Μπορεί όμως να γίνει αλλαγή της μεταναστευτικής πολιτικής με την νέα κυβέρνηση και τους νέους συσχετισμούς;
του Βασίλη Στοϊλόπουλου από τη Ρήξη (φ. 86)
Ο υπαρκτός κίνδυνος της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας και της «εθελούσιας» εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη ανέδειξαν, όπως αναμενόταν, τα μνημόνια και το ευρώ σε κυρίαρχα ζητήματα του προεκλογικού αγώνα της 17ης Ιουνίου. Ο οξύτατος και πολωτικός χαρακτήρας της πρόσφατης εκλογικής αναμέτρησης, με τις διλημματικές ακρότητες, τους αδίστακτους τακτικισμούς και τις ψευδοοραματικές παραμυθίες γύρω από την οικονομική κρίση, έγινε ακόμα πιο έντονος όταν τελικά εμφανίστηκαν στο προεκλογικό τοπίο η αντιπαράθεση για τη γιγάντωση της λαθρομετανάστευσης και όταν, ξαφνικά, όλο το πανελλήνιο ανακάλυψε το φαιό πρόσωπο της Χρυσής Αυγής.
Αφού για πολλά χρόνια η αναμέτρηση της ελληνικής πολιτείας με το εθνοκτόνο μεταναστευτικό ζήτημα ουσιαστικά αναβαλλόταν, με ευθύνη όλου του πολιτικού φάσματος, τώρα πλέον, ακόμη και ορισμένοι «καλοί άνθρωποι» της ανανεωτικής Αριστεράς, άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι η ρεαλιστική αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης αθρόας και ασύδοτης λαθρομετανάστευσης δεν επιτρέπει στερεότυπα, ευχολόγια και συνθηματολογίες, ή εκ του ασφαλούς ηθικολογίες και αφορισμούς –και μάλιστα με ιδεολογικό επίχρισμα ανέξοδης προοδευτικότητας και παρωχημένου προλεταριακού διεθνισμού. Άπαντες ομολογούν πλέον ότι μπορεί το πρόβλημα της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης να βαραίνει κυρίως τις κυβερνήσεις (ΠΑΣΟΚ – ΝΔ) και τις παρασιτικές οικονομικές ελίτ του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος, όμως η ιδεολογική κάλυψη στο φαινόμενο της λαθρομετανάστευσης, ο απίστευτος εξωραϊσμός, η εθελοτυφλία και η συστηματική υποβάθμισή του πιστώνεται στις εγχώριες εθνομηδενιστικές δυνάμεις, μέρος των οποίων στεγάζεται στην ανανεωτική Αριστερά και στις συνιστώσες της, αλλά και στο ΚΚΕ. Η κατάσταση, σε πολλές, κυρίως αστικές, περιοχές της χώρας, είναι τέτοια που πλέον ήρθε η στιγμή που η αναμέτρηση αυτή έγινε αναπόφευκτη. Κι επειδή αυτή η στιγμή καθυστέρησε επικίνδυνα, θα πρέπει τώρα να είναι και πιο αποφασιστική και κυρίως πιο αποτελεσματική, πάντα βεβαίως στο πλαίσιο του νόμου, καθώς τίθεται ανοιχτά ζήτημα διατήρησης της εθνικής οντότητας των Ελλήνων, της ελληνικής ιδιοπροσωπίας και ταυτότητας, αλλά και της ασφάλειας των πολιτών.
Μπορεί όμως να γίνει ριζική αλλαγή της μεταναστευτικής πολιτικής με τη νέα κυβέρνηση και τους νέους συσχετισμούς που υπάρχουν στο ελληνικό κοινοβούλιο; Μπορεί να επιβάλει η ΝΔ το «σκληρό» πρόγραμμά της για την ασφάλεια, όταν αυτό απορρίπτεται από τον έναν κυβερνητικό της εταίρο εί να υπάρξει άρση του αδιεξόδου, όταν κάποιοι μέσα στη κυβέρνηση θα επιδιώκουν τη διεύρυνση των κριτηρίων για παροχή ιθαγένειας, ή θα αντιτίθενται στην επέκταση των απελάσεων ή στα κέντρα προσωρινής κράτησης; Πολύ δύσκολα και αρκεί να εξετάσουμε τον εξαιρετικά φειδωλό και γενικόλογο προεκλογικό λόγο για το μεταναστευτικό της ΔΗΜΑΡ, η οποία, στα «επτά σημεία» της για προγραμματική σύγκλιση, αντιμετωπίζει το μεταναστευτικό σαν πρόβλημα «κοινωνικής αλληλεγγύης, αλλά και προβλήματος ασφάλειας», ζητώντας απλώς την «εφαρμογή του νόμου για τους παράνομους μετανάστες». Για τον πρόεδρό της, αυτό που χρειάζεται είναι «συνδυασμός εσωτερικών ρυθμίσεων και διεθνών. Αναθεώρηση του Δουβλίνου 2, άμεση επαναπροώθηση όσων δεν δικαιούνται πολιτικό άσυλο και δεν μπορεί, βάσει του νόμου, να νομιμοποιηθούν», θεωρώντας μάλιστα τις θέσεις της ΝΔ πως «είναι χρήσιμες μάλλον για να αδράξουν τον ψηφοφόρο παρά για να πιάσουν τον παράνομο μετανάστη».
Σε κάθε περίπτωση, πιο ξεκάθαρα είναι τα πράγματα για την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία προφανώς θα καραδοκεί για να στηλιτεύσει κάθε «ανθρωπιστική παρεκτροπή» της νέας κυβέρνησης και ιδιαίτερα της ΔΗΜΑΡ: Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται «στον αντίποδα μιας λογικής που ορθώνει την Ελλάδα-φρούριο, την Ευρώπη-φρούριο» και υποστηρίζει «το δικαίωμα στην ελεύθερη και ασφαλή είσοδο και το άσυλο», παραγνωρίζοντας ότι, τουλάχιστον στατιστικά, άσυλο δικαιούται μόνο το 2% των αιτούντων. Στο «τροποποιημένο» κυβερνητικό πρόγραμμα «αξιοπρέπειας και ελπίδας» του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται ότι το μεταναστευτικό πρόβλημα της Ελλάδας θα λυθεί με «τη σταδιακή παραχώρηση ταξιδιωτικών εγγράφων για το μεγάλο όγκο των μεταναστών που επιθυμούν να αποχωρήσουν από το ελληνικό έδαφος και τον εξορθολογισμό του νομικού και θεσμικού πλαισίου για την νομιμοποίηση των μεταναστών που ζουν και εργάζονται στη χώρα μας και την ισότιμη ένταξή τους». Στο πλαίσιο αυτό, της νομιμοποίησης δηλαδή, μέσω παροχής ταξιδιωτικών εγγράφων, όλων των μεταναστών που ήρθαν και θα έρχονται στην Ελλάδα, και της ανάδειξης της Μεσογείου ως γέφυρας με τον Τρίτο Κόσμο και όχι τείχος της Ευρώπης, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ δεν θεωρεί παράλογο «αν είναι κάποιος χρόνια στην Ελλάδα και εργάζεται και έχει χαρτιά και ένα καθεστώς νόμιμης παραμονής, το να μπορεί υπό τέτοιες συνθήκες να φέρει τη γυναίκα του και τα παιδιά του (συνέντευξη στο Πρώτο Θέμα, 10-6-2012). Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο σαφή όταν ανατρέξουμε στο αναλυτικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για το μεταναστευτικό (ΣΤΟΧΟΣ 10: Για μια νέα πολιτική για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, www.syn.gr/programma/b10.htm), που εξακολουθεί να είναι αναρτημένο στο διαδίκτυο. Εκεί διαπιστώνει κανείς ότι με το μεταναστευτικό πρόγραμμά του ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν έχει απαντήσεις για την αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης, αλλά ότι μεθοδεύει τη μαζική νομιμοποίηση, τη διεύρυνση της έννοιας του ασύλου, την αποδυνάμωση της φύλαξης των συνόρων, την προσέλκυση νέων μεταναστευτικών ρευμάτων και τη μετατροπή της Ελλάδας σε πολυπολιτισμική χοάνη.
Και όλα αυτά όταν παλιότερα, στο Ευρωκοινοβούλιο, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε στηρίξει τη συνθήκη Δουβλίνο ΙΙ (343/2003), που όντως είναι ο πυρήνας του προβλήματος της παράνομης μετανάστευσης στην Ελλάδα. Τώρα ζητά την κατάργησή της, όπως κάνει άλλωστε και όλο το πολιτικό σύστημα, αποκρύπτοντας όμως την πραγματικότητα για το τι ακριβώς προβλέπει αυτός ο κανονισμός. Αντίθετα, εξακολουθεί να υπάρχει πολλή παραπληροφόρηση, υποκρισία και πολιτική σπέκουλα απ’ όλα τα κόμματα, που θεωρούν ότι μπορεί κανείς πολύ εύκολα να αλλάζει ευρωπαϊκούς κανονισμούς. Η ουσία είναι ότι σήμερα ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙ καθιστά την Ελλάδα μία αθωράκιστη χώρα, που αναγκάζεται να αντιμετωπίσει μόνη και από ανίσχυρη θέση ένα τεράστιο κύμα παράνομης μετανάστευσης –το 90% της Ε.Ε.– χωρίς να υπάρχουν μηχανισμοί ουσιαστικής ευρωπαϊκής κοινοτικής αλληλεγγύης. Η όποια προσπάθεια αναθεώρησης αυτού του κανονισμού είναι πολύ δύσκολη υπόθεση, απαιτεί πολύ χρόνο διαβουλεύσεων και προϋποθέτει συναίνεση, που δυστυχώς δεν υπάρχουν, παρότι, από το 2005, όλοι γνωρίζουμε ότι έχουν αλλάξει πλήρως τα δεδομένα της παράνομης μετανάστευσης στην Ελλάδα, αλλά και στην ΕΕ. Το ίδιο ανεύθυνη είναι όμως και η στάση όσων θεωρούν ότι το πρόβλημα θα λυθεί αν δοθούν στους «ελληνοποιημένους» μετανάστες ταξιδιωτικά έγγραφα, αποκρύπτοντας το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη Συνθήκη Σέγκεν, ακόμη και αν κάποιος μετανάστης φέρει ταξιδιωτικά έγγραφα, που εκδόθηκαν από ένα κράτος-μέλος, η χώρα υποδοχής δεν δεσμεύεται να τον δεχθεί στο έδαφος της και θα επιστρέφει αμέσως στην Ελλάδα. Αυτοί που ενδεχομένως θα χάσουν το δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης θα είναι οι Έλληνες πολίτες, που θα είναι υποχρεωμένοι να έχουν μαζί τους διαβατήριο και να υπόκεινται σε κάθε μορφής ελέγχους.
Επειδή το μεταναστευτικό ζήτημα, πέρα από τις κοινωνικές, πολιτιστικές, δημογραφικές, οικονομικές παραμέτρους, είναι κατά βάση πολιτικό, αυτό που πρέπει επειγόντως να κάνει η σημερινή κυβέρνηση είναι η δημιουργία ειδικού χαρτοφυλακίου για την αντιμετώπιση της μετανάστευσης, με βασικό στόχο την άμεση καταγραφή των μεταναστών και την αναχαίτιση της λαθρομετανάστευσης, την ανασυγκρότηση των περιοχών που έχουν καταληφθεί από μετανάστες με την ισόρροπη κατανομή τους σε πόλεις και περιοχές, καθώς και την αποτροπή δημιουργίας γκέτο, αλλά και τη νόμιμη παραμονή στη χώρα όσων πληρούν όλους τους όρους της ενσωμάτωσης / αφομοίωσης, όπως προβλέπονται και σε άλλες χώρες της Ευρώπης.