Γιατί είναι μικρός ο βαθμός διείσδυσης στις διεθνείς αγορές και χαμηλά τα επίπεδα ανταγωνιστικότητας – Αδυναμίες στην προώθηση των ελληνικών εξαγωγών λόγω έλλειψης τεχνογνωσίας και στρατηγικού μάρκετινγκ.
Συντονισμός: Άγγελος Σκορδάς
Γράφουν: Ηλιάνα Δανέζη, Πέτρος Κωνσταντινίδης, Χρήστος Λογαράς, Γιώργος Μουρμούρης, Παναγιώτης Σωτήρης, Γιώργος Φωκιανός
«Ο επιμένων ελληνικά» έλεγε το γνωστό σύνθημα της δεκαετίας του 1980, το οποίο μάλιστα αναβίωσε στα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων. Ηταν ένα μήνυμα για την τόνωση της ελληνικής παραγωγής, την ανάκαμψη της εγχώριας οικονομίας και τη μείωση του εμπορικού ελλείμματος. Ωστόσο, αν και τα γενικότερα στοιχεία είναι ενθαρρυντικά, παραμένει η «τρύπα» στο εμπορικό ισοζύγιο, καθώς τα εισαγόμενα προϊόντα έχουν εδραιώσει την κυριαρχία τους στην ελληνική αγορά.
Το «νέο» ελαιόλαδο
Ταυτόχρονα, καταγράφονται περιπτώσεις με προϊόντα που εξάγονται και αφού γίνει επεξεργασία ή τυποποίηση, αυτά επανεισάγονται στη χώρα μας. Ενα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελεί το ελαιόλαδο, που εξάγεται στην Ιταλία και μετά από διάφορες προσμείξεις, repackaging του προϊόντος με ιταλική ετικέτα και μέσω της οργάνωσης που διαθέτει η γειτονική χώρα στον τομέα του μάρκετινγκ, το «νέο» ελαιόλαδο βγαίνει εκ νέου στην αγορά, με ένα μέρος της ποσότητας να φτάνει ξανά εκεί όπου ξεκίνησε. Σύμφωνα με παραγωγούς, το ίδιο συμβαίνει και με το κρασί ή τα γαλακτομικά. Οπως λένε, οι εξαγωγές γάλακτος και οι επανεισαγωγές τελικών προϊόντων, όπως το γάλα σε σκόνη ή το εβαπορέ, από τη Βουλγαρία ή άλλες χώρες, έχουν καταγράψει άνοδο τα τελευταία χρόνια.
Οι διαδρομές
Μιλώντας στο «Βήμα» ο καθηγητής Οικονομικών στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Πάνος Χατζηπαναγιώτου, επιβεβαιώνει το ελληνικό παράδοξο των προϊόντων τα οποία εξάγουμε και επανεισάγουμε. Ομως, υπάρχουν και προϊόντα που ακολουθούν την αντίθετη διαδρομή, δηλαδή τα εισάγουμε και εν συνεχεία τα επανεξάγουμε. «Υπάρχει μια διπλή ροή εμπορίου, ωστόσο θα πρέπει να επισημανθεί πως αυτή η διακίνηση προϊόντων προς τα μέσα και προς τα έξω, εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, βασίζεται στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς και ουσιαστικά είναι χωρίς περιορισμούς. Οι κανόνες, οι ρήτρες, οι περιορισμοί που θέτει η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι προς τρίτες μη κοινοτικές χώρες» εξηγεί ο καθηγητής Οικονομικών.
Επεξεργασία
Σε ό,τι αφορά τα παραδείγματα, όπως είναι το λάδι ή το κρασί, επισημαίνει πως αν πάρουμε ως δεδομένο ότι ποσότητες ελληνικού λαδιού φεύγουν στην Ιταλία και τις επανεισάγουμε, ή αντίστοιχα κρασί στην Ισπανία, τίθεται το ερώτημα με ποια μορφή έρχεται πίσω το προϊόν. «Η απάντηση είναι ότι δεν εισάγουμε το ίδιο προϊόν. Εισάγουμε κάτι διαφοροποιημένο, κάτι το οποίο οι Ιταλοί και οι Ισπανοί επεξεργάστηκαν με κάποιον διαφορετικό τρόπο και εμείς το ξαναγοράσαμε. Μπορεί να είναι μία επεξεργασία του πρωτογενούς προϊόντος, το οποίο, για παράδειγμα, δεν μπορούμε να κάνουμε ή αν το κάνουμε, το κάνουμε με ένα αρκετά υψηλότερο κόστος από ό,τι θα το κάνει η Ισπανία ή η Ιταλία και θα έφτανε στον έλληνα καταναλωτή με μια καλύτερη τιμή από ό,τι αν η επεξεργασία αυτή γινόταν στην Ελλάδα. Μπορεί να είναι κάποια προϊόντα τα οποία εμείς δεν έχουμε την τεχνογνωσία είτε δεν έχουμε τον τρόπο να τα επεξεργαστούμε και να τα προσφέρουμε στον καταναλωτή με τη μορφή που θέλει» λέει ο Πάνος Χατζηπαναγιώτου.
Η προώθηση
Βέβαια, υπάρχει και άλλη μία παράμετρος, συνεχίζει και σπεύδει να διευκρινίσει: «Ξένες επιχειρήσεις ενδέχεται να έχουν υψηλότερη τεχνογνωσία ή καλύτερο τρόπο παρουσίασης για ένα προϊόν που εμείς δεν καταφέραμε να «σπρώξουμε» στην εγχώρια αγορά. Οπότε, βγαίνει έξω, πλασάρεται ξανά με πιο αποτελεσματικό τρόπο και εν τέλει το επανεισάγουμε. Ταυτόχρονα, υπάρχουν πολλά σύγχρονα ελληνικά προϊόντα, τα κρασιά για παράδειγμα, όπου έχουμε εξαιρετικές ποικιλίες, εξαιρετική παραγωγή, όμως είμαστε κατά κάποιον τρόπο αυτό που λένε «late comers» στη διεθνή αγορά. Σε αυτή την αγορά υπάρχουν ήδη δεσπόζουσες δυνάμεις. Είναι οι Γάλλοι, οι Ισπανοί, οι Αμερικάνοι, οι Χιλιανοί. Οι έλληνες παραγωγοί πρέπει να βρουν τη θέση που τους αξίζει και τις εμπορικές συμμαχίες για την επαρκή προώθηση των ελληνικών προϊόντων σε αυτές τις διεθνείς αγορές» σημειώνει ο καθηγητής του ΟΠΑ.
Τα φάρμακα
Ωστόσο, ο Πάνος Χατζηπαναγιώτου υπογραμμίζει πως καταγράφεται και η αντίθετη διαδρομή, ειδικά στον χώρο των φαρμάκων. «Με τον ίδιο τρόπο εισάγονται προϊόντα στην Ελλάδα, τα οποία επεξεργάζονται και επανεξάγονται. Στον τομέα των γενόσημων φαρμάκων η χώρα μας έχει μια ισχυρή θέση στην αγορά. Μπορεί να εξάγουμε το λάδι, αλλά εισάγουμε αρκετές πρωτογενείς ουσίες και έπειτα εξάγουμε τα προϊόντα στις χώρες από όπου εισήγαμε τις πρώτες ύλες. Διότι υπάρχει καλή τεχνογνωσία εδώ καθώς και χαμηλότερο κόστος. Ο γάλλος ή ο ισπανός φαρμακοβιομήχανος λέει «καλύτερα να το στείλω στην Ελλάδα γιατί ξέρουν πώς να το κάνουν και το κάνουν με ένα χαμηλότερο κόστος από ό,τι εγώ εδώ»».
Ανταγωνιστικότητα
Οπως καταγράφεται διαχρονικά, η χώρα μας είχε χαμηλότερα επίπεδα ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο και μικρότερο βαθμό διείσδυσης των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές. Αν εξαιρέσει κανείς τις αγορές της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σε άλλες, όπως αυτές των ΗΠΑ, της Κίνας ή του Καναδά, όπου οι έλληνες παραγωγοί καλούνται να ανταγωνιστούν άλλα ευρωπαϊκά προϊόντα, η προώθηση των ελληνικών εξαγωγών λόγω έλλειψης τεχνογνωσίας ή στρατηγικού μάρκετινγκ είναι προβληματική. Διότι, σύμφωνα με τον κ. Χατζηπαναγιώτου, «στο διεθνές εμπόριο δεν έχει τόση σημασία να παράγει κάποιος ένα καλό προϊόν, αλλά να το πλασάρει σωστά».
Οι περίεργες εισαγωγές
Φτερά, φελλοί, ομπρέλες και ξυλοκάρβουνα
Παρά την εκτίναξη των ελληνικών εξαγωγών, οι εισαγωγές προϊόντων στην Ελλάδα κινούνται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, με τη χώρα μας να συνεχίζει να εισάγει πολύ περισσότερα σε σχέση με αυτά που εξάγει. Διαχρονικά, άλλωστε, η χώρα μας εισάγει την πλειονότητα των προϊόντων από άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η πρώτη χώρα απ’ όπου εισάγουμε τα περισσότερα προϊόντα είναι η Γερμανία, με την αξία τους να διαμορφώνεται στα 6,9 δισ. ευρώ το 2021 (+18,3% σε σχέση με το προηγούμενο έτος) και στα 8 δισ. ευρώ το 2022. Ακολουθούν η Ολλανδία, η Βουλγαρία, η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Πολωνία, το Βέλγιο και η Τουρκία.
Ομως, κάπου εδώ μπαίνουν στο «κάδρο» περίεργα προϊόντα και χώρες από τις οποίες κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως η Ελλάδα θα μπορούσε να πραγματοποιεί εισαγωγές, όπως οι Νήσοι Μάρσαλ, το Κιργιστάν ή ακόμα και το Αφγανιστάν.
Χαρακτηριστικά αναφέρονται οι εισαγωγές σε… φτερά και πούπουλα από το Βιετνάμ, αξίας 111.475 ευρώ, γόμες και άλλες ρητίνες από την Τουρκία, αξίας 53.510 ευρώ, και ομπρέλες από το Κόσοβο, αξίας 67.765 ευρώ.
Την ίδια ώρα, η Ελλάδα εισήγαγε φελλούς από την Ισπανία, αξίας 1.169.147 ευρώ, είδη ξυλείας ή ξυλοκάρβουνα από την Ακτή Ελεφαντοστού, αξίας 2.552.527 ευρώ, και χυτοσίδηρο από τις Νήσους Μάρσαλ, αξίας 52.189 ευρώ. Τα παραπάνω προϊόντα, όπως τα αποτυπώνει η Ελληνική Στατιστική Αρχή, είναι ενδεικτικά, ενώ τα περισσότερα από αυτά εισάγονται και από πολλές άλλες χώρες. Ομως, αποτυπώνουν ξεκάθαρα τη ροή του παγκοσμίου εμπορίου και τη θέση της Ελλάδας στον παγκόσμιο εμπορικό χάρτη.
Το εμπορικό ισοζύγιο
Πάντως, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ είναι ενθαρρυντικά. Θυμίζουμε πως το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου ανήλθε σε 20,1 δισ. ευρώ, έναντι 24,1 δισ. ευρώ στο οκτάμηνο του 2022, παρουσιάζοντας μείωση της τάξης του 16,8%.
Στο πλαίσιο αυτό, η πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, Χριστίνα Σακελλαρίδου, υπογραμμίζει στο «Βήμα» πως μειώθηκαν οι εισαγωγές και για πρώτη φορά μίκρυνε το έλλειμμα. «Είμαστε σε πολύ καλύτερη κατάσταση, το εμπορικό ισοζύγιο ήταν πάντοτε ελλειμματικό, διότι οι εισαγωγές ήταν διπλάσιες από τις εξαγωγές». Πλέον, σύμφωνα με την ίδια, αυτή η κατάσταση αντιστρέφεται σταδιακά και από τη στιγμή που η εγχώρια παραγωγή μπορεί να στηρίξει τη ζήτηση στην αγορά μειώθηκαν και οι εισαγωγές.
Τέλος, αναφερόμενη στην εξαγωγή προϊόντων και στην επανεισαγωγή τους στην Ελλάδα, η πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων φέρνει ως παράδειγμα την κλωστοϋφαντουργία και τα παράγωγά της, τονίζοντας πως μπορεί να γίνει σε υφάσματα. «Φτιάχνουμε τα πρωτογενή προϊόντα και μετά μπορούν να έρθουν επεξεργασμένα» σημειώνει.
Κρεμμύδια Ινδίας και πατάτες Αιγύπτου
Το τελευταίο διάστημα, ακόμη και πριν χτυπήσουν τη χώρα μας και ιδίως τη Θεσσαλία οι πρωτοφανούς σφοδρότητας κακοκαιρίες «Daniel» και «Elias», είχε παρατηρηθεί μια στροφή στις εισαγωγές νωπών φρούτων και λαχανικών, κυρίως από τρίτες χώρες, εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αυτό αποτυπώθηκε και στα στοιχεία οκταμήνου που συγκέντρωσε η Incofruit Hellas, σε μια εξέλιξη που έδειξε έναν διαρκώς αυξανόμενο ανταγωνισμό της εγχώριας παραγωγής, ειδικά στην περίπτωση της καλλιέργειας πατάτας, ντομάτας και κρεμμυδιού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι 174.004 τόνοι πατάτας (έναντι 148.456 το 2022) προερχόμενοι κατά 82% από την Αίγυπτο και σε μεγαλύτερο βαθμό οι 23.688 τόνοι κρεμμύδια (έναντι 6.313 πέρσι) – αύξηση της τάξεως του 275,2%, προερχόμενοι κατά 41% από την Ινδία.
«Η εισαγωγή νωπών φρούτων και λαχανικών δείχνει τη συνεχή ανάπτυξη του ξένου ανταγωνισμού τόσο στη χώρα μας όσο και στις λοιπές κοινοτικές αγορές και οφείλεται σε λιγότερο απαιτητικούς κανονισμούς στους τόπους παραγωγής, σε διάφορους τομείς, όπως ο φυτοϋγειονομικός, ο ηθικός και ο περιβαλλοντολογικός, καθιστώντας το κοινοτικό μοντέλο παραγωγής στις καταναλωτικές αγορές όλο και λιγότερο ανταγωνιστικό» αναφέρει στα συμπεράσματα της καταγραφής ο επικεφαλής της Incofruit Hellas Γιώργος Πολυχρονάκης.
Ο ίδιος επισημαίνει πως «ζητείται η ευρωπαϊκή παραγωγή να έχει την ίδια μεταχείριση που έχουν οι τρίτες χώρες από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Είναι απαραίτητο τα τρόφιμα που προέρχονται από τρίτες χώρες να πληρούν τις ίδιες ποιοτικές προδιαγραφές που απαιτούνται για τους παραγωγούς (γεωργούς και κτηνοτρόφους) της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με ίδιες συνθήκες εργασίας και ίδια χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων, καθώς και να επιδιωχθεί όπως οι ελληνικές ελεγκτικές αρχές ξεκινήσουν αυστηρούς ελέγχους στα εισαγόμενα προϊόντα για ύπαρξη υπολειμμάτων στην ελληνική αγορά με διασφάλιση της μη ελληνοποίησης των εισαγομένων αλλά και στα αποστελλόμενα-εξαγόμενα οπωροκηπευτικά προϊόντα προς διασφάλιση της φήμης των προϊόντων μας που θα συμβάλει στην περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών τους».