Αρχική » Πευκοδάση και φωτιές: Οι βολικοί μύθοι

Πευκοδάση και φωτιές: Οι βολικοί μύθοι

από Άρδην - Ρήξη

Ο βιολόγος-περιβαλλοντολόγος Μαρτίνο Γκαίτλιχ σε μια αποκλειστική συνέντευξη στην ATHENS VOICE για τους βολικούς μύθους σχετικά με τα πευκοδάση και τις φωτιές.


Στην Ελλάδα, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, η δασική βλάστηση έχει αυξηθεί, παρά τις πυρκαγιές. Υπήρξαν βεβαίως και τοπικές μειώσεις, με εντονότερη την αποδάσωση σε παράκτιες, τουριστικές και πεδινές περιοχές. Οι δασικές πυρκαγιές υπήρχαν και πριν την εμφάνιση του ανθρώπου. Αλλά και στη σημερινή εποχή, βάσει όλων των δεδομένων, οι εμπρησμοί αποτελούν ένα δευτερεύον υποσύνολο. Ο ανθρώπινος παράγοντας, εκούσιος ή ακούσιος, είναι μεν υπαρκτός, αλλά το πραγματικό πρόβλημα είναι η γειτνίαση και η διείσδυση των οικισμών μέσα σε αυτά. Οι ζώνες ανάμειξης και διεπαφής δασών και οικισμών, αυξάνουν τον κατακερματισμό του δάσους, τον κίνδυνο για καταστροφικές πυρκαγιές,  και την πιθανότητα για ανθρώπινες απώλειες. 

Κύριε Γκαίτλιχ, ποιοί φταίνε για τις φωτιές στα δάση; οι εμπρηστές, οι οικοπεδοφάγοι, οι εχθροί μας; 

 
Υπάρχουν σίγουρα αρκετοί αστικοί μύθοι γύρω από το θέμα αυτό. Ας αρχίσουμε απομυθοποιώντας τον τελευταίο που αναφέρατε, με τη βοήθεια της απλής λογικής: Συχνά ακούμε ότι οι Τούρκοι ή κάποιοι «ξένοι πράκτορες» βάζουν τις φωτιές στα δάση της χώρας μας, όμως ας θυμηθούμε ότι οι δασικές πυρκαγιές δεν είναι ένα αποκλειστικά ελληνικό πρόβλημα αλλά, αντιθέτως, είναι ένα συχνότατο φαινόμενο στις χώρες της Μεσογείου, καθώς και σε άλλες περιοχές που έχουν παρόμοιο κλίμα, όπως η Καλιφόρνια και η Αυστραλία. Αν ίσχυε λοιπόν η θεωρία των «ξένων πρακτόρων», τότε ποιοι βάζουν τις φωτιές στην Ισπανία; Μήπως οι Πορτογάλοι; Ας προσεγγίσουμε λοιπόν το θέμα βασιζόμενοι στα δεδομένα και όχι σε θεωρίες συνωμοσίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών, οι περισσότερες δασικές πυρκαγιές οφείλονται αποδεδειγμένα σε αμέλεια. Βέβαια και η αμέλεια αποτελεί κι αυτή μια μορφή εμπρησμού, απλώς χωρίς πρόθεση και κίνητρο. Θυμάμαι έναν γνωστό καθηγητή Οικολογίας που συνήθιζε να λέει ότι ένας από τους κυριότερους εμπρηστές στην Ελλάδα είναι η ΔΕΗ, εννοώντας τους σπινθήρες από τους προβληματικούς μετασχηματιστές και τα υπέργεια καλώδια του δικτύου. Ασφαλώς και δεν αρνούμαι την ύπαρξη των εσκεμμένων πυρκαγιών και μάλιστα πάντα με ενδιέφερε η ιστορική και κοινωνική διερεύνησή τους, καθώς και η διαχρονική επίδραση ειδικά των κτηνοτροφικών πυρκαγιών στο τοπίο, αν και αυτό είναι ένα εντελώς διαφορετικό κεφάλαιο. Στη σημερινή εποχή όμως, βάσει όλων των δεδομένων, είναι σαφές ότι οι εκούσιοι εμπρησμοί αποτελούν ένα δευτερεύον υποσύνολο. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ο ανθρώπινος παράγοντας, εκούσιος ή ακούσιος, είναι μεν υπαρκτός, όμως ας μην ξεχνάμε ότι οι δασικές πυρκαγιές υπήρχαν στον μεσογειακό χώρο και πριν από την παρουσία του ανθρώπου. Όποια κι αν είναι τα αίτια, ανθρωπογενή ή φυσικά, έχουν μικρή σημασία στην εξέλιξη των πυρκαγιών, στις ζημίες και στην καταστροφικότητά τους. Όσοι λοιπόν διατείνονται ότι πίσω από τις δασικές πυρκαγιές στην Ελλάδα βρίσκονται πάντα κάποιοι εμπρηστές, κάνουν μία εσφαλμένη απλούστευση και αστοχούν στην προσέγγιση της ουσίας του προβλήματος. Και, ακόμα χειρότερα, απομακρύνουν τη συζήτηση από τη βαθύτερη κατανόηση του φαινομένου των πυρκαγιών στα μεσογειακά δάση. 

Έχετε υποστηρίξει με διάφορες ευκαιρίες, ότι παρά τις εκτεταμένες πυρκαγιές, το συνολικό δάσος στην Ελλάδα …αυξάνεται. Μαγική εικόνα;  Ζούμε σε μια δασωμένη χώρα και δεν το ξέρουμε; 
Η αύξηση της δασοκάλυψης της Ελλάδας δεν είναι μία άποψη ή ένας ισχυρισμός κάποιων. Είναι μια αντικειμενική διαπίστωση που βασίζεται σε συγκρίσεις αεροφωτογραφιών, ιστορικών φωτογραφιών, καθώς και δορυφορικών λήψεων. Όλες οι σχετικές μελέτες που έχουν γίνει και όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, δείχνουν μία ξεκάθαρη αύξηση. Το ποσοστό των δασών στη χώρα μας ξεπερνά το 25%. Αντιλαμβάνεστε ότι αν συμπεριλάβουμε τους θαμνώνες, τότε το ποσοστό αυτό προφανώς είναι ακόμα μεγαλύτερο. Η σημαντικότερη αύξηση της δασοκάλυψης στην Ελλάδα ξεκίνησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω της μείωσης του πληθυσμού της υπαίθρου και ιδίως λόγω της σταδιακής εγκατάλειψης των ορεινών και ημιορεινών περιοχών. Ένας άλλος, δευτερεύων, παράγοντας ήταν η σταδιακή μείωση της χρήσης των καυσόξυλων στη θέρμανση και στο μαγείρεμα. Σε μια γενική θεώρηση λοιπόν, ναι, έχει συνολικά σημειωθεί αύξηση των εκτάσεων με δασική βλάστηση, παρά τις πυρκαγιές. Υπήρξαν βεβαίως και τοπικές μειώσεις, με εντονότερη την αποδάσωση κυρίως σε παράκτιες και πεδινές περιοχές. Η απάντηση ωστόσο στο ερώτημά σας αν «ζούμε σε μια δασωμένη χώρα» είναι κάτι διαφορετικό που αφορά μάλλον σε μία εντύπωση, η οποία εξαρτάται από το πού βρίσκεται κανείς και ποιον ρωτάει: Εάν ρωτήσετε έναν τουρίστα, θα λάβετε διαφορετική απάντηση αν η συζήτησή σας γίνεται σε ένα τυπικό Κυκλαδονήσι, και διαφορετική στην Ευρυτανία. Επίσης, άλλη απάντηση θα σας δώσει ένας Άραβας και άλλη ένας Σκανδιναβός. 


Το σοβαρότερο πρόβλημα είναι προφανώς οι πυρκαγιές στα πευκοδάση. Γιατί συμβαίνει αυτό; 
Αρχικά να διευκρινίσουμε ότι όταν ο κόσμος αναφέρεται στα «πευκοδάση» εννοεί τα δάση της χαλεπίου και της τραχείας πεύκης. Έχει σημασία η διάκριση αυτή διότι στην Ελλάδα υπάρχουν συνολικά 7 διαφορετικά είδη πεύκων, τα οποία όμως εμφανίζουν ποικίλα οικολογικά χαρακτηριστικά και απαντώνται σε διαφορετικά ενδιαιτήματα, όπως για παράδειγμα το μαυρόπευκο και το ρόμπολο που είναι τυπικά ορεινά είδη πεύκης. Αντίθετα, η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη βρίσκονται σε χαμηλά συνήθως υψόμετρα, καθώς και σε παράκτιες και νησιωτικές περιοχές. Όσο και αν ξενίσει κάποιους αυτό που θα πω, τα πευκοδάση αυτά καίγονται τουλάχιστον μία ή δύο φορές μέσα σε κάθε αιώνα. Αυτό ήταν και παραμένει ένα φυσιολογικό φαινόμενο, άρρηκτα συνδεδεμένο με τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα. Γι’ αυτό και οι καλοκαιρινές πυρκαγιές στη χώρα μας, σε μεγάλο βαθμό, ταυτίζονται με τα δάση χαλεπίου και τραχείας πεύκης, καθώς και με τους μεσογειακούς θαμνότοπους. Οι ανθρωπογενείς παράγοντες έχουν αναμφίβολα πυκνώσει τις φωτιές στα οικοσυστήματα αυτά, ωστόσο η φυσική σύνδεση των δασών με τη φωτιά, παραμένει. Για να επανέλθω όμως στο ερώτημά σας, το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η φωτιά στα πευκοδάση αλλά η γειτνίαση με τους οικισμούς και η διείσδυση των οικισμών μέσα σε αυτά. Δηλαδή δημιουργείται μία ζώνη διεπαφής δασών και κατοικημένων περιοχών, η οποία αυξάνει τον κατακερματισμό του δάσους, τον κίνδυνο για καταστροφές σπιτιών και την πιθανότητα για ανθρώπινες απώλειες. 

Το δάσος καίγεται. Αυτό είναι αναπόφευκτο και μοιραίο; Πότε είναι «οικολογική καταστροφή» και πότε όχι;
Πρώτα-πρώτα να ξεκαθαρίσουμε ότι οι οικολογικές επιπτώσεις μιας πυρκαγιάς και οι επιπτώσεις στους ανθρώπους, είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Επίσης να τονίσω ότι -αντίθετα με τα όσα ακούγονται κατά καιρούς στα δελτία ειδήσεων – δεν υπάρχουν παρθένα δάση χαλεπίου ή τραχείας πεύκης. Όπως προανέφερα, τα δάση αυτά έχουν εξελιχθεί σε άμεση σχέση με τη φωτιά και είναι απόλυτα προσαρμοσμένα σε αυτήν. Ως εκ τούτου δεν μιλάμε για μία οικολογική καταστροφή αλλά για ένα στιγμιότυπο στη διαδοχή των μεσογειακών δασικών οικοσυστημάτων, το οποίο κάποια στιγμή θα συμβεί. Αντιλαμβάνομαι τα συνταρακτικά συναισθήματα που προκαλεί η εικόνα μιας δασικής πυρκαγιάς, όμως αυτό δεν συνεπάγεται αυτομάτως με οικολογική καταστροφή. Εκείνο που είναι πραγματικά καταστροφικό, ως προς τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, είναι όταν καίγονται δάση τα οποία δεν είναι προσαρμοσμένα στον κύκλο των συχνών περιοδικών πυρκαγιών, όπως τα ελατοδάση και ορισμένα δάση αρκεύθων. Ας δούμε με προσοχή τα πρώτα διδάγματα από το, σχετικά πρόσφατο, τραγικό παράδειγμα στην Πάρνηθα, μετά τη φωτιά που είχαμε το καλοκαίρι του 2007: Το καμένο πευκοδάσος που υπήρχε στα χαμηλότερα μέρη, έχει αναγεννηθεί, σε αρκετά σημαντικό βαθμό, και μάλιστα επεκτείνεται. Αντίθετα, το ελατοδάσος δεν δείχνει κανένα απολύτως σημάδι αναγέννησης. Ο λόγος για τη διαφορά αυτή είναι ότι το έλατο έχει ανάγκη από την ύπαρξη μιας «πρόδρομης βλάστησης», από κάποια συγκεκριμένα δασικά είδη, η οποία θα εξασφαλίσει τις απαραίτητες συνθήκες υγρασίας, σκιάς και προστασίας, μέσα στις οποίες θα μπορέσουν να αναπτυχθούν οι σπόροι και κατόπιν τα μικρά έλατα. Ως εκ τούτου, η φυσική αποκατάσταση του ελατοδάσους, εφόσον δεν παρεμποδιστεί από ανθρωπογενείς παράγοντες, θα χρειαστεί πάρα πολλές δεκαετίες. Σε κάποιες περιπτώσεις, ενδέχεται να μην γίνει ποτέ. Είναι λοιπόν επιτακτική ανάγκη να κατανοηθεί η αξία και η μοναδικότητα των δασών αυτών. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι δεν είναι όλα τα δάση ίδια. Δηλαδή, πρέπει να μπορούμε να διακρίνουμε την οικολογική διάσταση των δασών, ως οικοσυστήματα, και να μην τα βλέπουμε μόνον ως παραγωγούς οξυγόνου. 

Χρειαζόμαστε πράγματι αναδασώσεις, ή η αναγέννηση θα έρθει από μόνη της; 
Ο γενικός κανόνας είναι ότι η καλύτερη αναδάσωση είναι η φυσική αναδάσωση. Αυτό βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι θα αφήσουμε τη φύση ανενόχλητη και εφόσον δεν αλλάξει η χρήση γης μετά τη φωτιά. Στα πευκοδάση, η μεσολάβηση ενός χρονικού διαστήματος δεκαπενταετίας ή εικοσαετίας ανάμεσα σε δύο διαδοχικές πυρκαγιές, δεν εμποδίζει την αναγέννηση και διατήρηση των πευκοδασών. Πρέπει λοιπόν να γίνει από όλους κατανοητό, ότι ένα πευκοδάσος που έχει καεί, θα ξαναγίνει δάσος, μετά από δυο δεκαετίες περίπου, μέσω της φυσικής αναδάσωσης. Εάν όμως οι φωτιές επαναληφθούν σε μικρότερα χρονικά διαστήματα, τότε τα πεύκα δεν προλαβαίνουν να φτάσουν στην ηλικία παραγωγής κουκουναριών, άρα και σπερμάτων, οπότε το πευκοδάσος δεν μπορεί να αναγεννηθεί. Αντιστοίχως, για τους λόγους που προανέφερα, αυτή η αδυναμία αναγέννησης ισχύει και στις κατηγορίες των δασών που δεν είναι προσαρμοσμένα στις πυρκαγιές. Κατά συνέπεια, οι τεχνητές αναδασώσεις είναι μερικές φορές αναγκαίες. Ωστόσο, στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν απαιτούνται, και, σίγουρα, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως πανάκεια. Επίσης, δεν μπορούν να γίνουν από τον οποιονδήποτε φορέα, καλοπροαίρετο έστω, χωρίς επιστημονικό σχεδιασμό. Αναφέρω ενδεικτικά ορισμένα χαρακτηριστικά λάθη που γίνονται στις αναδασώσεις, όπως για παράδειγμα να γίνονται οι φυτεύσεις από ανεκπαίδευτους εθελοντές, συχνά σε λάθος εποχή ή με λάθος είδη δέντρων. Επίσης, ακόμα συχνότερα, δεν λαμβάνεται υπόψη η διαδικασία της φυσικής αποκατάστασης που μπορεί να έχει ήδη ξεκινήσει σε μια καμένη έκταση, ούτε η ευπαθής άγρια χλωρίδα που αναπτύσσεται στις περιοχές αυτές, όπως για παράδειγμα κάποια ενδημικά αγριολούλουδα τα οποία μπορεί να απειληθούν από τις, κατά τα άλλα καλοπροαίρετες, δενδροφυτεύσεις. Δυστυχώς βλέπουμε αρκετά τέτοια παραδείγματα, όπου γίνεται περισσότερο κακό παρά καλό. Η αποκατάσταση ενός καμένου δάσους είναι μια πολυσύνθετη και σίγουρα όχι άμεση διαδικασία, ενώ ο κόσμος θέλει γρήγορες λύσεις και εύπεπτες απαντήσεις. 


Μήπως θα βοηθούσε αν στις πυρόπληκτες περιοχές φυτεύαμε άλλα είδη: βελανιδιές, κυπαρίσσια ή ευκαλύπτους;  

Θα ξεκινήσω απαντώντας για τους ευκαλύπτους: Η απάντηση είναι κατηγορηματικά, όχι! Ως προς τα άλλα είδη, θα έλεγα, κατά περίπτωση, και ναι και όχι. Εξηγούμαι: Οι ευκάλυπτοι, αν και έχουν ένα ελληνοπρεπέστατο όνομα, είναι δέντρα που κατάγονται από την Αυστραλία. Μπορούμε να συνεχίσουμε να τους φυτεύουμε σε κήπους και σε δενδροστοιχίες, ωστόσο δεν έχουν θέση στις αναδασώσεις, για πολλούς λόγους. Πρωτίστως βέβαια, διότι δεν ανήκουν στα ελληνικά δασικά οικοσυστήματα και, επιπλέον, είναι και εύφλεκτα φυτά. Όπως ανέφερα και πριν, οι τεχνητές αναδασώσεις χρειάζονται επιστημονικό σχεδιασμό. Σύμφωνα λοιπόν με όλα τα επιστημονικά δεδομένα, που προκύπτουν από τις νεότερες έρευνες, είναι εντελώς εσφαλμένη πρακτική η χρήση ξενικών ειδών στην αποκατάσταση των δασικών οικοσυστημάτων. Ορισμένα τέτοια ξενικά είδη μάλιστα έχουν γίνει επίμονα ζιζάνια, όπως για παράδειγμα ο Αείλανθος, που είχε φυτευτεί ευρύτατα ως ταχυαυξές είδος. Οι βελανιδιές, τα κυπαρίσσια, καθώς και άλλα ιθαγενή δασικά είδη, μπορούν ασφαλώς να χρησιμοποιηθούν σε αναδασώσεις, στα κατάλληλα για αυτά ενδιαιτήματα (θέσεις) και έπειτα από σχετική ειδική μελέτη. Εν αντιθέσει με τα πεύκα, οι βελανιδιές είναι λιγότερο εύφλεκτα δέντρα και «επενδύουν» στον χρόνο. Είναι μακρόβια και βραδυαυξή φυτά και, κάποια είδη όπως η ήμερη βελανιδιά και η χνοώδης δρυς, μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν σε πολλές περιοχές χαμηλού και μέσου υψομέτρου. Ας μην σπεύσουμε όμως να προτείνουμε την πλήρη αντικατάσταση των πευκοδασών με άλλα είδη. Ας θυμηθούμε ότι τα πευκοδάση έχουν και οικονομική σημασία, καθώς φιλοξενούν παραγωγικές δραστηριότητες, με πρώτη και καλύτερη τη μελισσοκομία για την παραγωγή του πευκόμελου από τη μαρσαλίνα των πεύκων. Η «δαιμονοποίηση» του πεύκου όπως συνέβη και μετά από την πρόσφατη κακοκαιρία «Μήδεια», τον περασμένο χειμώνα, παραβλέπει το γεγονός ότι κάθε είδος δέντρου και κάθε δασικό οικοσύστημα, έχει τη δική του σημασία και αξία. 

Σύμφωνα με αυτά που επισημάνατε, θα μπορούσαμε να πούμε ότι και στα θέματα αυτά υπάρχει έλλειμμα οικολογικής γνώσης; 
Δεν πρόκειται απλώς για ένα έλλειμμα γνώσης. Είναι τόσο μεγάλες οι ελλείψεις των γνώσεων του κοινού στον κλάδο της Οικολογίας, όπως άλλωστε και στη Βιολογία γενικότερα, ώστε δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι υπάρχει πραγματικά ένας οικολογικός αναλφαβητισμός! Τα περισσότερα παιδιά που τελειώνουν στη σημερινή εποχή το σχολείο, δεν ξέρουν να ξεχωρίσουν τα βασικά είδη δέντρων και θάμνων της ελληνικής δασικής βλάστησης, ούτε καν τα είδη των δέντρων που απαντώνται μέσα στην πόλη, στη γειτονιά τους. Επιτρέψτε μου εδώ να αναφέρω ότι, τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια συστηματική υποβάθμιση της διδασκαλίας της Βιολογίας, στη σχολική εκπαίδευση. Ένα από τα πιο σκανδαλώδη παραδείγματα είναι το ότι ποτέ δεν διδάσκεται η Εξέλιξη στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, γεγονός που δημιουργεί – μεταξύ των άλλων – και σοβαρότατες αδυναμίες κατανόησης βασικών καθημερινών ζητημάτων, όπως διαπιστώσαμε και στην πανδημία του covid-19. Για να επιστρέψουμε όμως στο θέμα των δασικών πυρκαγιών, το έλλειμμα της γνώσης δεν αφορά μόνο την ελλιπή σχολική εκπαίδευση. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης έχουν επίσης μεγάλη ευθύνη σε αυτό. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι, δυστυχώς, έχουν πολύ λίγες γνώσεις για το θέμα. Στην καλύτερη περίπτωση, οι γνώσεις αυτές φτάνουν το πολύ μέχρι το λεγόμενο «τρίγωνο της φωτιάς», θερμότητα-οξυγόνο-καύσιμο, δηλαδή τους τρεις βασικούς παράγοντες που συντελούν σε μια πυρκαγιά. Στη χειρότερη περίπτωση, απλώς επαναλαμβάνουν διάφορα κλισέ, για την «πύρινη λαίλαπα που κατακαίει το πράσινο και τις ανθρώπινες περιουσίες». 

Για το ρόλο της κτηνοτροφίας και της βόσκησης, υπάρχουν συγκρουόμενες απόψεις. Που βρίσκεται η οικολογική αλήθεια;  
Η βόσκηση στα δασικά οικοσυστήματα έχει μεγάλη σημασία, είτε πρόκειται για αποτέλεσμα της παρουσίας άγριων φυτοφάγων ζώων, όπως τα ελάφια και τα ζαρκάδια, είτε για την εκτροφή αιγοπροβάτων. Η βόσκηση που γίνεται στο πλαίσιο της παραδοσιακής εκτατικής κτηνοτροφίας μπορεί να αποτελεί μέρος της αειφορικής διαχείρισης του δάσους. Προσοχή: αναφέρομαι στη βόσκηση, όχι στην υπερβόσκηση. Η υπερβόσκηση, δηλαδή η υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας, είναι πρόβλημα και παράγοντας υποβάθμισης των δασών. Ενταγμένη όμως στο κατάλληλο διαχειριστικό σχέδιο και τηρώντας τις προδιαγραφές που ορίζει η βοσκοϊκανότητα του κάθε δάσους, η εκτατική κτηνοτροφία συμβάλλει στη διατήρηση των διάκενων, των ξέφωτων και των λιβαδιών, και κατ’ επέκταση στην ποικιλότητα του δασικού περιβάλλοντος. 

Πόσα και ποια μέτρα πυροπροστασίας και πυρόσβεσης χρειαζόμαστε τελικά; Και ποιες είναι οι νέες συνθήκες που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή; 
Θα σας απαντήσω, στο πλαίσιο του δικού μου γνωστικού αντικειμένου, για τα μέτρα διαχείρισης που συμβάλλουν στην πρόληψη και αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών. Αρχικώς θεωρώ ότι πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητή η σχέση του πευκοδάσους, και γενικότερα των μεσογειακής δασικής βλάστησης, με τη φωτιά. Η φωτιά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του κύκλου της διαδοχής των οικοσυστημάτων αυτών και προϋπήρχε της ανθρώπινης παρουσίας σε αυτά. Ασφαλώς, η συνειδητοποίηση του φαινομένου αυτού δεν μας απαλλάσσει από τις ευθύνες μας. Είναι όμως μία οικολογική παράμετρος, την οποία πρέπει οπωσδήποτε να λάβουμε υπόψη μας, έτσι ώστε να γίνουμε αποτελεσματικότεροι στο σχεδιασμό της πυρόσβεσης και της δασοπροστασίας. Οι υπηρεσίες, καθώς και όσοι ζουν κοντά σε πευκοδάση, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι σίγουρα μια πυρκαγιά θα εκδηλωθεί σε αυτά, μέσα στη διάρκεια ενός κύκλου μερικών δεκαετιών. Επιπλέον, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι όσο περισσότερος χρόνος έχει περάσει από την τελευταία πυρκαγιά τόσο περισσότερο αυξάνεται ο κίνδυνος για να συμβεί μια νέα μεγάλη πυρκαγιά, καθώς συσσωρεύεται καύσιμη ύλη και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για συνοδές καταστροφές. Ο κίνδυνος αυτός όμως μπορεί να μειωθεί με την κατάλληλη διαχείριση της βιομάζας. Και, γενικά, ένα διαχειριζόμενο πευκοδάσος είναι λιγότερο ευάλωτο στις πυρκαγιές από ένα μη-διαχειριζόμενο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι τα πευκοδάση είχαν πολλές ανθρώπινες δραστηριότητες στο παρελθόν. Είναι πολύ λυπηρό το γεγονός ότι σήμερα αντιμετωπίζονται, σχεδόν αποκλειστικά, ως εν δυνάμει χώρος παραθεριστικής κατοικίας. Στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής πυροπροστασίας, μπορούν και πρέπει να ενταχθούν και μέτρα διαχείρισης που θα περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, τόσο την επιλεκτική υλοτομία όσο και τη βόσκηση. Η εφαρμογή τέτοιων διαχειριστικών πρακτικών, έχει επιπροσθέτως και οφέλη για την τοπική οικονομία και απασχόληση, καθώς οι συγκεκριμένες δραστηριότητες παρουσιάζουν και παραγωγικό ενδιαφέρον. Άλλα μέτρα που σίγουρα θα συμβάλλουν στην προστασία των δασών, είναι η υπογειοποίηση του ηλεκτρικού δικτύου, η ολοκλήρωση των δασικών χαρτών και η διασφάλιση του δασικού χαρακτήρα της χρήσης γης και μετά τη φωτιά. Ως προς την κλιματική αλλαγή, είναι σαφές ότι οι καύσωνες θα γίνουν συχνότεροι και ότι θα σημειώνονται και εκτός των θερινών μηνών, οπότε πρέπει αρχικά να διευρυνθεί η θεσμοθετημένη αντιπυρική περίοδος. Υπό το πρίσμα αυτών των μελλοντικών συνθηκών, θα πρέπει να αξιοποιηθούν όλα τα διαθέσιμα εργαλεία πυροπροστασίας και πυρόσβεσης, τα οποία έχουν ήδη δείξει θετικά αποτελέσματα, στην Ελλάδα ή και σε άλλες χώρες. Προς αυτήν την κατεύθυνση, μπορούμε να μάθουμε να δουλεύουμε μαζί με τη φωτιά, είτε με ελεγχόμενη καύση σε επίφοβες περιοχές κατά τους χειμερινούς μήνες, είτε με το λεγόμενο «αντιπύρ», δηλαδή τη χρήση φωτιάς μικρής έντασης και ελεγχόμενης συμπεριφοράς η οποία θα ανακόψει την πυρκαγιά. Αντιθέτως, ξεπερασμένες πρακτικές και εσφαλμένες παρεμβάσεις, όπως η πρόσφατη αποψίλωση της αναγέννησης του δάσους Κουκουναριάς στον Σχινιά, τον περασμένο Ιούνιο, για αντιπυρικούς λόγους υποτίθεται, αποτελούν παράδειγμα προς αποφυγή. Μας δείχνουν, δυστυχώς, ότι έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε μέχρι να μάθουμε να προστατεύουμε τα δάση μας με γνώση και αποτελεσματικότητα.

ΣΧΕΤΙΚΑ

4 ΣΧΟΛΙΑ

Ανώνυμος 9 Αυγούστου 2021 - 22:08

Καίριο!

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Νίκος Κ 13 Αυγούστου 2021 - 18:27

Επειδή συνδράμουν ιδιαίτερα σε μία γόνιμη συζήτηση για το τι να γίνεται από εδώ και πέρα, σε ένα πλαίσιο σοβαρών, σαν της ανάρτησης, αναλύσεων και προτάσεων, παρουσιάζω δύο περιπτώσεις που αξίζει να διαβαστούν
Μία του καθηγητή – Δασολογου Δημήτρη Μπακαλούδη όπως την πάρουσιάζει στη σελίδα του στο FB (Dimitris Bakaloudis)
Και μίας σειράς άρθρων – παρουσιάσεων στα πλαίσια ενός διαδικτυακού συνεδρίου με θέμα “ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΈΣ ΑΝΑΔΑΣΏΣΕΙΣ ΓΙΑ ΖΩΝΤΑΝΆ ΑΓΡΟΤΙΚΆ ΤΟΠΊΑ:Δημιουργώντας θέσεις εργασίας με αναζωογόνηση των Αγροδασικών συστημάτων για την κτηνοτροφία, την γεωργία, την μελισσοκομία και την βιοποικιλότητα στον αγώνα για την αντιμετώπιση της ερημοποίησης, της διάβρωσης και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. ”

Μεταφέρω πρώτα με “αντιγραφή επικόλληση” το άρθρο του κυρίου Δημήτρη Μπακαλούδη:
“τό δέ προνοεῖν καί προλαμβάνειν κρεῖττον ἔστι τοῦ θεραπεῦειν”
Οι δασικές πυρκαγιές, μικρής ή μεγάλης έκτασης και έντασης, ήταν και θα συνεχίσουν να είναι αναπόσπαστο στοιχείο της εξέλιξης των μεσογειακών οικοσυστημάτων. Άλλωστε, τα περισσότερα φυτικά είδη (ξυλώδη και μη) έχουν αναπτύξει μοναδικές προσαρμογές όχι μόνο για να αντεπεξέρχονται στιγμιαία, αλλά και να συνεχίζουν να υπάρχουν μετά από την πυρκαγιά. Ωστόσο, οι νέες συνθήκες που εμφανίζονται στη μεσογειακή λεκάνη, όπως συχνοί και παρατεταμένοι καύσωνες, άνυδροι χειμώνες, βροχερά καλοκαίρια, αυξημένη παρουσία και πίεση από τον άνθρωπο στις παράκτιες περιοχές, αλλά και των προβλημάτων που προκύπτουν στη χώρα μας από τη διαχείριση των δασών και των φυσικών οικοσυστημάτων (αλλαγή τρόπου διαχείρισης, μείωση δασεργατικού δυναμικού, μείωση εκτατικής κτηνοτροφίας, εγκατάλειψη υπαίθρου κλπ) αποτελούν μονόδρομο για εντονότερες καταστροφές, εφόσον τα παθήματα του πρόσφατου παρελθόντος (βλέπε Πελοπόννησος 2007 με 84 νεκρούς, 268.834 ha καμένης έκτασης και 3,5 δις ευρώ ζημιά, Μάτι 2018 με 102 νεκρούς και μόνο 13.000 στρ. καμένης έκτασης, και 2021, Μέγαρα, Εύβοια, Αττική, Πελοπόννησος και το καλοκαίρι δεν τελείωσε ακόμη) δεν μας έδωσαν ορισμένα βασικά διδάγματα. Το σημαντικότερο, ότι το τρίπτυχο Πρόληψη, Καταστολή πυρκαγιών-Αποκατάσταση πληγέντων φυσικών εκτάσεων, πρέπει να είναι υπό την εποπτεία ενός φορέα, της Δασικής Υπηρεσίας (σαφώς στελεχωμένης), που επιστημονικά είναι ο αρμόδιος για την οργάνωση, τον σχεδιασμό και την υλοποίηση τους, όπως συμβαίνει στα ανεπτυγμένα κράτη.
Παραθέτω την άποψή μου ως Δασολόγος, αν και μη ειδικός στις πυρκαγιές, ωστόσο, συμμετείχα στην κατάσβεση αρκετών δασικών και μη πυρκαγιών πριν την μεταφορά της δασοπυρόσβεσης στο ΠΣ.
Πρόληψη: Με την πρόληψη γίνεται αφαίρεση ή διάσπαση ή μείωση της καύσιμης ύλης ώστε να αποτρέπεται η διάδοση της φωτιάς ή να αποφεύγεται η δημιουργία υψηλού θερμικού φορτίου. Η πρόληψη επιτυγχάνεται με τη συντήρηση των δασικών δρόμων, των αντιπυρικών ζωνών και λωρίδων, τη δημιουργία ή και συντήρηση των υδατοδεξαμενών και καλλιέργεια των φυσικών πηγών, την απομάκρυνση βιομάζας από τα κράσπεδα των δρόμων, την υλοτόμηση των δασών και τη διαχείριση των δασικών εκτάσεων, τη μακροχρόνια δημιουργία πράσινων στεγασμένων αντιπυρικών ζωνών με πυρανθεκτικά δασοπονικά είδη, κλπ κλπ. Επίσης, με τη δημιουργία αντιπυρικών ζωνών περιμετρικά των κατοικημένων περιοχών που γειτνιάζουν με δάση, καθώς και με την απομάκρυνση βιομάζας από τα κράσπεδα του εθνικού οδικού δικτύου, αλλά και από τις αγροτικές εκτάσεις. Επίσης, με την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των πολιτών για τις υπηρεσίες που παρέχουν τα δάση και τους λόγους προστασίας τους. Τέλος, με συστήματα πρόβλεψης και έγκαιρης προειδοποίησης για έναρξη και εξάπλωση των δασικών πυρκαγιών. Όταν αυτά έχουν παραμεληθεί από την ίδια την πολιτεία και υποχρηματοδοτούνται είναι αναμενόμενο η μετάδοση της πυρκαγιάς να είναι ταχύτατη, ιδιαίτερα εάν υπάρχουν και ευνοϊκές καιρικές συνθήκες (πχ δυνατοί άνεμοι), και να δημιουργούνται καταστάσεις δύσκολα ελεγχόμενες τόσο από το έδαφος όσο και από τον αέρα.
Καταστολή: ο έγκαιρος εντοπισμός και η άμεση αναγγελία έναρξης πυρκαγιάς αποτελεί τον κρισιμότερο παράγοντα για την άμεση επέμβαση από το έδαφος και την κατάσβεση της πυρκαγιάς. Αυτό απαιτεί την ύπαρξη ενός πυκνού δικτύου πυροφυλακείων, καθώς και σε περιόδους υψηλού κινδύνου την παρακολούθηση από γης και αέρος όλων των δασικών εκτάσεων. Στα πρώτα λεπτά έναρξης της πυρκαγιάς απαιτείται ελάχιστη προσπάθεια και όγκος νερού για την κατάσβεση της. Αυτό το γνώριζε πολύ καλά η Δασική Υπηρεσία, γι’ αυτό και οι περισσότερες πυρκαγιές πριν το 1998 έκαιγαν μικρή σχετικά έκταση, συγκριτικά με την περίοδο μετά την μεταφορά της δασοπυρόσβεσης στο ΠΣ. Οι πυρκαγιές στην πλειονότητα τους έσβηναν ταχύτατα με επίγεια μέσα, λόγω της άμεσης κινητοποίησης των δασεργατών, οι οποίοι πάντα εξαρτώνταν οικονομικά και διοικητικά από τη ΔΥ, αλλά και των δασικών υπαλλήλων/δασοπυροσβεστών που γνώριζαν το ανάγλυφο, τους δρόμους και τα μονοπάτια της περιοχής. Μόνο σε απρόσιτα σημεία χρησιμοποιούνταν εναέρια μέσα κατάσβεσης. Το ΠΣ όπως και οι Δήμοι βοηθούσαν στη μεταφορά νερού και προστάτευαν τα κράσπεδα των κατοικημένων περιοχών για την αποφυγή εισόδου πυρκαγιάς στον αστικό ιστό. Η καθυστερημένη προσέγγιση στην εστία της πυρκαγιάς σε κάθε περίπτωση οδηγεί στα αποτελέσματα που παρατηρούμε σήμερα, δηλ. τεράστια μέτωπα πυρκαγιάς, ανάπτυξη ιδιαίτερων συνθηκών καύσης, με τη φωτιά να σβήνει όταν φτάσει σε περιοχή χωρίς καύσιμη ύλη (δηλ. σε θάλασσα ή σε ήδη καμένη έκταση εάν αλλάξουν οι συνθήκες φοράς ανέμων).
Σημείωση: έχω βρεθεί σε πυρκαγιά που χρησιμοποιήθηκε αντιπύρ και βοήθησε στην κατάσβεση της πυρκαγιάς. Η απόφαση χρησιμοποίησης αντιπύρ, ωστόσο, ήταν καθαρά προσωπική των τότε Δασολόγων του Δασ. Σουφλίου όπου και έσβησαν την πυρκαγιά.
Αποκατάσταση: κλαδοπλέγματα και αντιπλημμυρικά έργα όπου απαιτούνται (μεγάλες κλίσεις, ύπαρξη σπορέων δέντρων κλπ) για τη συγκράτηση του εδάφους και την ευνόηση της φυσικής αναγέννησης. Τεχνητή αναδάσωση με αυτόχθονα δασικά είδη, μόνο όπου δεν υπάρχουν κατάλληλες συνθήκες που θα δημιουργήσουν φυσικό δάσος. Κλπ κλπ κλπ…..
Η παραπάνω αλυσίδα “Πρόληψη-Καταστολή-Αποκατάσταση” έχει διαρρηχθεί το 1998. Από τότε, ιδιαίτερα η πρόληψη και η αποκατάσταση, έχουν υποβαθμιστεί στο μεγαλύτερο μέρος τους όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία της δασικής υπηρεσίας.
Χωρίς να θέλω να υποβαθμίσω το έργο των εμπλεκόμενων υπηρεσιών στο παραπάνω τρίπτυχο, αν και αυτό εξαρτάται από τη βούληση και τους πόρους που διαθέτει η πολιτεία, όλοι μπορούμε να καταλάβουμε ότι εάν η πολιτεία λειτουργούσε προληπτικά αξιοποιώντας την υπάρχουσα επιστημονική γνώση και τις πρακτικές της δασολογικής επιστήμης θα είχαμε διαφορετικά αποτελέσματα, και θεωρώ ότι η καταστολή των πυρκαγιών θα ήταν αποτελεσματικότερη χωρίς απώλειες ανθρώπινων ζωών και του δυσβάσταχτου κοινωνικο-οικονομικού και περιβαλλοντικού κόστους. Εάν δεν ανασυνταχθεί άμεσα η Δασική Υπηρεσία και εάν δεν αντιμετωπιστεί ολιστικά το τρίπτυχο από αυτήν, είμαστε υποχρεωμένοι να ξαναζήσουμε τις ίδιες καταστροφές, με υψηλότερο κόστος για την οικονομία, το περιβάλλον και τον άνθρωπο.
“Τό δέ προνοεῖν καί προλαμβάνειν κρεῖττον ἔστι τοῦ θεραπεῦειν” των αρχαίων προγόνων μας, είναι τόσο επίκαιρο που ίσως θα έπρεπε να μας αφυπνήσει.
Δ. Μπακαλούδης

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Νίκος Κ 13 Αυγούστου 2021 - 18:35

Εδώ λινκ σε pdf :
https://www.researchgate.net/publication/352664959_PARAGOGIKES_ANADASOSEIS_GIA_ZONTANA_AGROTIKA_TOPIADemiourgontas_theseis_ergasias_me_anazoogonese_ton_Agrodasikon_systematon_gia_ten_ktenotrophia_ten_georgia_ten_melissokomia_kai_ten_biopoikiloteta_sto
που αφορά στο βιβλίο ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΈΣ ΑΝΑΔΑΣΏΣΕΙΣ ΓΙΑ ΖΩΝΤΑΝΆ ΑΓΡΟΤΙΚΆ ΤΟΠΊΑ:Δημιουργώντας θέσεις εργασίας με αναζωογόνηση των Αγροδασικών συστημάτων για την κτηνοτροφία, την γεωργία, την μελισσοκομία και την βιοποικιλότητα στον αγώνα για την αντιμετώπιση της ερημοποίησης, της διάβρωσης και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή”

Το βιβλίο αφορά στην δημοσίευση των παρουσιάσεων και των συμπερασμάτων – προτάσεων από τα πρακτικά των τριών διαδικτυακών επιστημονικών (03-18-21/3/2021) ημερίδων του Πράσινου Ινστιτούτου για τις παραγωγικές αναδασώσεις, οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν ταυτόχρονα θέσεις εργασίας με αναζωογόνηση των Αγροδασικών συστημάτων της Ελλάδας και της Ευρώπης για την ταυτόχρονη χρήση των εκτάσεων αυτών για την κτηνοτροφία, την γεωργία, την παραγωγή ξυλωδών και μη ξυλωδών προϊόντων και ειδικότερα την μελισσοκομία, βοηθώντας έτσι την προστασία και αποκατάσταση της βιοποικιλότητάς τους, στον αγώνα για την αντιμετώπιση της ερημοποίησης, της διάβρωσης και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή
Στο εισαγωγικό, ο φίλος διδάκτωρ Δασολογίας Ρήγας Τσιακίρης γράφει:
“Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία να μην ξα-
νακάνει η χώρα μας τα λάθη του παρελθόντος που την οδήγησαν στα γνωστά αδιέξοδα,
αλλά να αξιοποιήσει την τοπική επιστημονική γνώση, τις κρυμμένες δημιουργικές δυνά-
μεις καινοτομίας και την επείγουσα ανάγκη για αποφυγή μιας μαζικής κατάρρευσης του
αγροδιατροφικού μας τομέα, υποστηρίζοντας και δίνοντας οικονομικά κίνητρα για ανά-
ταξη και επαναδημιουργία των πολυσύνθετων αυτών ανθρωπογενών οικοσυστημάτων.
Οι «παραγωγικές αναδασώσεις» σύμφωνα με τις απόψεις της επιστημονικής ομάδας
του Ελληνικού Πράσινου Ινστιτούτου είναι το κλειδί για να συνδέσουμε δημιουργικά
και παραγωγικά την ανάγκη της χώρας για αναδασώσεις (reforestations), δασώσεις
(aforestations) και φυτεύσεις (plantations) διασώζοντας ταυτόχρονα, όχι μόνο την βι-
οποικιλότητα της χώρας και της Ευρώπης, αλλά και δίνοντας μεροκάματα και κίνητρα
επανεκκίνησης της αγροτικής οικονομίας με παραγωγή μοναδικής ποιότητας τοπικών
προϊόντων που είναι το ζητούμενο στην Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά την εποχή της πρόσφα-
της οικονομικής κρίσης.
Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Επιλέξαμε και παραθέτουμε στο βιβλίο που κρατάτε στα
χέρια σας ή διαβάζετε στις οθόνες σας, τις απόψεις έγκριτων και διεθνώς αναγνωρισμέ-
νων Ελλήνων επιστημόνων από πολλά και διαφορετικά επιστημονικά πεδία (δασολό-
γους, λιβαδοπόνους, γεωπόνους, γεωλόγους κ.α.) καθώς και ειδικών από την κοινωνία
των πολιτών που μας καταθέτουν τις εμπεριστατωμένες απόψεις τους συνθέτοντας μια
πλήρη εικόνα του εγχειρήματος και κυρίως διατυπώνοντας ρεαλιστικές προτάσεις που
μπορούν άμεσα να χρηματοδοτηθούν και να εφαρμοστούν με θεαματικά αναμενόμενα
αποτελέσματα.
Ελπίζουμε έτσι να σας κινητοποιήσουμε για δράσεις και να προσθέσουμε και εμείς με
τον τρόπο αυτό το επιστημονικό λιθαράκι που έχει ανάγκη η πατρίδα μας, για να διαμορ-
φώσει στιβαρές εθνικές αγροδασικές πολιτικές για την διάσωση, ανάδειξη και αξιοποί-
ηση της μοναδικής βιο-πολιτισμικής κληρονομιάς της Ελλάδας και της Ευρώπης.
Εκ μέρους της επιστημονικής οργανωτικής επιτροπής
Δρ. Ρήγας Τσιακίρης”

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Νίκος Κ 14 Αυγούστου 2021 - 00:26

Άλλο ένα σημαντικό άρθρο για “την επόμενη μέρα” και το πως θα πρέπει να λειτουργήσουμε καλύτερα στο μέλλον από τον “δικό μας” Δημήτρη Μπούσμπουρα με τίτλο
“Τα βασικά αίτια των πυρκαγιών στην Ελλάδα και οι ριζικές λύσεις”

https://koutsomili.wordpress.com/2021/08/04/%cf%84%ce%b1-%ce%b2%ce%b1%cf%83%ce%b9%ce%ba%ce%ac-%ce%b1%ce%af%cf%84%ce%b9%ce%b1-%cf%84%cf%89%ce%bd-%cf%80%cf%85%cf%81%ce%ba%ce%b1%ce%b3%ce%b9%cf%8e%ce%bd-%cf%83%cf%84%ce%b7%ce%bd-%ce%b5%ce%bb%ce%bb/

Τα βασικά αίτια των πυρκαγιών στην Ελλάδα και οι ριζικές λύσεις

Οι εικόνες από την πυρκαγιά στην Βαρυμπόμπη και στο Τατόι οδηγούν πολλούς να μιλάνε για καταπατητές, εμπρηστές και διάφορα άλλα σκοτεινά υποκείμενα. Το ίδιο λέγεται και για τις πυρκαγιές σε όλη την ελληνική ύπαιθρο. Αν και υπάρχουν πολλοί αφελείς, συνήθως μεγάλης ηλικίας που ανάβουν φωτιές για να κάψουν ξερά κλαδιά, οι πυρκαγιές οφείλονται στην ύπαρξη μεγάλης ποσότητας ξηρής βιομάζας σε δάση ή σε ποώδη λιβάδια και θαμνολίβαδα (φρύγανα και πουρναροτόπια), είτε στην ύπαρξη εγκαταλελειμμένων αγρών.

Αυτή η ξηρή βιομάζα συσσωρεύεται καθώς:

στα δάση, κατά τις υλοτομικές εργασίες, δεν συγκεντρώνονται και δεν χρησιμοποιούνται τα κλαδιά όπως παλαιότερα αλλά αφήνονται επιτόπου. Αυτά ξεραίνονται δημιουργώντας την βάση για την έναρξη της πυρκαγιάς ή για την γρήγορη εξάπλωση της. Είδαμε μάλιστα ότι αυτήν την ολιγωρία κατά την δασοπονία ακολούθησαν ορισμένοι δήμοι που προχώρησαν σε κλαδεύσεις αλλά δεν ολοκλήρωσαν το έργο με την απομάκρυνση των κλαδιών.

η εκτατική κτηνοτροφία στην χώρα μας έχει περιοριστεί σοβαρά. Οι λόγοι είναι οι χαμηλές τιμές των προϊόντων (κρέας και γάλα) για τον παραγωγό, η απαξίωση του επαγγέλματος, ακόμα και στην περίπτωση που είναι καλύτερο οικονομικά από μία θέση εργασίας υπαλλήλου γραφείου, και η στροφή προς την ενσταυλισμένη κτηνοτροφία. Αποτέλεσμα της μείωσης αυτής είναι η συγκέντρωση μεγάλων ποσοτήτων ξηρής βιομάζας είτε λόγω ανάπτυξης ποωδών φυτών, που τρώγονται από γελάδια και πρόβατα, είτε λόγω πυκνής ανάπτυξη κλαδιών τα οποία καταναλώνονται μόνο από τις κλαδοφάγες γίδες ή τα ζαρκάδια. Όσοι κατάγονται από χωριά πού βρίσκονται σε περιοχές με λιβάδια και θαμνοτόπια θα έχουν σίγουρα μία ιδία εμπειρία της πύκνωσης των θαμνώνων.

οι αγροτικές εκτάσεις στην ημιορεινή ζώνη έχουν εγκαταλειφθεί στην μεγάλη τους πλειοψηφία. Πολλά χωριά στη νησιωτική ή την ηπειρωτική χώρα περιβάλλονται από αγροτικές εκτάσεις οι οποίες έχουν εγκαταλειφθεί. Τα χόρτα ψηλώνουν και το καλοκαίρι είναι ξηρά και εύφλεκτα. Η μόνη παρέμβαση που γίνεται είναι η κοπή με χορτοκοπτικό σε μία μικρή ακτίνα γύρω από τα σπίτια, καθώς όλοι έχουν επίγνωση του κινδύνου.

κοντά στις πόλεις και στα τουριστικά μέρη οι αγροτικές εκτάσεις θεωρούνται οικόπεδα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ακόμα και αν το πρώην χωράφι είναι επίπεδο και εύκολα καλλιεργήσιμο, σήμερα είναι χωρισμένο σε μικρότερα τμήματα και περιφραγμένο περιμένοντας πότε θα βρεθεί αγοραστής οικοπέδου. Τα σπίτια που χτίζονται περιβάλλονται από εγκαταλελειμμένους αγρούς, κατακερματισμένους και περιφραγμένους με συρματοπλέγματα. Σε αυτές αναπτύσσονται χόρτα, ακόμα και θάμνοι ή και πεύκα. Όταν πιάσει φωτιά σε ένα τέτοιο “οικόπεδο” γρήγορα θα επεκταθεί και θα εξελιχθεί σε ραγδαία πυρκαγιά, καίγοντας τα σπίτια αυτών που επέλεξαν να χτίζουν εκτός πολεοδομικού σχεδίου στην εξοχή.

Αν λοιπόν αυτά είναι τα βασικά αίτια των πυρκαγιών, οι λύσεις είναι προφανείς:

αυστηρή εφαρμογή της απομάκρυνσης των κλαδιών κατά την διάρκεια των υλοτομιών και επίβλεψη της εφαρμογής αυτού του κανόνα από τα δασαρχεία αλλά και έλεγχος από τις περιφερειακές διευθύνσεις δασών με αυστηρές ποινές σε περίπτωση ολιγωρίας.

σοβαρή στήριξη της εκτατικής κτηνοτροφίας με υποδομές και συντήρηση του υφιστάμενου οδικού δικτύου, χωρίς διάνοιξη νέου, και ανάπτυξη βοηθητικών υποδομών όπως ποτίστρες και μικρά λιμνία νερού. Διασφάλιση καλύτερων τιμών για τους παραγωγούς εκτατικής κτηνοτροφίας με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, που περιλαμβάνουν τιμολογιακή πολιτική και ενίσχυση των συνεταιρισμών ή άλλων συνεργασιών τοπικά.

διασφάλιση του πληθυσμού των άγριων οπληφόρων στα δάση, επανεισαγωγή του ελαφιού σε απομακρυσμένες περιοχές όπου περιορίζεται σοβαρά η εκτατική κτηνοτροφία και αυστηρές ποινές για τους λαθροθήρες του ζαρκαδιού.

επιβολή του καθαρισμού ή της καλλιέργειας σε χωράφια ή οικόπεδα που βρίσκονται κοντά σε περιοχές οικιστικής ανάπτυξης με αποφάσεις των δήμων με επιβολή προστίμου σε περίπτωση μη τήρησης. Αυτό θα οδηγήσει, στην περίπτωση που δεν επιλεγεί ο καθαρισμός από τον ιδιοκτήτη, είτε στην βόσκηση, είτε στην άροση και καλλιέργεια, περιορίζοντας με κάθε επιλογή την συσσώρευσης ξηρής βιομάζας.

αποτροπή της εκτός σχεδίου δόμησης με πλήρη απαγόρευση στις περιοχές NATURA και ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδιασμού στις περιοχές με τάση οικιστικής ανάπτυξης· χωροταξικά που θα έχουν ως αρχή το τέλος της διάσπαρτης δόμησης.

Η πυροπροστασία δεν πρέπει να περιοριστεί στην πυρόσβεση. Είναι ένας φαύλος κύκλος μιας πάλης χωρίς τέλος. Η βασική λύση για τον περιορισμό του αριθμού και του μεγέθους των πυρκαγιών είναι ο περιορισμός της καύσιμης εύφλεκτης ύλης. Το κράτος, που βρίσκεται κυριολεκτικά σε εύφλεκτη ζώνη, πρέπει να πάρει ριζικά μέτρα.

Δημήτρης Γ. Μπούσμπουρας

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ