Π. Σβαρτς
Τo 1997, o Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, πρώην σύμβουλος ασφαλείας των Η.Π.Α., εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο «Η Μεγάλη Σκακιέρα», το οποίο πραγματευόταν την στρατηγική της Αμερικής για την παγκόσμια υπεροχή και προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον σε όλο τον κόσμο. Με την λέξη «σκακιέρα», ο Μπρεζίνσκι εννοούσε την Ευρασία, αυτή την τεράστια έκταση που περιλαμβάνει δύο ηπείρους και την πλειοψηφία του πληθυσμού του πλανήτη.
Σύμφωνα με τη βασική θέση του βιβλίου, «η δυνατότητα της Αμερικής να ασκήσει την παγκόσμια ηγεμονία» εξαρτάται από το εάν θα μπορέσει να αποτρέψει «την άνοδο μιας ηγεμονικής και ανταγωνιστικής ευρασιατικής υπερδύναμης». Ο Μπρεζίνσκι θεωρούσε ότι η «Ευρασία συνεχίζει να αποτελεί τη σκακιέρα πάνω στην οποία κρίνεται η μάχη για την παγκόσμια ηγεμονία».
Κάποιος θα πρέπει να ανατρέξει σ’ αυτές τις απόψεις, εάν θέλει να ερμηνεύσει σωστά τα πρόσφατα γεγονότα στην Ουκρανία. Εάν ο φιλοδυτικός Βίκτωρ Γιουτσένκο –ένας πολιτικός που διατηρεί πολύ ισχυρούς οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς με τις Η.Π.Α.– καταφέρει να γίνει πρόεδρος της Ουκρανίας, οι Η.Π.Α. θα κερδίσουν μια στρατηγικά σημαντική και πιθανώς αποφασιστική νίκη στην παγκόσμια σκακιέρα του Μπρεζίνσκι.
Εάν κάποιος ανατρέξει στις γενικές κατευθύνσεις της αμερικανικής πολιτικής έναντι της Ρωσίας κατά τα τελευταία 15 χρόνια, θα ανακαλύψει μια αξιοσημείωτη σταθερά. Ανεξάρτητα από τα σκαμπανεβάσματα των διμερών σχέσεων –που διαμορφώνουν άλλοτε στενές και άλλοτε ψυχρές σχέσεις ανάμεσα στις δυο χώρες– οι Η.Π.Α. εργάστηκαν συστηματικά για να περιλάβουν στη σφαίρα επιρροής τους τις χώρες που προέκυψαν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Για πάνω από τέσσερις δεκαετίες, η Σοβιετική Ένωση αποτελούσε το σημαντικότερο εμπόδιο στην απρόσκοπτη παγκόσμια κυριαρχία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Τώρα, οι Η.Π.Α. θέλουν πάση θυσία να εξασφαλίσουν ότι η Ρωσία δεν θα παίξει ποτέ ξανά παρόμοιο ρόλο.
Ήδη, ο πρώτος πόλεμος του Ιράκ, το 1991, υπονόμευσε σε μεγάλο βαθμό την επιρροή της Μόσχας στη Μέση Ανατολή. Η ίδια διαδικασία συνεχίστηκε στα Βαλκάνια, με τον πόλεμο του ΝΑΤΟ έναντι της Σερβίας. Το 2001, μέσα στα πλαίσια της εισβολής στο Αφγανιστάν, οι Η.Π.Α. για πρώτη φορά εγκατέστησαν μια σειρά στρατιωτικών βάσεων σε πρώην σοβιετικές δημοκρατίες θεμελιώνοντας έτσι τη μόνιμη παρουσία τους στην Κεντρική Ασία. Στο εξής, το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν, το Κιργιζιστάν και σε κάποιο βαθμό και το Αζερμπαϊτζάν θα συμμαχήσουν με τις ΗΠΑ. Ένα χρόνο πριν βοήθησαν την εγκατάσταση ενός απροκάλυπτα φιλοδυτικού καθεστώτος στη Γεωργία. Στην Ευρώπη, τα περισσότερα πρώην μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, συμπεριλαμβανομένων των πρώην Βαλτικών Σοβιετικών δημοκρατιών, εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε.
Στο βιβλίο του πριν από επτά χρόνια, ο Μπρεζίνσκι είχε ήδη αναφερθεί στη σημασία της Ουκρανίας. Η απώλεια της Ουκρανίας για τη Ρωσία θα σήμαινε τη δραστική γεωπολιτική υποβάθμιση της τελευταίας. «Ακόμα και χωρίς την Πολωνία και τις Βαλτικές Δημοκρατίες, μια Ρωσία που διατηρεί τον έλεγχο της Ουκρανίας θα συνεχίζει να αναζητά τρόπους για να εξελιχθεί σε μια Ευρασιατική Αυτοκρατορία… αλλά χωρίς τον έλεγχο της Ουκρανίας και την υποστήριξη των 52 εκατομμυρίων Σλάβων της χώρας αυτής, οποιαδήποτε προσπάθεια της Ρωσίας να ανασυστήσει την Ευρασιατική αυτοκρατορία είναι καταδικασμένη να αποτύχει, εξαιτίας των παρατεταμένων συγκρούσεων που θα προκληθούν από τη θρησκευτική και την εθνική αφύπνιση των μη-σλάβων που την περιτριγυρίζουν. Ως προς αυτό, ο πόλεμος στην Τσετσενία αποτελεί ένα πρώτο παράδειγμα.»
Η ιστοσελίδα της Στράτφορ, μιας εταιρείας στρατηγικών αναλύσεων που διατηρεί στενότατους δεσμούς με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, επανέλαβε πρόσφατα αυτή την ανάλυση σε σχέση με τα πρόσφατα γεγονότα στην Ουκρανία. Σε μια ανάλυση για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ουκρανία, η Στράτφορ συμπεραίνει ότι η απώλεια της Ουκρανίας όχι μόνο αδυνατίζει την εξωτερική θέση της Ρωσίας αλλά ακόμη: «χωρίς την Ουκρανία, η οικονομική, πολιτική και στρατιωτική βιωσιμότητα της Ρωσίας τίθεται υπό αμφισβήτηση». Η έρευνα της Στράτφορ συνεχίζει: «Το να πει κανείς ότι η Ρωσία βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή είναι μια πολύ συγκρατημένη δήλωση. Χωρίς την Ουκρανία, η Ρωσία είναι καταδικασμένη σε μια οδυνηρή διολίσθηση της γεωπολιτικής της ισχύος και, τελικά, ίσως ακόμη και στην ανυπαρξία».
Με σχεδόν 50 εκατομμύρια κατοίκους, η Ουκρανία είναι, μετά τη Ρωσία, μακράν το μεγαλύτερο κράτος από αυτά που διαδέχθηκαν την Ε.Σ.Σ.Δ. Η Ουκρανία συνδέεται με τη Ρωσία όχι μόνο μέσω μιας κοινής ιστορικής πορείας, που φτάνει μέχρι τον 9ο αιώνα και το Ρους του Κιέβου, αλλά και με στενούς οικονομικούς δεσμούς. Η Ρωσία είναι ο σημαντικότερος οικονομικός εταίρος της Ουκρανίας. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 300 χρόνων, το μεγαλύτερο κομμάτι της σημερινής Ουκρανίας ήταν μέρος της σοβιετικής ή της ρωσικής επικράτειας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πραγματοποιήθηκαν σημαντικές ανταλλαγές πληθυσμών. Το 17% του ουκρανικού πληθυσμού είναι ρωσικής καταγωγής και σχεδόν το μισό του πληθυσμού μιλάει Ρωσικά. Η βαριά βιομηχανία της Ανατολικής Ουκρανίας, που αναπτύχθηκε επί Σοβιετικών, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις ρωσικές επιχειρήσεις. Η διάρρηξη αυτών των σχέσεων θα έχει αρνητικότατες συνέπειες και για τις δυο χώρες.
Ένας πρόσθετος παράγοντας είναι η γεωπολιτική σημασία της Ουκρανίας. Το 80% των εξαγωγών πετρελαίου και αερίου της Ρωσίας προς την Ευρώπη –η οποία αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή ξένου συναλλάγματος– περνάει από τους αγωγούς της Ουκρανίας. Η κύρια βάση του ρωσικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας, η Σεβαστούπολη, βρίσκεται επίσης σε ουκρανικό έδαφος.
Σύμφωνα με τη Στράτφορ, «Δεν χρειάζεται ένας πόλεμος για να πληγούν τα συμφέροντα της Ρωσίας, απλά πρέπει να μεταβληθούν οι γεωπολιτικοί προσανατολισμοί της Ουκρανίας. Μια εξευρωπαϊσμένη Ουκρανία δεν θα λειτουργούσε τόσο σαν ένα μαχαίρι στην καρδιά της Ρωσίας, αλλά πολύ περισσότερο σαν ένα κομπρεσέρ το οποίο βρίσκεται σε συνεχή λειτουργία». Μια πιθανή συνέπεια, σύμφωνα με την εταιρεία στρατηγικών αναλύσεων, είναι μια επιθετικότερη εξωτερική πολιτική εκ μέρους της Ρωσίας καθώς επίσης και η εμφάνιση ισχυρών εσωτερικών κλονισμών οι οποίοι θα προκαλέσουν “τον θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων”.
Οι παραλληλισμοί με τα Βαλκάνια είναι προφανείς εδώ. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας άφησε τη χώρα μέσα στα ερείπια, να παραπαίει ανάμεσα στις εθνοτικές εντάσεις και τα μίση, τα οποία κατά καιρούς διολισθαίνουν σε βίαιες συγκρούσεις. Κυριαρχούν διεφθαρμένα καθεστώτα συνδεδεμένα με το οργανωμένο έγκλημα, ενώ η φτώχεια και η ανεργία βρίσκονται σε έξαρση. Η Γερμανία και οι Η.Π.Α. ενθάρρυναν ανοιχτά τη διάλυση της χώρας, με το να υποστηρίξουν την ανεξαρτητοποίηση της Σλοβενίας, της Κροατίας και της Βοσνίας. Αυτά τα μικρά προτεκτοράτα, τα οποία προέκυψαν μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, δεν είναι οικονομικά και πολιτικά βιώσιμα, αλλά μπορούν, παρόλα αυτά, να κατευθύνονται και να ελέγχονται εύκολα από τις μεγάλες δυνάμεις.
Ο πόλεμος ενάντια στα υπολείμματα της Γιουγκοσλαβίας διεξήχθη για να καταστραφεί και η τελευταία πολιτική δομή στην περιοχή, η οποία διατηρούσε μια ορισμένη ανεξαρτησία – πέρα από την αντιδραστική φύση του καθεστώτος του Μιλόσεβιτς. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κίνημα, που εν τέλει ανέβασε στην εξουσία του Βελιγραδίου ένα φιλοευρωπαϊκό και φιλοαμερικανικό καθεστώς, αποτελεί υπόδειγμα για την αντιπολίτευση του Κιέβου.
Ενισχύοντας την επιρροή των ΗΠΑ στην Ουκρανία
Για πολύ καιρό, ο σκοπός της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής ήταν να διευρύνει το χάσμα ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία, εντάσσοντας την τελευταία κάτω από την ομπρέλα του ΝΑΤΟ. Το 1997, ο Μπρεζίνσκι ανέφερε στο βιβλίο του τις: «Εντεινόμενες προσπάθειες των Η.Π.Α., ειδικά από το 1994 κι έπειτα, για να βοηθήσουν την Ουκρανία να αποκαταστήσει τη νέα εθνική της ελευθερία».
Τον Ιανουάριο του 2003, ο Αμερικανός πρέσβης στο Κίεβο, Κάρλος Πασκουάλ, έδωσε μια διάλεξη στην Ουάσιγκτον, στο Κέντρο για τις Στρατηγικές και τις Διεθνείς σπουδές, για τις αμερικανο-ουκρανικές σχέσεις. Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, υποστήριξε ότι η Ουκρανία μπορεί να ενσωματωθεί στην ευρω-ατλαντική κοινότητα.
Ο Τζον Χερμπστ, που αντικατέστησε τον Πασκουάλ τον Σεπτέμβριο του 2004, υποστήριξε την ίδια άποψη, σε μια ακρόαση Επιτροπής της αμερικανικής Γερουσίας. Εκεί δήλωσε ότι «Η ενσωμάτωση της Ουκρανίας στην ευρω-ατλαντική κοινότητα» είναι ένας σημαντικός στόχος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Ο Χερμπστ υποσχέθηκε ότι: «Πρώτο μέλημά μου είναι να κάνω ό,τι μπορώ για να διαβεβαιώσω ότι οι ουκρανικές αρχές θα επιτρέψουν στους προεδρικούς υποψήφιους να διεξάγουν τον προεκλογικό τους αγώνα με ίσους όρους αλλά και θα διασφαλίσουν δίκαιες και ελεύθερες εκλογές. Μια εκλογική διαδικασία που θα ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του ΟΑΣΑ [Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη] και ένα αποτέλεσμα το οποίο να αντικατοπτρίζει τη θέληση του λαού είναι καθοριστικοί παράγοντες που θα κρίνουν τη συμμετοχή της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και την προσέγγιση με την Ε.Ε.».
Η ειρωνική διάσταση αυτών των διαβεβαιώσεων δεν θα μπορούσε να αποκρυφτεί από τους συγκεντρωμένους γερουσιαστές. Όταν πραγματοποιούνταν οι ακροάσεις, ο Χερμπστ αντιπροσώπευε τις ΗΠΑ ως πρεσβευτής στο Ουζμπεκιστάν, του οποίου ο αυταρχικός πρόεδρος Ισλάμ Καρίμωφ, πρώην γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, διατηρεί φιλικές σχέσεις με την Ουάσινγκτον. Παρόλο που οι εκλογές στο Ουζμπεκιστάν δεν ανταποκρίνονται ούτε κατ’ ελάχιστο στις προδιαγραφές του ΟΑΣΑ και τα κόμματα της αντιπολίτευσης παραμένουν υπό απαγόρευση για πάνω από δέκα χρόνια, ο Καρίμωφ επιχορηγείται με αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο από την Αμερική. Ως αντάλλαγμα έθεσε μια στρατιωτική βάση στη διάθεση των ΗΠΑ για τον πόλεμο εναντίον του γειτονικού Αφγανιστάν. Όταν ο Χερμπστ ολοκλήρωσε τη θητεία του, λίγο μετά την ακρόαση στη Γερουσία, ο Καρίμωφ τον βράβευσε με το παράσημο του «Ταξιάρχη της Φιλίας» ενώ ο αποχωρών πρέσβης τον επαίνεσε ως μια «εξαιρετικά συνετή και ισχυρή προσωπικότητα».
Ενώ οι αναφορές του Χερμπστ σε «δίκαιες και ελεύθερες» εκλογές δεν ήταν τίποτε άλλο πέρα από κενή ρητορική, η υπόσχεση που έδωσε για την παρέμβαση στις ουκρανικές εκλογές έμελλε να πραγματοποιηθεί. Μόνο κατά τα τελευταία 2 χρόνια, η αμερικανική κυβέρνηση ξόδεψε 64 εκατομμύρια δολάρια για να ενισχύσει την ουκρανική αντιπολίτευση. Αυτό το γεγονός επιβεβαιώθηκε τις τελευταίες μέρες από Αμερικάνους κυβερνητικούς εκπροσώπους. Επιπρόσθετα, εκατομμύρια δολάρια διοχετεύτηκαν από ιδιωτικά ιδρύματα, όπως αυτό του Σόρος, αλλά και από ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτοί οι πόροι διοχετεύτηκαν έμμεσα στα πολιτικά κόμματα. Η αμερικανική κυβέρνηση διακηρύττει ότι αυτοί οι πόροι αξιοποιήθηκαν για την προώθηση του «εκδημοκρατισμού». Βέβαια, είναι κοινό μυστικό ότι τέτοια προγράμματα ωφελούν σχεδόν αποκλειστικά την αντιπολίτευση. Οι πόροι αυτοί εν τέλει κατέληξαν σε ινστιτούτα και μη-κυβερνητικές οργανώσεις οι οποίες συμβουλεύουν την αντιπολίτευση, παρέχοντάς της τα πιο άρτια τεχνικά μέσα, πολιτικούς συμβούλους και σύμβουλους marketing. Επιπλέον, οι επισκέψεις του Γιουσένκο σε Αμερικάνους πολιτικούς χρηματοδοτήθηκαν από τους ίδιους πόρους, καθώς και τα exit polls κατά την ημέρα των εκλογών, τα οποία και αξιοποιήθηκαν για να αποδείξουν την κυβερνητική νοθεία.
Ακόμη, οι πόροι αυτοί –πέρα από το ότι ενίσχυσαν την επιρροή των Η.Π.Α. στις εκλογές– ενέτειναν τη διαφθορά. Ακόμα και εάν κάποιος εξαιρέσει την άμεση δωροδοκία, τόσο μεγάλα ποσά σε μια χώρα που ο μέσος όρος των μισθών κυμαίνεται μεταξύ 30 και 100 δολαρίων, εξ αντικειμένου ενισχύουν τη διαφθορά. Οποιοσδήποτε έχει πρόσβαση στα οικονομικά μέσα που παρέχονται στην αντιπολίτευση μπορεί να ανέλθει κοινωνικά. Ο Γιουσένκο ήταν σε θέση να επωφεληθεί προσωπικά από αυτήν τη διαδικασία, μιας και –μεταξύ άλλων– είναι μέλος του εκεγκτικού συμβουλίου του Διεθνούς Κέντρου για τις Πολιτικές Σπουδές, μιας εταιρείας αναλύσεων που χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση των Η.Π.Α.
Πώς προετοιμάστηκε η αλλαγή στην Ουκρανία
Αν και οι Η.Π.Α. προσπαθούν εδώ και πολύ καιρό να παρασύρουν την Ουκρανία μακριά από τη ρώσικη επιρροή, η στήριξη του Βίκτορ Γιουσένκο και της Γιούλια Τιμοσένκο είναι πιο πρόσφατη. Οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης αναπτύχθηκαν υπό την προστασία των Η.Π.Α, μόνον όταν προέκυψαν σοβαρές εντάσεις μεταξύ της αμερικανικής κυβέρνησης και του πρώην προέδρου Λέονιντ Κούσμα.
Ο Κούσμα, που αντικατέστησε τον Λέονιντ Κράβτσουκ το 1994, δούλεψε στενά με τις Η.Π.Α. και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Συνεργάστηκε άριστα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, υποστήριξε την υποψηφιότητα της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ενώ τον Μάιο του 2002 υπέβαλε επίσημη αίτηση για συμμετοχή της χώρας του στο ΝΑΤΟ. Επί πλέον, η Ουκρανία είχε στείλει, κατά την διάρκεια της προεδρίας του, στρατεύματα στο Ιράκ, προκειμένου να υποστηρίξουν την αμερικανική κατοχή της χώρας.
Παρόλα αυτά ο Κούσμα ήταν ανέκαθεν αναγκασμένος να διατηρεί ευαίσθητες ισορροπίες. Απ’ τη μια, δούλεψε σκληρά για να αποφύγει τη διάσπαση της χώρας του, ανάμεσα στο ανατολικό κομμάτι που προσανατολιζόταν προς τη Ρωσία, και στο δυτικό που στρεφόταν προς τη Δύση. Από την άλλη πλευρά, έπρεπε να λάβει σοβαρά υπόψη την εξάρτηση της χώρας του από τη Ρωσία. Συγκεκριμένα η Ουκρανία εξαρτάται ενεργειακά σχεδόν εξ ολοκλήρου από το ρώσικο αέριο και πετρέλαιο.
Όμως, ο Κούτσμα είχε καταστήσει σαφές ότι είναι αποφασισμένος να διατηρήσει την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, που εξ άλλου αποτελούσε και τον εγγυητή της ευημερίας των ελίτ της χώρας. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία επισφραγίστηκε από τον προκάτοχό του, πρόεδρο Κράβτσουκ, τον Ρώσο πρόεδρο Μπόρις Γιέλτσιν και τον πρόεδρο της Λευκορωσίας, Στανισλάβ Σούσκεβιτς το 1991, δημιούργησε τις συνθήκες για τη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια μερικών οικογενειών της τοπικής ολιγαρχίας. Αυτή η πολιτική των «απεριόριστων ιδιωτικοποιήσεων», που σάρωσε την Ουκρανία και την Ρωσία, υποστηρίχθηκε ανοιχτά από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Ο Κούσμα είναι στενά συνδεδεμένος με την κυρίαρχη οικονομικά οικογένεια της γενέτειράς του, το Δνείπερτροφσκ, της οποίας ηγείται ο γαμπρός του, Βίκτορ Πισνούκ. Ο Πισνούκ θεωρείται ότι ηγείται των οικογενειών της ολιγαρχίας στην περιοχή του Ντόνετσκ και είναι ο δεύτερος πιο πλούσιος άνθρωπος της χώρας, έπειτα από τον Ρινάτ Αχμέτοφ.
Ο αρχηγός της αντιπολίτευσης, Βίκτωρ Γιουσένκο, υπήρξε πιστός συνοδοιπόρος του Κούτσμα κατά την περίοδο των ιδιωτικοποιήσεων. Το 1993, ανέλαβε τη θέση του προέδρου της Ουκρανικής Κεντρικής Τράπεζας και λειτούργησε ως ο σύνδεσμος της χώρας με τους διεθνείς χρηματοδότες. Το 1999, διορίστηκε πρωθυπουργός από τον ίδιο τον Κούτσμα. Η άλλη ηγετική φιγούρα της αντιπολίτευσης, η Γιούλια Τιμοσένκο, ακολούθησε εξ ίσου πιστά τον Κούτσμα, διατηρώντας στενές σχέσεις με τη μαφία του Δνείπερτροφσκ. Ήταν μέλος της κυβέρνησης του Γιουσένκο και κέρδισε εκατομμύρια κλείνοντας συμφωνίες φυσικού αερίου.
Ο Κούσμα απέπεμψε τον Γιουσένκο τον Απρίλιο του 2001. Η πολιτική του ανοίγματος της χώρας σε διεθνείς επενδύσεις, μέσω μεταρρυθμίσεων στον ενεργειακό τομέα που ακολούθησε, τον έφερε σε αντίθεση με μια μερίδα της ολιγαρχίας που κυριαρχούσε στα ανατολικά της χώρας. Έπειτα από έναν πρόσκαιρο συμβιβασμό, ο Κούτσμα εν τέλει διόρισε πρωθυπουργό, τον ελεγχόμενο από την κλίκα του Ντόνετσκ, Βίκτορ Γιανούκοβιτς.
Παρόλα αυτά, οι Η.Π.Α. συνέχισαν να συνεργάζονται με τον Κούτσμα και τον Γιανούκοβιτς. Την άνοιξη του 2003, οι δυο άντρες επισκέφτηκαν τις Η.Π.Α. Ο Κούσμα συναντήθηκε με τον πρόεδρο Μπους, ενώ ο Γιανούκοβιτς είχε συναντήσεις με τον Ντικ Τσένεϋ και άλλα υψηλά ιστάμενα μέλη. Έναν χρόνο πριν, κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης υπουργών στην Πράγα, είχαν ήδη συμφωνήσει επάνω σ’ ένα χρονοδιάγραμμα για την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Εν τέλει, όμως, μια σειρά εντάσεων ανάμεσα στον Κούτσμα και τις Η.Π.Α. ανάγκασαν τον πρώτο να στραφεί προς τη Μόσχα, γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μεταστροφή των Η.Π.Α. υπέρ της αντιπολίτευσης.
Αρχικά, ξέσπασε η γνωστή υπόθεση «Κολτσούγκα». Πριν από δύο χρόνια, η Ουάσιγκτον κατηγόρησε τον Κούτσμα ότι μεσολάβησε προσωπικά για την πώληση του συστήματος ραντάρ και προειδοποίησης «Κολτσούγκα» στο Ιράκ.
Σε αντίθεση με τα συμβατικά συστήματα ραντάρ, το ουκρανικό σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης λειτουργεί παθητικά και έτσι δεν μπορεί να εντοπιστεί από τα αεροπλάνα που έχει εντοπίσει. Με μια εμβέλεια της τάξης των 800 χιλιομέτρων, το σύστημα αυτό θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα στο είδος του. Οι αμυντικές συστοιχίες πυραύλων των Ιρακινών θα μπορούσαν με βάση αυτό το σύστημα να εντοπίσουν τα αμερικανικά μαχητικά δίχως να γίνουν αντιληπτές από αυτά.
Με βάση τις αμερικανικές κατηγορίες, ένας δικαστής στο Κίεβο διέταξε έρευνα γύρω από το ζήτημα, καθιστώντας τον Κούτσμα ύποπτο διαφθοράς, κατάχρησης εξουσίας και εμπορίου όπλων με το Ιράκ. Ο δικαστής αυτός είχε και τη στήριξη της αντιπολίτευσης. Το ανώτατο δικαστήριο, παρόλα αυτά, παρενέβη για τη διακοπή της έρευνας.
Ο Κούτσμα συνέχισε να απορρίπτει τις κατηγορίες της αμερικανικής κυβέρνησης, ενώ δεν βρέθηκε καμία ένδειξη που να επαληθεύει την πώληση αυτού του συστήματος στο Ιράκ. Οι σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών επιδεινώθηκαν από τότε, παρά την προσπάθεια του Κούτσμα να τις αποκαταστήσει αποστέλλοντας ουκρανικά στρατεύματα στο Ιράκ – μια απόφαση στην οποία εναντιώθηκε σφοδρότατα η κοινή γνώμη της χώρας.
Πετρέλαιο και αέριο
Ένα δεύτερο ζήτημα αφορά τον έλεγχο και την αξιοποίηση των ουκρανικών αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου. Για τη Ρωσία, η Ουκρανία είναι μια από τις πιο σημαντικές ενδιάμεσες χώρες, σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές πετρελαίου και αερίου. Οι μεγάλοι αγωγοί, που μεταφέρουν τον ρώσικο ορυκτό πλούτο προς τη Δυτική Ευρώπη, κατασκευάστηκαν κατά τη δεκαετία του 1970 από τους Σοβιετικούς σε ουκρανικό έδαφος. Για λογαριασμό τους, οι Η.Π.Α. και η Ευρώπη σχεδίασαν κάποια στιγμή ένα εναλλακτικό δίκτυο μεταφοράς του πετρελαίου της Κασπίας, το οποίο παρακάμπτει τη Ρωσία, αξιοποιώντας το έδαφος της Ουκρανίας.
Σ’ αυτά τα πλαίσια, κατασκευάστηκε ένας αγωγός που ξεκινάει από την Οδησσό και καταλήγει στο Μπρόντυ, συνδέοντας τη Μαύρη Θάλασσα με τα πολωνικά σύνορα. Με βάση αυτόν τον αγωγό, το πετρέλαιο της Κασπίας μπορεί τώρα να μεταφέρεται μέσω της Γεωργίας στη Μαύρη Θάλασσα και από εκεί στα πολωνικά διυλιστήρια. Τόσο η Ρωσία όσο και τα στενά του Βοσπόρου παρακάμπτονται σ’ αυτή τη διαδρομή.
Ο αγωγός αυτός, που έχει μήκος 674 χιλιομέτρων, ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 2002, με τη στήριξη της εταιρίας Kellog-Brown, θυγατρικής της Hallilburton και από τότε βρίσκεται εκτός λειτουργίας.
Ξαφνικά, όμως, η ουκρανική κυβέρνηση άρχισε να διαπραγματεύεται με ρώσικες επιχειρήσεις, προκειμένου να χρησιμοποιήσει τον αγωγό προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το ρωσικό πετρέλαιο θα μπορούσε έτσι να μεταφέρεται από την Οδησσό στη Μαύρη Θάλασσα, και από εκεί να διοχετεύεται στην παγκόσμια αγορά. Πράγματι, για μια περίοδο περίπου πέντε μηνών, ο αγωγός όντως λειτούργησε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Τότε, σήμανε συναγερμός στην Ουάσιγκτον και ο Τσένεϋ πίεσε προσωπικά τον Γιανούκοβιτς –κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του εκεί– να διακόψει την αντίστροφη λειτουργία του αγωγού. Τελικά, τον Φλεβάρη αυτής της χρονιάς, η κυβέρνηση στο Κίεβο πήρε τη σχετική απόφαση και ο αγωγός τέθηκε και πάλι εκτός λειτουργίας.
Η επιρροή των ρωσικών επιχειρήσεων του ενεργειακού τομέα στην Ουκρανία ανησυχεί επίσης την Ουάσιγκτον. Δυο χρόνια πριν, ο πρέσβης Κάρλος Πασκουάλ, σε μια συνάντηση του Κέντρου για τις Στρατηγικές και Διεθνείς σπουδές, εξαπέλυσε δριμύτατη κριτική εναντίον της εταιρίας Gazprom (η οποία έχει στενούς δεσμούς με το ρωσικό κράτος). Κάποιος έχει την εντύπωση, δήλωσε, ότι οι ρωσικές εταιρείες διατηρούν επενδύσεις στην χώρα «δίχως να πληρώνουν ολόκληρη την αξία των κεφαλαίων που κατέχουν εκεί, πράγμα που είναι πολύ αρνητικό για τη χώρα».
Ο Χερμπστ συνέχισε στο ίδιο μήκος κλίματος: «Υπάρχουν μια σειρά πρόσφατων παραδειγμάτων που καταδεικνύουν, πιστεύω, ορισμένα στρατηγικά μειονεκτήματα της Ουκρανίας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Μια πρόσφατη συμφωνία που υπογράφηκε μεταξύ της Gazprom και της Naftogaz [η εθνική εταιρεία πετρελαίου και φυσικού αερίου της Ουκρανίας] δίνει τη δυνατότητα στην πρώτη να συναποφασίζει με τη δεύτερη πάνω σε ο,τιδήποτε αφορά το δίκτυο μεταφοράς φυσικού αερίου της χώρας. Με άλλα λόγια, δηλαδή, η Gazprom διαθέτει δικαίωμα βέτο σε οτιδήποτε θέλει να κάνει η Ουκρανία σε σχέση με το δίκτυο μεταφοράς φυσικού αερίου. Η Gazprom δεν μπορούσε να είναι πιο ευτυχής: πέτυχε αυτό που προσπαθούσε από το 1992».
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον θα εξασφαλίζονται καλύτερα με τον Γιουσένκο, παρά με τον Γιανούκοβιτς, ο οποίος υποστηρίζεται από τη Μόσχα. Σε αντίθεση με τον Γιανούκοβιτς, ο Γιουσένκο δίνει περισσότερο βάρος στην προσήλωσή του στις αρχές του «Δικαίου» και της ελεύθερης οικονομίας – δυο έννοιες που σημαίνουν ουσιαστικά ασφάλεια και εγγυήσεις για τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια.
Συγκρούσεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων
Οι φιλοδοξίες των Ηνωμένων Πολιτειών για την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία περιλαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερες περιοχές του πλανήτη. Με βάση τις διαμάχες γύρω από την ουκρανική προεδρία, τα αμερικανικά και τα ρωσικά συμφέροντα συγκρούστηκαν σε βαθμό και ένταση που μας θυμίζει την εποχή του ψυχρού πολέμου. Έπειτα από τις αιματηρές διαμάχες στα Βαλκάνια και την κατοχή του Ιράκ, η Ουκρανία και η Ρωσία κινδυνεύουν να μεταφέρουν στο εσωτερικό τους το ίδιο σκηνικό.
Τα ευρωπαϊκά –και πάνω από όλα τα γερμανικά– συμφέροντα, επηρεάζονται άμεσα από την αλλαγή της εξουσίας στην Ουκρανία, όπως επίσης και τα συμφέροντα των δύο αναδυόμενων ασιατικών υπερδυνάμεων, της Ρωσίας και της Κίνας. Πέρα από τις ξεκάθαρες γεωστρατηγικές διαστάσεις του ζητήματος, μια άλλη παράμετρος της παγκόσμιας οικονομίας του 21ου αιώνα αφορά τον έλεγχο της παγκόσμιας παροχής πετρελαίου και φυσικού αερίου. Υπ’ αυτή την έννοια, η σημασία των εξελίξεων στην Ουκρανία θυμίζει παρόμοιες διαμάχες που είχαν ξεσπάσει στις αρχές του 20ου αιώνα και αφορούσαν τον έλεγχο των πρώτων υλών.
Εάν αναλογιστεί κανείς το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση εισάγει το 20% του πετρελαίου και το 44% του φυσικού αερίου που καταναλώνει από τη Ρωσία, με το 80% όλων αυτών των προϊόντων να διέρχονται από την Ουκρανία, καταλαβαίνει πολύ εύκολα τη μεγάλη σημασία που έχουν οι προσανατολισμοί της Ουκρανίας για το οικονομικό μέλλον της Ευρώπης.
Όπως είναι ευρύτατα γνωστό, οι διαμάχες γύρω από τον έλεγχο των αποθεμάτων σιδηρομεταλλεύματος της Λωραίνης και του άνθρακα του Ρουρ υπήρξαν μια από τις κύριες αιτίες για το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η κατάσταση, όσον αφορά τα διεθνή ενεργειακά δίκτυα είναι εξ ίσου εκρηκτική σήμερα. Προς το παρόν, οι διαφωνίες διευθετούνται ακόμη σε πολιτικό επίπεδο, μέσα από πολύπλοκους τακτικούς υπολογισμούς. Αλλά όλοι οι όροι για την περαιτέρω κλιμάκωση της έντασης είναι παρόντες. Η στρατηγική της Αμερικής για την παγκόσμια υπεροχή απειλεί να βυθίσει την ανθρωπότητα σε μια δίνη που θα κάνει τον πόλεμο του Ιράκ να φαντάζει μάλλον ανώδυνος.
Μετάφραση: Γιώργος Ρακκάς
* Το κείμενο δημοσιεύθηκε στις 26/12/04, στην ιστοσελίδα του Center for Research on Globalisation (www, globalresearch.ca)