του Βασίλη Στοϊλόπουλου από το Άρδην τ .77
Μέχρι πρότινος η έννοια του απόβλητου συσχετίζονταν κατά κύριο λόγο με την οικολογία και την περιβαλλοντική υποβάθμιση, κυρίως εξαιτίας του καπιταλιστικού τρόπου ανάπτυξης και κατ’ επέκταση του αχαλίνωτου καταναλωτισμού, ιδιαίτερα των δυτικών «πρωτοπόρων» της νεωτερικότητας1. Εξετάζοντας από κοινωνιολογικής πλευράς τους αδυσώπητους μηχανισμούς του αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης εκατομμυρίων ανθρώπων, τις αιτίες της γενικευμένης απορύθμισης και της σταδιακής αποδυνάμωσης της δημοκρατίας και του κοινωνικού κράτους, ο γκουρού της κοινωνιολογίας Ζίγκμουντ Μπάουμαν αναφέρεται στο τελευταίο του βιβλίο2 –με καταγγελτικό τρόπο και ειρωνικό ύφος– σε μια νέα κατηγορία αποβλήτων: στα «ανθρώπινα απόβλητα».
Η θέση του Μπάουμαν γι’ αυτό το παράξενο είδος αποβλήτων είναι εξαιρετικά σαφής: Η μαζική παραγωγή ενός περιττού για την παγκόσμια οικονομία πλεονασματικού πληθυσμού, τον οποίο επέβαλαν μοιραία τα «εκτροφεία της νεωτερικότητας», κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες του Νότου, δηλαδή στους «αργοπορημένους της νεωτερικότητας», είναι άμεση συνέπεια της «αρνητικής» παγκοσμιοποίησης. Η διαφορά με τους βιομηχανικούς εφεδρικούς στρατούς του παρελθόντος είναι πως σήμερα τα ανθρώπινα απόβλητα δεν είναι ανακυκλώσιμα και δεν έχουν καμιά ελπίδα ενσωμάτωσης στο κοινωνικό και παραγωγικό γίγνεσθαι. Είναι τα εκατομμύρια εκείνων των τροφίμων των προσφυγικών στρατοπέδων που αδυνατούν να αφομοιωθούν ξανά σε δομές κανονικής ζωής και να αναδιαμορφωθούν στην κατηγορία των χρήσιμων μελών της κοινωνίας. Είναι τα βιοαπόβλητα μιας προσηλωμένης στην αγορά παγκόσμιας οικονομίας τα οποία, επειδή δεν ανακυκλώνονται, στοιβάζονται σε ανθρώπινες χωματερές για σταδιακή βιοαποδόμηση, μέσα στο «non-lieux» του Οζέ ή στις «πόλεις του πουθενά» του Γκαρό. Εκεί όπου επικρατεί μια παγιωμένη προσωρινότητα και οι άνθρωποι μετατρέπονται «σε έναν πολτό μιας απρόσωπης μάζας», εξαρτημένης πλήρως από την ανθρωπιστική βοήθεια.
Μόνο που σήμερα το φαινόμενο αυτό έπαψε να είναι τριτοκοσμικό. Μετά «την παγκόσμια διάχυση του νεωτερικού τρόπου ζωής», οι κατάλληλες φυσικές ανθρωποχωματερές σε Αφρική, Λατινική Αμερική και Ασία δεν επαρκούν πλέον για την ασφαλή τελική διάθεση των ανθρώπινων αποβλήτων. Γι’ αυτό και τα τελευταία χρόνια άρχισε η μαζική και ανεξέλεγκτη εξαγωγή τους στη Δυτική Ευρώπη, με παράπλευρα αποτελέσματα:
• το παραδοσιακό δουλεμπόριο να αποκτά νέες μορφές και τα ισχυρά μαφιόζικα κυκλώματα μεταφοράς ανθρώπινων αποβλήτων να καταγράφουν ασύλληπτα κέρδη,
• την αποσταθεροποίηση της Ευρώπης.
Για την αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού η Δύση –και ιδιαίτερα η Ευρωπαϊκή Ένωση– προχωρά ταχύτατα στη στεγανοποίηση των συνόρων της, χωρίς όμως να κάνει κάτι το ρηξικέλευθο για να εκτονωθεί η συνεχώς αυξανόμενη μεταναστευτική πίεση και ούτε να εστιάζει την πολιτική της στην αντιμετώπιση των πραγματικών αιτίων της μετανάστευσης, και μάλιστα στις περιοχές όπου δημιουργείται το πρόβλημα3. Εξυπακούεται πως η Δύση δεν φαίνεται διατεθειμένη να αναλάβει ποτέ και τις τεράστιες ευθύνες της για τα καταστροφικά αποτελέσματα των πεντακοσίων χρόνων της αποικιοκρατικής πολιτικής της.
Από την άλλη είναι αυταπόδεικτο πως η παράνομη διασυνοριακή μεταφορά ανθρώπινων αποβλήτων, χωρίς να υπάρχει καν κάποιο ανώτατο ποσοτικό όριο, υπονομεύει την ασφάλεια, ισοπεδώνει συλλογικές ταυτότητες και ιδιοπροσωπίες, υποβαθμίζει ραγδαία την ποιότητα της καθημερινότητας και προκαλεί κοινωνικές αναταράξεις στις χώρες υποδοχής, ιδιαίτερα σε «χώρες συνόρων», όπως η Ελλάδα, καθώς οι αυτόχθονες κάτοικοι ή «οι εγκατεστημένοι», κατά των Νόρμπερτ Ελίας, έχουν, σύμφωνα με τον Μπάουμαν, «κάθε λόγο να αισθάνονται απειλή» από την πλημμυρίδα των «ξένων».
Είναι σαφές ότι στην εποχή της ασταθούς νεωτερικότητας «των αγορών χωρίς σύνορα», όπου οι συνθήκες «ατίθασης» αβεβαιότητας για το μέλλον και ανασφάλειας για το παρόν και η κατακερματισμένη – εξατομικευμένη ζωή των υπηκόων αποτελούν πλέον συστημικές σταθερές, τα ανθρώπινα απόβλητα χρησιμεύουν στην αναπαραγωγή της πολιτικής κυριαρχίας των ελίτ, οι οποίες βρίσκουν ευκαιρία αφενός να επεκτείνουν την ποινική παρέμβαση και την καταστολή και αφετέρου να ανακυκλώνουν ανθρώπινα απόβλητα όταν το απαιτεί η οικονομία της αγοράς, βεβαίως με ελάχιστο κόστος.
Όμως, παρά τον αδιαμφισβήτητο θρίαμβό του, ο καπιταλισμός, όσο και αν τα επόμενα χρόνια καλλωπιστεί με πράσινες επενδύσεις, περιορίσει σε κάποιο βαθμό την επερχόμενη οικολογική κρίση, δαπανώντας δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ ή αποφύγει νέους αποσταθεροποιητικούς πολέμους ανά την υφήλιο, θα υποχρεωθεί σύντομα να αντιμετωπίσει ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της μακρόχρονης ιστορίας του: την ολοκληρωμένη διαχείριση των συνεχώς αυξανόμενων ανθρώπινων αποβλήτων.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, σήμερα έχουν καταγραφεί παγκοσμίως περίπου 170 εκατομμύρια πρόσφυγες4. Εάν σε αυτόν τον αριθμό προστεθούν και οι ατέλειωτες στρατιές των εν δυνάμει οικονομικών μεταναστών, οι οποίοι, σαστισμένοι από τον «οδοστρωτήρα της νεωτερικότητας» που αργοπορημένα κατέφθασε στις χώρες καταγωγής τους, είναι έτοιμοι για όλα προκειμένου να εισβάλουν στην περιχαρακωμένη και εύπορη Δύση, τότε δεν χωρά αμφιβολία ότι ζούμε στην εποχή της μεγάλης αβεβαιότητας σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Πάντως, η διάγνωση πολλών κοινωνιολόγων είναι όντως άκρως απαισιόδοξη:
• η διάλυση του κοινωνικού ιστού και στις χώρες της Δύσης μοιάζει αναπόφευκτη,
• τα δικαιώματα νομοταγών πολιτών για κοινωνική καταξίωση, για εργασία, για ασφάλεια και προσωπική αξιοπρέπεια υπονομεύονται και
• η ακεραιότητα του πολιτικού σώματος στην υφιστάμενη κοινή μορφή του εθνικού κράτους βάλλεται συστηματικά.
Βέβαια, η εκδοχή ότι, μακροπρόθεσμα, ο καπιταλισμός ενδέχεται να καταπλακωθεί αδυνατώντας να διαθέσει ή να ανακυκλώσει όλα τα ανθρώπινα απόβλητα που ο ίδιος παράγει, δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί, καθώς, όπως σημειώνει ο Μπάουμαν, ακόμη δεν αντιλαμβανόμαστε τις μακροπρόθεσμες συνέπειες από τις αυξανόμενες μάζες των ανθρώπινων αποβλήτων στις πολιτικές και κοινωνικές ισορροπίες της συνύπαρξης των ανθρώπων σε πλανητικό επίπεδο.
Ήδη ο πλανήτης στενάζει και οι τριτοκοσμικές ανθρώπινες χωματερές, κυρίως από Αφρικανούς και Ασιάτες πρόσφυγες και οικονομικούς (λαθρο)μετανάστες, δημιουργούνται και σε πολλές χώρες της Δύσης, χωρίς ελπίδα ενσωμάτωσης5 για τους περισσότερους από αυτούς. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ψύχραιμη ματιά από την Ομόνοια ως την Κυψέλη και από τον Άγιο Παντελεήμονα ως τα Πατήσια και αφού προηγουμένως αδιαφορήσει για τον εσμό ποικίλλων «προοδευτικών» δημοσιογράφων, καθηγητών, ΜΚΟ, πολιτικών και λοιπών εξ επαγγέλματος «φιλάνθρωπων», οι οποίοι συνειδητά παραβλέπουν την πολυπλοκότητα και τα ενδοσυστημικά χαρακτηριστικά του μεταναστευτικού ζητήματος, αρκεί που ικανοποιούν την επιθυμία τους για δήθεν ηθική ορθότητα και τις φαντασιώσεις τους για τα αγαθά της πολυπολιτισμικότητας6. Αυτό που δεν θέλουν να παραδεχτούν οι περισσότεροι από αυτούς είναι πως στις παρυφές ή και μέσα σε αυτές τις εγχώριες πλέον χωματερές και στα γκέτο των –ούτως ή άλλως– υποβαθμισμένων αστικών κέντρων και της εγκαταλειμμένης περιφέρειας, έχει εγκλωβιστεί ήδη και ένας σημαντικός αριθμός «εγκαταστημένων» πολιτών, που έχουν απολέσει αυτό που ο Μπάουμαν ονομάζει «πανάρχαιο όνειρο της καθαρότητας», δηλαδή τη θαλπωρή, την κοινωνική αλληλεγγύη, την τρυφερότητα και την ασφάλεια της γειτονιάς τους, αποκτώντας πλέον και οι ίδιοι χαρακτηριστικά μειονότητας (απομόνωση, ανασφάλεια, παραπλάνηση, ανεργία, περιθωριοποίηση, αποξένωση, υποβάθμιση καθημερινότητας), μέσα στην ίδια τη κοινότητά τους που για χρόνια ζούσαν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
Το αδιέξοδο είναι οφθαλμοφανές, άλλωστε αυτό διαπερνά και όλο το οργισμένο βιβλίο του Μπάουμαν. Ίσως και γι’ αυτό, όπως με σαφήνεια καταγράφεται και στο βιβλίο, οι απανταχού ελίτ, τα «πετυχημένα» μεσοστρώματα και οι εύποροι διαχειριστές του συστήματος έχουν ήδη αποσχιστεί από την ευρύτερη κοινωνία και κατέφυγαν (γεωγραφικά) σε προστατευμένες «φούσκες ευδαιμονίας», σε «gated communities», επιλέγοντας ένα είδος «οικειοθελούς γκετοποίησης», χωρίς να θεωρούν πλέον αναγκαία τη ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους σε μια σειρά από κοινωνικά προβλήματα.
Όμως, δεν είναι μόνο το κράτος που απομακρύνεται από την κοινωνία. Είναι και η κρατική διανόηση, ιδιαίτερα της «πολιτισμικής αριστεράς» (kulturelle Linke), η οποία, αυτοπεριοριζόμενη σε «προοδευτικές» διακηρύξεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και επιμένοντας σε αποτυχημένες πολυπολιτσμικές ουτοπίες, που υπαγορεύονται από εθνομηδενιστική ιδεολογία, έχασε κάθε επαφή με τα κατώτερα και μικρομεσαία εγχώρια κοινωνικά στρώματα. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο που η απροστάτευτη και φοβισμένη κοινωνία των ιθαγενών, η οποία, όντας ανυπεράσπιστη εν μέσω μιας παγκόσμιας δίνης, αδυνατεί να κατανοήσει την αδιαφορία των ελίτ για ένα τόσο σημαντικό πρόβλημά της και επιστρατεύει έννοιες όπως η κυρίαρχη εθνική ταυτότητα (Leitkultur). Είναι η ίδια κοινωνία που δεν διστάζει πλέον να ομολογεί δημοσίως ότι υποχρεώθηκε από την παγκόσμια ελίτ να ζει μέσα σε συνθήκες πλημμυρίδας μεταναστών με σαφέστατα ξένα πολιτισμικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά7. Και το κάνει χωρίς να φοβάται πλέον τους καλοθελητές της πολιτισμικής αριστεράς και τους αυτόκλητους προστάτες των απανταχού κατατρεγμένων, που της αποδίδουν χωρίς περίσκεψη και πολύ εύκολα το στίγμα του ρατσισμού, του εθνικισμού ή της ξενοφοβίας8. Γιατί οι ιθαγενείς γνωρίζουν πλέον ότι πολύ γρήγορα μπορεί να μετατραπούν και οι ίδιοι από εγκλωβισμένους των ανθρωποχωματερών σε συστημικά απόβλητα.
Δεν χωρά αμφιβολία ότι η συμπάθεια του Μπάουμαν, ιδιαίτερα προς τους πρόσφυγες, είναι εμφανής, αλλά και πλήρως κατανοητή. Ο ίδιος όμως παίρνει ξεκάθαρη θέση ενάντια στην πολυπολιτισμικότητα και δεν διστάζει βεβαίως να κατακεραυνώνει την «πολιτισμική αριστερά» και τους θιασώτες της παγκοσμιοποίησης για τους μεταμοντέρνους ύμνους τους υπέρ μιας αφελούς πολυπολιτισμικότητας, που τελικά οδηγεί γρηγορότερα στα γκέτο και στις ανθρωποχωματερές.
Βέβαια ο Μπάουμαν δεν προσφέρει διεξόδους, ούτε νέες λύσεις, ούτε αναχώματα, παρά μόνο τις παλιές συνταγές των κοινωνιολόγων περί κοινωνικής δικαιοσύνης κ.λπ. αλλά και μια τρυφερή νοσταλγία για την ειδυλλιακή κοινότητα που χάθηκε στη δίνη της παγκοσμιοποίησης. Ίσως, στην εποχή της αβεβαιότητας αλλά και του ρίσκου τα πράγματα να είναι πολύ σοβαρότερα απ’ ό,τι ακόμη νομίζουμε. Αυτό θα φανεί μεσοπρόθεσμα όταν οι ανθρωποχωματερές θα αυξάνονται σε έναν πλανήτη, ο οποίος ήδη είναι κορεσμένος και που αντιμετωπίζει μια ποικιλία από σοβαρότατα προβλήματα που δυστυχώς ευνοούν τη μετανάστευση και την προσφυγιά.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ένα από τα πλέον αρνητικά παράγωγα του καταναλωτισμού είναι, ως γνωστόν, οι χωματερές άχρηστων υλικών, που α) παραπέμπουν στην όζουσα πλευρά της χωρίς όρια μορφής ανάπτυξης και β) εδώ και πολλές δεκαετίες μεταφέρονταν (τα πιο επικίνδυνα από αυτά) από τη Δύση για ανεξέλεγκτη διάθεση στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο.
2. Ζίγκμουντ Μπάουμαν, Ρευστοί καιροί. Η ζωή την εποχή της αβεβαιότητας, εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, σελ. 169, Αθήνα, 9ος/2009.
3. Ενδεικτικό παράδειγμα αδυναμίας χάραξης σοβαρής ευρωπαϊκής πολιτικής στο ζήτημα της λαθρομετανάστευσης είναι το γεγονός ότι η στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής η σουηδική προεδρία, ακολουθώντας μια παραδοσιακά απαράδεκτη φιλοτουρκική πολιτική, ουσιαστικά κάλυψε την Τουρκία που αποτελεί την κυρία είσοδο λαθρομεταναστών στην Ελλάδα και η οποία αρνείται την επανεισδοχή μεταναστών που περνούν από τα ελληνοτουρκικά σύνορα προς την Ελλάδα, παρά τις όποιες δεσμεύσεις της.
4. Σχεδόν στο σύνολό τους διαβιούν περιφρουρούμενα σε διάφορα στρατόπεδα, κυρίως σε Ασία και Αφρική. Στην Ευρώπη μόνο το 14,3% περίπου των προσφύγων βρίσκεται σε στρατόπεδα και είναι σίγουρο ότι το ποσοστό αυτό θα αυξηθεί σημαντικά στο μέλλον.
5. Η εν γένει ενσωμάτωση μεταναστών στη Γερμανία, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, δεν πρέπει να θεωρηθεί ικανοποιητική, παρά τις μεγάλες, μακροχρόνιες προσπάθειες που έγιναν και τα υπέρογκα χρηματικά ποσά που δαπανήθηκαν. Παρουσιάζει μάλιστα μεγάλες αποκλίσεις, ανάλογα με τη χώρα καταγωγής των μεταναστών, με τους μετανάστες τουρκικής καταγωγής να έχουν, παρά την από πολλές δεκαετίες παραμονή τους στη χώρα αυτή, τα μεγαλύτερα προβλήματα ενσωμάτωσης. Ίσως σημαντικό ρόλο σε αυτό να διαδραματίζει η «μητέρα πατρίδα», που θεωρεί ήδη τους Τούρκους μετανάστες μια ιδιόμορφη μειονότητα στη σημαντικότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (www.spiegel.de), 29-1-2009.
6. Στη ραγδαία υποβαθμιζόμενη περιοχή της πολυπολιτισμικής Κυψέλης, τα όποια αγαθά της πολυπολιτισμικότητας δεν είναι ακόμη ορατά. Οι γίγαντές της εξαφανίστηκαν προ πολλού και κατέφυγαν, εφόσον μπορούσαν, στα βόρεια προάστια. Οι Έλληνες Κυψελιώτες, στην πλειοψηφία τους ηλικιωμένοι και συνταξιούχοι, προχωρούν πλέον σιωπηλοί και με χαμηλωμένο το κεφάλι, ανίκανοι να καταλάβουν τι συμβαίνει γύρω τους, ενώ σε κάποιες από τις γειτονιές της τα ελληνικά ακούγονται σπανίως ή και καθόλου.
7. Το φαινόμενο αυτό καταγράφηκε στον γερμανόφωνο χώρο ως Überfremdung. Μια έννοια που προκάλεσε μεγάλες αντιπαραθέσεις καθώς θεωρείται μια προπαγανδιστική έννοια που χρησιμοποιούν κυρίως διανοούμενοι της δεξιάς και της ακροδεξιάς για να τονίσουν τον κίνδυνο που διατρέχει η γερμανική κοινωνία εξαιτίας εξωτερικών επιδράσεων στην κοινωνία, στον πολιτισμό, στο έθνος και στη γλώσσα. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε πάντως το γεγονός ότι 2/3 των Γερμανών θεωρούν ότι στη χώρα τους ζουν περισσότεροι ξένοι από ό,τι θα έπρεπε (www.morgenpost.berlin1.de), και ότι το 25% των Γερμανών διάκεινται εχθρικά απέναντι στους ξένους (www.vol.at)
8. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα γεγονότα της περασμένης άνοιξης στον Άγιο Παντελεήμονα, όταν όλοι οι κάτοικοι της περιοχής που διαμαρτύρονταν για την υποβάθμιση της περιοχής τους χαρακτηρίστηκαν συλλήβδην χρυσαυγίτες και ρατσιστές.