Άρδην τ. 83 Ιανουάριος 2011
του Άντη Ροδίτη
Το βιβλίο Τα Πολιτικά της Εκπαίδευσης στην Κύπρο, του δρα Παναγιώτη Περσιάνη, εκδόσεων Πανεπιστημίου Λευκωσίας–Παπαζήση ΑΕΒΕ, αποτελεί στην πραγματικότητα μια παράθεση μερικών από τα γεγονότα που συγκροτούν την ιστορία της σύγκρουσης ανάμεσα στις δυνάμεις που έθεταν και θέτουν ως προτεραιότητα την προστασία και τη διαιώνιση της ελληνικής ταυτότητας της Κύπρου και σ’ εκείνες που είχαν και έχουν άλλα, ή και άλλα σχέδια στο μυαλό τους. Οι τελευταίες, σε αντίθεση με τις πρώτες, έδρασαν και συνεχίζουν να δρουν σε πολλές περιπτώσεις ανεπίγνωστα ή παραπλανημένες και άλλες δόλια και συγκαλυμμένα, κάτω από διάφορα προσχήματα, όπως εκείνο της «προόδου», του «εκσυγχρονισμού» και της «μεταρρύθμισης», πλην των Άγγλων, που ξεκάθαρα αποπειράθηκαν, ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα του 1931, να φτιάξουν, από τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων της Κύπρου και την περιθωριακή μειονότητα των Τούρκων, μόνο Κύπριους με κύρια γλώσσα την αγγλική.
Παρά την επιστημονική αντικειμενικότητα, την προσπάθεια ψυχρής παράθεσης των γεγονότων και αποφυγής οποιουδήποτε συναισθηματισμού, την αποφυγή απευθείας στήριξης οποιασδήποτε θέσης ως «σωστής» ή «λανθασμένης» εκ μέρους του συγγραφέα, ο αναγνώστης δεν μπορεί να μην εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα.
Τα δικά μου είναι ότι και οι δύο παρατάξεις έχουν τους ήρωές τους. Όμως, ανάμεσα σ’ εκείνους που αγωνίστηκαν για τη διατήρηση της ελληνικότητας του τόπου, πολλοί δεν επιδέχονται καμίαν αμφισβήτηση γιατί είναι είτε απαγχονισμένοι, είτε αποκεφαλισμένοι ή με άλλους τρόπους πεσόντες σε μάχες, σε βασανιστήρια και σε εν ψυχρώ εκτελέσεις, ενώ, ανάμεσα σ’ εκείνους που με διάφορα προσχήματα επεδίωξαν αλλότριους στόχους, υπάρχουν μεν κάποιοι που έτυχε να κερδίσουν κατά καιρούς αναγνώριση, κοινωνική καταξίωση και πλούτο, μεγάλη φήμη (κάποιοι και τρανή), ακόμα και ανδριάντες όταν πέθαναν, πλην όμως η πάροδος του χρόνου γίνεται η κολυμβήθρα μέσα από την οποία η αλήθεια αναδύεται ολόλαμπρη και η απάτη ή (στην ηπιότερη μορφή της) η πλάνη, ως αυτή ακριβώς που είναι.
Άρχισε πλέον να γίνεται φανερό, σε πρώτο στάδιο στους ειδικά ασχολούμενους με το θέμα και από εκεί στον λαό, ότι ο μεγαλύτερος ήρωας του αγώνα για την προάσπιση της ελληνικότητας της Κύπρου, στη νεώτερη ιστορία της, είναι ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, ο οποίος υπήρξε ο ιδρυτής του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος της Κύπρου. Με την ιδρυτική του πράξη, της 1ης Ιανουαρίου 1812, σε συνθήκες σκοτεινής δουλείας, έθεσε σε λειτουργία έναν μηχανισμό διαμόρφωσης ανθρώπων προσηλωμένων στην πατρίδα Ελλάδα, με συνείδηση αξίας της ελευθερίας, χωρίς την ύπαρξη των οποίων δεν θα μπορούσε ποτέ να ανατραπεί η τότε ή η οποιαδήποτε μετέπειτα κατάσταση υποδούλωσης των Κυπρίων. Ο Κυπριανός απαγχονίστηκε από τους Τούρκους σε ηλικία 65 χρόνων, στις 9 Ιουλίου 1821. Ο απαγχονισμός του όμως, μαζί με τον αποκεφαλισμό άλλων πεντακοσίων ιερωμένων και προκρίτων Ελλήνων Κυπρίων, δεν πέρασε απλώς στην Ιστορία, αλλά στην ίδια την ταυτότητα του τόπου, μέσα από τον πιο έγκυρο φορέα της, τη λογοτεχνία, με ένα ποίημα, ένα κορυφαίο έπος, που έγραψε ο Βασίλης Μιχαηλίδης.
«Στη Μάλτα (σήμερα), η αγγλική είναι η κύρια γλώσσα της εκπαίδευσης», γράφει ο δρ Περσιάνης, «η γλώσσα της κοινωνικής ελίτ, η γλώσσα της διοίκησης και η γλώσσα στην οποία εκδίδονται τα βιβλία. Στην Κύπρο, το γεγονός ότι δημιουργήθηκε εκπαιδευτική παράδοση πριν από τον ερχομό των Άγγλων συνέβαλε ώστε η όλη εξέλιξη να είναι πολύ διαφορετική. Όταν ήλθαν οι Άγγλοι στην Κύπρο, υπήρχαν ήδη σχολεία δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης («Ελληνικές Σχολές», που είχαν ιδρυθεί σε όλες τις πόλεις της Κύπρου, με πρότυπο την Ελληνική Σχολή του Κυπριανού) που εφάρμοζαν το πρόγραμμα των αντιστοίχων σχολείων της Ελλάδος» (σ. 25).
Το σοκ που υπέστησαν οι Άγγλοι όταν, φτάνοντας εδώ, ανακάλυψαν μια εκπαιδευτική παράδοση σχολείων δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης, που εφάρμοζαν το πρόγραμμα των αντιστοίχων σχολείων της Ελλάδος, δεν ήταν τίποτε μπροστά στο σοκ που έπαθαν όταν κατάλαβαν ότι αυτό το πρόγραμμα ήταν που εφάρμοζαν και οι ίδιοι, αλλά μόνο για τις ανώτερες τάξεις της Αγγλίας, εκείνους που προόριζαν να κυβερνήσουν την αυτοκρατορία, ενώ για τον υπόλοιπο λαό δεν είχαν παρά ένα σύστημα εκπαίδευσης που θα βοηθούσε απλώς τον καθένα να είναι χρήσιμος επαγγελματικά στους άλλους. Για τους Άγγλους ήταν αδιανόητο ότι παιδιά αγροτών, γεωργών και κτηνοτρόφων επιδίδονταν στην εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και μυούνταν στα αρχαία ελληνικά κείμενα! Η «Παιδεία» γι’ αυτούς είχε ξεκάθαρα ταξικό χαρακτήρα και χώριζε τους ανθρώπους σε κυβερνώντες και κυβερνωμένους. Οι Κύπριοι ανήκαν αδιαμφισβήτητα και αποκλειστικά στους «κυβερνωμένους».
Από το σημείο αυτό και μετά, αρχίζει στην Κύπρο η διαμάχη μεταξύ των Άγγλων και των Κυπρίων υποστηρικτών τους, από τη μια, που ήθελαν να δώσουν προτεραιότητα στις πρακτικές, επαγγελματικές γνώσεις και τις οικονομικές αξίες, σε αντίθεση με εκείνους τους Κυπρίους, από την άλλη, που έδιναν πρωταρχική σημασία στη δημιουργία ελεύθερων και ολοκληρωμένων ανθρώπων μέσα από τη διδασκαλία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και της γλώσσας του, του κύριου οχήματος ερμηνείας, μετάδοσης και μετατροπής του ίδιου του χριστιανισμού σε παγκόσμια θρησκεία.
Έτσι, το Παγκύπριο Γυμνάσιο, η συνέχεια της «Ελληνικής Σχολής» του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και των άλλων «Ελληνικών Σχολών» που την ακολούθησαν, κινδύνευσε από την αρχή, από τότε που ιδρύθηκε με αυτό το όνομα, στα 1893, να κάμει την πρώτη του εμφάνιση ως γεωργική ή εμπορική σχολή. τελικά, όμως, τα κατάφερε και παρέμεινε κλασικό, ανθρωπιστικό. Το παράδειγμά του ακολούθησαν τα γυμνάσια που ιδρύονταν στη συνέχεια στις άλλες πόλεις.
Τα γεγονότα του ’31 έδωσαν το έναυσμα για μια πιο δυναμική επέμβαση εκ μέρους των Άγγλων, οι οποίοι, εκτός από τη λογοκρισία, την απαγόρευση λειτουργίας πολιτικών κομμάτων και ύψωσης της ελληνικής σημαίας, επέβαλαν επίσης τη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας στα δημοτικά σχολεία και τον περιορισμό της διδασκαλίας της ελληνικής ιστορίας.
Στα μετέπειτα χρόνια, παρά τη χαλάρωση των μέτρων, λόγω των συνθηκών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Άγγλοι δεν μείωσαν τις προσπάθειές τους. Ο γραμματέας της Μητρόπολης Κερύνειας, Πολύκαρπος Ιωαννίδης, καταδικάστηκε σε 18 μήνες φυλακή, το 1950, γιατί έγραψε άρθρο με τίτλο «Ας το ιδρύσουν», εννοώντας το πανεπιστήμιο που σχεδίαζαν να ιδρύσουν οι Άγγλοι για την εξυπηρέτηση των στόχων τους.
Η υπόθεση της «απεξάρτησης» της Κύπρου από την Ελλάδα, ως στόχευση ξένων αλλά και Κυπρίων, ακολούθησε τέτοια πορεία στη συνέχεια, πέρασε μέσα από τέτοιες μεταμφιέσεις, παραποιήσεις, μεταμορφώσεις, συγκαλύψεις, προσποιήσεις, χρησιμοποίησε τέτοιες συμπεριφορές και αλλοπρόσαλλες επιχειρηματολογίες, ώστε, μέχρι σήμερα, να είναι πολύ δύσκολο, ακόμα και στους ειδικούς μελετητές, να μπορούν να δουν και να παραδεχτούν τη σκοπιμότητα ή ό,τι άλλο κρυβόταν πίσω από ξεκάθαρες διακηρύξεις και ενέργειες. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της Ανεξαρτησίας, η ιδέα της «απεξάρτησης» (σ. 47) από την Ελλάδα διεκδικεί «νομιμότητα» μέσα από τη σύγκρουση μιας δήθεν συντηρητικής αντίληψης με μια δήθεν προοδευτική. Στην περιγραφή της πρώτης αυτής μετανεξαρτησιακής σύγκρουσης, ο κ. Περσιάνης δεν χρησιμοποιεί τα εισαγωγικά για τις δύο αντιλήψεις, με στόχο, κατά τη γνώμη μου, να αποφύγει να αγγίξει πραγματικά καυτές και επίμαχες πραγματικότητες. Αυτό όμως δεν προσφέρει ή, ακόμα, για να είμαι πιο ακριβής, αφαιρεί από τις προοπτικές της τόσο αναγκαίας αυτογνωσίας, που έχει άμεση και απόλυτη ανάγκη για την επιβίωσή του ο ελληνισμός της Κύπρου σήμερα. Η σύγκρουση του 1963-64, που περιγράφει ο κ. Περσιάνης, είναι εκείνη μεταξύ του «προοδευτικού» Φρίξου Πετρίδη και του «συντηρητικού» Κωνσταντίνου Σπυριδάκι, διευθυντών και των δύο, σε διαφορετικές εποχές, του Παγκυπρίου Γυμνασίου.
Ο Φρίξος Πετρίδης, που εμφανιζόταν (και ήταν) μέγας δάσκαλος των ελληνικών γραμμάτων και ιδεωδών και φλογερός υποστηρικτής της Ενώσεως με την Ελλάδα, σε σημείο που, την επομένη της υπογραφής των καταστροφικών για την Ένωση Συμφωνιών της Ζυρίχης, καλημέριζε τους συναδέλφους του με τη φράση «πωλείται λαός», μετατράπηκε σε χρόνο μηδέν σε «πολιτικό φιλόσοφο και πολιτικό εκφραστή της Κυπριακής Δημοκρατίας» κατά τον δρα Περσιάνη (σ. 168). Με τον νέο του ρόλο (που δεν παραδέχτηκε ποτέ, βέβαια, ανοιχτά και με ειλικρίνεια ότι εξυπηρετούσε την απομάκρυνση και την «απεξάρτηση» της Κύπρου από την Ελλάδα), υποστήριζε τώρα ότι η Κύπρος έπρεπε ν’ ακολουθήσει τον δικό της δρόμο γιατί «η κυπριακή εκπαίδευση προηγείτο της ελληνικής», γιατί η Κύπρος «είχε στη διάθεσή της μεγαλύτερη οικονομική ευρωστία» από την Ελλάδα ώστε να εισαγάγει τις αναγκαίες «μεταρρυθμίσεις». Υποστήριζε ακόμα πως «η επιμονή στην πλήρη ταύτιση με την Ελλάδα αποτελεί “πηνελοπισμό” που δεν εξυπηρετεί ούτε την Κύπρο ούτε την Ελλάδα»! (σ. 65). Το πιο απαράδεκτο στην υπόθεση, που ανάγκαζε τον Σπυριδάκι να αποκαλεί την πρόθεση απόκλισης από το ελλαδικό εκπαιδευτικό σύστημα «καταστροφική, απαράδεκτη και προδοτική του εθνισμού μας», ήταν ότι οι προθέσεις απεξάρτησης παρουσιάζονταν ότι αφορούσαν μόνο «στα διδακτικά μέσα και όχι στους σκοπούς και τους στόχους», αφού οι υποστηρικτές της απεξάρτησης διακήρυτταν ότι «ο χαρακτήρας της εκπαίδευσης θα παραμείνει ελληνικός» (σ. 65). Τονιζόταν, όμως, με ιδιαίτερη έμφαση, ότι η Κύπρος ήταν πια ανεξάρτητη κρατική οντότητα, που είχε κάθε δικαίωμα να εισαγάγει τη δική της εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, την οποία θα μπορούσε αργότερα να ακολουθήσει και η ίδια η (καθυστερημένη βέβαια) Ελλάς!
Αυτές οι «νόμιμες» μεν θέσεις, αν τις αντικρίσει κανείς από την πλευρά της πραγματιστικής (βασικά αγγλικής) φιλοσοφίας, ταυτίζονταν αυτόματα (χωρίς όμως να τολμά κανείς τότε, ή ακόμα και σήμερα, να το διερευνά ή να το ομολογεί) με το γενικότερο κλίμα της εποχής, το απροκάλυπτα ανθενωτικό και εχθρικό για την Ελλάδα κλίμα, που καλλιεργούσε το ΑΚΕΛ, μαζί με εκείνη τη μερίδα της Δεξιάς του άμεσου περιβάλλοντος του Προεδρικού. Διέδιδαν, ανάμεσα στα πολλά, και τη φήμη ότι, όταν θα γινόταν η Ένωση, οι Κύπριοι δημόσιοι υπάλληλοι θα έχαναν τις θέσεις και τους μισθούς τους, που θα τους…τις έπαιρναν οι Καλαμαράδες! Όλη η Κύπρος θα έπεφτε στη φτώχεια! Απροκάλυπτα, την ίδια εποχή, κυκλοφορούσαν και φυλλάδια που καλούσαν τους «φαντάρους του Παπανδρέου», δηλαδή την ελληνική μεραρχία, να επιστρέψουν στην πατρίδα τους το συντομότερο! Αυτά όλα συνέβαιναν ενώ ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε ανοιχτά στον λαό ότι είχε δι’ επισήμου υπογραφής εγκαταλειφθεί διά παντός ο στόχος της Ένωσης. Αντίθετα, διακηρυσσόταν με κάθε ευκαιρία ως αμετάθετος στόχος, μέχρι και τον Ιούλιο του ’74! Η όλη απερισκεψία, η ανερμάτιστη συμπεριφορά, η επιπολαιότητα των προθέσεων και των διακηρύξεων επιστεγαζόταν ασυγχώρητα και εξοργιστικά με επικλήσεις (ομιλία Φρίξου Πετρίδη στην ΟΧΕΝ στις 5.1.1963) της αρετής και της τόλμης του αγώνα του 55-59, που είχε στόχο την Ένωση με την Ελλάδα, για να επιτευχθεί, όμως, τώρα, η…απεξάρτηση από την Ελλάδα!
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, κατά την περιγραφή τώρα του κ. Περσιάνη, όταν έφτασε πια στην Κύπρο και η «θεωρία περί ανθρωπίνου κεφαλαίου», «περί της εκπαίδευσης ως σημαντικής επένδυσης», σημειώθηκε νέα σύγκρουση και νέα απόπειρα «απεξάρτησης» από την Ελλάδα με πρωταγωνιστές τους ίδιους κύκλους: Τον υπουργό Εργασίας Τάσσο Παπαδόπουλο με τον υπουργό Οικονομικών Ρένο Σολομίδη (κυβερνητικο-μακαριακο-πραγματιστικό στρατόπεδο), από τη μία, και τον υπουργό Παιδείας Κ. Σπυριδάκι (ελληνοκεντρικό στρατόπεδο) από την άλλη. Οι Παπαδόπουλος-Σολομίδης «υποστήριξαν τον περιορισμό των ανθρωπιστικών/κλασικών σχολείων και την ίδρυση τεχνικών και επαγγελματικών σχολών για την τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση των νέων και για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας». Ο Κ. Σπυριδάκις «υποστήριξε πως αυτό θα ήταν πλήγμα όχι μόνο για την πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, αλλά και για την επιστημονική και την οικονομική, αφού χωρίς τη γενική εκπαίδευση θα επηρεαζόταν αρνητικά η ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού» (σ. 48).
Στην ίδια δεκαετία σημειώθηκε και διαμάχη για την ίδρυση πανεπιστημίου με τους ίδιους μονομάχους: Την ελληνοκεντρική παράταξη να μη θέλει την ίδρυση πανεπιστημίου, για να συνεχίσουν οι Κύπριοι νέοι να σπουδάζουν στην Ελλάδα και να διατηρείται ο δεσμός και η ταυτότητα, και την κυπροκεντρική παράταξη να επιδιώκει το αντίθετο.
Τα γεγονότα του ’74 έπληξαν καίρια, αλλά όχι θανάσιμα, ακόμα, την ελληνοκεντρική παράταξη και έδωσαν ισχυρή ώθηση στην κυπροκεντρική. Μεταξύ 1978-80, στο πλαίσιο της συνεργασίας της μακαριακής παράταξης (ΔΗ.ΚΟ.) με το ΑΚΕΛ, με πρόεδρο τον Σπύρο Κυπριανού, ο ευνοούμενος του ΑΚΕΛ, υπουργός Παιδείας Χρυσόστομος Σοφιανός, υποστήριξε, με πρόσχημα την τόσο αναγκαία κατά τα άλλα «μεταρρύθμιση», κυπροκεντρική εκπαίδευση, έχοντας στο νου την πάλαι ποτέ «απεξάρτηση» και την ενίσχυση της κυπριακής κρατικής οντότητας, ενώ ο υφυπουργός Παιδείας Κώστας Χατζηστεφάνου υποστήριξε σταθερά την ελληνοκεντρική εκπαίδευση.
Ο περί Πανεπιστημίου Νόμος του 1989 προνοούσε για ένα «δικοινοτικό» πανεπιστήμιο με αναπόφευκτη εξέλιξη, βέβαια, να καθιερωθεί η αγγλική ως η επίσημη γλώσσα του. Την αναδρομική, μετά από μισό αιώνα, πιθανή νίκη του σερ Χέρμπερτ Ρίτσμοντ Πάλμερ, αντιμετώπισε σθεναρά μικρή ομάδα πολιτών, η «Ομάδα Πρωτοβουλίας για το Πανεπιστήμιο», με ευρύτερη λαϊκή και ελλαδική επιστημονική υποστήριξη. Όμως τα πράγματα τραβούσαν σταθερά τον δρόμο τους, εκείνον που, ήδη πριν από 200 χρόνια, ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός έβαλε τις βάσεις για να τον ανακόψει.
Το 2003, ένας από τους πιο παλιούς ακρογωνιαίους λίθους της κυπροκεντρικής αντίληψης και οπαδός της πραγματιστικής, οικονομικής ανάπτυξης, εις βάρος της κλασικής παιδείας, ο Τάσσος Παπαδόπουλος, εξελέγη στην προεδρία της Δημοκρατίας με τη στήριξη του ΑΚΕΛ. Μια από τις πρώτες ενέργειες της συγκυβέρνησης ήταν ο διορισμός της περιβόητης Επιτροπής Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης.
Ανάμεσα στις πολλές «ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις» που πρότεινε η επιτροπή είναι και η συγκρότηση ομάδας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων επιστημόνων με στόχο την αναθεώρηση των βιβλίων ιστορίας της Κύπρου. Ένα από τα προβλήματα στο κτίσιμο του μέλλοντος της νέας Κύπρου ή «ευρωκυπριακής πολιτείας», η επιτροπή βρίσκει να είναι ο «εθνοδυισμός», τον οποίο προτείνει να εξαλείψει με την κατάργηση του εκπαιδευτικού διαχωρισμού των δύο κοινοτήτων! Θα φτιάξει, δηλαδή, κοινή ελληνοτουρκική παιδεία!
Στο μεταξύ, «ευγενώς», ο Τάσσος Παπαδόπουλος παρεχώρησε την προεδρία του κράτους σε εκείνους που του την έδωσαν, όταν ήρθε η σειρά τους, και εκείνοι, με τη σειρά τους, διόρισαν αμέσως επιτροπή επανασυγγραφής των βιβλίων της ιστορίας σε πρώτο στάδιο, πράγμα άλλωστε, που ζήτησε, στην ετήσια έκθεσή του για το 2008, και το…αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών!
Τα περισσότερα από όλ’ αυτά και κυρίως το πνεύμα αυτής της «βιβλιοπαρουσίασης» βρίσκονται μόνο πίσω από τις γραμμές του βιβλίου Τα πολιτικά της εκπαίδευσης στην Κύπρο του Παναγιώτη Περσιάνη. Το βιβλίο, όπως λέχθηκε και στην αρχή, το χαρακτηρίζει η επιστημονική αντικειμενικότητα, η απλή παράθεση των γεγονότων, η αποφυγή οποιουδήποτε συναισθηματισμού ή η στήριξη οποιασδήποτε θέσης ως «σωστής» ή «λανθασμένης». Με αυτόν, όμως, ακριβώς τον τρόπο, το βιβλίο ανοίγει ένα μεγάλο παράθυρο μέσα από το οποίο μπορεί ο ενδιαφερόμενος, ο αγωνιών αναγνώστης, να δει και να αντιπαραβάλει, να παραλληλίσει και να εξηγήσει ένα σωρό γεγονότα, ιδέες και αντιλήψεις που κυριάρχησαν, αντιπαρατέθηκαν και αντιπαρατίθενται μέχρι σήμερα στο πολιτικό προσκήνιο της Κύπρου.
Από την άλλη, δεν είναι δυνατό, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, στο χρονικό πανόραμα που εκτίθεται μπροστά του, από το 1960 μέχρι σήμερα, ν’ αποτύχει ο πληροφορημένος αναγνώστης που διαθέτει φαντασία, να δει τη σημασία τέτοιων κινήσεων, όπως εκείνη της θεολόγου Ουρανίας Κοκκίνου (της ίδιας ομάδας των Φρίξου Πετρίδη, Ανδρέα Χριστοφίδη, Χρυσόστομου Σοφιανού, Τάσσου Παπαδόπουλου κ.α.), η οποία, στις 27 Δεκεμβρίου 1976, ως διευθύντρια του Γυμνασίου Θηλέων Κύκκου, «συνέταξε και εξαπέστειλε σε όλους τους συναδέλφους της, διευθυντές των γυμνασίων της Κύπρου, εγκύκλιο με τίτλο Κατάργηση της Εορτής της Σημαίας» στην οποία εξηγούσε γιατί ακριβώς έπρεπε να καταργηθεί η γιορτή της ελληνικής σημαίας. Ούτε μπορεί να αγνοήσει το γεγονός της λογοκρισίας από το υπουργείο Παιδείας και αφαίρεσης των στίχων «σταυρέ βυζαντινέ / κι ελληνική κολόνα» από το επίγραμμα που έγραψε ο Κύπρος Χρυσάνθης για το ανάγλυφο του Μακαρίου, που εντοιχίστηκε στον προθάλαμο του Παγκυπρίου Γυμνασίου λίγους μήνες μετά τον θάνατό του.
Στο μεταξύ, για να κάμει τόπο σε έναν μεγαλύτερο ήρωα, η μαρμάρινη προτομή του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού μετακινήθηκε πιο πέρα και στήθηκε απέναντι ακριβώς από το «περιβόλι της μονής Μαχαιράδος», εκεί όπου το πρώτον ίδρυσε ο ίδιος, για την άμυνα της ελληνικότητας της Κύπρου, μια «Ελληνική Σχολή». Τη θέση του πήρε, σαν πιόνι σε μια τεράστια σκακιέρα, ένα πολύ μεγαλύτερο, χάλκινο άγαλμα. Μόλις πριν λίγους μήνες, όμως, και το τεράστιο χάλκινο άγαλμα έφτασε η ώρα του να μετακινηθεί αλλού. Το ερώτημα είναι, θα επιστρέψει ποτέ ο Κυπριανός στη θέση του; Θα υπάρξει ένα τελικό «ματ» που θα θέσει τέρμα στον αγώνα των αμυνομένων κατά των επιτιθεμένων εναντίον της ελληνικότητας της Κύπρου;