του Ἀριστου Μιχαηλίδη από τον Φιλελεύθερο
Ακόμα και για τις παραβιάσεις του στάτους κβο της νεκρής ζώνης, που καταδίκασαν οι πάντες, έως και το Συμβούλιο Ασφαλείας, κορυφαίοι αναλυτές της νεοκυπριακής διανόησης, αποσύρουν από το χρονοντούλαπο το σχέδιο Ανάν, και παρουσιάζουν πρόνοιες της χυδαιότητάς του για να αυτοδικαιωθούν.
Αν λέγαμε «ναι», γράφουν την σήμερον ημέρα (!), το στάτους κβο της νεκρής ζώνης θα είχε καταργηθεί. Το έγραφε χτες ένας από τους κορυφαίους σε κυπριακή εφημερίδα και παρέθετε για πολλοστή φορά τι θα γινόταν με τα εδάφη αν λέγαμε «ναι» και πόσα σημεία (12) θα άνοιγαν για ελεύθερη διακίνηση. Είπαμε «όχι», όμως, και έστω είκοσι χρόνια μετά οφείλουν να σεβαστούν την λαϊκή ετυμηγορία αν είναι δημοκρατικοί πολίτες.
Είναι μια από τις θλιβερές αλήθειες του τόπου το γεγονός ότι υπάρχουν δημοσιογράφοι και πολιτικοί , που μέχρι σήμερα αρνούνται να σεβαστούν την ετυμηγορία του 76% του λαού. Γι΄ αυτό και αδυνατούν να αντιληφθούν γιατί υπήρξε αυτό το αποτέλεσμα στο δημοψήφισμα, αλλά και γιατί θα υπήρχε το ίδιο αποτέλεσμα σήμερα αν του παρουσίαζαν λύση, με ίδιες ή παρόμοιες πρόνοιες. Και ειδικά λύση που δεν θα διασφάλιζε την απελευθέρωση του τόπου από την τουρκική ομηρία, όπως δεν την διασφάλιζε εκείνο το χυδαίο σχέδιο.
Τα είπαμε πολλές φορές, και είναι κουραστικό να τα επαναλαμβάνουμε. Όμως, όταν εξελίσσεται μπροστά μας η τουρκική συμπεριφορά που είδαμε στην Πύλα και δικοί μας αναλυτές αναζητούν επιχειρήματα, για να «αποστομώσουν» όσους καταγγέλλουν την Τουρκία (ο αναλυτής τον οποίο επικαλούμαι έγραψε για το Ανάν για να απαντήσει στην ΕΔΕΚ), αντί να καταγγέλλουν τις τουρκικές επιδρομές σε βάρος της πατρίδας μας, πιθανόν να μην μας πρέπει τίποτε καλύτερο από αυτά τα απελπισιτικά που βιώνουμε. Πιθανόν να μην μας πρέπει ελευθερία.
Θα κλείσουν σύντομα είκοσι χρόνια από το δημοψήφισμα και ασφαλώς θα είναι πάντα μια ιστορική αναφορά για τις σημερινές και για τις επόμενες γενιές. Αλλά, είναι χρήσιμο μόνο ως ιστορική αναφορά, που διδάσκει, όπως όλες οι στιγμές της ιστορίας μας, όχι για σκοπούς αυτοδικαίωσης του 24% που είπε «ναι». Αλλιώς πολλές αναφορές θα μπορούσαν σήμερα να επικαλούνται όλοι για να μην κάνουν τίποτε ή για να σηκώνουν τα χέρια ή για να ζητούν από το λαό να παραδώσει στην Τουρκία την ελευθερία και την αξιοπρέπεια του.
Αν η ΕΟΚΑ, ας πούμε, δεν αποδεχόταν τις συμφωνίες της Ζυρίχης και συνέχιζε τον αγώνα της, θα φτάναμε σε ατόφια ελευθερία. Έτσι λέω. Λογαριασμό θα δώσω; Μην πω ότι θα φτάναμε στην Ένωση και ανοίγουμε άλλα κεφάλαια. Με τον ίδιο τρόπο, μας βεβαιώνουν σήμερα, 20 χρόνια μετά, όσοι είπαν «ναι» στον Ανάν, ότι η Τουρκία θα εφάρμοζε το σχέδιο και θα επέστρεφε πράγματι εδάφη και θα άφηνε τους Κύπριους να κυβερνήσουν τον τόπο τους.
Ισχυρίζομαι, λοιπόν, κι εγώ ότι αν οι Τουρκοκύπριοι δεν αποχωρούσαν από το κράτος του 60 και δεν ήθελαν διχοτόμηση, θα ωρίμαζε η Κυπριακή Δημοκρατία, θα έβρισκε το δρόμο της και δεν θα φτάναμε ούτε στο πραξικόπημα, ούτε στην εισβολή. Θα κάναμε ένα κανονικό κράτος από τότε και δεν θα το ψάχναμε σήμερα.
Αν η Τουρκία δεν κουβαλούσε εποίκους από το 1975 δεν θα είχαμε σήμερα την αμφιβολία αν θα κτίσουμε κοινό κράτος με τους έποικους αντί με τους Τουρκοκύπριους.
Αν ο Γιώργος Βασιλείου, το 1990, δεν αποδεχόταν να αναφερθεί για πρώτη φορά σε Ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών η λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας δεν θα μας δέσμευε μέχρι σήμερα αυτή η ρατσιστική λύση και θα βρίσκαμε μια πιο δημοκρατική ομοσπονδία να συμφωνήσουμε.
Αν, λοιπόν, και το σχέδιο Ανάν το 2004, δεν ήταν τόσο «απερίσκεπτα γενναιόδωρο προς τους Τούρκους», όπως ομολόγησε το 2014 ο λόρδος Νταίηβιντ Χάνεϊ, μπορεί να έλεγαν και οι Ελληνοκύπριοι «ναι». Αλλά, από την άλλη, όπως έλεγε η γιαγιά μου η Παναγιώτα του Αριστοφάνη, που ήταν πιο σοφή από εμάς τους σημερινούς: το αν εφυτέψαν το και δεν εβλάστησε.