Αρχική » Η καταγωγή των Ελλήνων: Μια περιηγηση στο φαντασιακό

Η καταγωγή των Ελλήνων: Μια περιηγηση στο φαντασιακό

από admin
Συγγραφέας:

Νίκος Ξυροτύρης

Μέρος Α΄
Μύθοι και χρήσεις της καταγωγής
Η αναζήτηση της καταγωγής, της ρίζας, φαίνεται ότι αποτελεί μία αδήριτη ανάγκη, έναν ιδιαίτερο, αλλά και ευπρόσδεκτο, καταναγκασμό για μας τους ανθρώπους. Όπως σωστά παρατήρησε και ο Leroi-Gourhan, η άγνοια και η πλήρης αβεβαιότητα για την κατεύθυνση της μελλοντικής μας πορείας στη ζωή, μας ωθεί να ερευνήσουμε το παρελθόν μας, ώστε τουλάχιστον να γνωρίζουμε, όσο και όπου αυτό είναι εφικτό, τουλάχιστον από πού ερχόμαστε. Μας παρομοιάζει πολύ επιτυχημένα ως ένα μικρό παιδί, το οποίο, στη φάση της κατανόησης του περιβάλλοντός του, θα ερευνήσει, ανοίγοντας και καταστρέφοντας κάθε παιχνίδι του, για να δει τι έχει μέσα.
Ό,τι δηλαδή κάνουν και οι σύγχρονες επιστήμες που μελετούν την πολύπτυχη ιστορία του παρελθόντος μας.
Η έρευνα λοιπόν της καταγωγής μας στα διάφορα επίπεδα, είτε αυτή αφορά την καταγωγή του είδους μας, είτε της ευρύτερης ομάδας στην οποία ανήκουμε, είτε τέλος της οικογένειάς μας, είναι όχι μόνο απόλυτα δικαιολογημένη, αλλά αντανακλά και μία εσωτερική ανάγκη αυτογνωσίας και ομαδικού προσδιορισμού.
Σε κάθε πολιτισμική περίοδο της πανανθρώπινης πορείας, δημιουργήθηκαν διάφοροι μύθοι καταγωγής, πολλοί από τους οποίους διασώθηκαν έως τις μέρες μας. Οι μύθοι καταγωγής και οι, διαπλεκόμενοι με αυτούς, μύθοι της δημιουργίας του ανθρώπου, αποτελούσαν απαραίτητα, αλλά προφανώς αυθαίρετα, νοητικά κατασκευάσματα, αναγκαία για την αυτογνωσία της πληθυσμιακής ομάδος αφ’ ενός και τη δημιουργία αφ’ ετέρου συνεκτικών δεσμών μεταξύ των μελών της, οι οποίοι θα βασίζονταν σε μία κοινή καταγωγή.
Ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες προχώρησαν πιο πολύ επιλέγοντας ως προσδιορισμό τους τον όρο άνθρωπος.[]
Δεν γνωρίζουμε σήμερα εάν οι μύθοι καταγωγής είναι το αυτονόητο αποτέλεσμα της διαδικασίας της εμφανίσεως του ομαδοκεντρισμού στους ανθρώπινους πληθυσμούς ή, εάν αντίθετα, υπήρξε η γενεσιουργός του αιτία.
Βεβαίως δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι οι μύθοι καταγωγής αποτελούν μία αξιοθαύμαστη προσπάθεια του ανθρώπου να ερμηνεύσει το περιβάλλον του και να δώσει τις όποιες απαντήσεις στα πιεστικά ερωτήματα της συνειδητοποιημένης ύπαρξής του, μέσα σε έναν κόσμο όπου ο χρόνος δεν έχει αποκτήσει ακόμη βάθος και ο ορίζοντας του χώρου είναι εξαιρετικά περιορισμένος.
Η προεπιστημονική αυτή αντίληψη της καταγωγής, εκφρασμένη με έναν μύθο με περιεχόμενο απλοϊκό ή λίγες φορές εξαιρετικά περίπλοκο, με ρομαντικά στοιχεία ή με στοιχεία έντονης επιθετικότητας και έμμεσης εγωπάθειας, θα επιζήσει έως τις ημέρες μας, κάπως διαφοροποιημένη και ανεπαρκώς προσαρμοσμένη στα σύγχρονα δεδομένα της επιστήμης.
Η δημιουργία των εθνικών κρατών αναζωπύρωσε τους μύθους καταγωγής, οι οποίοι πλέον αποτελούν το κοινό σημείο αναφοράς όλων των (διαφορετικών) γεωγραφικών πληθυσμιακών ομάδων ενός κράτους και τον απαραίτητο συνδετικό κρίκο, ο οποίος θα εξασφαλίσει την απαραίτητη εθνική συνοχή.
Η πολιτικοποίηση του μύθου καταγωγής είχε ως αποτέλεσμα την ηθελημένη διαστροφή και άρα την κατάλληλη προσαρμογή πολλών επιστημονικών συμπερασμάτων στους εκάστοτε αναγκαίους εθνοπολιτικούς σχεδιασμούς, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ψευδοφανών φαντασιακών δεσμών κοινής προέλευσης και πορείας διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων.
Η προσπάθεια αυτή της άνωθεν ομογενοποίησης δεν ήταν πάντοτε επιτυχής ή αρκούντως πειστική για όλους και δεν μπόρεσε να εξαφανίσει τοπικούς γεωγραφικά μύθους καταγωγής, αν και κατά κανόνα τους καταδίκασε σε μία περιθωριακή ύπαρξη. Σε αρκετές περιπτώσεις δημιούργησε αντίθετα ιδεολογικά ρεύματα ή ακόμη και ακραίες, εξωπραγματικές, μορφές του επίσημου μύθου καταγωγής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της επίσημης εθνοκρατικής ασάφειας και των αντιδραστικών προς αυτήν ιδεολογικών ή φαντασιακών μορφωμάτων, τα οποία αναπτύχθηκαν σημαντικά τα τελευταία ιδίως χρόνια, αποτελεί το γνωστικό πεδίο της καταγωγής των πληθυσμών του ευρύτερου ελληνικού γεωγραφικού χώρου.
Περιέργως το πρόβλημα της καταγωγής των Ελλήνων δεν αποτέλεσε και δεν αποτελεί μία εσωτερική εθνοκρατική υπόθεση, αλλά έχει γίνει διαχρονικά και αντικείμενο μελέτης, επιστημονικής ή, συνηθέστερα, μη, διαφόρων επιστημονικών, ή μη, κύκλων του εξωτερικού. Δεν θα πρέπει βέβαια να αγνοούμε το τετριμμένο αυτονόητο, ότι δηλαδή η επιστημονική γνώση και έρευνα δεν γνωρίζει, και δεν θα έπρεπε να γνωρίζει, κρατικά σύνορα καί άλλους τεχνητούς περιορισμούς και ότι αποτελεί πανανθρώπινο αγαθό και δικαίωμα.
Η παγκοσμιοποίηση της γνώσης, και η εύκολη πλέον πρόσβαση σε αυτήν σχεδόν από όλους, επιτρέπει και την επιλεκτική χρήση της και κυρίως την ηθελημένη ή άθελη παρανόησή της. Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα αισθητό στη χώρα μας [ ].
Δεν είναι λοιπόν περίεργη η αυξανόμενη τάση της αναζήτησης των ριζών σε πεδία του φανταστικού και του εξωεπιστημονικού, η αναζήτηση ενός νέου μύθου καταγωγής ο οποίος, σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις, αποκτά και διαπλανητικό περιεχόμενο.
Δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε, όμως, και την ασάφεια, που αναγκαστικά και δικαιολογημένα παρατηρείται στην επιστημονική διερεύνηση των καταγωγών [ ]. Όπως πολύ σωστά έχει ειπωθεί, η κάθε εποχή της ανθρώπινης ιστορίας μας εφοδιάζει με τους παραμορφωτικούς της φακούς, όταν πρόκειται να ερμηνεύσουμε το παρελθόν. Με άλλα λόγια, οι ερμηνείες μας για τα συμβάντα του παρελθόντος νομοτελειακά θα είναι εξαρτημένες ή επηρεασμένες, ανεξάρτητα σε ποιόν βαθμό και σε ποια έκταση, από τις γνώσεις και τα στερεότυπα της εποχής μας και της ιδεολογίας μας, από τις γνώσεις και τις εμπειρίες που μας προσφέρει το περιβάλλον στο οποίο δρούμε ή αντιδρούμε.

Η παρουσία του ανθρώπου στην Ελλάδα

Τί γνωρίζουμε σήμερα για την καταγωγή των Ελλήνων; Κατ’ αρχήν το ερώτημα αυτό καθεαυτό δημιουργεί μία λανθασμένη βάση από την οποία προκαθορίζεται και η απάντησή του. Για ποιους Έλληνες μιλάμε; Για τους σύγχρονους κατοίκους του ελληνικού εθνοκρατιδίου; Ή συμπεριλαμβάνουμε και όλους τους ελληνόφωνους όλων των εποχών; Περιοριζόμαστε στους πληθυσμούς των σημερινών προσφάτων κρατικών συνόρων ή μελετάμε και αυτούς τους πληθυσμούς, οι οποίοι ευρίσκονται εκτός και κατά ένα μεγάλο ποσοστό έχουν εξαφανισθεί ή έχουν αφομοιωθεί με άλλους; Ποιο βάθος χρόνου είναι επιτρεπτό να εισαγάγουμε ως παράμετρο στο ερώτημά μας; Και το κυριότερο ερώτημα, ποιόν καθορίζουμε ως Έλληνα;
Τα ερωτήματα αυτά και πολλά άλλα, τα οποία εκφεύγουν από τα περιορισμένα πλαίσια της παρουσίασης αυτής, θα καθορίσουν συνδυαστικά το εύρος και την εγκυρότητα της απάντησής μας.
Κατ’ αρχήν θα προσεγγίσουμε τα ασαφή εκ της φύσεώς τους ερωτήματα σε ένα περιορισμένο γεωγραφικό πλαίσιο, αυτό της σημερινής Ελλάδος, για καθαρά πρακτικούς λόγους καί κυρίως για να αναλύσουμε την a priori παραδοχή ότι στον χώρο αυτόν οι εκάστοτε πληθυσμοί αποτελούν μία ευρύτερη διαχρονική αναπαραγωγική κοινότητα.
Η προσέγγιση αυτή κατ’ αρχήν θεωρείται επιτρεπτή, γιατί σήμερα γνωρίζουμε ότι, κατά κανόνα, και ιδίως στο παρελθόν, οι μετακινήσεις πληθυσμών ήταν περιορισμένες και, όταν συνέβαιναν, η ακτίνα μετακίνησης ήταν εξαιρετικά μικρή. Εδώ θα πρέπει να διευκρινισθεί και να τονισθεί ότι αυτή η παραδοχή αφορά και είναι τότε μόνον έγκυρη όταν αναφερόμαστε σε εκτεταμένες πληθυσμιακές ομάδες και όχι σε μικρές και ευκίνητες, οι οποίες θεωρητικά έχουν και μεγαλύτερη ακτίνα δράσεως.
Θα αρχίσουμε από την Παλαιολιθική Εποχή, όχι γιατί θεωρούμε ότι οι κάτοικοι τού γεωγραφικού μας χώρου την εποχή εκείνη είχαν οπωσδήποτε οποιαδήποτε σχέση με τους αρχαίους ή τους σημερινούς Έλληνες, αλλά γιατί η  βιοϊστορική προσέγγισή μας αναφέρεται ακριβώς σε αυτόν τον γεωγραφικό χώρο.
Τα ευρήματα της εποχής αυτής είναι περιορισμένα καί μόλις τα τελευταία χρόνια η ανασκαφική ανθρωπολογική έρευνα στο πεδίο αυτό ακολουθεί την σύγχρονη επιστημονική πρακτική και δεοντολογία. Παρά ταύτα οι γνώσεις μας εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά ελλιπείς και αποσπασματικές. Μπορούμε με σχετική επιστημονική ασφάλεια να συμπεράνουμε ότι ο γεωγραφικός μας χώρος είχε ήδη κατοικηθεί από τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή με βάση τα σποραδικά ευρήματα και τα τεχνουργήματα και η κατοίκηση αυτή συνεχίσθηκε, με διακυμάνσεις του πληθυσμιακού δυναμικού, έως τις ημέρες μας.
Οι γνώσεις μας οφείλονται κυρίως στις παλαιολιθικές λιθοτεχνίες και λιγότερο στα σκελετικά υπολείμματα.
Ο πρώτος καθηγητής της Παλαιοντολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ι. Σκούφος, αναφέρει ότι κατά τις παλαιοντολογικές ανασκαφές του στην πεδιάδα της Μεγαλουπόλεως, στα τέλη τού 19ου αιώνα, εντόπισε και τους σκελετούς δύο «πρωτογόνων ανθρώπων», τους οποίους μετέφερε στο Παλαιοντολογικό Μουσείο Αθηνών και έκτοτε δυστυχώς αγνοείται η τύχη τους. Μόνο ένας γομφίος από την περιοχή αυτή έχει διασωθεί.
Η τυχαία ανακάλυψη από κατοίκους της περιοχής του ανθρώπινου κρανίου στο σπήλαιο των Πετραλώνων Χαλκιδικής ήταν η πρώτη πειστική σκελετική απόδειξη της παρουσίας του ανθρώπου στον χώρο μας. Η ιστορία της ταξινομικής του θέσεως στο δενδρόγραμμα της ανθρώπινης εξέλιξης αποτελεί και ένα ενδιαφέρον κομμάτι της ιστορίας της επιστήμης.
Δεν πρέπει να αγνοήσουμε τις κυρίαρχες επιστημονικές θεωρήσεις της δεκαετίας του 1960 και την πεποίθηση, που ήδη είχε διατυπωθεί από τον Δαρβίνο, και ήταν γενικά παραδεκτή (καί εξακολουθεί να ισχύει), ότι ο πρώτος άνθρωπος θα πρέπει να πρωτοεμφανίσθηκε στην Αφρικανική Ήπειρο.
Έτσι η πρώτη διαπίστωση ότι στα Πετράλωνα είχε βρεθεί ο πρώτος Αφρικανός εκτός Αφρικής ήταν απόλυτα δικαιολογημένη την περίοδο εκείνη, εάν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψιν μας και τις αδιαμφισβήτητες μορφολογικές ομοιότητες τις οποίες εμφανίζει με το κρανίο του Broken Hill στην Αφρική. Το ότι ταξινομικά κατατάχθηκε στους Ανθρώπους του Νεάντερταλ επίσης είναι κατανοητό, γιατί, σύμφωνα με το επίπεδο των γνώσεων της εποχής εκείνης, η παρουσία των Homo erectus στην Ευρώπη ήταν μάλλον απίθανη. Η μόνη παραφωνία ήταν η χρονολόγησή του, η οποία δεν έγινε με καμία επιστημονική μέθοδο, αλλά απλώς αναλογικά με άλλα ευρήματα Ανθρώπων του Νεάντερταλ, ήταν δηλαδή καθαρά αυθαίρετη mental χρονολόγηση.
Ο πρώτος ο οποίος αμφισβήτησε την ταξινόμηση στους Νεάντερταλ ήταν ο Τούρκος καθηγητής της Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας, E. Bostanci, και πρότεινε πειστικά την ταξινόμησή του στην ομάδα των Homo erectus, η οποία ισχύει μέχρι σήμερα, με τις απαραίτητες βέβαια προσθήκες και διαφοροποιήσεις, οι οποίες οφείλονται στο ευρύτερο επίπεδο της σημερινής μας γνώσης.

Ο Πουλιανός και η εκτροπή από την επιστήμη

Η εκτροπή από την επιστημονική οδό αρχίζει τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας στην Ελλάδα, όταν εκδιώκεται από το σπήλαιο των Πετραλώνων το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και αναλαμβάνει ως ανασκαφεύς ο κ. Α. Πουλιανός, διδάκτωρ της Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας.
Αξίζει να μελετήσουμε την περίπτωση αυτή, γιατί αντικατοπτρίζει, σωστότερα εκπροσωπεί παραστατικά, τη διαπλοκή επιστήμης και πολιτικής. Ο κ. Πουλιανός, μετά από τριετείς σπουδές σε αμερικανικό Πανεπιστήμιο, σπουδάζει γεωπονία στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης και η διδακτορική του διατριβή ασχολείται με την καταγωγή των Ελλήνων. Επειδή «αποδεικνύει» την κατευθείαν καταγωγή των σημερινών από τους αρχαίους Έλληνες, προκαλεί, άγνωστο πώς ακόμη, την προσοχή του καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Βαλαώρα, ο οποίος επιτυγχάνει να κληθεί ο κ. Πουλιανός στην Ελλάδα για μόνιμη εγκατάσταση.
Είναι χαρακτηριστικό της εποχής εκείνης η ελαφρότητα με την οποία γίνεται πιστευτή η οποιαδήποτε επιστημονικοφανής «απόδειξη» καταγωγής και προκαλεί δέος η αντίστοιχη γενική κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού.
Αν και με την επιβολή της δικτατορίας ο κ. Πουλιανός συλλαμβάνεται, μετά από μερικούς μήνες εγκαθίσταται στο σπήλαιο των Πετραλώνων ως επίσημος ανασκαφέας. Την είδηση τη μαθαίνουμε από ολοσέλιδη συνέντευξη και ρεπορτάζ της εφημερίδος της Θεσσαλονίκης Μακεδονία, τη Μεγάλη Πέμπτη του 1968 (εάν δε με απατά η μνήμη μου για την ημέρα), επ’ ευκαιρία της παρουσιάσεως των ανασκαφικών και άλλων ευρημάτων στο σπήλαιο των Πετραλώνων, στο Υπουργείο (τότε) Βορείου Ελλάδος, η οποία είχε οργανωθεί από τον τότε Γενικό Γραμματέα, συνταγματάρχη κ. Γκαντώνα.
Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει αφ’ ενός η τουριστική προβολή του σπηλαίου, φυσικό συνακόλουθο της αλόγιστης ανάπτυξης της ξενοδοχειακής υποδομής της Χαλκιδικής, και αφ’ ετέρου η ετήσια αύξηση της γεωλογικής ηλικίας του κρανίου, η οποία στη μεταπολίτευση φθάνει αισίως «τουλάχιστον τις 800.000 χρόνια». Καί όχι μόνον θεωρείται «ο πρώτος Ευρωπαίος», γενάρχης όλων των μετέπειτα κατοίκων της Ευρώπης, αλλά και, αυτονόητα, «ο πρώτος Έλληνας».
Η άκριτη αποδοχή τέτοιων μυθευμάτων από τις δομές του μεταπολιτευτικού κράτους ίσως ερμηνεύεται από την άγνοια επιστημονικών θεμάτων από τους κρατούντες, αλλά και από έναν υποσυνείδητο ψυχικό καταναγκασμό αναζήτησης αποδείξεων της παλαιότητάς μας ως Έθνος. Οι ατέλειωτες δίκες κατά καθηγητών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, υπαλλήλων του Ε.Ο.Τ. και άλλων, οι επεμβάσεις της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, μερικών εφημερίδων και διαφόρων κρατικών παραγόντων, δημιούργησαν ένα τελείως αντιεπιστημονικό κλίμα, ακατάλληλο για οποιαδήποτε σοβαρή συζήτηση και φυσικά για οποιαδήποτε αποκλειστικά επιστημονική έρευνα.
Ίσως οι βαθύτερες ρίζες της αλλοπρόσαλλης αυτής κατάστασης τελικά να οφείλονταν στο ποιος θα εκμεταλλευόταν τις προσόδους του Σπηλαίου, το Κράτος ή ένας ιδιώτης.
Αλλά η ελεύθερη επιστημονική έρευνα αδρανοποιήθηκε, ακόμη χειρότερα, επιστρατεύθηκε η νοθευτική λογιστική και προς στιγμήν φάνηκε ότι οι χρονολογήσεις του κ. Πουλιανού αντανακλούσαν μία γεωφυσική πραγματικότητα. Οφείλουμε επιστημονική ευγνωμοσύνη στην ομάδα των Γερμανών ραδιοχρονολογητών του κ. Henning, η οποία αντιλήφθηκε έγκαιρα ότι παραπλανήθηκε από τον κ. Πουλιανό χρονολογώντας δείγματα από βαθύτερα στρώματα, τα οποία τους τα ενεφάνιζε ως επιφανειακά.
Η χρονολόγηση του σταλαγμιτικού υλικού που περιβάλλει το κρανίο των Πετραλώνων από την ίδια ομάδα και η δημοσίευση των αποτελεσμάτων στο περιοδικό Nature έλυσε οριστικά το πρόβλημα των απίθανα υψηλών χρονολογήσεων. Ο κ. Πουλιανός δεν μπόρεσε να απαντήσει πειστικά. Αλλά η ομάδα του κ. Henning προχώρησε και σε άλλες αποκαλύψεις, ότι π.χ. τα λεγόμενα ίχνη φωτιάς, ηλικίας 1.000.000 χρόνων, και άρα τα αρχαιότερα της Ευρώπης, δεν είναι τίποτε άλλο από μία συσσωμάτωση αλάτων μαγγανίου. Ο δε καθηγητής M. Day, με άρθρο του στο περιοδικό Nature, χαρακτηρίζει τα περί σκελετών που «εντοπίσθηκαν» στο σπήλαιο ως «Ελληνικά Πυροτεχνήματα» και αποδεικνύει ότι πρόκειται για οστά ζώων.
Ανάλογες καταστάσεις παρατηρήθηκαν και στο συνέδριο Παλαιοανθρωπολογίας στη Νίκαια, όπου παρουσιάσθηκαν και «λίθινα εργαλεία» από το σπήλαιο Πετραλώνων, τα οποία όμως είχαν ήδη δημοσιευθεί νωρίτερα ως προερχόμενα από την Εύβοια.
Η μεγαλύτερη όμως «παρανόηση» αφορά τα λεγόμενα οστά του Homo erectus trigliensis, ηλικίας 11-12.000.000 χρόνων. Είναι προφανές ότι η ονομασία αυτή είναι συνειδητά λανθασμένη και παραπειστική διότι, με τα σήμερα γνωστά δεδομένα, η εμφάνιση του Homo erectus χρονολογείται περίπου στα 2.000.000 χρόνια, η δε διαφοροποίηση του αρχικού κοινού προγόνου των εξελικτικών γραμμών πιθήκων και ανθρώπου δεν υπερβαίνει τα 6.000.000 χρόνια.
Ανάλογες επεμβάσεις στην εξελικτική ιστορία έγιναν και με τον εξωτικό Helladopithecus semierectus που, όπως αποδείχθηκε σε άρθρο μου στην εφημερίδα Καθημερινή, αποτελούσε τερατούργημα φαντασίας αλλά αποδείκνυε ότι ο κ. Πουλιανός αγνοούσε ή δεν κατείχε στοιχειώδεις ανατομικές γνώσεις.
Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί με τέτοιες αντιεπιστημονικές ενέργειες έχει συσκοτίσει, στο επίπεδο της δημόσιας κατανόησης της επιστήμης, τη γνωστή μέχρι σήμερα επιστημονική γνώση και έχει δημιουργήσει «θεωρίες συνομωσίας», οι οποίες επαναλαμβάνονται σε περιοδικά ελληνολατρίας ή μεταφυσικού περιεχομένου, βήματα λόγου ακατάλληλα για την επιστημονική αλήθεια. Από την άλλη μεριά, είναι πράγματι εντυπωσιακή η ελαφρότητα με την οποία οι συντάκτες χειρίζονται τέτοιου είδους θέματα, καθώς και η απλοϊκότητα των αναγνωστών, οι οποίοι με επιστολές τους κατακεραυνώνουν τις σκοτεινές δυνάμεις του πανεπιστημιακού κατεστημένου που κρύβουν την αλήθεια.
Για την εξέλιξη αυτή δεν είναι άμοιρη και η πολιτεία μας, η οποία με εγκυκλίους του Υπουργείου Παιδείας δεν κατέτασσε την Εξέλιξη στην εξεταστέα ύλη της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.

Η μεσολιθική εποχή

Η επόμενη, αυθαίρετα καθοριζόμενη, πολιτισμική περίοδος είναι η Μεσολιθική Εποχή, μία εποχή έντονων κοινωνικών και τεχνολογικών αλλαγών. Δεν θα ήταν παράλογη η παρομοίωσή της με την προ-αναγεννησιακή περίοδο στα τέλη του Μεσαίωνα. Στη χώρα μας είναι ατελώς και αποσπασματικά τεκμηριωμένη, ίσως γιατί η κρατική αρχαιολογία δεν είχε μέχρι πρότινος το απαραίτητο γνωσιακό επίπεδο για να την εντάξει στους άξονες και στα πεδία της επίσημης έρευνας.
Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα πώς η Ύστερη Μεσολιθική μετεξελίσσεται στο στάδιο το οποίο χαρακτηρίζουμε Ακεραμική Νεολιθική Εποχή, το προοίμιο μίας από τις μεγαλύτερες τεχνολογικές επαναστάσεις στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους. Δεν γνωρίζουμε επίσης τους μηχανισμούς που οδήγησαν στην καλλιέργεια των φυτών και στην εξημέρωση των ζώων. Η εικόνα περιπλέκεται περαιτέρω όταν συνειδητοποιήσουμε ότι παρόμοιες διεργασίες έλαβαν χώρα σε απομεμακρυσμένες περιοχές διαφορετικών Ηπείρων και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, όπου ο παράγοντας της πολιτισμικής επικοινωνίας και της διάχυσης των ιδεών και των τεχνολογιών τίθεται αυτομάτως εκτός υπολογισμού. Μερικοί τις θεωρούν νομοτελειακές διεργασίες είτε της εξελισσόμενης κοινωνικής οργάνωσης είτε της αναπτύξεως της εγκεφαλικής νόησης, ενώ άλλοι πάλι τις θεωρούν τυχαίες ανακαλύψεις οι οποίες, για διαφόρους τυχαίους λόγους και κλιματικές ή άλλες περιστάσεις, είχαν επιτυχή έκβαση.
Το πρόβλημα στην Ελλάδα επικεντρώνεται περιέργως στο εάν η αποδοχή και εξάπλωση της, αναγκαστικά συλλογικά οριζόμενης, Νεολιθικής Τεχνολογίας ή Νεολιθικού Τρόπου Ζωής ήταν αυτόχθονη εξέλιξη ή προϊόν διάχυσης ιδεών από τη Μέση Ανατολή, με ή χωρίς ταυτόχρονη μετακίνηση πληθυσμιακών ομάδων. Τα τελευταία χρόνια, η «μετάδοση» του Νεολιθικού Τρόπου Ζωής συνδέθηκε και με τη μετάδοση των Ινδοευρωπαϊκών Γλωσσών, άλλο ένα πεδίο ακραίων συναισθηματικών αντιδράσεων.

Ορισμένα ζητήματα μεθόδου
Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνουν ορισμένες απαραίτητες διευκρινίσεις για να είναι δυνατή η συνενόηση. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος, για να μπορέσει να αναγνωρίσει οτιδήποτε στo περιβάλλον του, υλικό ή άυλο, πρέπει να το συγκρίνει και να το κατατάξει. [] Μπορούμε εύκολα να φαντασθούμε μία ομάδα προγονικών μορφών μας να δημιουργεί ένα ενδοομαδικό μόρφωμα του γνωστού-επιτρεπτού-ακίνδυνου, το οποίο και ήταν γενικά αποδεκτό. Ό,τι ήταν διαφορετικό, ήταν ξένο, ακατανόητο και άρα εχθρικό και επικίνδυνο. Η ενδοομαδική αυτή λειτουργία φαίνεται ότι [] προσέφερε, στους δύσκολους καιρούς του παρελθόντος, ένα επιπλέον πλεονέκτημα επιβίωσης.
Η ασυνείδητη αυτή λειτουργία, με την πάροδο του χρόνου, ανέπτυξε και συνειδητά στοιχεία, προφανώς υποκειμενικά, αλλά πάντοτε προσαρμοσμένα στις εκάστοτε κοινωνικο-οικονομικές ανάγκες και αναγκαιότητες.
Έτσι λοιπόν σήμερα ταξινομούμε τα διάφορα φαινόμενα, τους προσδίδουμε ετικέτες και ονόματα, αλλά δεν πρέπει να αγνοούμε ότι το εκάστοτε ταξινομικό μας σύστημα βασίζεται σε υποκειμενικές βάσεις, οι οποίες εξαρτώνται από αυθαίρετες παραμέτρους.
Δύο ταξινομικοί χαρακτήρες χρησιμοποιήθηκαν για χιλιετίες, η ομιλουμένη γλώσσα και η εξωτερική εμφάνιση. Ένας τρίτος προστέθηκε τα τελευταία 2.000 χρόνια, η θρησκεία. Η γλώσσα και η θρησκεία, παρά την εξαιρετικά βαρύνουσα σημασία τους στην καθημερινότητά μας, είναι εξαιρετικά ασταθείς χαρακτήρες, είναι δηλαδή επίκτητοι και ουσιαστικά ταξινομούν στιγμιαίες καταστάσεις, και αυτές πάλι με απελπιστικά μεγάλη ασάφεια. Έχουν όμως και ένα άλλο χαρακτηριστικό, μπορούν να αλλάζουν εύκολα, γρήγορα και χωρίς καμία βιολογική νομοτέλεια.
Αλλά ανέλπιστα έχουν βαρύνουσες γενετικές συνέπειες, γιατί διευκολύνουν ή παρεμποδίζουν τις σχέσεις επιμειξίας ενός γεωγραφικού πληθυσμού ή πληθυσμών, τροποποιώντας τη γενετική δεξαμενή στη συγκεκριμένη περιοχή.
Η εξωτερική εμφάνιση, αντιθέτως, εμφανίζει στοιχεία σταθερότητας στον χρόνο και μπορεί να προσδιορισθεί και να περιγραφεί εύκολα. Για μεγάλο χρονικό διάστημα αποτελούσε, μαζί με τους άλλους δύο, το άπαν της ταξινόμησης των πληθυσμών, ιδίως την εποχή των μεγάλων ανακαλύψεων και της αποικιοκρατίας, αν και η ταξινομική βαρύτητα κάθε χαρακτηριστικού ενεφάνιζε μεγάλη ποικιλία, ανάλογα με τον χρήστη του συστήματος.
Δεν είναι περίεργο ότι, ακόμη και σήμερα, παρά την πρόοδο της επιστημονικής γνώσης, το τριαδικό αυτό σύστημα υποσυνείδητα εμπεριέχεται σε όλους μας και προσδιορίζει το εμείς και οι άλλοι.
Παρά ταύτα, σήμερα πλέον γνωρίζουμε ότι μόνο το γενετικό υλικό μας μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια τη βιολογική μας ιστορία, το εμείς και οι άλλοι. [ ]
Το οποιοδήποτε ταξινομικό σύστημα είναι ουδέτερο και αυθαίρετα υποκειμενικό όσον αφορά τις επιλογές των κριτηρίων ταξινόμησης. Είναι ένα υποβοηθητικό εργαλείο κατανόησης του γύρω κόσμου μας και, αυτονοήτως, δεν εκφράζει αξιολογικά στοιχεία, του τύπου καλύτερο ή χειρότερο, αποδεκτό ή απορριπτέο κλπ. Απλώς χρησιμεύει, ή καλύτερα θα έπρεπε μόνο να χρησιμεύει, για την καλύτερη και ευκολότερη κατανόηση του περιβάλλοντός μας.
Αυτό βέβαια δεν αποκλείει την κακή, άρα αντιεπιστημονική, χρήση του, ιδίως όταν αποτελέσει αντικείμενο και εργαλείο της οποιασδήποτε κρατικής πολιτικής. Είναι κοινότυπο να λεχθεί ότι οι επιστήμονες θα πρέπει να προασπίσουν την καθαρότητα και την ορθή χρήση του συστήματος, γιατί κάτι τέτοιο είναι δύσκολο, ακόμη και υπό ομαλές ειρηνικές συνθήκες, να επιτευχθεί. [ ]
Από την άλλη μεριά, η δαιμονοποίηση της επιστήμης και των μεθόδων της φαίνεται ότι είναι η εύκολη λύση για ορισμένα ιδεολογικά συστήματα (ο χαρακτηρισμός σύστημα είναι ευγενική παραχώρηση), τα οποία δεν σκύβουν πάνω στην ουσία των πραγμάτων αλλά θεωρητικολογούν καταδικαστικά χωρίς να κάνουν τον κόπο να γνωρίσουν. Παράδειγμα, η μεταμοντέρνα θεώρηση της αξίας της επιστημονικής ερμηνείας. Και πάνω από όλα, δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι οι ερμηνείες μας βασίζονται σε θεωρίες και η καλύτερη θεωρία είναι αυτή που μπορεί να καταρριφθεί. [ ]

Διάχυση πολιτισμών ή μετακίνηση πληθυσμών;
Αλλά ας επανέλθουμε στη Νεολιθική Εποχή μας. Η μετάβαση από τη Μεσολιθική ήταν βαθμιαία, διέφερε τοπικά και τα επιμέρους πολιτισμικά στοιχεία είχαν διαφορετικούς τρόπους αναπροσαρμογής και τροποποίησης. Με άλλα λόγια, μία μετάβαση από τον ένα τρόπο ζωής στον άλλο, χωρίς ένα σταθερό σύστημα διαδικασιών.
Για πολλά χρόνια υπήρχε σοβαρή διχογνωμία ως προς το εάν ο νέος τρόπος ζωής οφειλόταν σε μία απλή διάχυση ιδεών, ή στην ταυτόχρονη μετακίνηση πληθυσμών, χρηστών αυτών των ιδεών και, εάν ναι, ποια ήταν τα μεγέθη των πληθυσμών αυτών. Η απλοϊκή αυτή προσέγγιση (με τα σημερινά δεδομένα) δεν οδηγούσε παρά σε έναν πόλεμο χαρακωμάτων των ιδεών, αδυνατώντας να δώσει λύση στο πρόβλημα. Η πρόοδος που επετεύχθη τα τελευταία χρόνια στο πεδίο της Παλαιοκλιματολογίας παρουσίασε μία νέα οπτική γωνία θεώρησης, στην οποία η δυνατότητα καλλιέργειας έχει πλέον τον πρωταρχικό ρόλο.
Μία δεύτερη συνεισφορά, στο επίπεδο της γενετικής δομής πλέον των νεολιθικών ανθρώπων, φάνηκε προς στιγμήν να ξεκαθαρίζει το τοπίο. Οι έρευνες του Cavalli-Sforza και της ομάδος του στους πολυμορφισμούς 95 πρωτεϊνών στους σύγχρονους πληθυσμούς της Ευρώπης έδειξαν ότι η φθίνουσα ή αυξανόμενη ποσοτικά κατανομή τους παρουσιάζει ένα γενετικό υπόδειγμα αναβαθμών με κατεύθυνση από τη νοτιο-ανατολική Ευρώπη προς τη βορειο-δυτική. Ανάλογες έρευνες του Sokal και της ομάδος του έδειξαν να επιβεβαιώνουν τα προηγούμενα ευρήματα. Τα ευρήματα αυτά θεωρήθηκε ότι θεμελίωναν την άποψη ότι η διάδοση του Νεολιθικού Τρόπου Ζωής συνοδεύθηκε από μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών από τη Μέση Ανατολή προς την Ευρώπη.
Μάλιστα, ο Cavalli-Sforza και η ομάδα του προσπάθησαν να ερμηνεύσουν γενετικά και την υπόθεση της Gimbutas, περί καθόδου των Ινδοευρωπαίων από την περιοχή της σημερινής Ουκρανίας προς την υπόλοιπη Ευρώπη και ειδικά τη νοτιο-ανατολική, και σε έναν από τους χάρτες της γεωγραφικής κατανομής των principal components επιδεικνύεται παραστατικά.
Με τις αναλύσεις των ευρημάτων αυτών, αιφνίδια υπεισέρχεται στη διαμάχη της περιόδου της Νεολιθικής Εποχής και ο πολυσυζητημένος παράγοντας Ινδοευρωπαίοι.
Εδώ υπάρχει μία ημιλανθασμένη παρανόηση, η οποία σε ένα σοβαρό επιστημονικό επίπεδο είναι ανύπαρκτη, αλλά στη χώρα μας (και σε μερικές άλλες) εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο της ακαδημαϊκής διδασκαλίας. Ο σωστός όρος είναι Ινδοευρωπαϊκή ομοταξία γλωσσών και αποτελεί ταξινομικό σχήμα της Γλωσσολογίας. Άλλωστε η αρχική ονομασία ήταν Άρια Ομογλωσσία ή Ινδογερμανική. Είναι προφανές ότι ομιλούμενη γλώσσα χωρίς ανθρώπους να την ομιλούν είναι ακατανόητο εφεύρημα. Άρα λογικά θα έπρεπε να υποθέσει κανείς ότι πληθυσμιακές ομάδες που χρησιμοποιούν συγγενικές γλώσσες θα πρέπει να είχαν κάποιους μακρινούς προγόνους, οι οποίοι θα ομιλούσαν την αρχική, κοινή προγονική μορφή της γλώσσας αυτής. Το ότι ο αρχικός πληθυσμός, ο οποίος ομιλούσε την προγονική γλώσσα προφανώς αρχικά θα περιοριζόταν σε μία συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, εκφράζει επίσης ένα λογικό συμπέρασμα.
Η προσέγγιση αυτή είναι απόλυτα επιστημονική έως τη στιγμή κατά την οποία οι αναδυόμενοι εθνικισμοί του 19ου αιώνα θα προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν την ουδέτερη από τη φύση της επιστημονική γνώση για να δώσουν ένα επιστημονικοφανές υπόβαθρο στις νέο-διαμορφούμενες εθνικές ταυτότητες, θεμέλιο και ακρογωνιαίο λίθο της επιβίωσης των Εθνών-Κρατών. Ο Πρώσσο-Γερμανικός εθνικισμός ήταν ο πλέον επιτυχής στην εκμετάλλευση αυτή, γιατί το επιστημονικό δυναμικό του την εποχή εκείνη ήταν από τα καλύτερα της Ευρώπης. Η δημιουργία δε μιας εθνικής αρχαιολογίας και ιδίως μιας εθνικής προϊστορίας υπό την καταλυτική επίδραση του G. Kossina και με τη διεπιστημονική σύμπραξη της θεωρίας της ομόκεντρης διάδοσης των πολιτισμικών στοιχείων, δημιούργησε τον λαό των Αρίων ή Ινδογερμανών, του οποίου η αρχική κοιτίδα ήταν η Κεντρική Ευρώπη και βεβαίως ήταν ο φορέας του μετέπειτα ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η θεωρία αυτή έγινε ασμένως αποδεκτή και στην Ελλάδα, ιδίως στην Αρχαιολογία και στη Γλωσσολογία, όπου και εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να έχει ισχυρά ερείσματα μεταξύ των επιστημόνων.
Η προβληματική αυτή φαίνεται να ρυθμίζεται, τουλάχιστον μέχρι να συλλεχθούν νέα δεδομένα, με την έρευνα του μιτοχονδριακού DNA, το οποίο κληρονομείται μόνο από τη μητρική πλευρά. Μια πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι μόνο το 25% της σύγχρονης ευρωπαϊκής γενετικής δεξαμενής υποδηλώνει πρόσφατη μεσανατολική καταγωγή. Αυτό σημαίνει ότι η πλειοψηφία των σημερινών γενετικών γενεαλογιών στην Ευρώπη έχει τις ρίζες της στην Παλαιολιθική Εποχή. Η προσέγγιση αυτή φαίνεται ότι είναι πιο περιεκτική σε πληροφορίες, γιατί επικεντρώνεται στη μελέτη ενός γενετικού locus, η εξελικτική ιστορία του οποίου είναι ικανοποιητικά γνωστή και επιπλέον επιτρέπει τον υπολογισμό του ρυθμού των μεταλλάξεων.
Έτσι φαίνεται ότι η πιθανά σωστότερη ερμηνεία θα είναι ο συνδυασμός της μετακίνησης μικρών ομάδων με ταυτόχρονη διάδοση των νέων ιδεών και τεχνολογιών σε μεγαλύτερη ακτίνα από την ακτίνα δράσεως των μικρών ομάδων. Δηλαδή η μικρή ομάδα έδρασε ως πολλαπλασιαστής ιδεών. Αυτή η άποψη φαίνεται να ερμηνεύει και γιατί οι αρχαιότεροι νεολιθικοί οικισμοί βρίσκονται σχεδόν πάντα στα παράλια. Η χημική ανάλυση των οψιανών από τη Μήλο και το σπήλαιο της Φράγχθης απέδειξε ότι η οργανωμένη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο έχει μια ηλικία τουλάχιστον 7.000 χρόνων και ότι οι πρώτοι πειραματισμοί θα πρέπει να συνέβησαν σε πολύ μεγαλύτερο βάθος χρόνου, κυρίως όσον αφορά τις πρακτικές προσανατολισμού με σταθερά σημεία του ουρανίου θόλου. Η εικόνα των ικανοτήτων του ανθρώπου από την Ύστερη Παλαιολιθική έως τη Νεολιθική Εποχή χρειάζεται μια ριζική αναπροσαρμογή.
Είναι λοιπόν πιθανόν πλέον ότι η κάθοδος κάποιων μυστηριωδών πριγκήπων από την Ουκρανία προς τη νότιο-ανατολική Ευρώπη δεν θα αντέξει τον καταιγισμό των νέων στοιχείων. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η θεωρία της αυτόχθονης εξέλιξης του πολιτισμού, που έγινε αποδεκτή ως δόγμα στη Σοβιετική Ρωσία τη δεκαετία του 1930 και διαδόθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με εκπληκτική ταχύτητα αποδοχής ανά την Ευρώπη, είναι σωστή επιστημονικά. Χωρίς την ανταλλαγή και το συγκέρασμα των ιδεών είναι αδύνατον να δημιουργηθεί οποιοσδήποτε αξιόλογος πολιτισμός. Η εύκολη επικοινωνία κατά μήκος των Μεσογειακών ακτών απετέλεσε τελικά τον καταλύτη της ανάπτυξης των πολιτισμών.
Η πρόσφατη θεωρία του Renfrew, η οποία συνδυάζει την εξάπλωση των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και της γεωργίας με αρχική κοιτίδα σχηματισμού τους τη νότιο-ανατολική Τουρκία, δεν φαίνεται πλέον πιθανή. Ίσως όμως το αδύνατο σημείο της είναι το ότι δεν λήφθηκαν σοβαρά υπ’ όψιν οι κλιματολογικές συνθήκες της περιόδου εκείνης, η γεωχημική σύνθεση του εδάφους, τα γεωγραφικά relief της ευρύτερης περιοχής και το σημαντικότερο, το δημογραφικό δυναμικό των τοπικών πληθυσμών.

* Καθηγητής Ανθρωπολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Το άρθρο του έχει γραφτεί ειδικά για το «Άρδην» και θα δημοσιευτεί σε δύο μέρη. Η μελέτη δημοσιεύεται αυτούσια, με ελάχιστες συντομεύσεις, ενώ οι μεσότιτλοι είναι επιλογή της σύνταξης του περιοδικού.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ