε από τους Οθωμανούς, ο Κύριλλος Λαυριώτης έγραψε με κακεντρέχεια πως τον έφαγαν τα ψάρια του Δούναβη, ενώ η ψυχή του έγινε «ὕλη τῆς αἰωνίου κολάσεως».
Όταν ξέσπασε η επανάσταση στη Μολδοβλαχία, ο Κύριλλος ασκησε κριτική στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, κατηγορώντας τον πως οι δυνάμεις του φέρθηκαν στον τοπικό πληθυσμό σκληρότερα από ό,τι οι Οθωμανοί. Η απόπειρα να συνδεθεί η επανάσταση με τη Ρωσία επίσης δυσαρέστησε τον Κύριλλο, ο οποίος απέρριπτε κάθε ιδέα περί συνδρομής του «ξανθού γένους» στην απελευθέρωση των Ελλήνων, θεωρώντας τους Ρώσους εκπεσόντες από την ορθόδοξη οδό και αναξιόπιστους. Δύσκολα θα μπορούσε να απορριφθεί αβασάνιστα αυτή του η επιφύλαξη – είχε ζήσει οδυνηρότατα τον όλεθρο των Ορλοφικών και την εγκατάλειψη των εξεγερμένων Ελλήνων από τους Ρώσους στο έλεος των Τουρκαλβανών. Αντίθετα, είχε δει με συμπάθεια την επανάσταση των Σέρβων κατά των Τούρκων, η οποία έγινε με ίδιες δυνάμεις και οδήγησε στη δημιουργία αυτόνομης ηγεμονίας. Με το ίδιο κριτήριο ο Κύριλλος αντέδρασε με ενθουσιασμό στον ξεσηκωμό του Μοριά και της Ρούμελης τον Μάρτιο του 1821. Τα ίδια του τα γραπτά αποτυπώνουν τη χαρά του πρεσβύτη μοναχού – η γλαφυρή περιγραφή της αθλιότητας των υποδούλων τονίζει ακόμη περισσότερο το ένδοξο της επανάστασης και την αυτοπαράδοση στη θεία αρωγή:
«Ὀλίγαι χιλιάδες ὀρθοδόξων, Ἑλλήνων ἀπόγονοι, ἄοπλοι, ἄνιπτοι, πενέστατοι, κατεσκωληκότες ἐκ τῆς πενίας καί τῆς τυραννικῆς δουλείας, ἀγύμναστοι τά πολεμικὰ, γυμνητεύοντες, ἀνυπόδυτοι, ἀνεπιστήμονες, πάντη ἀγράμματοι, ἄκρως χυδαίοι, οὐδεμίαν καταφυγήν, οὐδέ ἀνθρωπίνην βοήθειαν ἔχοντες, ἐγερθέντες τοῦ πολυχρονίου πτώματος (τῆς δουλείας), τῇ τοῦ Χριστοῦ δυνάμει ἀντιστήσονται καί τόν ἄκαμπτον αὐτοῖν (των Τούρκων) και τυραννικόν τράχηλον καταπατήσουν»
Ο Κύριλλος πέθανε το 1829, έχοντας προλάβει να δει την Ελλάδα ελεύθερη – αν και ύστερα από ισχυρή ξένη επέμβαση (ναυμαχία Ναυαρίνου, γαλλική εκστρατεία στην Πελοπόννησο, ρωσοτουρκικός πόλεμος). Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον ιστορικά εάν γνωρίζαμε σήμερα πώς ένιωθε για το νέο καθεστώς εξάρτησης του νεοτεύκτου ελληνικού κράτους. Θα μπορούσαμε να πούμε, από την άλλη πλευρά, ότι ευτύχησε να πεθάνει χωρίς να δει τη βαυαροκρατία και τη συμπεριφορά της απέναντι στην Ορθοδοξία.
Η ερμηνεία της Αποκάλυψης και το όνειρο της ορθόδοξης αυτοκρατορίας
Το βασικό έργο του Κυρίλλου Λαυριώτη, μέσα από το οποίο προκύπτει η αντίληψή του για τον τρόπο απελευθέρωσης των Ελλήνων και το μέλλον του κόσμου («γεωπολιτική σκέψη» θα λέγαμε, ελαφρώς καταχρηστικά, σήμερα) ήταν η ερμηνεία του πάνω στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Αρχίζοντας το 1792 ο Κύριλλος θα γράψει και ξαναγράψει την πραγματεία του έντεκα φορές, με την τελευταία έκδοση (1817-1821/23 με συμπληρώσεις το 1826) να καταλαμβάνει τη μνημειώδη έκταση των 5.256 χειρογράφων σελίδων, δεμένων σε οχτώ τόμους. Αποτελεί τη μεγαλύτερη ελληνική ερμηνεία πάνω στο τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, έχει δε απασχολήσει πολλούς νεότερους ερευνητές όπως ο Κορδάτος, ο Δυοβουνιώτης και ο Δημαράς. Βασικός άξονας της ερμηνείας του Κυρίλλου είναι η προσδοκία για την έλευση ενός ευσεβούς και εκ πενίας ορθοδόξου αυτοκράτορα, ο οποίος θα συντρίψει τις αντίχριστες δυνάμεις του παπισμού και του ισλάμ και θα εγκαθιδρύσει τη χιλιαστική βασιλεία η οποία προηγείται της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου.
Ως εδώ το έργο δεν καινοτομεί ιδιαιτέρως. Η μεταβυζαντινή και νεοελληνική χρησμολογία βασίστηκε στο συριακό κείμενο του 7ου αιώνος που έγινε εξαιρετικά δημοφιλές στο Βυζάντιο, την Αποκάλυψη του Ψευδομεθοδίου. Η ιδέα της αντεπιτιθέμενης (προ 1453) ανασυσταθείσας (μετά) Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εξακολουθεί να επηρεάζει προφητείες και εσχατολογικές ελπίδες, με τη διαφορά ίσως ότι ο Ψευδομεθόδιος προειδοποιούσε πώς, μετά τον πένητα βασιλέα, οι δυνάμεις του κακού θα αντεπιτίθεντο και θα σάρωναν τους ευσεβείς (πόλεμος των Γωγ και Μαγώγ), προτού επέμβει οριστικά ο Κύριος. Ο Κύριλλος όμως ξαφνιάζει με την προέλευση την οποία αποδίδει στον ερχόμενο λυτρωτή βασιλέα. Ενώ άλλοι της εποχής του, όπως ο Θεοδώρητος Ιωαννίνων, προσδοκούσαν τη λύτρωση από το «ξανθό γένος» των Ρώσων, τον «Μόσκοβο» των δημοτικών τραγουδιών, ο Κύριλλος Λαυριώτης απέκρουε κάθε ελπίδα από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής:
«Ὁρᾶτε καλῶς, προσέχετε ἀκριβῶς, λάβετε πρόνοιαν ἐν εαυτοῖς, μὴ πλάνῃ παραρρύητε Ἐνετῶν ἤ Ἰσπανῶν ἤ Γερμανῶν ἤ Γάλλων ἤ Ἄγγλων ῆ καὶ τῶν αὐτῶν τῶν ὁμογενῶν ὑμῖν Ῥώσων ἐπαγγελίαις τῆν ἀρχαίων ὑμῶν βασιλείαν ὅπλοις ἀνακτήσασθαι»
Αντίθετα, η σωτηρία θα ανέτειλλε από τη Γεωργία (Ιβηρία). Η Γεωργία, χώρα του Καυκάσου μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επί αιώνες είχε διατηρήσει την αυτονομία της, για να την απωλέσει στο μεταίχμιο 18-19ου αιώνος από τους Ρώσους. Η εξέλιξη αυτή αποτελούσε ένδειξη, σύμφωνα με τον Κύριλλο, για το πόσο είχε εκπέσει από τον ορθόδοξο δρόμο η Ρωσία. Αντίθετα η Γεωργία ήταν αξιέπαινη, ως ευσεβής ορθόδοξη χώρα η οποία αγωνιζόταν με τις δικές της δυνάμεις κατά των εισβολέων, όπως συμβούλευε ο Κύριλλος να κάνουν οι Έλληνες.
Ερμηνεύοντας τις επιστολές του Ιωάννη προς τις επτά Εκκλησίες της Ασίας, ο Κύριλλος προσπαθεί να τις ταυτίσει με χώρες και Εκκλησίες της εποχής. Η 6η Εκκλησία, εκείνη της Φιλαδελφείας (Απ. 3.7-13), ταυτίζεται με τη Γεωργία – η Ρωσία ακολουθεί 7η και τελευταία, με το σκεπτικό ότι οι Ρως του Κιέβου εκχριστιανίστηκαν αιώνες μετά τον Καύκασο. Καθώς ο άγγελος (επίσκοπος) της Φιλαδελφείας είναι ο μόνος που ο Χριστός (διά της γραφίδας του Ιωάννη) επαινεί χωρίς παρατηρήσεις ή επιτίμηση για σφάλματα, ο Κύριλλος θεώρησε ότι από εκείνον τον θρόνο θα προερχόταν ο πένης βασιλέας που θα ανόρθωνε την ορθόδοξη αυτοκρατορία. Ο χαρακτηρισμός του Χριστού ως «ὁ ἔχων τὴν κλεῖν τοῦ Δαυΐδ» στο συγκεκριμένο χωρίο γίνεται για τον Κύριλλο αφορμή να παρατηρήσει το πόσο συχνά ήταν τα ονόματα Δαβίδ και Σολομών στους Γεωργιανούς βασιλείς. Το γεγονός ότι στην ελληνιστική αρχαιότητα υπήρχαν τρεις πόλεις με το όνομα Φιλαδέλφεια (στη Λυδία, όπου και απευθύνεται η βιβλική επιστολή, στην Κιλικία και στην Παλαιστίνη, το σημερινό Αμάν της Ιορδανίας) συσχετίζεται με τις τρεις παραδοσιακές ηγεμονίες της Ιβηρίας, ύστερα από τη διάσπαση του πάλαι ποτέ ισχυρού γεωργιανού βασιλείου στα τέλη του Μεσαίωνα. Το ίδιο όνομα Φιλαδέλφεια θα προμήνυε τα ειλικρινή αισθήματα φιλίας που θα επιδείκνυαν οι Ίβηρες προς τους Έλληνες, αντίθετα με τους ιδιοτελείς Ρώσους. Η ρωσική κατοχή και προσάρτηση των γεωργιανών ηγεμονιών το 1800-1801 θα ήταν προσωρινή, με τον ερχόμενο Ίβηρα βασιλέα να ανορθώνεται για να εκπληρώσει τη θεία αποστολή του και την Ρωσία να τιμωρείται με σοβαρή εδαφική συρρίκνωση.
Η αναγεννημένη ορθόδοξη αυτοκρατορία θα νικούσε τους εχθρούς της, ιδίως το οθωμανικό «θηρίο», ενώ στη μετάνοια θα ωθούντο αιρετικοί, Ιουδαίοι, μωαμεθανοί και «βολταιριστές».
Επίλογος
Κλείνοντας αυτήν τη μελέτη, ίσως το ισχυρότερο μήνυμα είναι εκείνο με το οποίο άνοιξε. Η νεοελληνική διανόηση τις παραμονές της Επανάστασης ήταν πολύ περισσότερο ποικιλόμορφη από όσο την εμφανίζουν ορισμένες μορφές του δημοσίου διαλόγου. Ο Κύριλλος Λαυριώτης ήταν ένας ευλαβής μοναχός με προνοιακή-προνεοτερική αντίληψη της ιστορίας, την οποία κινεί ο Θεός και η οικονομία Του. Εχθρευόταν τις δυτικές ιδέες του κινήματος του Διαφωτισμού, θεωρώντας τις πλανεμένες και επιβλαβείς, δυνητικά καταστροφικές για το υπόδουλο Γένος. Ο φόβος από τα ριζοσπαστικά κηρύγματα φιλοσόφων όπως ο Βολταίρος, οι ανατροπές της Γαλλικής Επανάστασης και το όργιο της αντιχριστιανικής Τρομοκρατίας που ακολούθησε ήταν κοινός για τους περισσότερους κληρικούς της εποχής. Η εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο και η κατοχή των Επτανήσων έφερνε μία νέα τάξη πραγμάτων στο κατώφλι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με ό,τι αυτό μπορεί να σήμαινε για το μέλλον της Ορθοδοξίας και της ταυτότητας και οργάνωσης του Γένους. Μπροστά όμως στους «αντιχρίστους» Γάλλους ο Κύριλλος δεν ωραιοποίησε τους Οθωμανούς, ούτε καταδέχθηκε να τους θεωρήσει νόμιμη εξουσία και προστασία. Οι Τούρκοι ήταν τύραννοι και άπιστοι, μία σκληρή τιμωρία στο Γένος για τις αμαρτίες του. Μόνη οδός ήταν η αντίσταση αποκλειστικά με τις δυνάμεις των Ελλήνων, με παράλληλη εμπιστοσύνη και παράδοση στο θέλημα και την ελπίδα του Κυρίου. Για τον Αστέριο Αργυρίου ο Κύριλλος Λαυριώτης ήταν «ο πιο ένθερμος, ο πιο ουτοπιστής και ο πιο “τρελός” βάρδος της ελευθερίας των ορθοδόξων ραγιάδων, ασπαζόμενος και εκφράζοντας με τον δικό του, ιδιότυπο τρόπο τις περί απελευθέρωσης ελπίδες της μεγάλης πλειοψηφίας των υποδούλων ορθοδόξων λαών την εποχή εκείνη. Εξάλλου οι δριμύτατες κατηγορίες που διατυπώνει εναντίον της άρχουσας πολιτικής και οικονομικής τάξης, που αντί να επιδιώκει την απελευθέρωση αρέσκεται στη συμβίωση και τη συνεργασία με το οθωμανικό θηρίο, τον κατατάσσουν μεταξύ των πιο προοδευτικών αντιπροσώπων του ισχυρού αυτού ιδεολογικού ρεύματος».
Η σύγκρουσή του με τον Ρήγα Βελεστινλή είναι το κομμάτι της ιστορίας που προβληματίζει περισσότερο. Και αν η αντίθεση στον εκ Γαλλίας Διαφωτισμό είναι αναμενόμενη και σεβαστή από έναν κληρικό, η κατηγορία του Ρήγα ως αθέου και ασεβούς είναι υπερβολική και άδικη, για να μη σχολιαστεί η (απρεπέστατη για έναν χριστιανό) χαιρεκακία για το μαρτύριό του. Η Επανάσταση του 1821, την οποία με τόση χαρά υποδέχθηκε ο Κύριλλος Λαυριώτης, δίπλα από τον παραδοσιακό και ορθόδοξο χαρακτήρα της, εν μέρει καλλιεργήθηκε και προετοιμάστηκε από τα καινά δαιμόνια της Δύσης. Αντιδιαφωτιστής και αντιτούρκος, αντιδραστικός και πατριώτης, η προσωπικότητα του Κυρίλλου αποτελεί ζωντανό παράδειγμα ανατροπής των συγχρόνων στερεοτύπων και –γιατί όχι;– ένα εξαιρετικό σημείο για την ανάπτυξη μιας πιο ισορροπημένης εικόνας για την ιστορία του νεοελληνικού πνεύματος.
Σημείωση: Περίπου σύγχρονος με τον Κύριλλο Λαυριώτη από την Πάτρα ήταν ο ομώνυμός του από τη Μεσσηνία, ο οποίος πήρε το προσωνύμιό του διότι ασκήτευσε στη μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, όπου συνέγραψε εκκλησιαστική ιστορία. Παλαιότεροι μελετητές τούς ταύτιζαν (π.χ. Κ. Σάθας στη «Νεοελληνική Φιλολογία»).
* Το κείμενο είναι τμήμα ευρύτερης μελέτης, που θα δημοσιευθεί, μαζί με τη βιβλιογραφία, στην ιστοσελίδα του Άρδην.