Ήρθε η ώρα να (ξανα)κουβεντιάσουμε την επιλογή της αποκέντρωσης, και το πως αυτή μπορεί να υλοποιηθεί στον 21ο αιώνα. Προϋπόθεση για να βρεί η χώρα και η κοινωνία τον δρόμο της
του Γιώργου Ρακκά από την huffingtonpost.gr
Πριν λίγες μέρες η κυβέρνηση διά στόματος Πρωθυπουργού εξήγγειλε από τον Βόρειο Έβρο μια δέσμη μέτρων για την ανασυγκρότηση της ακριτικής περιοχής, ύψος 2,8 δισ. ευρώ.
Μεταξύ άλλων, προβλέπονται και μέτρα ενθάρρυνσης για την μετεγκατάσταση των ανθρώπων στους Δήμους Σουφλιού, Ορεστιάδος και Διδυμοτείχου: ενισχύσεις έως και 10.000€ για 1.000 ωφελούμενους που θα μεταφέρουν την κύρια κατοικία τους στους προαναφερόμενους Δήμους, αύξηση της μοριοδότησης για την εντοπιότητα σε ό,τι αφορά στο δημόσιο και παράταση της κανονικής ετήσιας άδειας κατά έξι εργάσιμες ημέρες.
Προφανώς τα μέτρα είναι υποτυπώδη, και κίνηση της κυβέρνησης χαρακτηρίζεται από αποσπασματικότητα. Η αποψίλωση των ακριτικών περιοχών είναι ένα ζήτημα που απασχολεί όχι μόνον τον Έβρο, αλλά και την Ήπειρο, το Βόρειο Αιγαίο, καθώς και την Δυτική και Ανατολική Μακεδονία.
Γενικώς, η κυβέρνηση αλλά και σύσσωμο το πολιτικό σκηνικό –θα λέγαμε– δεν έχει συνειδητοποιήσει την στρατηγική σημασία της αποκέντρωσης. Που σήμερα, δεν αφορά μόνο στο διαχρονικό σχήμα όπου η επίταση του αθηναϊκού υδροκεφαλισμού και η αύξηση του χάσματος στα εισοδήματα και την ποιότητα ζωής μεταξύ κέντρου και περιφέρειας προκαλεί την περαιτέρω δημογραφική αποψίλωση της τελευταίας.
Υπάρχει εδώ ένα ευρύτερο ζήτημα: κατ’ αρχάς, έτσι όπως έχει προσανατολιστεί μονόδρομα η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας προς τον τουρισμό, ο τελευταίος μπορεί να λειτουργεί ως ένα παυσίπονο για την άμβλυνση του χάσματος μεταξύ των περιοχών που διατηρούν συγκριτικό πλεονέκτημα σε αυτόν, και το κέντρο. Ωστόσο, οι υπόλοιπες περιοχές –όπως κατ’ εξοχήν είναι η Δυτική Μακεδονία με την απολιγνιτοποίηση, η Ανατολική Μακεδονία, η Ροδόπη ή ο Έβρος τρόπον τινά μεταβάλλονται σε ”ζώνες σκουριάς”.
Η κυρίαρχη λογική είναι να απαντηθεί αυτή η ανισομέρεια με την αποκέντρωση του τουρισμού σε όλους τους Νομούς της χώρας. Αλλά για πολλούς λόγους είναι λάθος. Ο κυριότερος, ότι η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού δεν είναι βιώσιμη για μια οικονομία, δεν συμβάλει στην ανθεκτικότητα και την αυτοδυναμία της Ιδίως τώρα που ελέω κλιματικής κρίσης, γεωπολιτικών ανταγωνισμών, αλλά και δομικού πληθωρισμού, η νηνεμία που απαιτεί ο τουρισμός για να κλιμακώνεται εσαεί δεν υφίσταται πια.
Η επιτυχημένη –από την σκοπιά της βιωσιμότητας και της συνολικής ωφέλειάς της για την χώρα αποκέντρωση– συνεπάγεται ενίσχυση των κλάδων της μεταποίησης. Και, επειδή ζούμε στον 21ο αιώνα, και όχι στον 20ο με τις τσιμινιέρες και τις αχανείς γραμμές παραγωγής, η μεταποίηση προϋποθέτει με την σειρά της την ανάπτυξη της συμπληρωματικής ως προς αυτήν οικονομία της γνώσης.
Παράδειγμα είναι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης: η Πολωνία ή η Τσεχία έχουν να επιδείξουν πολύ μικρότερο βαθμό περιφερειακών ανισοτήτων, και ένα μοντέλο ισορροπημένης οικονομικής ανάπτυξης στο εσωτερικό τους. Κι αυτό ακριβώς όχι μόνον συγκράτησαν αλλά κατάφεραν και να διευρύνουν την παραγωγή τους βάση.
Έτσι, διαφορετικές πόλεις με ειδίκευση σε διαφορετικούς οικονομικούς κλάδους μεταβάλουν συνολικά το τοπίο της χώρας. Τσεχία δεν είναι μόνο η Πράγα, αλλά και το Μπρνο και η Οστράβα –για παράδειγμα. Πόλεις που δεν είναι σκιές του εαυτού τους όπως είναι η Καστορία ή το Σουφλί, αλλά διασυνδέονται κι αυτές με δυναμικό τρόπο στην διεθνή οικονομία, καθώς αποτελούν παραγωγικά κέντρα. Και επειδή λειτουργούν ως τέτοια, δημιουργούν ένα πλαίσιο περισσότερων ευκαιριών και για την κινητικότητα των λαϊκών τάξεων, μιας και η σύγχρονη παραγωγή προϋποθέτει υψηλό επίπεδο τεχνικών και επιστημονικών ειδικεύσεων. Όχι μόνον ”μπαρίστας”, ”σομελιέ” και ρεσεψιονίστ όπως συμβαίνει με τις ”υπηρεσίες της αναψυχής”.
Στην Ελλάδα, άραγε που ίχνη εντός αντίστοιχου καταμερισμού υπάρχουν ακόμα –αλλά αντί να αξιοποιηθούν χρησιμοποιούνται μόνο για να γίνονται αιτήσεις χρηματοδότησης για την ενίσχυση της ”βιομηχανικής κληρονομίας” γιατί δεν μπορούμε να ανασυγκροτήσουμε την χώρα σε αυτές τις κατευθύνσεις;
Διότι κάτι τέτοιο απαιτεί ηγεσίες, και πολιτικό σχεδιασμό άλλου επιπέδου –οπότε αρκούμαστε να πανηγυρίζουμε για τον αριθμό των αφίξεων κάθε χρόνο. Ας έχουμε γνώση, όμως· έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα στο κέντρο της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης, με το στεγαστικό ζήτημα, την άνοδο του κόστους διαβίωσης, και την υπερέμφαση που δίνεται στον τουρισμό, σε λίγο δεν θα υπάρχει χώρος για να αναπνεύσουν τα μεσαία εισοδήματα –πόσο μάλλον να πετύχουμε την άμβλυνση των ανισοτήτων βοηθώντας τα κατώτερα να τα φτάσουν.
Και βέβαια, η αποκέντρωση επηρεάζει σαφώς και το δημογραφικό. Ιδίως την κρίσιμη μετάβαση από τις οικογένειες του ενός παιδιού, στα δύο παιδιά. Γιατί διαφορετικό είναι το κόστος ζωής μιας οικογένειας των δύο παιδιών σε πόλεις που έχουν κορεσμένο μοντέλο ανάπτυξης, και τείνουν να λειτουργούν περισσότερο στην ″οικονομία της απόλαυσης” όπως επί της παρούσης είναι η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη ή η Πάτρα, και διαφορετικό στην περιφέρεια. Ιδίως αν συστηματικές κοινωνικές επενδύσεις κατευθυνθούν στην τελευταία ώστε να αναβαθμίσουν την εκεί ποιότητα ζωής.
Ήρθε η ώρα να (ξανα) κουβεντιάσουμε την επιλογή της αποκέντρωσης, και το πως αυτή μπορεί να υλοποιηθεί στον 21ο αιώνα. Είναι προϋπόθεση ώστε να ξαναβρεί η χώρα και η κοινωνία τον δρόμο της, όχι μόνον από την άποψη της βιωσιμότητας του ελληνικού μοντέλου και της αντοχής του σε εποχές πολυκρίσης και μείζονος αναταραχής, αλλά και από και από την σκοπιά μιας κοινής ευημερίας.