της Κύρας Αδάμ
«Επενδυτής» (φύλλο 09-06-12)
Το κείμενο εξωτερικής πολιτικής που παρουσίασε η Κουμουνδούρου είναι ένα ακατέργαστο μείγμα αποσπασματικών απόψεων και τάσεων, που παραπέμπουν κατά κόρον σε αντιλήψεις διεθνούς πολιτικής του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, αλλά δεν έχουν καμιά σχέση με τις πολύπλοκες και σύνθετες ανάγκες που εξυπηρετεί η εξωτερική πολιτική του 21ου αιώνα για κάθε δομημένο κράτος (με τον περιορισμό της συνέχειας και όχι ασυνέχειας της διπλωματίας όσον αφορά την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων του).
Ο αναχρονισμός των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύεται από μία και μόνη παρατήρηση: από το κείμενο του λείπει οποιαδήποτε αναφορά -ούτε μια λέξη- στην οικονομική διπλωματία της χώρας, που σε αυτόν τον αιώνα αποτελεί την κινητήριο δύναμη, τη «λοκομοτίβα» της εξωτερικής πολιτικής κάθε χώρας, από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, την προσφιλή στον ΣΥΡΙΖΑ Λατινική Αμερική, την Κίνα, την Ινδία κ.ο.κ. Κι όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως σύγχρονη δύναμη της ευρωπαϊκής Αριστεράς, που διαθέτει στελέχη με μακρόχρονη θητεία σε διεθνείς οργανισμούς, όφειλε όχι μόνον να έχει προωθημένες θέσεις επί του θέματος, αλλά και νά ασκήσει δημιουργική κριτική στο «παλιό σύστημα», που χρησιμοποίησε την οικονομική διπλωματία της χώρας αποσπασματικά, άτσαλα, με ασυνέχειες και πενιχρά αποτελέσματα.
Ο εύκολος δρόμος
Το κόμμα της σύγχρονης ευρωπαϊκής Αριστεράς, λοιπόν, επέλεξε την ασφαλή μέθοδο των κομμάτων του «παλιού συστήματος» και δεν μπήκε καν στον κόπο να δώσει απάντηση στο πλέον πιεστικό ερώτημα: ποιος είναι ο ρόλος της χώρας μέσα στο σημερινό γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό πλαίσιο της περιοχής και γιατί η Ελλάδα είναι ή δεν είναι μια σημαντική χώρα για φίλους και εχθρούς.
Είναι απορίας άξιο γιατί από την «ανάλυση» του ΣΥΡΙΖΑ απουσιάζει παντελώς η διάσταση της ενεργειακής πολιτικής, αφού η χώρα εκ των πραγμάτων είναι διαμετακομιστικός κόμβος αγωγών μεταφοράς υδρογονανθράκων, είτε από την ξηρά (αγωγοί μεταφοράς υδρογονανθρά¬κων από τη Ρωσία και τις χώρες της Κασπίας) είτε από τη θάλασσα (αγωγοί μεταφοράς αερίου από τα κοιτά¬σματα Ισραήλ και Κύπρου προς την Ευρώπη). Είναι ηλίου φαεινότερον ότι το μέλλον και η δύναμη της χώρας θα εξαρτηθούν εν πολλοίς από το ενδιαφέρον που θα επιδείξουν τα επόμενα χρόνια στα θέματα αυτά τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα συμφερόντων: ο γερμανορωσικός άξονας στην ενέργεια, έναντι του αμερικανικού. Μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα αναγκαστεί να διαμορφώσει ταχύτατα θέση στο βασικό αυτό θέμα.
Προσεκτικός ο ΣΥΡΙΖΑ, κάνει λόγο για την οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ σε συμφωνία κατ’ ανάγκην με τις γειτονικές χώρες και όχι μονομερώς. Αλλά γιατί δεν βρήκε ούτε μια λέξη για τον νόμο Μανιάτη (που αυτοβούλως περιορίζει την ελληνική ΑΟΖ στα χωρικά ύδατα των ανατολικών περιοχών του Αιγαίου), τη στιγμή που έχει την πρόθεση να… πάρει σβάρνα ποικίλους νόμους, διμερείς και διεθνείς συμφωνίες του «προηγούμενου καθεστώτος»;
Παπανδρέϊσμός
Το κείμενο εξωτερικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ διαπνέεται από έναν βαθύ και καχέκτυπο «παπανδρείσμό». Του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1980, εγκαταλείποντας τα σχέδια εξόδου από το NATO και την Ε.Ε., πειραματίστηκε για ένα διάστημα με τη Διαβαλκανική Συνεργασία, την Πρωτοβουλία των Πέντε για την ειρήνη και τον αφοπλισμό, πάντα στο όνομα των λαών, της ειρήνης, της διεθνούς αλληλεγγύης κ.λπ.’Ολα τα εγχειρήματα αυτά εξαφανίστηκαν ως πομφόλυγες από το διεθνές προσκήνιο με το πέρασμα του χρόνου, χωρίς να αποφέρουν κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα για τη χώρα.
Οι ίδιες νεφελώδεις και απλοϊκές σκέψεις για διαβαλκανική συνεργασία, για συνεργασία κρατών από όλο τον πλανήτη, για περιφερειακό πρωταγωνιστή θετικών αλλαγών στις διεθνείς και διακρατικές σχέσεις κ.λπ. φιγουράρουν αφελώς στο κείμενο του ΣΥΡΙΖΑ, που δανείζεται απλόχερα και άνευ νοήματος φράσεις κλισέ του Γ. Παπανδρέου για «ανάληψη διεθνών πρωτοβουλιών» ή για οικολογικούς χάρτες, προστασία περιβάλλοντος του πλανήτη κ.λπ.
Την ίδια γενικόλογη φρασεολογία («πρωτοβουλίες-διάλογο») του «ύστερου ΠΑΣΟΚ» (με το οποίο συνοδοιπόρησε λυσσαλέα, αν και ανεπιτυχώς, υπέρ του Σχεδίου Ανάν στην Κύπρο ο τότε Συνασπισμός) επιλέγει ο τωρινός ΣΥΡΙΖΑ ως βασικό άξονα της πολιτικής απέναντι στην Τουρκία. Από το κείμενο φαίνονται σαφέστατα η αδυναμία και η ολιγωρία του ΣΥΡΙΖΑ να εκτιμήσει συνολικώς τη γειτονική χώρα και την εφαρμοζόμενη πολιτική Ερντογάν.
Ελληνοτουρκικά
Από όλη αυτή την τουρκική πολιτική και το δόγμα Νταβούτογλου, ο ΣΥΡΙΖΑ επιλεγεί πρόχειρα να υπερτονίσει την παρούσα διένεξη Τουρκίας – Ισραήλ, για να αιτιολογησει την επιδίωξη ανάδειξης της Τουρκίας σε ηγεμονική δύναμη. Αλλά και ο πλέον ανενημέρωτος αναγνώστης γνωρίζει ότι η Τουρκία έχει διεισδύει για τα καλά -με βάση την οικονομική διπλωματία της-στα Βαλκάνια, έχει ισχυροποιήσει τον άξονα Μόσχας – Άγκυρας στον ενεργειακό τομέα, συμμετέχει ενεργώς στη διεθνή διένεξη με το Ιράν και τη Συρία, επιχειρεί να βάλει πόδι στα κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου και έχει ισχυροποιήσει σε βάρος της Ελλάδας τη στρατηγική θέση της στο NATO, ενώ είναι μέλος του G20 κ.ο.κ. Το κενό, δηλαδή, που αφήνει η Ελλάδα υποχωρώντας το καλύπτει αμέσως η Τουρκία, σε βάρος εθνικών, οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων της χώρας μας στην περιοχή.
Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει παντελώς απροετοίμαστος να αντιμετωπίσει ως σύγχρονο κόμμα εξουσίας το μεγάλο πρόβλημα των ελληνοτουρ¬κικών σχέσεων, που -αν και θεωρεί ότι «βρίσκονται σε κρίσιμη καμπή»-τους αφιερώνει μόνον έξι αράδες στο κείμενο. Ευτυχώς, αποσύρθηκαν εγκαίρως από την κυκλοφορία οι ιδέες… στιγμιαίας ευφορίας περί «μορατόριουμ» Ελλάδας-Τουρκίας στον τομέα των εξοπλισμών. Ενα τέ¬τοιο ενδεχόμενο θα ίσχυε μόνον για την Ελλάδα, που αντιμετωπίζει την απειλητική συμπεριφορά της Τουρκίας στο Αιγαίο καθημερινώς. Όχι όμως για την Τουρκία, που μπορεί κάλλιστα να αυξήσει τους εξοπλισμούς της στα άλλα μόνιμα ανοιχτά μέτωπα της, π.χ. Κουρδικό, και να τους «μεταφέρει» -αν χρειαστεί- προς την πλευρά της Ελλάδας.
Μετά το NATO, τι;
Στο θέμα του NATO, ο ΣΥΡΙΖΑ επιλεγεί το μετέωρο βήμα του πελαργού. Δεν επιθυμεί την παραμονή της χώρας στην Ατλαντική Συμμαχία, αλλά δεν τολμά να απαριθμήσει και τις βαριές συνέπειες για τη χώρα από μια πιθανή αποχώρηση, αντίστοιχη με εκείνη τη στιγμιαία αποχώρηση του Κ. Καραμανλή του… πρεσβύτερου από το στρατιωτικό σκέλος τρεις δεκαετίες πίσω, για την οποία η χώρα ακόμα τραβάει τα μαλλιά της και έχει μπει σε έναν φαύλο κύκλο στρατιωτι¬κών δαπανών.
Το παράδοξο στην όλη υπόθεση είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί να τραβήξει η χώρα άλλο δρόμο από αυτόν των γειτονικών χωρών. Τη στιγμή που όλες οι βαλκανικές χώρες επιθυμούν -με βαριές συνέπειες- να ενταχθούν διακαώς στο NATO και -πολύ περισσότερο- στην Ευρωπαϊκή’Ενωση ή άλλες χώρες να αυξήσουν τα οφέλη τους με το καθεστώς συνδεδεμένων χωρών, ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι το μέλλον της χώρας είναι εκτός διεθνών οργανισμών, υπερτονίζοντας την «ενεργό συμμετοχή» στον ΟΗΕ, που εκ των πραγμάτων περιορίζεται απλώς σε ετήσιες παρουσίες της Ελλάδας ως μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Κοντολογίς, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να γοητεύεται από τον ρόλο του αριστερού «επιτήδειου ουδέτερου» για τη χώρα. Αλλά κάτι τέτοιο προϋποθέτει υψηλού βαθμού εθνικό ρεαλισμό και «κυνισμό», που κανείς δεν μπορεί να ανιχνεύσει σε ξεπερασμένες συλλογιστικές του περασμένου αιώνα…