Αρχική » H αναγκαιότητα του έθνους

H αναγκαιότητα του έθνους

από admin

της Ιωάννας Τσιβάκου από το Άρδην τ. 78

Η διαμάχη που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα γύρω από το έθνος περιστρέφεται κυρίως στο ζήτημα των απαρχών του. Το εν λόγω ζήτημα αποκτά ωστόσο ιδιαίτερη σοβαρότητα αφ’ ης στιγμής συνδεθεί με  το παρόν και το μέλλον του παρόντος πολιτειακού θεσμού, δηλαδή του ελληνικού κράτους.
Η άποψη που πρεσβεύει την ανάδυση του ελληνικού έθνους κατά τα νεώτερα χρόνια, λίγο πριν από την Επανάσταση του ’21, το συνδέει αποκλειστικά με το αστικό κράτος και προδικάζει το τέλος του έθνους αφ’ ης στιγμής το κράτος καταργηθεί, ή, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, εξασθενήσει και σχεδόν εξουδετερωθεί υπό την πίεση των παγκοσμιοποιητικών ροών. Αυτή η σύμφυση «αστικού κράτους–έθνους» διατηρεί και την αμφιθυμία των μαρξιστών στοχαστών, όπως και πολλών κομμάτων και μελών της παραδοσιακής αριστεράς σχετικά με το έθνος, διότι η διατήρησή του υπονοεί και εξακολούθηση του κράτους το  οποίο, βάσει της μαρξιστικής θεωρίας, υπηρετεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης και εμποδίζει την εξάπλωση της παγκόσμιας επανάστασης.
Πράγματι το έθνος συνδέεται με τον εκάστοτε κυρίαρχο πολιτειακό θεσμό μιας κοινωνίας, όταν ο θεσμός αυτός δεν ασκεί βία, αλλά χρειάζεται για την επιβολή του κοινωνική νομιμοποίηση. Γι’ αυτό, όσοι με τα γραπτά τους υπονομεύουν το έθνος, τελικά βάλλουν εκούσια ή ακούσια κατά του  σύγχρονου κράτους. Ο προβληματισμός λοιπόν πρέπει να μετατεθεί και να μιλήσουμε ανοιχτά: πρώτον, αν είμαστε στην εποχή μας υπέρ ενός κράτους δικαίου ή όχι (εννοείται πως δεν αναφέρομαι σε μελλοντικές καταστάσεις, όπου πιθανόν καταστούν δυνατές άμεσες μορφές δημοκρατίας, οπότε και το σύγχρονο αντιπροσωπευτικό κράτος δεν θα έχει λόγο υπάρξεως). Και δεύτερον, αν θεωρούμε το έθνος γέννημα-θρέμμα του αστικού κράτους, ώστε η πορεία του τελευταίου να καθορίζει ντετερμινιστικά και τη μοίρα του πρώτου.
Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, δεν θα επιχειρηθεί στο παρόν άρθρο εμπεριστατωμένη απάντηση. Αρκεί μόνο να παρατηρηθεί πως, στην παγκοσμιοποιημένη οικουμένη των ημερών μας, έχει ήδη γίνει αποδεκτή η αναγκαιότητα του κράτους (η χρηματοπιστωτική κρίση που διανύουμε το απέδειξε περίτρανα, όπως και η αντιμετώπιση παγκόσμιων κινδύνων, για παράδειγμα ο πρόσφατος ιός της γρίπης), γεγονός που αναγνώρισαν και τα  αντι-παγκοσμιοποιητικά κινήματα. Με λίγα λόγια, η ίδια η πραγματικότητα έδειξε πως οι εδαφοποιητικές κινήσεις, που επιμένουν στην κοινωνική ασφάλεια και δημοκρατία, και οι αποεδαφοποιητικές, που διέπονται από τις ροές της πληροφορίας, του κεφαλαίου και της εργασίας, διασταυρώνονται και συμπλέκονται στα πεδία του κράτους, ωθώντας το, βεβαίως, σε θεσμικούς ανασχηματισμούς, αλλά όχι διαλύοντάς το.
Εάν λοιπόν οι σύγχρονες εξελίξεις των παγκοσμιοποιητικών διαδικασιών εισηγούνται τη διατήρηση του σύγχρονου κράτους, με αναβαπτισμένο βεβαίως ρόλο, γιατί πολλοί Έλληνες διανοούμενοι έχουν προσεταιριστεί την άποψη της κατάρρευσής του, χωρίς να εντρυφούν στα νέα παγκόσμια δεδομένα; Και ακόμη, όσοι πονούν για το ελληνικό κράτος και με θλίψη διαπιστώνουν πως η αιτία των δεινών μας βρίσκεται στο αξιακό μας έλλειμμα, γιατί αποφεύγουν να δουν πως οι αξίες πηγάζουν πάντοτε από ένα κεντρικό ηθικό ιδεώδες, διαφορετικά παραμένουν έπεα πτερόεντα; Όταν εισηγούνται νεωτερικές αξίες, όπως της ορθολογικότητας και της οικονομικής αρχής για την επανίδρυση του δημόσιου τομέα, δεν κατανοούν πως οι λαοί που ενστερνίστηκαν αυτές τις αξίες είχαν προηγουμένως υψώσει στη θέση του εθνικού τους ιδεώδους τον Ορθό Λόγο; Γιατί λοιπόν παρακάμπτουν το γεγονός πως η εθνική ιδέα λειτουργούσε και λειτουργεί ως συλλογικός ηθικός άξονας για τη διάχυση των κοινωνικών αξιών; Γιατί αρνούνται να δουν πως η αγνόηση του έθνους, και η εμπέδωση της άποψης πως πρόκειται για νεκρό κατάλοιπο μιας διχαστικής εποχής, ευθύνεται εν πολλοίς και για τον επικρατούντα στην χώρα μας ηθικό εκπεσμό;  Και μην μας αντιτάξουν εδώ πως η ηθική απαξίωση οφείλεται στον σύγχρονο γνωστικό σχετικισμό, διότι ο τελευταίος δεν συνοδεύεται αναγκαστικά και από αξιακό σχετικισμό. Αν λοιπόν, ως κοινωνία, δεν στοχαστούμε πάνω στο συλλογικό μας ιδεώδες (και τέτοιο δεν έχει εμφανιστεί μέχρι στιγμής άλλο από το εθνικό), ως τροφοδοτικό των σύγχρονων αξιών μας, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για αξιακό αναπροσανατολισμό της κοινωνίας μας.
Αναφορικά με το δεύτερο ερώτημα, η απάντησή μας είναι πως το έθνος, ως συλλογικό ηθικό ιδεώδες, συνδέθηκε με το αστικό κράτος διότι πάντα, ακόμη και στις περιπτώσεις που προϋπήρξε του αστικού κράτους, όπως συνέβη στον ελληνικό κόσμο, συνδεόταν και θα συνδέεται με τους κυρίαρχους πολιτειακούς θεσμούς  λήψεως αποφάσεων. Είναι ενδεικτικό πως το όνομα Έλληνες αποδόθηκε από τους αρχαίους στους κατοίκους των ελληνικών πόλεων αρχικά κατά τη διάρκεια των περσικών πολέμων. Το γεγονός αυτό δείχνει αφ’ ενός επίγνωση της κοινής πολιτισμικής τους ταυτότητας, άρα αφύπνιση της εθνικής τους συνείδησης και αφ’ ετέρου πως αυτή η εθνική συνείδηση ενεργοποιήθηκε όταν οι ελληνικές πόλεις θέλησαν εμπρός σε επίφοβες καταστάσεις να βρουν ηθικό στήριγμα προκειμένου να λάβουν από κοινού αποφάσεις κρίσιμες για την επιβίωσή τους.
Βεβαίως, έγκυροι μελετητές του έθνους, όπως ο Γουόλμπανκ και ο Κον, στηριζόμενοι ακριβώς στην αδιάσπαστη σχέση έθνους – πολιτειακού θεσμού, συμπεραίνουν πως, αφού οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν ενιαία διοίκηση, δεν είχαν δηλαδή θεσπίσει μόνιμο τυπικό πολιτειακό θεσμό συνδεδεμένο με τη λαϊκή κυριαρχία, δεν μπορούμε να αποδώσουμε στην αφύπνιση της κοινής τους πολιτισμικής ταυτότητας τον χαρακτήρα του έθνους. Εδώ όμως θα πρέπει να σταθούμε στην «από κοινού» λήψη των αποφάσεων, γεγονός που υποδηλώνει την ντε φάκτο δημιουργία ενιαίου πολιτικού κέντρου. Εκείνες τις στιγμές, οι ελληνικές πόλεις, ως θεσμισμένα πολιτικά μορφώματα, συνασπίστηκαν για να δράσουν μαζί, ενώ αξιοποίησαν την εθνική τους ιδέα για να αντλήσουν θάρρος και να δεχθούν οικειοθελώς ατομικές θυσίες. Η εγρήγορση δηλαδή της εθνικής συνείδησης συνέπεσε με τη συγκρότηση κοινού κέντρου αποφάσεων, έστω και αν αυτό το κέντρο είχε βραχυχρόνια διάρκεια.
Κατόπιν αυτού δύναται κανείς να συμπεράνει πως το έθνος συνιστά από τη φύση του οντότητα πολιτισμική, η οποία όμως ανάγεται σε υπέρτατο ιδεώδες προκειμένου να αποδώσει κύρος στις αποφάσεις ενός τυπικού θεσμού, όπως των πόλεων στην αρχαία Ελλάδα, αργότερα της συμπολιτείας, της κοινότητας, και τελικά του αστικού κράτους.  Όταν αλλάζουν οι πολιτειακοί θεσμοί τους οποίους στηρίζει το εθνικό ιδεώδες, αλλάζει και το περιεχόμενο του τελευταίου. Όμως δεν μπορεί να λειτουργήσει κανένας πολιτειακός θεσμός χωρίς βία, αν δεν συντροφεύεται από ένα κοινώς παραδεκτό ηθικό ιδεώδες που να του εξασφαλίζει την κοινωνική του νομιμοποίηση (εξαίρεση αποτελεί η αυτοκρατορία, η ανάλυσή της όμως θα μας πήγαινε πολύ μακριά).
Ο θεσμός πρέπει να ιδωθεί ως το διπλό πρόσωπο του Ιανού, όπου τη μια όψη του κατέχει ο τυπικός, υλικός θεσμός, και την άλλη ένα ηθικό ιδεώδες υποστηρικτικό του τυπικού θεσμού. Η εκκλησία, για παράδειγμα, ως θεσμός, δεν δύναται να ριζώσει στις ανθρώπινες ψυχές χωρίς την ιδέα του θείου, ο γάμος ως θεσμός αναπαραγωγής, για να υπάρξει, στηρίχθηκε επί μακρόν στην ιδέα του ιερού, και ούτω καθ’ εξής. Ακόμη και οι διεθνείς θεσμοί, όπως ο ΟΗΕ, δεν δύνανται να καθιερωθούν χωρίς μια ηθική, μεταφυσική ιδέα, αυτή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Κάθε ηθικό ιδεώδες είναι παράγωγο και καθοδηγητής της κουλτούρας που το ανέδειξε, και ως τέτοιο γίνεται ζωοδότρια πηγή νοήματος. Δεν πρόκειται για ιδέες που συλλαμβάνονται από κέντρα εξουσίας και επιβάλλονται στις ανθρώπινες κοινότητες, εξ ου και η λανθασμένη θέση πως το έθνος αποτελεί κατασκευή του κράτους. Τα ιδεώδη γεννώνται στους τόπους εργασίας και σχόλης, εκεί όπου οι άνθρωποι συναντώνται, επικοινωνούν και λύνουν τα προβλήματά τους. Βεβαίως, ο τυπικός πολιτειακός θεσμός, όταν μάλιστα έχει συμπαγείς δομές όπως το αστικό κράτος, ως θεσμός εξουσίας, δύναται να παραποιεί την εθνική ιδέα, να την μετατρέπει σε εθνοκρατική ιδεολογία, προκειμένου να εξυπηρετεί τα δικά του συμφέροντα. Τότε φθείρεται το εθνικό ιδεώδες και παρασύρει στην καθοδική του πορεία και το κράτος. Το γεγονός όμως αυτό δεν θα πρέπει να μας εμποδίζει να διακρίνουμε, κάτω από τις κρατικές διαστρεβλώσεις, την ισχύ και τις αναγκαιότητες που οδήγησαν στην επιλογή συγκεκριμένων πολιτισμικών αξιών που συνέπηξαν το έθνος.
Η αναπτυσσόμενη σήμερα διαμάχη για το έθνος, σε όλες τις ισχυρές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποκρύπτει την προσπάθεια των κυβερνήσεων να κατοχυρώσουν το κράτος τους και να το βοηθήσουν να προσαρμοστεί στις νέες παγκόσμιες εξελίξεις. Μια τέτοια προσαρμογή δεν δύναται να επιτευχθεί αν δεν έχει ήδη τροποποιηθεί καταλλήλως το εθνικό ιδεώδες. Για παράδειγμα, η μετατροπή μονοπολιτισμικών κρατών σε πολυπολιτισμικά επιβάλλει υιοθέτηση νέων νομικών κανόνων, οι οποίοι όμως δεν πρόκειται να γίνουν σεβαστοί αν το εθνικό ιδεώδες δεν έχει εν τω μεταξύ μετασχηματιστεί. Αν δηλαδή το ιδεώδες του έθνους –το οποίο, στο παρελθόν, πριμοδοτούσε την κοινωνική σχέση ανάμεσα σε εγώ και οικείο άλλον, πατριώτη ή ομόγλωσσο και ομόθρησκο– δεν αλλάξει ώστε να συμπεριλαμβάνει στην έννοια της κοινωνικής σχέσης και τον ξένο, αλλοδαπό άλλον, τότε οι αναδιατάξεις των τυπικών κανόνων του κράτους δεν πρόκειται να ευοδωθούν. Θα τυγχάνουν βεβαίως τυπικής εφαρμογής, η οποία όμως, αντί να διευκολύνει την κοινωνική συνύπαρξη διαφορετικών πολιτισμικών κοινοτήτων, θα την δυσχεραίνει δημιουργώντας συνεχώς νέα δυσεπίλυτα προβλήματα.
Για να οικοδομηθεί το καινούργιο, θα πρέπει να στερεωθεί στο παλιό. Να απαλλαχθεί το έθνος από τις κίβδηλες αξίες ενός παρηκμασμένου κράτους. Να διαφυλαχθούν όσες αξίες εξακολουθούν να αιμοδοτούν το κοινωνικό σώμα. Η δική τους αναδιαμόρφωση, διαπλάτυνση και εμπλουτισμός, θα προσδώσει στο αναθεωρημένο ηθικό ιδεώδες του έθνους τη δύναμη που χρειάζεται το σύγχρονο ελληνικό κράτος για να αναστηλωθεί, και η σύγχρονη ελληνική κοινωνία για να υπάρξει.
Θα πρέπει συνεπώς να επεκτείνουμε τους συλλογισμούς μας, από το ζήτημα των απαρχών, στο είδος των αξιών που θα πρέπει να συγκροτούν σήμερα το εθνικό μας ιδεώδες, ώστε να παρωθούμαστε σε δημιουργική προσπάθεια ανασύνταξης του κράτους. Θέλουμε το έθνος μας να συμπεριλαμβάνει τις αρχαίες αξίες του πολίτη, της φιλίας και της  αρετής, τις μεσαιωνικές της φιλευσπλαχνίας και της αγαθοεργίας, τις νεωτερικές της πολιτικής ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ατομικής αυτονομίας και αυθεντικότητας; Ας επιλέξουμε. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να εφαρμόσουμε πολιτικές και εκκοινωνιστικές πρακτικές που προωθούν αυτές τις αξίες, ώστε να μην αφήσουμε τα παιδιά και τους θεσμούς μας να γίνουν έρμαια ενός προελαύνοντος παγκοσμιοποιημένου μηδενισμού.
Θα ήθελα τέλος να προσθέσω πως, στις αρχές του 2000, προτάθηκε από δυτικούς πολιτικούς επιστήμονες, και βρήκε ευήκοον ους στην ελληνική ακαδημαϊκή τάξη, ο «πατριωτισμός του πολίτη», ήτοι η δημιουργία κοινής συνείδησης πολίτη εντός της οποίας θα μπορούν να εντάσσονται οι διαφορετικές εθνικές ταυτότητες, ύστερα από πολιτικές ζυμώσεις σε δημόσια πεδία διαλόγου. Θεωρώντας πως τα εν λόγω πεδία σήμερα έχουν πλήρως υποκατασταθεί από τα τηλεοπτικά μέσα, η πρόταση αυτή δεν φαίνεται ρεαλιστική. Πέραν αυτού, η συνείδηση του πολίτη είναι ρευστή καθώς επηρεάζεται έντονα από την κοινωνική ταυτότητα. Αντίθετα, η εθνική ταυτότητα, επειδή σχηματίζεται από την παιδική ηλικία και ριζώνει στα άδυτα της μνήμης, προσφέρει την αναγκαία συναισθηματική σταθερότητα σ’ έναν κόσμο ρευστότητας. Γι’ αυτό επιμένουμε πως ο προβληματισμός θα πρέπει να στραφεί στις πολιτικές και εκκοινωνιστικές πρακτικές, κυρίως στην εκπαίδευση και τη γλώσσα, που θα προωθούν τις  αναθεωρημένες εθνικές αξίες. Η αναθεώρηση της εθνικής ταυτότητας δεν οδηγεί στην κλειστότητα και στη φοβία απέναντι στον ξένο. Προσφέροντας συναισθηματική ασφάλεια, αυτο-αναγνώριση και αυτοεκτίμηση στα μέλη του έθνους, επιτρέπει στην ατομική συνείδηση να σταθεί άφοβα απέναντι στο διαφορετικό. Σε αυτή την περίπτωση, το εθνικό ιδεώδες γίνεται φάρος και για τους αλλοδαπούς που αναζητούν τόπο να τους παράσχει, εκτός από τροφή, ελπιδοφόρο νόημα ζωής σε πλαίσια αλληλέγγυων σχέσεων.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ