της Σύνταξης Άρδην τ. 77
Η Ελλάδα οδηγείται σε οικονομική κρίση μεγάλων διαστάσεων. Το game is over του Αλμούνια έχει πραγματική βάση, μόνο που αυτό το παιγνίδι δεν αφορά τις κυβερνήσεις ή την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μόνο ή κυρίως, αλλά τις ίδιες τις βάσεις της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Η κρίση έχει πολλαπλές διαστάσεις και εξελίσσεται σε διαφορετικά επίπεδα.
Κατ’ αρχάς, σε ό,τι αφορά στη μεγάλη διάρκεια, πρόκειται για μια ακόμα κρίση του μεταπρατικού χαρακτήρα των ελληνικών ελίτ, και της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας. Και όπως έχουμε δείξει πάμπολλες φορές, αυτή η κρίση πάει πολύ μακριά στο παρελθόν. Αφορά την αδυναμία των εγχώριων ελίτ και κυρίως της αστικής τάξης να οικοδομήσουν ένα μοντέλο αυτόκεντρης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Έτσι η Ελλάδα διαμορφώνει μια οικονομία που λειτουργεί ως μια μεταπρατικού χαρακτήρα απόφυση της Δύσης, χωρίς όμως ποτέ να μπορεί να καταστεί οργανικό στοιχείο της. Τα τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης που έχουν διεθνοποιηθεί, όπως στο παρελθόν οι μεγαλέμποροι και σήμερα οι εφοπλιστές, δεν το κάνουν συνδεδεμένοι με την εγχώρια παραγωγή και αγορά, αλλά απλώς ως Έλληνες την καταγωγή. Στην καλύτερη περίπτωση, μεταφέρουν ένα μέρος των κερδών τους στην Ελλάδα, αλλά τα συμφέροντά τους τούς δένουν με τα μεγάλα καπιταλιστικά κέντρα. Έτσι, οι εφοπλιστές κατασκευάζουν τα πλοία τους στην Κορέα, την Ιαπωνία ή την Κίνα, συνδέουν προνομιακά τις οικονομίες της Ασίας με την Ευρώπη και την Αμερική, έχουν τα γραφεία τους στο Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη –και τον Πειραιά ή τη Λεμεσό– ασφαλίζονται από τα Λόυντς και χρησιμοποιούν ξένα πληρώματα στα καράβια τους. Κατά συνέπεια, έχουν μικρή σχέση με την ελληνική αγορά, και απλώς επενδύουν ένα μέρος των κερδών τους στον τραπεζιτικό τομέα και τα ακίνητα. Σήμερα, λοιπόν, που η παγκόσμια αγορά συρρικνώνεται, και οι μεταφορές κατ’ εξοχήν, η ναυτιλία μπαίνει σε κρίση και μειώνονται δραματικά τα ναυτιλιακά εμβάσματα, επιτείνοντας την δομική κρίση της ελληνικής οικονομίας.
Σε ό,τι αφορά τη μεσαία διάρκεια, πρόκειται για μια κρίση του μοντέλου συσσώρευσης που οικοδομήθηκε στη μεταπολίτευση, σε συνδυασμό με την ένταξη στην ΕΟΚ–Ευρωπαϊκή Ένωση. Πριν τη μεταπολίτευση, το μοντέλο συσσώρευσης που κυριάρχησε στα μετεμφυλιακά χρόνια, στηριζόταν στην είσοδο πόρων από το εξωτερικό, από τα εμβάσματα των ναυτικών και των μεταναστών, τα οποία επενδύονταν προνομιακά στην οικοδομή και τροφοδοτούσαν την επέκταση της βιομηχανίας σε τομείς όπως το τσιμέντο, ο σίδηρος, τα διαρκή καταναλωτικά αγαθά, τα ναυπηγεία, τα διυλιστήρια. Ανδρεάδης, Πίτσος, Νιάρχος, Τιτάν, Λάτσης, κ.λπ. κυριαρχούσαν σε ένα μοντέλο συσσώρευσης, που στηριζόταν στα χαμηλά μεριοκάματα και το υψηλό επίπεδο αποταμίευσης και επενδύσεων. Αυτό ήταν το ελληνικό οικονομικό «θαύμα» – ιδιαίτερα των δώδεκα χρόνων 1962-1974, όταν η Ελλάδα ήταν δεύτερη χώρα σε ρυθμούς ανάπτυξης στον ΟΟΣΑ, μετά την Ιαπωνία (από 6-8% τον χρόνο). Μετά τη μεταπολίτευση, ακολουθείται ένα νέο μοντέλο συσσώρευσης, ιδιαίτερα στις συνθήκες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που αρχίζει μετά το 1973. Η αιφνίδια ανατροπή των πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών που σηματοδότησε η μεταπολίτευση, σε συνάρτηση με την παγκόσμια κρίση, οδηγεί σε ένα νέο πρότυπο, που θα ενισχυθεί με την ένταξη στην ΕΟΚ το 1981 και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Οικοδομείται ένα νέο μοντέλο κοινωνικής ισορροπίας, κατά τη διάρκεια της οποίας παραχωρούνται ορισμένα προνόμια και απολαβές στα κατώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα, οικοδομείται ένα στοιχειώδες κοινωνικό κράτος, αλλά χωρίς να θιγούν τα κέρδη των ανώτερων και των παρασιτικών στρωμάτων. Αυτό το θαύμα επιτυγχάνεται δια του δημόσιου δανεισμού (από 25% του ΑΕΠ, το 1980, σε πάνω από 100% στα τέλη της δεκαετίας) της διόγκωσης του κράτους (διπλασιασμός των δημοσίων υπαλλήλων) και των εμβασμάτων από την ΕΟΚ. Έτσι, ο παρασιτισμός εξαπλώνεται σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, διευρύνεται η κατανάλωση, και μειώνονται δραματικά οι αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις, την ίδια στιγμή που η παραγωγή παραμένει ουσιαστικά στάσιμη και μεγάλοι τομείς της βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής εξαφανίζονται ή συρρικνώνονται εξ αιτίας του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι Έλληνες μεταβάλλονται σε καταναλωτές, ενώ το παραγωγικό ήθος υποχωρεί δραματικά. Σήμερα, αυτό το μοντέλο έχει οδηγηθεί στον παροξυσμό. Οι εξαγωγές δεν ξεπερνούν το ένα τέταρτο των εισαγωγών, η βιομηχανική και αγροτική παραγωγή συνεχίζει να συρρικνώνεται, ενώ τα πάσης φύσεως εμβάσματα και άδηλοι πόροι –τουριστικό, ναυτιλιακό, τουριστικό, ευρωπαϊκές επιδοτήσεις– περιορίζονται. Και προφανώς η κρίση του 2008 επιδεινώνει όλους τους δείκτες.
Τέλος, ως προς τη μεσο-βραχυπρόθεσμη διάρκεια, που αφορά τα δεκαπέντε τελευταία χρόνια, από το 1993 έως σήμερα, οι εξελίξεις των δύο τελευταίων χρόνων ανατρέπουν άρδην το σημιτικό «θαύμα». Σε αυτή την περίοδο, ο παρασιτισμός πραγματοποιεί ένα επί πλέον άλμα Η λύση στη χαμηλή κερδοφορία του κεφαλαίου, που είχε επιφέρει η μεταπολιτευτική κρίση, ανακαλύπτεται επί τέλους: είναι η αθρόα εισαγωγή φτηνών και ανασφάλιστων εργατικών χεριών με τη μαζική μετανάστευση, που αρχίζει μετά την κατάρρευση της Αλβανίας και της Σοβιετικής Ένωσης και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, κυρίως από Ασιάτες και Αφρικανούς. Το κόστος της εργασίας πέφτει απότομα, τα κέρδη ανεβαίνουν, χωρίς όμως να κατευθύνονται στη μεταποίηση αλλά κυρίως στις Τράπεζες, το real estate και την κατανάλωση. Τα mall, τα εμπορικά κέντρα, οι βίλες, τα ξενοδοχεία και οι δρόμοι απορροφούν τις επενδύσεις, αν δεν στρέφονται σε μεγάλη κλίμακα και στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στα Βαλκάνια. Έτσι ολοκληρώνεται ο μεταπολιτευτικός κύκλος της παρασιτοποίησης του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας, με τη μαζική και γενικευμένη εκμετάλλευση των ξένων, τη φρενιτιώδη επέκταση της κατανάλωσης –κινητά, αυτοκίνητα, κ.λπ.– τις επενδύσεις στο χρηματιστήριο. Ο περιβόητος «εκσυγχρονισμός», στη διάρκεια του οποίου το ΑΕΠ ανεβαίνει γύρω στα 3-5% το χρόνο, είναι ένας εκσυγχρονισμός παρασιτικός, καταναλωτικός και εξαιρετικά εύθραυστος. Διότι η παραγωγή δεν ανεβαίνει αντίστοιχα ενώ διευρύνεται διαρκώς το εμπορικό έλλειμμα. Έτσι η κρίση του 2008 αποκαλύπτει πως ο βασιλιάς είναι γυμνός, και έρχεται η ώρα του Αλμούνια. Οι μετανάστες, από «ευλογία», αρχίζουν να γίνονται «κατάρα»: ανεβαίνει το κοινωνικό κόστος της ενσωμάτωσής τους, σε υποδομές, σχολεία, νοσοκομεία… αστυνομία και φυλακές, ένα μεγάλο μέρος τους αποκτά ασφαλιστικά δικαιώματα και τα μεροκάματα σταδιακά ανεβαίνουν και πάλι. Παράλληλα, η άνοδος της ανεργίας και η δημιουργία γκέτο οξύνουν την αντίθεση των κατώτερων στρωμάτων προς τους μετανάστες και ιδιαίτερα τους λαθρομετανάστες.
Το υψηλό καταναλωτικό επίπεδο, στηριγμένο στον αυξανόμενο δανεισμό από τις τράπεζες, αποδεικνύεται πλέον αδύνατο να στηριχτεί πλέον. Το δημοσιονομικό έλλειμμα και ο εξωτερικός δανεισμός εκτινάσσονται και πάλι.
Κατά συνέπεια, οδηγούμαστε σε μία κρίση που αφορά ταυτόχρονα την ίδια τη μακρά διάρκεια και την παρασιτική υφή της ελληνικής οικονομίας, τη μεσαία διάρκεια και την κρίση του τρόπου ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και την κοινωνική ισορροπία της μεταπολίτευσης, και τη βραχεία διάρκεια του «εκσυγχρονισμού», σημιτικού και καραμανλικού.