Αρχική » Η περίπτωση του περιοδικού “Ιχώρ”

Η περίπτωση του περιοδικού “Ιχώρ”

από admin
Συγγραφέας:

Στ. Φανός

[Ιχώρ, Μη­νιαί­α έκ­δο­ση για την Οι­κου­με­νι­κή Ελ­λη­νι­κό­τη­τα, Εκ­δό­της-Ι­διο­κτή­της Ευάγ­γε­λος Μπε­ξής, Διευ­θυ­ντής Γιώρ­γος Τσα­γκρι­νός, Δω­δώ­νης 36, 104 44, Κο­λω­νός, Τηλ. 5142500, 1ο τεύ­χος Σε­πτέμ­βριος 2000. (Π)]

στο ο­πι­σθό­φυλ­λο κά­θε τεύ­χους έ­χου­με τη διευ­κρί­νι­ση της ο­νο­μα­σί­ας του πε­ριο­δι­κού: “έρ­ρε­ε το α­θά­να­τον αί­μα της θε­άς, ο Ι­χώρ, για­τί τέ­τοιο ρέ­ει α­πό τους μα­κά­ριους θε­ούς” Ι­ΛΙΑΣ Ε (339-340), ε­νώ στο 8° τεύ­χος, σ. 15, δια­βά­ζου­με ε­ντός πα­ρεν­θέ­σε­ως: (Ι­χώρ = αί­μα των προ­γό­νων μας).

Α­πό το Εκ­δο­τι­κό Ση­μεί­ω­μα του 3ου τεύ­χους α­ντι­γρά­φου­με: Σ’ αυ­τό το πε­ριο­δι­κό χω­ρά­νε ό­λοι οι Έλ­λη­νες που αι­σθά­νο­νται υ­πε­ρή­φα­νοι, ό­ταν ψά­χνουν α­πε­γνω­σμέ­να τις ρί­ζες τους σε έ­να α­βέ­βαιο και σκο­τει­νό πα­ρελ­θόν που κά­ποιοι θέ­λη­σαν να μεί­νει έ­τσι.  [ ]

Το πε­ριο­δι­κό α­πο­κρού­ει α­μέ­σως α­πό το ξε­κί­νη­μά του ευ­θαρ­σώς τη λο­γι­κή κά­ποιων “Υ­πε­ρελ­λή­νων” για τον πε­ριού­σιο ελ­λη­νι­κό λα­ό, που υ­πο­κα­θι­στά τον πε­ρι­ού­σιο ε­βρα­ϊ­κό λα­ό. Γρά­φει γι’ αυ­τούς ο εκ­δό­της στο ί­διο ση­μεί­ω­μα:

(…) Ας μας α­φή­σουν να κά­νου­με έ­ναν καλ­λί­τε­ρο κό­σμο, αν­θρώ­πι­νο και Ελ­λη­νι­κό. Δεν θέ­λου­με να εί­μα­στε ού­τε πε­ριού­σιοι Υ­πε­ρέλ­λη­νες ού­τε πε­ριού­σιοι Σιω­νι­στές. Θέ­λου­με να εί­μα­στε α­πλά Έλ­λη­νες, θέ­λου­με να ε­νώ­σου­με τα σκόρ­πια κομ­μά­τια μας και να στα­θού­με πά­λι δυ­να­τοί στα πό­δια μας, ά­ξιοι συ­νε­χι­στές του έρ­γου των προ­γό­νων· μας, θέ­λου­με τη γνώ­ση. [ ] Και θυ­μη­θεί­τε το, κα­τα­λά­βε­τέ το: Ο Ε­ΧΘΡΟΣ ΔΕΝ ΕΙ­ΝΑΙ Α­ΝΙ­ΚΗ­ΤΟΣ, ΠΟ­ΤΕ Ο­ΤΑΝ Ε­ΜΕΙΣ ΕΙ­ΜΑ­ΣΤΕ Ε­ΝΩ­ΜΕ­ΝΟΙ.

Ποιος εί­ναι ό­μως ο ε­χθρός; Στο ί­διο τεύ­χος, ο με­τέ­πει­τα διευ­θυ­ντής του πε­ριο­δι­κού Γιώρ­γος Τσα­γκρι­νός, στο άρ­θρο του “Η αι­ρε­τι­κή Ι­στο­ρί­α του πλα­νή­τη” προσ­διο­ρί­ζει τον ε­χθρό ως το “Νε­ο­τα­ξι­κό” και “Τευ­το­σα­ξω­νο­σιω­νι­στι­κό” “Ιε­ρα­τεί­ο του Βορ­ρά”: έ­να πλέγ­μα μυ­στι­κών ε­ται­ριών α­πο­κρυ­φι­σμού και μαυ­ρο­μα­γι­κών κέ­ντρων με πα­νάρ­χαιες ρί­ζες, το ί­διο που βρι­σκό­ταν πί­σω α­πό το να­ζι­σμό. Μια “πλα­νη­τι­κή Συ­ναρ­χί­α”, που έ­χει ά­με­ση σχέ­ση με τις δια­βό­η­τες “Μπίλ­ντε­μπερ­γκ” και “Τρι­με­ρή” (οι ο­ποί­ες ε­λέγ­χουν Τρα­πε­ζι­κούς κο­λοσ­σούς), που ευ­νό­η­σε τη ιου­δαιο­χρι­στια­νι­κή εκ­δο­χή του χρι­στια­νι­σμού στο Βορ­ρά μέ­σω του προ­τε­στα­ντι­σμού, χτυ­πώ­ντας πα­ράλ­λη­λα τον ελ­λη­νο­κε­ντρι­κό χρι­στια­νι­σμό του νό­του, δη­λα­δή τον Κα­θο­λι­κι­σμό και την Ορ­θο­δο­ξί­α. Στον ε­πί­λο­γο του άρ­θρου δια­βά­ζου­με:

Κα­τά τη γνώ­μη μου ο Νό­τος πρέ­πει να α­φυ­πνι­σθεί και να α­φυ­πνί­σει και τον υ­πό­λοι­πο πλα­νή­τη. Φι­λε­λεύ­θε­ροι, Ορ­θό­δο­ξοι, Κα­θο­λι­κοί και μη Σιω­νι­στές-με­γα­λο­ϊ­δε­ά­τες Ε­βραί­οι, ό­πως και οι­κο­λο­γι­κά και μη νε­ο­τα­ξί­τι­κα πα­γα­νι­στι­κά κι­νή­μα­τα, κα­θώς και ό­λο το πα­γκό­σμιο α­ναρ­χι­κό κί­νη­μα και γε­νι­κά δε­ξιοί, α­ρι­στε­ροί και ου­δέ­τε­ροι, κα­λό θα εί­ναι να βρουν έ­ναν κοι­νό τρό­πο ά­μυ­νας. (…) Η Ελ­λη­νι­κή σκέ­ψη και το ε­λεύ­θε­ρο πνεύ­μα κο­ντα­ρο­χτυ­πιού­νται με τον ε­περ­χό­με­νο “πα­γα­νο­γιαχ­βι­κού τύ­που” με­σαί­ω­να. []

Ας συ­γκρα­τή­σου­με το γε­γο­νός, ό­τι στη συ­μπα­ρά­τα­ξη ε­να­ντί­ον του κοι­νού ε­χθρού κα­λού­νται ε­δώ και οι μη σιω­νι­στές Ε­βραί­οι.

Στη συ­νέ­χεια γρά­φει για την αρ­χαί­α ελ­λη­νι­κή θρη­σκεί­α τα ε­ξής: Ά­κου­σα πολ­λούς να μι­λούν για πολ­λά και κυ­ρί­ως για την ιε­ρή Θρη­σκεί­α των προ­γό­νων και θλί­βο­μαι α­φά­ντα­στα. Με τη­λε­ο­πτι­κά α­φιε­ρώ­μα­τα υ­πό­πτων στό­χων προ­σπα­θούν να δώ­σουν μί­α φολ­κλόρ διά­στα­ση σε έ­να θέ­μα που έ­χει να κά­νει με τη θεί­α ύ­παρ­ξη των ό­ντων στο σύ­μπαν, προ­βάλ­λο­ντας διά­φο­ρους δραχ­μο­φο­νιά­δες ελ­λα­δέ­μπο­ρους, για να α­κού­σου­με πε­ρί­που ό­τι “ο Δί­ας εί­ναι η­λε­κτρι­σμός”, ή ό­τι η Ελ­λη­νι­κή λα­τρεί­α εί­ναι να “χα­βα­λε­διά­ζεις” με γρα­φι­κό­τη­τες στα ιε­ρά μας βου­νά.(…)
Α­πό την ε­κε­χει­ρί­α…

Στο 4ο τεύ­χος βρί­σκου­με άρ­θρο του Μά­ριου Δη­μό­που­λου με τί­τλο “Τα προ Χρι­στού Χρι­στού­γεν­να”, ό­που έ­χου­με την ευ­και­ρί­α να δού­με σπά­νιες φω­το­γρα­φί­ες α­πό τα προ­χρι­στια­νι­κά θεί­α βρέ­φη, ό­πως ά­γαλ­μα της Ί­σι­δας με τον Ώ­ρο να θη­λά­ζει ή την Κυ­βέ­λη με τον κού­ρο Δί­α στην α­γκα­λιά της, στη στά­ση α­κρι­βώς της βρε­φο­κρα­τού­σας Θε­ο­τό­κου. Ο αρ­θρο­γρά­φος υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι ο Χρι­στός ή­ταν μια Ορ­φι­κο­διο­νυ­σια­κή η­λια­κή θε­ό­τη­τα. Μι­λώ­ντας για τις αρ­χαί­ες φυ­σι­κές θρη­σκεί­ες “χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των ο­ποί­ων ή­ταν ο σε­βα­σμός της ε­τε­ρό­τη­τας” κα­τα­λή­γει:

(…) Έ­τσι βλέ­που­με, δυ­στυ­χώς και σή­με­ρα στη χώ­ρα μας ο­ρι­σμέ­νους χρι­στια­νο­φά­γους, χι­τω­νο­λά­τρες “νε­ο­πα­γα­νι­στές” και α­πό την άλ­λη ο­ρι­σμέ­νους ελ­λη­νο­φά­γους βυ­ζα­ντι­νι­στές. Η χώ­ρα μας ό­μως δεν έ­χει πε­ρι­θώ­ρια για έ­ναν νέ­ο δι­χα­σμό. Η ορ­θο­δο­ξί­α εί­ναι μέ­ρος του Ελ­λη­νι­σμού και σε λα­ϊ­κό ε­πί­πε­δο έ­χει μπο­λια­σθεί με αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κά στοι­χεί­α, ό­πως ε­δεί­χθη στην πα­ρού­σα ερ­γα­σί­α. Η δε αρ­χαί­α ελ­λη­νι­κή θρη­σκεί­α εί­ναι η γνη­σιό­τε­ρη θρη­σκευ­τι­κή έκ­φρα­ση του Ελ­λη­νι­σμού και πρέ­πει να έ­χει το δι­καί­ω­μα της δη­μό­σιας λα­τρεί­ας. Ο αρ­χαί­ος (Διό­νυ­σος) και νέ­ος (Χρι­στός) Ή­λιος της Δι­καιο­σύ­νης πρέ­πει να λά­μπουν α­νε­νό­χλη­τοι. [ ]

Ό­πως θα δού­με πα­ρα­κά­τω, το πε­ριο­δι­κό […] ε­νώ ξε­κι­νά­ει πο­λύ ελ­πι­δο­φό­ρα με το “σε­βα­σμό της ε­τε­ρό­τη­τας”, κά­νο­ντας στρο­φή τον τρί­το χρό­νο της έκ­δο­σής του, θα προ­σχω­ρή­σει στον πό­λε­μο ε­να­ντί­ον του Χρι­στια­νι­σμού, πα­ρα­συρ­μέ­νο α­πό τη μι­σαλ­λο­δο­ξί­α μιας ο­ρι­σμέ­νης πλευ­ράς του Ιε­ρα­τεί­ου. [ ]

Στο Εκ­δο­τι­κό Ση­μεί­ω­μα του 5ου τεύ­χους δια­βά­ζου­με για τη δια­μά­χη των σύγ­χρο­νων Ε­θνι­κών με τους Χρι­στια­νούς:
Ποιος μας χώ­ρι­σε, φί­λες και φί­λοι, και ποιος α­κό­μα και σή­με­ρα θέ­λει να μας χω­ρί­σει; Αυ­τό θα έ­πρε­πε να α­να­ρω­τη­θού­με!

(…) Και βέ­βαια έ­γι­ναν σφα­γές, και βέ­βαια έ­γι­ναν κα­τα­στρο­φές να­ών, βι­βλιο­θη­κών, έ­κλει­σαν τα θέ­α­τρα και άλ­λα πολ­λά υ­πέ­στη ο Ελ­λη­νι­σμός, αλ­λά σή­με­ρα ζού­με ε­δώ και μοι­ρα­ζό­μα­στε ό­λοι τις α­γω­νί­ες για το μέλ­λον αυ­τού του τό­που, για τις α­ξί­ες των προ­γό­νων μας, που έ­στω και κου­τσου­ρου­μέ­νες, σε α­δρά­νεια ή σε δρά­ση ευ­ρι­σκό­με­νε­νες, ε­ξα­κο­λου­θούν να υ­πάρ­χουν μέ­σα μας.

(…) Ας α­να­γνω­ρι­στεί ε­πι­τέ­λους η γε­νο­κτο­νί­α των Ελ­λή­νων τα πρώ­τα χρι­στια­νι­κά χρό­νια, και α­πό την άλ­λη ας πα­ρα­με­ρί­σου­με την α­πό­λυ­τη, δογ­μα­τι­κή, ά­πο­ψη ό­τι ό­λα ό­σα έ­γι­ναν την βυ­ζα­ντι­νή πε­ρί­ο­δο ή­ταν α­νά­ξια λό­γου.

Η α­γω­νί­α του πε­ριο­δι­κού για το δι­χα­σμό που α­να­βιώ­νει με τον εμ­φύ­λιο χριστια­νών και “Υ­πε­ρελ­λή­νων”, τους ο­ποί­ους α­πο­κα­λεί και “Ιου­δαιο­ελ­λη­νί­ζο­ντες” φαί­νε­ται και στο Εκ­δο­τι­κό Ση­μεί­ω­μα του 8ου τεύ­χους: Τε­λι­κά, ό­πως φαί­νεται κά­ποιοι ε­πι­διώ­κουν σο­βα­ρά τον δι­χα­σμό αυ­τού του λα­ού. Κά­ποιοι που μο­να­δι­κή τους ε­πι­δί­ω­ξη έ­χουν θέ­σει να κό­ψουν τις ό­ποιες γέ­φυ­ρες ε­πι­κοι­νω­νί­ας, να συ­νε­χί­σουν τον σιω­πη­λό α­κή­ρυ­κτο πό­λε­μο και, μέ­ρα με τη μέ­ρα, να στρα­το­λο­γούν ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρους φα­να­τι­κούς ο­πα­δούς-χού­λι­γκαν στους “στρα­τούς” τους.

(…) αυ­τό το πε­ριο­δι­κό που έ­χε­τε τώ­ρα στα χέ­ρια σας, α­πό το πρώ­το του τεύ­χος προ­σπά­θη­σε, και θα συ­νε­χί­ζει να το κά­νει, να κρα­τή­σει ψη­λά τη ση­μαί­α της Ε­νό­τη­τας του Ελ­λη­νι­κού Έ­θνους. Α­γω­νί­ζε­ται με κά­θε του άρ­θρο να κα­τα­δεί­ξει την ι­στο­ρι­κή α­λή­θεια, ό­χι προς ό­φε­λος κά­ποιου “στρα­το­πέ­δου”, αλ­λά προς τη σφυ­ρη­λά­τη­ση νέ­ας ταυ­τό­τη­τας του Έλ­λη­να μέ­σα στα πλαί­σια της σφο­δρής ι­σο­πε­δω­τι­κής πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης και ε­κεί­να της Ευ­ρω­πα­ϊ­κής κοι­νό­τη­τας, που ά­γνω­στο εί­ναι α­κό­μα που θα ο­δη­γή­σει και θα ο­δη­γη­θεί α­πό τα γε­γο­νό­τα. Μια νέ­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ό­μως εί­ναι αναμ­φί­βο­λο ό­τι γεν­νά­ται. Και αν αυ­τή η νέ­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αν μας βρει δι­χα­σμέ­νους, μας τσά­κι­σε. Θα α­φα­νί­σει σαν ι­σο­πε­δω­τι­κό μη­χά­νη­μα την κά­θε α­ντί­στα­ση, την κά­θε ι­διαι­τε­ρό­τη­τα του λα­ού μας ή, στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, θα τον κα­θυ­πο­τά­ξει στη “νέ­α τά­ξη πραγ­μά­των”. Και τό­τε θα μας πουν ό­τι θα πρέ­πει να εί­μα­στε και ευ­τυ­χι­σμέ­νοι, για­τί αυ­τό ση­μαί­νει πρό­ο­δο και ε­ξέ­λι­ξη. Και θα το δε­χτού­με, για­τί έ­τσι θα μας έ­χουν πεί­σει: ό­τι εί­ναι συμ­φέ­ρον για τη χώ­ρα μας και τα δι­κά τους “ελ­λη­νι­κά ι­δα­νι­κά και α­ξί­ες”. Δεν πει­ρά­ζει αν έ­χου­με χά­σει την γλώσ­σα μας, δεν πει­ρά­ζει αν έ­χου­με δώ­σει τη Θρά­κη και τα νη­σιά μας· άλ­λω­στε θα μας πεί­σουν ό­τι στο νέ­ο κό­σμο δεν υ­πάρ­χουν σύ­νο­ρα, ό­τι δεν πει­ρά­ζει αν τα 6/10 του πλη­θυ­σμού της χώ­ρας μας δεν έ­χουν ελ­λη­νι­κή κα­τα­γω­γή, συ­νή­θειες και α­να­τρο­φή, δεν πει­ρά­ζει αν α­πό τα υ­πό­λοι­πα 4/10 το με­γα­λύ­τε­ρο πο­σο­στό θα α­γνο­εί βα­σι­κές α­ξί­ες του Ελ­λη­νι­κού πο­λι­τι­σμού, δεν θα πει­ρά­ζουν πολ­λά τε­λι­κά, διό­τι θα εί­μα­στε πλέ­ον ο­μό­σπον­δο κρά­τος της Νε­ο­τα­ξί­τι­κης ο­μο­σπον­δί­ας κρα­τών της υ­φη­λί­ου.

Άλ­λω­στε θα έ­χου­με ση­μα­ντι­κό­τε­ρα πράγ­μα­τα για να α­σχο­λη­θού­με, ό­πως για­τί οι Χρι­στια­νοί έ­κα­ναν ε­κεί­νο ή για­τί οι Έλ­λη­νες, για α­ντί­ποι­να, έ­πρα­ξαν το άλ­λο. Και συ­ζη­τή­σεις ε­πί συ­ζη­τή­σε­ων για γε­γο­νό­τα που έ­γι­ναν πριν α­πό 500, 1000, 1500 χρό­νια κι α­πύθ­με­νος φα­να­τι­σμός (…). Και εί­ναι δε­δο­μέ­νο, φί­λες και φί­λοι, ό­τι στα ε­πό­με­να χρό­νια που θα ζή­σου­με, τα δυο στρα­τό­πε­δα θα προ­σπα­θούν α­πε­γνω­σμέ­να να στρα­το­λο­γή­σουν φα­να­τι­κούς γε­νί­τσα­ρους, και οι Ιου­δαιο­χρι­στια­νοί και οι Ιου­δαιο-ελ­λη­νί­ζο­ντες. Και θα ε­πι­χο­ρη­γού­νται με κά­θε τρό­πο, κά­που κά­που θα φαί­νο­νται και α­δύ­να­μοι, θα κα­λού­νται ό­μως σε εκ­πο­μπές, θα δια­φη­μί­ζο­νται στα Μ.Μ.Ε. και θα αρ­θρο­γρα­φούν σε πε­ριο­δι­κά, για να περ­νούν το μή­νυ­μα: ΔΙ­ΧΑ­ΣΜΟΣ ΤΩ­ΡΑ. [ ]

Στο 10ο τεύ­χος, α­πό άρ­θρο του Γ. Τσα­γκρι­νού με τί­τλο “Ελ­λη­νι­κή σκέ­ψη και Χρι­στια­νι­σμός” πα­ρα­θέ­του­με τα ε­ξής: (…) Μοιά­ζει σαν α­κό­μη κι αυ­τά τα ευαγ­γέ­λια να εί­ναι έ­ξυ­πνα έ­ως “πο­νη­ρά” κα­λο­δου­λε­μέ­νες δια­σκευές της Ο­μη­ρι­κής Ο­δύσ­σειας, των Διο­νυ­σια­κών τε­λε­τουρ­γι­κών πα­ρα­δό­σε­ων, κα­θώς και των πα­θών του Θε­ού, αλ­λά πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο των πα­θών του Σω­κρά­τους. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο Ε­πι­τά­φιος του Διό­νυ­σου-Ά­δω­νη-Άτ­τη, ό­λοι οι θρή­νοι γύ­ρω α­πό τον θά­να­το του Θε­ού της α­μπέ­λου (ας μην ξε­χνά­με και τον Χρι­στό που λέ­γει “ε­γώ ει­μί η ά­μπε­λος”), ό­πως και η Α­νά­στα­ση του Θε­ού, που μα­ζί με την Θε­ά Δή­μη­τρα μέ­σα α­πό τα Ε­λευ­σί­νια Μυ­στή­ρια περ­νούν και την ιε­ρή αρ­το­κλα­σί­α και την θεί­α κοι­νω­νί­α με τον οί­νο-αί­μα του Θε­ού, έ­χουν πε­ρά­σει στην ορ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση. Η Δή­μη­τρα εί­ναι ο “άρ­τος”, ο Διό­νυ­σος ο οί­νος και μά­λι­στα το πνεύ­μα του οί­νου.

(…) Φαί­νε­ται ό­τι η Ορ­θο­δο­ξί­α βρή­κε πρό­σφο­ρο έ­δα­φος σε πε­ριο­χές που ή­δη εί­χε ε­πι­κρα­τή­σει η ορ­φι­κο­διο­νυ­σια­κή θρη­σκεί­α. Ό­λη η Ιω­νί­α εί­χε κέ­ντρα λα­τρεί­ας του Διο­νύ­σου, ε­νός Θε­ού που ή­ταν ο α­γα­πη­μέ­νος του λα­ού. Ό­πως και ο Χρι­στός ή­ταν και αυ­τός έ­νας θνή­σκων Θε­ός. Έ­νας Θε­ός, δη­λα­δή, που έ­μπαι­νε στο μαρ­τύ­ριο τον πό­νου και του θα­νά­του και έ­τσι κα­τα­νο­ού­σε βα­θιά την αν­θρώ­πι­νη α­δυ­να­μί­α και α­πό­γνω­ση.

(…) Μέ­σα α­πό το κο­σμι­κό αυ­γό, σπά­ζο­ντας το κέ­λυ­φός του, βγαί­νει ο Φά­νης Έ­ρω­τας Δη­μιουρ­γός. Αυ­τός που φαί­νε­ται, δη­λα­δή, ο θε­ός του φω­τός. Ί­σως ε­δώ να έ­χει την αρ­χή του το “ε­γώ ει­μί το φως του κό­σμου”.

Ο Τσα­γκρι­νός θα προ­σθέ­σει α­κό­μη: Η ε­σω­τε­ρι­κή μυ­στη­ρια­κή θρη­σκεί­α των αρ­χαί­ων Ελ­λή­νων (ορ­φι­κο­διο­νυ­σια­σμός) φαί­νε­ται ό­τι κλη­ρο­δο­τεί την ου­σί­α σε ό,τι αρ­γό­τε­ρα θα εμ­φα­νι­σθεί σαν “ελ­λη­νορ­θο­δο­ξί­α”. []

Στο 10ο τεύ­χος συ­να­ντά­με έ­να ε­ξαι­ρε­τι­κό άρ­θρο του Δρ της Ια­τρι­κής και της Χη­μεί­ας, και κα­θη­γη­τή στο Α­ρι­στο­τέ­λειο Παν/μιο Θεσ/νί­κης, Α­να­στά­σιου Κο­βα­τζή, με τί­τλο “Η συμ­βο­λή του Α­κρα­γα­ντί­νου Ε­μπε­δο­κλή στην πε­ρι­γρα­φή του DΝΑ και στη σύγ­χρο­νη Βιο­λο­γί­α-Γε­νε­τι­κή”, ό­που πα­ρα­τί­θε­ται και το ρη­τό του Ε­μπε­δο­κλή: “Εξ ε­νός τα πά­ντα και εκ των πά­ντων εν”. [ ]


… στην α­ντι­πα­ρά­θε­ση

Αίφ­νης ό­μως, στο 15ο τεύ­χος, ο Γ. Τσα­γκρι­νός, σε άρ­θρο του με τί­τλο “Α­πολ­λώ­νιος Τυα­νέ­ας – Ποιοι τον με­τέ­τρε­ψαν σε “Να­ζω­ραί­ο”; – Μια πα­ρα­χά­ρα­ξη της ι­στο­ρί­ας της θρη­σκεί­ας”, ε­πι­χει­ρεί την ταύ­τι­ση του Ι­η­σού Χρι­στού με τον Α­πολ­λώ­νιο τον Τυα­νέ­α! Α­κο­λου­θώ­ντας τις πλη­ρο­φο­ρί­ες του Φι­λό­στρα­του, γρά­φει για τον Α­πολ­λώ­νιο (4 π.Χ.-100 μ.Χ.): Ή­ταν τό­σο γνω­στός στον κό­σμο της ε­πο­χής του και θαυ­μα­ζό­ταν σε τέ­τοιο βαθ­μό που, πα­ντού, σε ό­λη τη Ρω­μα­ϊ­κή ε­πι­κρά­τεια υ­πήρ­χαν α­γάλ­μα­τά του, ει­κό­νες του, Να­οί α­φιε­ρω­μέ­νοι σε αυ­τόν, μέ­χρι και νο­μί­σμα­τα εί­χαν κο­πεί με το πρό­σω­πό του. Ο Τσα­γκρι­νός α­να­φέ­ρε­ται στο βι­βλί­ο του κα­θη­γη­τή θρη­σκειο­λο­γί­ας R.W. Bernard, με τί­τλο Α­πολ­λώ­νιος ο Να­ζω­ραί­ος, α­πό το ο­ποί­ο πα­ρα­θέ­τει με­τα­ξύ άλ­λων και τα ε­ξής: Το 325 ο Κων­στα­ντί­νος και οι γύ­ρω α­πό αυ­τόν α­πο­φά­σι­σαν στη Νί­καια να εκ­με­ταλ­λευ­θούν τη με­γά­λη φή­μη του Α­πολ­λώ­νιου του Τυα­νέ­α και, πα­ρα­χα­ράσ­σο­ντας τις βα­σι­κές δι­δα­σκα­λί­ες του Έλ­λη­να σο­φού, να τον υ­πο­κα­τα­στή­σουν μα­ζί με τον Πυ­θα­γο­ρι­σμό του με κά­ποιες δή­θεν θε­ϊ­κές δι­δα­σκα­λί­ες ε­νός υ­περ­φυ­σι­κού Μεσ­σί­α, οι ο­ποί­ες θα ή­ταν λι­γό­τε­ρο ρι­ζο­σπα­στι­κές και πε­ρισ­σό­τε­ρο συμ­φέ­ρου­σες για την αυ­το­κρα­το­ρί­α α­πό ό­τι αυ­τές του Α­πολ­λώ­νιου. Έ­τσι, ε­κεί που μέ­χρι τό­τε κυ­ριαρ­χού­σε ο Α­πολ­λώ­νιος, ε­γκα­τέ­στη­σαν τον νε­ο­δη­μιουρ­γη­μέ­νο Σω­τή­ρα τους, δί­νο­ντάς του το ό­νο­μα Ι­η­σούς, ο ο­ποί­ος τό­τε και ε­κεί άρ­χι­σε να πρω­το­ϋ­πάρ­χει σαν ι­δέ­α μέ­σα στα μυα­λά του Ιου­δαιο­ρω­μα­ϊ­κού Ιε­ρα­τεί­ου, που αρ­γό­τε­ρα έ­γι­νε γνω­στό σαν “Πα­τέ­ρες της Εκ­κλη­σί­ας της Νί­καιας”. (…)

Αι­σθά­νε­ται κα­νείς α­μη­χα­νί­α μπρο­στά σε τέ­τοιους α­πί­στευ­τους ι­σχυ­ρι­σμούς. Ε­άν ο Ι­η­σούς Χρι­στός ή­ταν μια ε­πι­νό­η­ση της Συ­νό­δου της Νί­καιας το 325, τό­τε πρέ­πει να πι­στέ­ψου­με ό­τι οι Ε­θνι­κοί Κέλ­σος (2ος αιών), Πλω­τί­νος και Πορ­φύ­ριος (3ος αιών), που έ­γρα­ψαν κα­τά των χρι­στια­νών πο­λύ πριν το 325, έ­γρα­φαν κα­τά του Ε­θνι­κού Α­πολ­λώ­νιου και της θρη­σκεί­ας του! Ό­μως αυ­τοί ό­λοι α­να­φέ­ρο­νται βέ­βαι­α στον Ι­η­σού Χρι­στό και πο­τέ στον Α­πολ­λώ­νιο. Θα πρέ­πει α­κό­μα να πι­στέ­ψου­με, ό­τι τα έρ­γα των χρι­στια­νών Α­πο­λο­γη­τών του 2ου αιώ­να εί­ναι πλα­στά, α­φού α­να­φέ­ρο­νται στο Χρι­στό και ό­χι στον Α­πολ­λώ­νιο. Θα πρέ­πει δη­λα­δή να πα­ρα­δε­χθού­με, ό­τι ο­λό­κλη­ρη η ι­στο­ρί­α του χρι­στια­νι­σμού πριν τον Μ. Κων/νο, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των διωγ­μών, δεν εί­χε σαν κε­ντρι­κό πρό­σω­πο λα­τρεί­ας τον Ι­η­σού και τους 12 α­πο­στό­λους, αλ­λά τον Α­πολ­λώ­νιο, α­φού ο Χρι­στός ε­πι­νο­ή­θη­κε τον 4ο αιώ­να! [ ]

Α­κρι­βώς γι’ αυ­τό το λό­γο ο με­γά­λος πα­τέ­ρας της δυ­τι­κής Εκ­κλη­σί­ας, Αυ­γου­στί­νος, που εί­χε πο­λύ ψά­ξει τα πράγ­μα­τα πριν γί­νει χρι­στια­νός, ο­μο­λό­γη­σε ευ­θαρ­σώς ό­τι αυ­τό που λέ­με χρι­στια­νι­κή θρη­σκεί­α υ­πήρ­χε πά­ντα στον κό­σμο, και ό­τι το μό­νο που της έ­λει­πε ή­ταν η εν­σάρ­κω­ση του Λό­γου! Α­ντι­γρά­φου­με α­πό το 14ο τεύ­χος του Ι­χώ­ρος:

Η χρι­στια­νι­κή θρη­σκεί­α, που να την γνω­ρί­σει και να την α­κο­λου­θή­σει κα­νείς εί­ναι το σω­στό­τε­ρο που θα μπο­ρού­σε να κά­νει, ή­ταν γνω­στή στους αρ­χαί­ους α­πό την α­παρ­χή του αν­θρω­πί­νου γέ­νους, μέ­χρι που ήρ­θε η στιγ­μή που ο Χρι­στός εν­σαρ­κώ­θη­κε. Α­πό τό­τε η α­λη­θι­νή θρη­σκεί­α που προ­ϋ­πήρ­χε άρ­χι­σε να κα­λεί­ται χρι­στια­νι­κή. [ ]
Στο ί­διο τεύ­χος, ο Γ. Τσα­γκρι­νός συ­νε­χί­ζει να ε­πι­μέ­νει ό­τι ο Χρι­στός δεν υ­πήρ­ξε και ό­τι κά­ποιοι με­τέ­τρε­ψαν τον Α­πολ­λώ­νιο σε Να­ζω­ραί­ο: Έ­χω γρά­ψει ή­δη, στο προ­η­γού­με­νο τεύ­χος του “Ι­χώρ” για τον Α­πολ­λώ­νιο τον Τυα­νέ­α και ποιοι και πώς τον με­τέ­τρε­ψαν σε Να­ζω­ραί­ο.

Δεν εί­μα­στε ό­μως στον 19ο αιώ­να. Η σχο­λή της αμ­φι­σβή­τη­σης της ι­στο­ρι­κής ύ­παρ­ξης του Ι­η­σού ή του Βού­δα έ­χει πλέ­ον ε­ξα­φα­νι­στεί. Στο βι­βλί­ο του, Ι­η­σούς και Βούδ­δας – Δια­σταυ­ρού­με­να πε­πρω­μέ­να (Μπου­κου­μά­νης, 1999, σ. 15), ο Δρ. των ε­πι­στη­μών των θρη­σκειών Ο­ντόν Βα­λέ (προ­τε­στα­ντι­κή έ­δρα θε­ο­λο­γί­ας, Πα­ρί­σι και Μον­πε­λιέ), α­ντι­με­τω­πί­ζο­ντας τις α­πό­ψεις πε­ρί ι­στο­ρι­κής α­νυ­παρ­ξί­ας του Ι­η­σού και του Βού­δα γρά­φει: Σή­με­ρα, η κρι­τι­κή δεν υ­πο­στη­ρί­ζει πλέ­ον αυ­τές τις θέ­σεις. Δια της εις ά­το­πον α­πα­γω­γής α­πο­δει­κνύ­ε­ται ό­τι η φυ­σι­κή α­νυ­παρ­ξί­α τό­σο του Ι­η­σού ό­σο και του ι­στο­ρι­κού Βούδ­δα θα α­παι­τού­σε έ­ναν υ­περ­βο­λι­κά με­γά­λο α­ριθ­μό συ­μπτώ­σε­ων, που, με­τά α­κρι­βεί­ας, θα έ­πει­θαν ό­τι ε­πρό­κει­το για θαύ­μα. [ ]

Στο 25ο τεύ­χος βρί­σκου­με άρ­θρο του Ευάγ­γε­λου Μπε­ξή για τα θαύ­μα­τα του Α­πολ­λώ­νιου του Τυα­νέ­α· ο εκ­δό­της πα­ρα­πέ­μπει στην ά­πο­ψη του Γ. Τσα­γκρι­νού, ό­πως αυ­τή δια­τυ­πώ­θη­κε στο τ. 15, υ­πέρ της θε­ω­ρί­ας της α­ντι­κα­τά­στα­σης του Α­πολ­λώ­νιου α­πό έ­ναν ε­πι­νο­η­μέ­νο, στη Σύ­νο­δο της Νί­καιας, Χρι­στό. Μπο­ρού­με λοι­πόν να θε­ω­ρή­σου­με, ό­τι αυ­τή εί­ναι λί­γο πο­λύ η ε­πί­ση­μη θέ­ση του πε­ριο­δι­κού για το Χρι­στια­νι­σμό.
Στο ση­μεί­ω­μά του στο 27ο τεύ­χος, ο εκ­δό­της φαί­νε­ται να ξε­χνά­ει ό­τι στο 8ο τεύ­χος έ­γρα­φε ε­νά­ντια σε ό­σους γυ­ρί­ζουν σε πα­λιούς δι­χα­σμούς τα ε­ξής: Τε­λι­κά, ό­πως φαί­νε­ται, κά­ποιοι ε­πι­διώ­κουν σο­βα­ρά τον δι­χα­σμό αυ­τού τον λα­ού. (…) Άλ­λω­στε θα έ­χου­με ση­μα­ντι­κό­τε­ρα πράγ­μα­τα για να α­σχο­λη­θού­με, ό­πως για­τί οι Χρι­στια­νοί έ­κα­ναν ε­κεί­νο ή για­τί οι Έλ­λη­νες, για α­ντί­ποι­να, έ­πρα­ξαν το άλ­λο. Και συ­ζη­τή­σεις ε­πί συ­ζη­τή­σε­ων για γε­γο­νό­τα που έ­γι­ναν πριν α­πό 500, 1000, 1500 χρό­νια κι α­πύθ­με­νος φα­να­τι­σμός (…).

Τώ­ρα, χά­νο­ντας την ψυ­χραι­μί­α του, α­πευ­θύ­νε­ται σε κά­ποιους που “χρη­σι­μο­ποί­η­σαν ά­ρι­στα τον Ιου­δαιο­χρι­στια­νι­σμό σαν προ­κά­λυμ­μα” και, κά­τω α­πό τον τί­τλο, “ΟΙ Α­ΝΟ­ΧΕΣ ΜΑΣ ΤΕΡ­ΜΑ­ΤΙ­ΣΤΗ­ΚΑΝ”, γρά­φει:
Το έ­γκλη­μά σας, ό­μως, δεν θα μεί­νει α­τι­μώ­ρη­το. Οι σφα­γές σας δεν θα μεί­νουν στην α­φά­νεια. ΦΤΑ­ΝΕΙ ΠΙΑ. Ο­ΛΗ Η ΕΛ­ΛΑ­ΔΑ, Ο­ΛΟΣ Ο ΚΟ­ΣΜΟΣ ΘΑ ΜΑ­ΘΕΙ ΤΗΝ Α­ΛΗ­ΘΕΙΑ. ΣΤΙΣ ΨΥ­ΧΕΣ ΤΩΝ Α­ΔΙ­ΚΟ­ΧΑ­ΜΕ­ΝΩΝ ΠΡΟ­ΓΟ­ΝΩΝ ΜΑΣ, ΣΤΟ ΙΕ­ΡΟ ΤΟΥΣ ΑΙ­ΜΑ: ΘΑ ΠΟ­ΛΕ­ΜΗ­ΣΟΥ­ΜΕ ΜΕ­ΧΡΙ ΤΕ­ΛΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ Α­ΠΟ­ΚΑ­ΤΑ­ΣΤΗ­ΣΟΥ­ΜΕ ΤΗ ΜΝΗ­ΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡ­ΓΟ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΑΡ­ΤΥ­ΡΙ­ΚΟ ΤΟΥΣ ΘΑ­ΝΑ­ΤΟ.

Πράγ­μα­τι, τα ε­πό­με­να τεύ­χη ε­μπε­ριέ­χουν πά­ντο­τε άρ­θρα γε­μά­τα λε­πτο­μέ­ρειες α­πό την ε­πί­θε­ση του βυ­ζα­ντι­νού αυ­το­κρα­το­ρι­κού χρι­στια­νι­σμού ε­να­ντί­ον των Ελ­λή­νων, και ποι­κι­λί­α κα­ταγ­γε­λιών για τη θρα­σύ­τη­τα του σύγ­χρο­νου Ιε­ρα­τεί­ου. Ο πα­γκό­σμιος ε­χθρός, ό­πως ο­ρί­στη­κε στην αρ­χή, πα­ρα­μέ­νει, αλ­λά το πε­ριο­δι­κό διο­λι­σθαί­νει συ­νει­δη­τά πλέ­ον στον ε­σω­τε­ρι­κό πό­λε­μο Ε­θνι­κών – Χρι­στια­νών και στις “συ­ζη­τή­σεις για γε­γο­νό­τα που έ­γι­ναν πριν α­πό 500, 1000, 1500 χρό­νια…”.

Έ­να α­ντι­φα­τι­κό στίγ­μα

Στο ί­διο ση­μεί­ω­μα δια­βά­ζου­με: (…) θα φέ­ρου­με στο φως και άλ­λες α­πο­δεί­ξεις για την τρο­μα­κτι­κού εύ­ρους πο­λι­τι­σμι­κή ε­ξά­πλω­ση των Πε­λα­σγών, που χά­νε­ται στα βά­θη της προ­ϊ­στο­ρί­ας (…). Πράγ­μα­τι, οι κύ­ριοι Δω­ρι­κός και Χα­τζη­γιαν­νά­κης, στα­θε­ροί συ­νερ­γά­τες του πε­ριο­δι­κού α­πό την αρ­χή, έ­χουν α­να­λά­βει α­φε­νός να α­πο­δεί­ξουν ό­τι οι Πρω­το­έλ­λη­νες Πε­λα­σγοί ε­ξα­πλώ­θη­καν σε ό­λη τη Γη, α­φε­τέ­ρου να α­νι­χνεύ­σουν τη γλώσ­σα τους ως “πρω­το­γλώσ­σα” σε ό­λες τις γλώσ­σες του πλα­νή­τη. Στη με­λέ­τη τους στο πα­ρόν τεύ­χος για τις γλώσ­σες του Ει­ρη­νι­κού Ω­κε­α­νού (Μα­δα­γα­σκά­ρη, Ιν­δο­νη­σί­α, Φι­λιπ­πί­νες, Μα­λαι­σί­α), κα­τα­λή­γουν:
Η ι­διαί­τε­ρη πα­ρου­σί­α χρή­σης λε­κτι­κών ό­ρων ή σύν­θε­των, κα­τά το πρό­τυ­πο της αρ­χαί­ας ελ­λη­νι­κής μορ­φο­λο­γί­ας και συ­ντά­ξε­ως στις γλώσ­σες αυ­τές, α­να­δει­κνύ­ει σχέ­σεις ταυ­τό­τη­τας, κα­τα­γω­γής και προ­ε­λεύ­σε­ως εκ της ελ­λη­νι­κής(…).

Ο­μοί­ως, στο 28ο τεύ­χος θα διευ­κρι­νί­σουν ό­τι η πρω­το­πε­λα­σγι­κή εί­ναι η μη­τρι­κή γλωσ­σι­κή μορ­φή των γλωσ­σών του κό­σμου: Οι υ­πο­γρά­φο­ντες το πα­ρόν έ­χουν α­σχο­λη­θεί α­πό πολ­λού χρό­νου με την ε­τυ­μο­λό­γη­ση αρ­χαιο­τέ­ρων και νε­ω­τέ­ρων γλωσ­σών με βά­ση την αρ­χαί­α ελ­λη­νι­κή (…) ε­νι­σχύ­ε­ται η θε­ώ­ρη­ση της ελ­λη­νο­πε­λα­σγι­κής πρω­το­γε­νούς γλώσ­σας και ο­μο­γλωσ­σί­ας, ως μη­τρι­κής γλωσ­σι­κής μορ­φής των γλωσ­σών τον κό­σμου(…).

Στο 29ο τεύ­χος ο εκ­δό­της ση­μειώ­νει εν­θου­σια­σμέ­νος: Προ­εί­πα­με σ’ αυ­τό το ση­μεί­ω­μα —και το έ­χου­με ξα­να­πεί και θα το λέ­με συ­νέ­χεια— αυ­τή η τω­ρι­νή πο­λι­τι­σμι­κή ε­θνε­γερ­σί­α των Ελ­λή­νων δεν έ­χει προ­η­γού­με­νο τα με­τα­χρι­στια­νι­κά χρό­νια. Χι­λιά­δες, ε­κα­τομ­μύ­ρια Ελ­λή­νων α­φυ­πνί­ζο­νται στα­δια­κά και, προ­ο­δευ­τι­κά κα­θη­με­ρι­νά, αυ­ξά­νε­ται η δύ­να­μή μας. Και βρι­σκό­μα­στε μό­λις στο πρώ­το στά­διο. Το στά­διο του δια­φω­τι­σμού.

Στο 31ο τεύ­χος, με α­φορ­μή την ει­σβο­λή των Α­με­ρι­κα­νών στο Ι­ράκ, βρί­σκου­με μια α­ντι­πα­ρά­θε­ση της ι­δα­νι­κής Α­θη­να­ϊ­κής Δη­μο­κρα­τί­ας, ό­πως την πε­ρι­γρά­φει ο Πε­ρι­κλής στον Ε­πι­τά­φιό του, και της πε­ριό­δου της δη­μα­γω­γί­ας και της πα­ρακ­μής, κα­τά την ο­ποί­α ο α­θη­να­ϊ­κός ι­μπε­ρια­λι­σμός εκ­δη­λώ­θη­κε α­δυ­σώ­πη­τος εις βά­ρος κά­ποιων συμ­μά­χων με α­πο­κο­ρύ­φω­μα τη σφα­γή των Μη­λί­ων και την αι­σχρή Σι­κε­λι­κή εκ­στρα­τεί­α, που κα­τέ­λη­ξε στην κα­τα­στρο­φή των Α­θη­ναί­ων. Ο Μπους κι η κυ­βέρ­νη­σή του πα­ραλ­λη­λί­ζο­νται με την πε­ρί­ο­δο της πα­ρακ­μής και των δη­μα­γω­γών τύ­που Κλέ­ω­νος: Έ­τσι, λοι­πόν, ο κ. Μπους και η πα­ρε­ού­λα του –για να γί­νου­με πιο συ­γκε­κρι­μέ­νοι, και τα συμ­φέ­ρο­ντα του πα­γκό­σμιου σιω­νι­στι­κού κα­τε­στη­μέ­νου– α­πο­φά­σι­σαν να “κο­πιά­ρουν” τη λαν­θα­σμέ­νη εν γνώ­σει τους και συμ­φέ­ρου­σα πε­ρί­ο­δο δια­στρο­φής του δη­μο­κρα­τι­κού πο­λι­τεύ­μα­τος στην Α­θή­να, και να την εμ­φα­νί­σουν ως την αυ­θε­ντι­κή δη­μο­κρα­τί­α. Για­τί ποιες οι δια­φο­ρές του φι­λο­πό­λε­μου Κλέ­ω­νος α­πό τον Μπους; Ποιες οι δια­φο­ρές στη σφα­γή των Μη­λί­ων α­πό ε­κεί­νη της Βα­γδά­της;

Ι­δού, λοι­πόν, που κά­ποιοι έ­χουν την παρ­ρη­σί­α να α­να­φέ­ρο­νται, έ­στω και πε­ρι­στα­σια­κά, στις αρ­νη­τι­κές πλευ­ρές του αρ­χαί­ου ελ­λη­νι­κού κό­σμου. Σ’ αυ­τό το τεύ­χος βρί­σκου­με έ­να πο­λύ ε­νη­με­ρω­τι­κό άρ­θρο του Γ. Τσα­γκρι­νού για τα πρό­σω­πα γύ­ρω και μέ­σα στο Λευ­κό Οί­κο που προ­ω­θούν τα συμ­φέ­ρο­ντα του Ισ­ρα­ήλ, τα ο­ποί­α και προ­ε­τοί­μα­σαν την ει­σβο­λή στο Ι­ράκ· ε­πί­σης, για την α­φύ­πνι­ση μέ­σα στην Α­με­ρι­κή γύ­ρω α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυ­τή. Ο αρ­θρο­γρά­φος κά­νει τη διά­κρι­ση α­νά­με­σα στο σιω­νι­σμό και στον ε­βρα­ϊ­κό λα­ό χτυ­πώ­ντας τη χυ­δαί­α α­ντί­λη­ψη –που δυ­στυ­χώς στη χώ­ρα μας έ­χει με­γά­λη πέ­ρα­ση– ό­τι για ό­λα φταί­νε οι Ε­βραί­οι:

Δυ­στυ­χώς, εί­ναι α­λή­θεια ό­τι συ­νε­χί­ζουν να υ­πάρ­χουν κά­ποιοι υ­περ­συ­νω­μο­σιό­πλη­κτοι που, σύμ­φω­να με την α­ντί­λη­ψή τους, για ό­λα φταί­νε οι Ε­βραί­οι, α­πό την άλ­λη ό­μως υ­πάρ­χει και μια υ­γι­ής έ­ρευ­να α­πό α­να­θε­ω­ρη­τές κυ­ρί­ως ι­στο­ρι­κούς, ό­που α­πο­δει­κνύ­ουν, ό­τι του­λά­χι­στον οι σκλη­ρο­πυ­ρη­νι­κές σιω­νι­στι­κές ορ­γα­νώ­σεις ευ­θύ­νο­νται πο­λύ για την πα­ρα­χά­ρα­ξη δια­φό­ρων πτυ­χών της Ι­στο­ρί­ας. Ο ε­βρα­ϊ­κός λα­ός εί­ναι και αυ­τός έ­νας λα­ός με ι­στο­ρί­α, πα­ρα­δό­σεις και προ­σφο­ρά, πολ­λές φο­ρές ό­μως έ­χει πέ­σει θύ­μα των κά­θε εί­δους ξε­νό­φο­βων, αλ­λά α­κό­μα και των “α­δελ­φών” α­κραί­ων Σιω­νι­στών.

Σί­γου­ρα, η διά­κρι­ση α­νά­με­σα στο σιω­νι­σμό και στον ε­βρα­ϊ­κό λα­ό πρέ­πει να πι­στω­θεί στα υ­πέρ του Ι­χώ­ρος. [ ]
Στο 39ο τεύ­χος, με α­φορ­μή την εί­δη­ση ό­τι α­να­γνω­ρί­σθη­κε ε­πί­ση­μα α­πό τη Δα­νι­κή Κυ­βέρ­νη­ση η θρη­σκεί­α του Ο­ντίν και του Θωρ, ο εκ­δό­της γνω­στο­ποιεί ό­τι: (…) ευ­ρω­βου­λευ­τές α­πό αρ­κε­τές χώ­ρες διεκ­δι­κούν και για τους Έλ­λη­νες πι­στούς της πα­τρώ­ας θρη­σκεί­ας των προ­γό­νων μας, το ί­διο δι­καί­ω­μα του ε­λευ­θέ­ρως θρη­σκεύ­ε­σθαι, της α­νε­γέρ­σε­ως να­ών (…) και ει­δι­κό­τε­ρα ζη­τούν την ε­πί­ση­μη α­να­γνώ­ρι­ση α­πό το ελ­λη­νι­κό κρά­τος της προ­γο­νι­κής ελ­λη­νι­κής θρη­σκεί­ας.

Στη συ­νέ­χεια, α­πευ­θυ­νό­με­νος στο ιου­δαιο­χρι­στια­νι­κό κα­τε­στη­μέ­νο, ε­πι­τί­θε­ται:
(…) 1700 χρό­νια θρη­σκευ­τι­κών διωγ­μών, 1700 χρό­νια κα­ται­σχύ­νης και κά­τω το κε­φά­λι, 1700 χρό­νια μαύ­ρης και στυ­γνής δι­κτα­το­ρί­ας, 1700 χρό­νια κα­το­χής του Ελ­λη­νι­σμού και των α­ξιών του… Θέ­λη­σαν να μας σβή­σουν, να μας α­φα­νί­σουν, να μας τσα­κί­σουν και να μας γε­λοιο­ποι­ή­σουν. (…) 1700 χρό­νια υ­πο­τα­γής και ε­ξα­θλί­ω­σης στους α­πα­τε­ώ­νες του λό­γου, στους δη­μα­γω­γούς του πα­ρα­μυ­θιού. Τώ­ρα ό­μως τέ­λος! (…) Για­τί τό­σο μι­σή­σα­τε μια λα­τρεί­α που προ­ϋ­πήρ­χε του Χρι­στια­νι­σμού για τό­σες χι­λιε­τί­ες;

Ό­μως, ποια πλευ­ρά του “Χρι­στια­νι­σμού” εί­ναι αυ­τή; Γνω­ρί­ζει ο εκ­δό­της του Ι­χώ­ρος πό­σοι α­πό τους με­γά­λους πα­τέ­ρες και α­γί­ους υ­πήρ­ξαν α­λη­θι­νά ε­ρω­τευ­μέ­νοι με την ελ­λη­νι­κή φι­λο­σο­φί­α και την ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνί­α; Ό­σο για το μί­σος προς την αρ­χαί­α λα­τρεί­α, στο κλί­μα της ύ­στε­ρης αρ­χαιό­τη­τας ε­πι­κρα­τού­σε η ει­λι­κρι­νής πί­στη των τό­τε χρι­στια­νών ό­τι ο πα­γα­νι­σμός εί­χε α­λω­θεί α­πό τους δαί­μο­νες. Αυ­τή, άλ­λω­στε, ή­ταν και η πί­στη της Με­ταρ­ρύθ­μι­σης για τον Κα­θο­λι­κι­σμό, μια χι­λιε­τί­α αρ­γό­τε­ρα, και η πί­στη πολ­λών νε­ο­ε­θνι­κών σή­με­ρα για τον Ιου­δαιο­χρι­στια­νι­σμό!
Στο 41ο τεύ­χος και ε­νώ­πιον των ε­κλο­γών της 7.3.04, ο εκ­δό­της δια­κή­ρυσ­σε την α­πό­λυ­τη ου­δε­τε­ρό­τη­τα και α­πο­στα­σιο­ποί­η­ση του Ι­χώ­ρος α­πό το κομ­μα­τι­κό ­κα­τε­στη­μέ­νο. Τέ­λος, στο 42ο τεύ­χος ο εκ­δό­της ο­μο­λο­γεί ευ­θαρ­σώς ό­τι έ­χει εν­δώ­σει στον πό­λε­μο που η άλ­λη πλευ­ρά ε­πέ­βαλ­ε: (…) κερ­δί­ζου­με ό,τι ζη­τά­με μό­νο με το σπα­θί μας και με πό­λε­μο, για­τί κά­ποιοι μας α­νά­γκα­σαν να συρ­θού­με σ’ αυ­τόν ό­ταν ξε­κί­νη­σαν τον α­γώ­να για τη βιο­λο­γι­κή και πνευ­μα­τι­κή υ­πο­τα­γή μας στην ε­ξου­σί­α και το δόγ­μα τους.

Ε­δώ βλέ­που­με την ο­μο­λο­γη­μέ­νη ε­πι­στρο­φή στην πα­λιά α­ντι­πα­ρά­θε­ση. Αυ­τή α­κρι­βώς την α­ντι­πα­ρά­θε­ση αρ­νή­θη­κε σθε­να­ρά το πε­ριο­δι­κό στο ξε­κί­νη­μά του, κα­ταγ­γέλ­λο­ντάς την ό­τι ο­δη­γεί σε δι­χα­σμό. Στην πο­ρεί­α ο κύ­ριος ε­χθρός -η πα­γκό­σμια Νέ­α Τά­ξη με τα Ιε­ρα­τεί­α της- ξε­θώ­ρια­σε και τη θέ­ση του πή­ρε ο ε­σω­τε­ρι­κός ε­χθρός, ο ο­ποί­ος δυ­στυ­χώς δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στην ε­βρα­ϊ­κή πλευ­ρά του Ιε­ρα­τεί­ου, αλ­λά πε­ρι­λαμ­βά­νει συλ­λή­βδην την Ορ­θο­δο­ξί­α και τους με­γά­λους πα­τέ­ρες. Αυ­τοί κρί­νο­νται μό­νον με έ­να κρι­τή­ριο: τι το αρ­νη­τι­κό μπο­ρεί κα­νείς να βρει στα γρα­πτά τους για τον αρ­χαί­ο κό­σμο. Και, συ­χνά, αυ­τά τα αρ­νη­τι­κά στα­χυο­λο­γού­νται α­πό την ε­πο­χή του εμ­φυ­λί­ου και της με­γά­λης σύ­γκρου­σης… Μέ­σα σ’ αυ­τό το κλί­μα, ο εκ­δό­της δεν κρύ­βει τη χα­ρά του για την έκ­δο­ση του βι­βλί­ου του Γ. Σιέτ­του Ο Αν­θελ­λη­νι­σμός στα Πα­τε­ρι­κά και Εκ­κλη­σια­στι­κά κεί­με­να, έρ­γο που ε­πι­λέ­χθη­κε για να ε­γκαι­νιά­σει τις εκ­δό­σεις ΕΥΑΝ­ΔΡΟΣ, ω­σάν ο εκ­δό­της να ή­θε­λε να συμ­βο­λί­σει, με αυ­τή την κί­νη­ση, τη νέ­α στά­ση του πε­ριο­δι­κού.
Ό­μως, με την ί­δια λο­γι­κή πρέ­πει και οι Ορ­θό­δο­ξοι να α­πορ­ρί­ψουν συλ­λή­βδην τους πνευ­μα­τι­κούς γί­γα­ντες του νε­ο­πλα­τω­νι­σμού και του Στω­ι­κι­σμού, ό­πως τον Πλω­τί­νο, τον Πορ­φύ­ριο, τον Πρό­κλο, τον Ε­πί­κτη­το, τον Κλε­άν­θη, τον Ζή­νω­να ή τον Μάρ­κο Αυ­ρή­λιο, ε­πει­δή κά­ποιοι α­πό αυ­τούς α­πέρ­ρι­ψαν τον χρι­στια­νι­σμό και έ­γρα­ψαν ε­να­ντί­ον του (ο τε­λευ­ταί­ος, μά­λι­στα, έ­κα­νε και κά­ποιους διωγ­μούς). [ ]

Ε­άν το πε­ριο­δι­κό πα­ρέ­με­νε στην αρ­χι­κή του γραμ­μή (η ο­ποί­α συ­νι­στού­σε εκ των πραγ­μά­των και έ­να συ­γκε­κρι­μέ­νο ή­θος) ε­νά­ντια στον ε­σω­τε­ρι­κό δι­χα­σμό, θα μπο­ρού­σε να α­νι­χνεύ­ει και να πο­λε­μά­ει τα αν­θελ­λη­νι­κά στοι­χεί­α της Ορ­θο­δο­ξί­ας και των Πα­τέ­ρων, φρο­ντί­ζο­ντας πα­ράλ­λη­λα να κα­τα­νο­εί τις συν­θή­κες της ύ­στε­ρης αρ­χαιό­τη­τας: Μιας με­τα­βα­τι­κής πε­ριό­δου, κα­τά την ο­ποί­α ο κό­σμος, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της αρ­χαί­ας θρη­σκευ­τι­κό­τη­τας, αλ­λά και του πρώ­του χρι­στια­νι­σμού, άλ­λα­ξε τε­λεί­ως μέ­σα α­πό σκλη­ρές συ­γκρού­σεις. Και θα μπο­ρού­σε να το κά­νει αυ­τό με τη διά­θε­ση να α­να­δει­κνύ­ει ταυ­το­χρό­νως και να χαι­ρε­τί­ζει τα ελ­λη­νι­κά στοι­χεί­α ό­που τα έ­βρι­σκε, φτιά­χνο­ντας γέ­φυ­ρες για την ε­θνι­κή ε­νό­τη­τα και βο­η­θώ­ντας το ελ­λη­νι­κό πνεύ­μα να ε­λευ­θε­ρώ­σει τον εγ­γε­νή πλου­ρα­λι­σμό του, μέ­σα στον ο­ποί­ο δεν θα μπο­ρού­σε βέ­βαια να α­πο­κλει­στεί κα­μιά α­πό τις πι­θα­νές συ­να­ντή­σεις του με το πνεύ­μα του Χρι­στού.[…]

Κι εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, α­φού το πε­ριο­δι­κό δέ­χε­ται ό­τι Έλ­λη­νες δεν εί­ναι μό­νον οι Ε­θνι­κοί αλ­λά ε­ξί­σου και οι Χρι­στια­νοί, για­τί δεν του αρ­κεί να χτί­ζει την ταυ­τό­τη­τά του πά­νω στην α­γά­πη και την έ­ρευ­να για την αρ­χαί­α Ελ­λά­δα και έ­χει την α­νά­γκη να πε­ρι­χα­ρα­κώ­νε­ται α­ντι-χρι­στια­νι­κά; Αν δεν του α­ρέ­σει η α­σέ­βεια που εκ­φρά­ζει μια μη­δε­νι­κή α­ριθ­μη­τι­κά “χρι­στια­νι­κή” μειο­ψη­φί­α προς την ελ­λη­νι­κή πα­ρά­δο­ση, για­τί πράτ­τει το ί­διο α­σε­βώ­ντας προς τη χρι­στια­νι­κή πα­ρά­δο­ση του ελ­λη­νι­κού λα­ού; Για­τί δεν κρα­τά­ει μια κρι­τι­κή στά­ση προς αυ­τή την πα­ρά­δο­ση αλ­λά ε­πι­λέ­γει τη χλευα­στι­κή α­πόρ­ρι­ψη; Τι εί­δους λο­γι­κή εί­ναι αυ­τή: “σέ­βο­μαι ε­σέ­να ορ­θό­δο­ξε πα­τριώ­τη, αλ­λά χλευά­ζω την πα­ρά­δο­ση σου”; […]

Εν κα­τα­κλεί­δι πρέ­πει να ε­παι­νέ­σου­με το πε­ριο­δι­κό για το ευ­ρύ του πνεύ­μα σχε­τι­κά με τον ο­ρι­σμό του Έλ­λη­να, ο­ρι­σμός που μέ­νει μα­κριά α­πό συ­νέ­χειες αί­μα­τος και ρα­τσι­σμούς. Ο­μοί­ως για την α­πόρ­ρι­ψη της ι­δέ­ας πε­ρί “ελ­λη­νι­κού ε­κλε­κτού και πε­ριού­σιου λα­ού”, για το δη­μο­κρα­τι­κό του πνεύ­μα και τον α­λη­θι­νό του πα­τριω­τι­σμό, και για τη με­λέ­τη ό­χι μό­νο της κλα­σι­κής πε­ριό­δου αλ­λά και της Βυ­ζα­ντι­νής Ι­στο­ρί­ας μέ­σα α­πό τις ερ­γα­σί­ες του Βα­σί­λη Μι­σύ­ρη, οι ο­ποί­ες α­να­δει­κνύ­ουν τον με­σαιω­νι­κό Ελ­λη­νι­σμό σε Α­να­το­λή και Δύ­ση. Η πλού­σια ει­κο­νο­γρά­φη­ση, τα σχέ­δια και οι χάρ­τες εί­ναι ο­μο­λο­γου­μέ­νως ε­ντυ­πω­σια­κού ε­πι­πέ­δου και, γε­νι­κά, η ε­πι­μέ­λεια πο­λύ προ­σεγ­μέ­νη. Ε­πί­σης πρέ­πει να ση­μειώ­σου­με, πως το πε­ριο­δι­κό α­πο­φεύ­γει την α­ντι­πα­ρά­θε­ση με τις άλ­λες τά­σεις και έ­ντυ­πα του ί­διου χώ­ρου.

Τα πράγ­μα­τα εί­ναι προ­βλη­μα­τι­κά, ό­πως εί­δα­με, στην α­ντι­με­τώ­πι­ση της Ορ­θο­δο­ξί­ας, ό­που πα­ρα­τη­ρού­νται με­γά­λες α­ντι­φά­σεις. Α­πό τη μια η Ορ­θο­δο­ξί­α, σε α­ντι­δια­στο­λή με την “ιου­δαιο­χρισ­τια­νι­κή εκ­δο­χή του Βορ­ρά”, δη­λα­δή τον προ­τε­στα­ντι­σμό, α­πο­κα­λεί­ται “ελ­λη­νο­κε­ντρι­κός χρι­στια­νι­σμός του Νό­του” και θε­ω­ρεί­ται ως πα­ραλ­λαγ­μέ­νος ορ­φι­κο­διο­νυ­σια­σμός και δια­σκευ­ή της Ο­δύσ­σειας, με μο­ντέ­λο τη ζω­ή του Σω­κρά­τη και του Α­πολ­λώ­νιου, έ­νας Ελ­λη­νι­σμός δη­λα­δή “εν ε­τέ­ρα μορ­φή”. Α­πό την άλ­λη α­ντι­με­τω­πί­ζε­ται αφ’ υ­ψη­λού, ως πα­ντε­λώς α­σύμ­βα­τη με τον Ελ­λη­νι­σμό, και χλευά­ζε­ται. Μπο­ρεί μια τέ­τοια λο­γι­κή να υ­πη­ρε­τή­σει την ε­νό­τη­τα του λα­ού; Ο­πωσ­δή­πο­τε εί­μα­στε μα­κριά α­πό τις μέ­ρες που δια­βά­ζα­με (8° τεύ­χος): (…) αυ­τό το πε­ριο­δι­κό που έ­χε­τε τώ­ρα στα χέ­ρια σας, α­πό το πρώ­το του τεύ­χος προ­σπά­θη­σε, και θα συ­νε­χί­ζει να το κά­νει, να κρα­τή­σει ψη­λά τη ση­μαί­α της Ε­νό­τη­τας του Ελ­λη­νι­κού Έ­θνους.

* Α­πό το βι­βλί­ο του συγ­γρα­φέ­α, Ο­δη­γός των βι­βλί­ων για την Αρ­χαί­α Ελ­λά­δα, Β΄ Τό­μος, που κυ­κλο­φο­ρεί α­πό τις εκ­δό­σεις “Κί­νη­ση Ι­δε­ών” (σελ. 878-898).

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ