Η προσφορά της Εκκλησίας στην ελληνική παιδεία των χρόνων της Τουρκοκρατίας
Δημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 64 με αφιέρωμα στο Κρυφό Σχολειό
*Το κείμενο έχει γραφτεί από γνωστό ιστορικό στον οποίο η “Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος” ανέθεσε την συγγραφή του.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, τα μοναστήρια δεν ήταν μόνο θρησκευτικά και πνευματικά κέντρα, αλλά και φιλανθρωπικά ταμεία, εστίες νοσοκομειακής περιθάλψεως όποιου προσέφευγε σ’ αυτά κ.λπ. Οι μοναχοί ήταν περίφημοι «βοτανολόγοι». Το Γεωπονικόν του Αγαπίου Λάνδου θαυμάζεται και από τους σύγχρονούς μας επιστήμονες. Ήταν δηλαδή τα μοναστήρια καταφύγια του Ελληνισμού στην περίοδο της σκλαβιάς. Μέσα στους ναούς τους μάθαιναν οι ραγιάδες γράμματα, κοντά σε κάποιο μοναχό έβαζαν τα παιδιά τους να διδαχθούν το αλφαβητάρι.
«Οι διδάσκαλοι ήταν κατά κανόνα καλόγηροι…»
Θα αναφέρωμε και άλλο παράδειγμα. Σε τουρκοπατημένη σήμερα ελληνική περιοχή (για ευνόητους λόγους δεν σημειώνομε ποια είναι), μετά το κλείσιμο του ελληνικού σχολείου που λειτουργούσε εκεί, από τον κατακτητή, ο παπάς συγκεντρώνει τα Ελληνόπουλα στην εκκλησιά και τους διδάσκει την ελληνική γλώσσα και παιδεία. Ακόμη και ο Φάνης Μιχαλόπουλος, που, από θαυμασμό στους διαφωτιστές, υποτιμάει την προσφορά αυτή της Εκκλησίας, την αναγνωρίζει έμμεσα:
«Αλλά προτού φθάσουν τα Γιάννενα στο επίφθονον αυτό πνευματικό σημείο, ιδίως κατά τους χρόνους του Αθανασίου Ψαλλίδα και του Βηλαρά, η παιδεία στην ηπειρωτική πρωτεύουσα πέρασε από κρίσιμες φάσεις. Όπως κι αλλαχού, έτσι και στα Γιάννενα η παιδεία ήταν κτήμα μερικών καλογήρων, που παρέδιδαν βασιζόμενοι στο καταθλιπτικότερο σύστημα. Η κατώτερη εκπαίδευση ή τα κολλυβογράμματα είχαν ως βάση θεολογικά τινα βιβλία – το Ψαλτήρι και την Οκτάηχο. Οι διδάσκαλοι ήταν κατά κανόνα καλόγηροι» (Τα Γιάννενα κι η Νεοελληνική Αναγέννηση (1648-1820), Αθήνα 1930, σελ. 25).
Όπως και άλλοτε έχω παρατηρήσει (βλ. το βιβλίο μου Βυζάντιο και Εκκλησία, έκδοση Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1978), οι ίδιοι οι ορθόδοξοι ναοί τι άλλο ήταν παρά «Κρυφά Σχολειά», αφού εκεί, εκτός από την ελληνική γλώσσα, οι υπόδουλοι διδάσκονταν έμμεσα και την ελληνική Ιστορία ακούγοντας τα πολυπληθή κοντάκια, απολυτίκια κ.λπ. που συνδέονται μ’ αυτήν: «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια…», τα «ειρηνικά», την «εκτενή» κ.λπ. Η Ορθοδοξία κράτησε το Γένος στα δύσκολα χρόνια της δουλείας και το κράτησε με τους ολιγογράμματους παπάδες και τα «κρυφά» σχολειά της.
Ο «Δούρειος Ίππος» για την κάθαρση
Έπρεπε, λοιπόν, να αμφισβητηθή η ύπαρξή τους. Και δυστυχώς αυτό έγινε από τις σελίδες της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, που εκδίδει η «Εκδοτική Αθηνών», έργου κατά τα άλλα σοβαρού, με αποτέλεσμα να περάση και στα σχολικά εγχειρίδια. Έτσι, η όλη υπόθεση έφθασε στη δημοσιότητα. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος διαμαρτυρήθηκε στον υπουργό Παιδείας, Ιωάννη Βαρβιτσιώτη, κι εκείνος, προς τιμήν του, όπως αναφέρεται σε έγγραφο των Τμημάτων Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως του ΚΕΜΕ προς αθηναϊκή εφημερίδα της 21.5.1978, έδωσε αμέσως εντολή να απαλειφθή από τα υπό εκτύπωση νέα σχολικά βιβλία η φράση: «Σύμφωνα με τα τελευταία πορίσματα της ιστορικής επιστήμης, το Κρυφό Σχολειό είναι ένας μύθος και δεν υπήρξε στην πραγματικότητα», από τη σελ. 173 της «Ιστορίας» της Γ΄ Λυκείου. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Πρέπει να αποκατασταθή και η αλήθεια για το «Κρυφό Σχολειό». Η ίδια η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους πρέπει να πάρη υπ’ όψη της σε μια προσεχή επανέκδοσή της αυτό που γράφει ο Γεν. Γραμματεύς της Ακαδημίας Αθηνών, που φέρεται και ως μέλος του Εποπτικού της Συμβουλίου. Γράφει, λοιπόν, ο διακεκριμένος πανεπιστημιακός δάσκαλος Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος στο βιβλίο του Το Εικοσιένα και ο Σύγχρονος Ελληνισμός (Αθήναι 1972, σελ. 57):
«Το 1821 απετέλεσε την απαρχήν της καθάρσεως των Ελλήνων από την δευτέραν ιστορικήν των τραγωδίαν, η οποία διήρκεσε τετρακόσια χρόνια. Ο Δούρειος Ίππος διά την κάθαρσιν αυτήν ήτο η Ορθοδοξία, οι Κοινότητες, το Κρυφό Σχολειό και ο εμπορικός στόλος των υποδούλων Ελλήνων».
Αλλά και ο ιστορικός του Νέου Ελληνισμού, Καθηγητής Απ. Ε. Βακαλόπουλος, μέλος κι αυτός του Εποπτικού Συμβουλίου της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, τα ίδια δέχεται όταν γράφη:
«Μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας και των κοινοτήτων συντηρούνται μικρές σπίθες από την παιδεία των Ελλήνων […] Η στάθμη της παιδείας πέφτει απότομα με την πτώση της Κωνσταντινούπολης […] Φαίνεται όμως ότι στην Κωνσταντινούπολη και σε ορισμένους άλλους τόπους λειτουργούν “κοινά σχολεία” με λίγους μαθητές, των οποίων οι δάσκαλοι πληρώνονται από τους σχετικά εύπορους γονείς. Στα “κοινά σχολεία” διδάσκονταν ανάγνωση, αριθμητική και στοιχεία γραμματικής. Υπήρχαν όμως και μερικοί γονείς που έδιναν μόνοι τους στα παιδιά τους τις απαραίτητες στοιχειώδεις γνώσεις» (Η Πορεία του Γένους, Αθήνα 1966, σσ. 76-77).
Είναι σαφές ότι ο ιστορικός αναφέρεται σε ανεπίσημα σχολεία. Ο ίδιος θεωρεί το έτος 1593, στον 16ο δηλ. αιώνα, οπότε τοποθετείται το «Κρυφό Σχολειό», «ορόσημο» για την ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας. Και το ορόσημο αυτό οφείλεται στην Εκκλησία. Ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος γράφει σχετικά στην Ιστορία του του Ελληνικού Έθνους:
«Κατά τον πρώτον αιώνα της δουλείας οι πεπαιδευμένοι Έλληνες εις όλον το Έθνος ανήρχοντο εις 230. Την έλλειψιν της μορφώσεως του Έθνους ησθάνθησαν πάντες αλλά περισσότερον όλων το Πατριαρχείον. Ένεκα τούτου ο Πατριάρχης Ιερεμίας ο μεγαλοπρεπής (ο Τρανός) το έτος 1593 συνεκάλεσεν Ιεράν Σύνοδον εις το μετόχιον του Παναγίου Τάφου και έλαβεν την εξής απόφασιν: “Έκαστον επίσκοπον εν τη εαυτού παροικία φροντίδα και δαπάνην των δυναμένων ποιείν, ώστε δε κατά δύναμιν τοις εθέλουσιν διδάσκειν και τοις μαθείν προαιρουμένοις εάν των επιτηδείων χρείαν έχωσιν”».
Αμφισβητήσεις χωρίς τεκμήρια
Τα περί «μύθου» για το «Κρυφό Σχολειό» τα υποστήριξε στον Ι΄ τόμο της νεώτερης Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους (1974), ο Καθηγητής σήμερα της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Άλκης Αγγέλου. Ο μελετητής αυτός, που είναι και μέλος του Ομίλου Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού, αρνείται με απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο την ύπαρξη του «Κρυφού Σχολειού», χωρίς όμως να πείθη με τα γραφόμενά του αλλά κάνοντας διάφορες υποθέσεις, που δεν τεκμηριώνει. Ο Αγγέλου συγκεντρώνει όσες αρνητικές θέσεις έχουν κατά καιρούς γραφή, αλλά δεν αναφέρει τις υπόλοιπες, όπως επιβάλλεται για ένα έργο όχι «προσωπικό», αλλά «συλλογικό», καθώς είναι η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, μιλώντας περί «ευφαντάστων καλοπροαιρέτων ιστορικών της εθνικής σκοπιμότητος», οι οποίοι κατά την άποψη του παρασύρθηκαν «από την χιονοστιβάδα του μύθου».
Ας δούμε, λοιπόν, στη συνέχεια, τι αναφέρουν πάνω στο θέμα πολύ σοβαρές ιστορικές πηγές και έγκυροι συγγραφείς. Ο Αναστάσιος Ν. Γούδας, «διδάκτωρ της ιατρικής, ιππότης του τάγματος του αγίου Στανισλάου, μέλος διαφόρων επιστημονικών και φιλανθρωπικών εταιρειών», στον β΄ τόμο του περίφημου έργου του Βίοι παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, όπου πραγματεύεται περί «Παιδείας» (εν Αθήναις 1870, σελ. κε΄ κ.εξ.), γράφει:
«Σμικρόν κατά σμικρόν η διδασκαλία μετεφέρθη από των σκητών και των σπηλαίων εις τους νάρθηκας των εκκλησιών, ένθα και σήμερον έτι διδάσκουσιν έν τισι των υπό την Τουρκίαν ελληνικών χωρών. Τα δημόσια σχολεία τότε ήσαν παντελώς κατηργημένα· μόνον εν τοις Πατριαρχείοις της Κωνσταντινουπόλεως και εν αποκέντρω τινί πόλει διετηρήθησαν, ως λέγεται, ατελείς τινες σχολαί· ανώτερα δε εκπαιδευτήρια δεν εδύναντο να συστηθώσι, λέγει ο Γιακωβάκης Ρίζος Νερουλός, “ειμή υπό τον τίτλον επανορθωτικά καταστήματα, MAISON DE CORRECTION”. Ούτω δε μόλις εδυνήθησαν οι άνδρες εκείνοι να διατηρήσωσιν εν τη Ανατολή άσβεστον τον λύχνον της παιδείας […] “Παναγιώτης δε ο Νικούσης και ο διάδοχος αυτού Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος”, λέγει Γιακωβάκης Ρίζος ο Νερουλός, “κατώρθουν να λαμβάνωσιν άδειαν συστάσεως σχολείων εις διαφόρους πόλεις της τε Ευρωπαϊκής Τουρκίας και της Μικράς Ασίας και απεστόμουν τους κατά τόπους διοικητάς Τούρκους οτέ μεν διά δώρων, οτέ δε διά της ισχύος των παρά τοις υπουργοίς του Σουλτάνου”. Αλλά σχολεία διατηρούμενα μόλις διά δωροδοκίας και διά της εμπνεύσεως φόβου, δεν ήτο δυνατόν να παρέξωσιν εις το έθνος και μεγάλους άνδρας· άπορον μάλιστα είναι πώς εμορφώθησαν καί τινες, ικανοί να διδάσκωσι τα καλά γραμματικά, και να διατηρώσιν ούτως άσβεστον τουλάχιστον την λυχνίαν της παιδείας».
«Το Κρυφό Σχολειό δεν είναι θρύλος…»
Για διώξεις μιλάει και ο ιστορικός της Επαναστάσεως του Εικοσιένα, Ακαδημαϊκός Διονύσιος Κόκκινος, αναφέροντας το «Κρυφό Σχολειό»:
«Ο παπάς κάτω από τα ράκη του ράσου του κρατεί το ψαλτήρι και πηγαίνει να μάθη τα παιδιά, που τον περιμένουν, να διαβάζουν. Ομιλεί ακόμη εις τα παιδιά και διά τους μεγάλους ανθρώπους που εδόξασαν άλλοτε αυτόν τον τόπον. Διδάσκει την ολίγην ιστορίαν που γνωρίζει και αυτός. Το κρυφό σχολειό δεν είναι θρύλος. Το συνετήρησε παρά τας διώξεις, παρά την αξιοθρήνητον έλλειψιν παντός μέσου, παρά την φοβεράν πίεσι τόσων αμέσων αναγκών που θα ήτο φυσικόν να οδηγήσουν προς τον εξισλαμισμόν, ο βαθύτατος πόθος του τυραννουμένου έθνους να υπάρξη» (Η Ελληνική Επανάστασις, βραβείον Ακαδημίας Αθηνών, ε΄ έκδοση, τόμ α΄, «Μέλισσα» 1967, σελ. 21).
Ο Αγγέλου παρακάμπτει τελείως τις διώξεις και, ούτε λίγο ούτε πολύ, παρατηρεί: «Αν το Κρυφό Σχολειό είχε γίνει για κάποια περίοδο πραγματικότητα σε περιορισμένη έστω έκταση, δεν συνέτρεχε κανένας λόγος η σχετική μαρτυρία ή μαρτυρίες να μείνουν σκόπιμα στην αφάνεια. Θα έπρεπε, αντίθετα, ένα τέτοιο τεκμήριο ζωτικότητος της φυλής και της εθνικής συνειδήσεως, σύμφωνα με την ερμηνεία που θα του δώσουν κατά κανόνα οι μεταγενέστεροι, να εξαρθή με κάθε τρόπο. Αφού, λοιπόν, η απλή λογική μάς οδηγεί να αποκλείσουμε παρόμοιο ενδεχόμενο, εκείνο που απομένει να δεχθούμε είναι ότι πιθανόν να βρισκόμαστε σε μια εξαιρετική –μοναδική ίσως– συμπτωματική εξαφάνιση κάθε σχετικής γραπτής μαρτυρίας. Την έσχατη όμως αυτή υπόθεση έρχεται να αναιρέση μια άλλη αδιαφιλονίκητη λογική παρατήρηση: Για ποιο λόγο ο Τούρκος να ενοχληθή από την ύπαρξη των σχολείων; Τι είναι εκείνο που θα μπορούσε να τον ανησυχήση από την ενασχόληση ενός μικρού σχετικά μέρους του πληθυσμού με τα γράμματα; Ασφαλώς η περιορισμένη έκταση που μπορούσε να έχη την εποχή εκείνη η καλλιέργεια των γραμμάτων δεν θα πρέπει να είχε ως ενδεχόμενο την παραμέληση της καλλιέργειας της γης. Άλλωστε τα γράμματα ήταν απαραίτητα για ένα μόνο μέρος του πληθυσμού, για όσους δηλαδή ασχολούνταν με το εμπόριο, με το οποίο δεν ασχολείτο συστηματικά ο δυνάστης, ή για όσους είχαν σχέση με τον κλήρο».
«Απόκρυφον έργον συνετελείτο…»
Ασφαλώς ένας δυνάστης, σαν κι αυτόν, θα ήταν τέλεια ιδανικός, όμως οι μαρτυρίες κάθε άλλο παρά αθώο τον εμφανίζουν. Από τη μια μεριά, έδινε προνόμια, κι από την άλλη, όπου μπορούσε, προέβαινε σε εξισλαμισμούς του πληθυσμού. Πώς θα άφηνε στην περίπτωση αυτή να λειτουργήσουν ομαλά τα σχολεία; Ο γνωστός ιστοριοδίφης Τάσος Γριτσόπουλος γράφει πάνω σ’ αυτό:
«Πρέπει αναμφισβητήτως να τονισθή ότι παρά το δοθέν προνόμιον και παρά τας πολιτικάς αρετάς του Πορθητού, θηριώδης παρέμεινε και αμετάβλητος η ασιατική φυσιογνωμία αυτού του ιδίου και των διαδόχων του. Παρά το ανενόχλητον του Πατριάρχου, ο Πατριάρχης ουχί σπανίως κατεβιβάσθη από τον θρόνον και ωδηγήθη εις τον θάνατον, παρά δε τας χορηγηθείσας θρησκευτικάς ελευθερίας, υπήρχον δεσμεύσεις και επί των απλουστέρων ζητημάτων, αύται δε συνήθως ήροντο διά της καταβολής χρημάτων. Γεμάτη από αντιφάσεις εξεδηλώνετο η τουρκική πολιτική έναντι των χριστιανών, πάντοτε όμως ρυθμιστής των σχέσεων ήτο η σκοπιμότης και χρυσούς κανών η εξαγορά, ποτέ η αρετή και το δίκαιον».
Ο ίδιος μελετητής έχει ασχοληθή ιδιαίτερα με την παιδεία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και έχει αφιερώσει στο «Κρυφό Σχολειό» μελέτημα που είδε το φως το 1962 στον δ΄ τόμο του επιστημονικού φιλολογικού περιοδικού Παρνασσός. Ο Γριτσόπουλος κατέγινε και με την ιστορία της Μεγάλης του Γένους Πατριαρχικής Σχολής, που την ίδρυσή της τοποθετεί αμέσως μετά την Άλωση:
«Βεβαίως», γράφει, «δεν γνωρίζομεν πότε ακριβώς η Μ. Εκκλησία γενικώς και επισήμως επέβαλε εαυτήν ως την κατ’ εξοχήν επόπτριαν της διακανονιστικής κινήσεως, διότι δεν έχομεν σαφή μαρτυρίαν αυθεντικήν. Αλλ’ είναι δυνατόν να υποθέσωμεν ότι επί του Γενναδίου και ζώντος του Πορθητού συνετελέσθη το μέγα γεγονός εις την Κωνσταντινούπολιν τουλάχιστον. Εις τας επαρχίας ωργανώθη μεν υπό την αιγίδα της Εκκλησίας η Παιδεία, τούτο όμως έγινε πολύ αργότερα, όταν οι καιροί ήσαν περισσότερον πρόσφοροι. Πάντως οφείλομεν να δεχθώμεν ότι απόκρυφον έργον συνετελείτο από της πρώτης στιγμής της συμφοράς εις τα μοναστήρια, όπου πρέπει να τοποθετήσωμεν τα θρυλικά Κρυφά Σχολειά» (Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή, τόμ. α΄, Αθήναι 1966, σσ. 70-71).
Κρυπτοχριστιανοί – Κρυφά Σχολειά
Η ύπαρξη επισήμων σχολείων, εξ άλλου, δεν αποκλείει τα κρυφά. Όπως και η διατήρηση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως δεν αποκλείει την ύπαρξη κρυπτοχριστιανών, εξισλαμισθέντων δηλ. χριστιανών, που λάτρευαν στα κρυφά τον αληθινό Θεό. Ο ίδιος δυνάστης, που, ενώ αναγνώριζε το Πατριαρχείο, κυνηγούσε την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία με πραγματική μανία, όποτε του δινόταν η ευκαιρία, όπως θα δούμε παρακάτω, έκλεινε τα ελληνικά σχολεία. Για τις ανάγκες των κρυπτοχριστιανών η Εκκλησία χρησιμοποιούσε και κρυφούς παπάδες. Ο Νίκος Ε. Μηλιώρης, που ασχολήθηκε συστηματικά με το αδιαμφισβήτητο τούτο γεγονός, προσκομίζοντας σπουδαίες μαρτυρίες στο βιβλίο του Οι Κρυπτοχριστιανοί (Εκδόσεις Ενώσεως Σμυρναίων, Αθήναι 1962, σσ. 47-48), γράφει:
«Κρυφοί παπάδες ήσαν ακόμη δερβίσηδες –ιεραπόστολοι μυστικοί– που περιοδεύανε στα κέντρα των κρυπτοχριστιανών και τελούσαν τα χριστιανικά μυστήρια. Ήσαν απεσταλμένοι κάποιων μοναστηριών. Ειδική και επιμελημένη ήταν η επιλογή και η προετοιμασία από τα μεγάλα μοναστήρια του Πόντου των περιοδευόντων αυτών μυστικών ιεραποστόλων και μακροχρόνια και γεμάτη από απρόοπτους και θανάσιμους συχνά κινδύνους η αποστολή τους. Διαλέγανε όσους από τους καλογέρους παρουσιάζανε τα περισσότερα για τον προορισμό, που θα αναλαμβάνανε, προσόντα. Τους διδάσκανε τα τούρκικα, τους μυούσαν στους τύπους της μουσουλμανικής λατρείας και στις θρησκευτικές τελετές της κι ύστερα τους ντύνανε ντερβίσηδες και τους εξαποστέλνανε στον Πόντο. Μπαίνανε στα χωριά των κρυπτοχριστιανών σαν κήρυκες του Μωάμεθ. Τη νύκτα λειτουργούσανε (σ.σ. στα ελληνικά) μέσα σε κατακόμβες και κρύπτες. Μήνες ολόκληρους οδοιπορούσανε και χρόνια ολόκληρα, πολλές φορές, ταλαιπωρούμενοι και αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο σε κάθε τους βήμα. Πολλοί υποκύπτανε στις κακουχίες· άλλοι αναγνωρίζονταν και τότε τελειώνανε με μαρτυρικό θάνατο. Μερικοί είχανε την καλή τύχη να γυρίσουν πίσω στο μοναστήρι τους· αλλά και πάλιν, αφού κάνανε εκεί την αναφορά τους, σύντομα ξαναφεύγανε σε καινούργια αποστολή. Σε τέτοια μοναστήρια του Πόντου κρατούσαν και κρυπτογραφικούς κώδικες· καταγράφανε σ’ αυτούς συνθηματικά την κίνηση των κρυπτοχριστιανών της δικαιοδοσίας ή της περιοχής των.
Οι αρνητές του «Κρυφού Σχολειού» σε κανένα τεκμήριο δεν βασίζονται παρά μόνο σε εικασίες. «Ένας αιώνας και πλέον μετά την Άλωση», λένε, «είναι το διάστημα που καλύπτεται λίγο-πολύ από τους υπέρμαχους της μυθολογίας του Κρυφού Σχολειού. Το χρονικό όμως αυτό διάστημα μπορεί να δικαιολογήση, με τον αργό ρυθμό που έχει η ζωή εκείνη την εποχή και με την επιβράδυνση την οποία προκάλεσε η τουρκική κατάκτηση, το γενικό μούδιασμα που έχει καταλάβει όλες τις δυνάμεις του έθνους». Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση με όσα οι ίδιοι γράφουν για την ουδέτερη πολιτική του Τούρκου δυνάστη απέναντι στα σχολεία. Και σχολεία δεν δημιουργήθηκαν μόνο μετά τον 16ο αιώνα αλλά, αμέσως μετά την Άλωση, ιδρύθηκε η Μεγάλη του Γένους Πατριαρχική Σχολή. Αντίθετα, αν υπήρξε μούδιασμα, αυτό θα ήταν αποτέλεσμα των τουρκικών πιέσεων. Το ακριβές, όπως ήδη σημειώθηκε, είναι ότι ο κατακτητής επίσημα έδωσε προνόμια, και ανεπίσημα επιδίωκε τον αφελληνισμό των υποδούλων, όπως έκανε με τη στρατολογία γενιτσάρων. «Το ελληνικό έθνος», γράφει ο Βλαχογιάννης, «πλήρωσε με εκατομμύρια ζωντανές ψυχές τη δίψα του μουσουλμανικού φανατισμού» (Πρωία, 5 Ιουνίου 1932).
Πλούσια ηπειρωτική παράδοση
Τις εικασίες των αρνητών του «Κρυφού Σχολειού» έρχεται να αναιρέση πλουσιώτατη τοπική παράδοση, αλλά και η ύπαρξη τοπωνυμικών μαρτυριών και αρχαιολογικών τεκμηρίων. Ο Ηπειρώτης ποιητής Κώστας Κρυστάλλης γράφει για τα «Κρυφά Σχολειά» του Συρράκου και των Καλαρρυτών:
«Εν Συρράκω και Καλαρρύταις εδιδάσκετο η Ελληνική Παιδεία υπό Ιερέων ως εις πλείστα μέρη της Ελλάδος κατά τους ανωμάλους εκείνους καιρούς –είτε εν ναοίς είτε εν ιδιωτικοίς οίκοις– πολύ προ του ισαποστόλου Αγίου Κοσμά (Περιοδικό Εβδομάς, 1891).
Νεώτερος μελετητής της Παιδείας στα Τζουμέρκα από την Άλωση ώς τον Αλή πασά, ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Φίλιππος Δ. Κολοβός παρατηρεί για την παιδεία στην Ήπειρο:
«Στην περίοδο της σκλαβιάς ο κλήρος γίνεται οδηγός και στήριγμα του δούλου Έθνους. Και το Κρυφό Σχολειό είναι για την περίοδο εκείνη το μοναδικό σχολείο μέσα στο οποίο οι μικροί ραγιάδες πληροφορούνται για τα περασμένα μεγαλεία του έθνους. Οι απλοϊκοί ρασοφόροι διοχετεύουν ιερό ενθουσιασμό στα σκλαβόπουλα και διαποτίζονται από το κρυφό σχολειό τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα και διασώζονται τα εθνικά ιδανικά» (περ. Σκουφάς 5 (1976), τεύχη 42-43, σελ. 92).
Την ηπειρωτική παράδοση για το «Κρυφό Σχολειό» ενισχύουν και οι δυο γωνιακές κρύπτες του καθολικού της μονής του Αγίου Νικολάου των Φιλανθρωπηνών ή του Σπανού, στο νησάκι των Ιωαννίνων, όπου, όπως λέγεται, λειτουργούσε «Κρυφό Σχολειό». Αυτό το αναφέρει ο αρχαιολόγος Σωτ. Ι. Δάκαρης, αλλά δεν το δέχεται:
«Κατά τη γραπτή παράδοση», γράφει, «του 19ου αιώνα λειτούργησε εδώ, με την ανέγερση της πρώτης Μονής, ή κατ’ άλλη εκδοχή από τα μέσα του 16ου αιώνα, Εκπαιδευτήριο. Ασφαλώς όμως εσφαλμένος είναι ο θρύλος για τη λειτουργία του Κρυφού Σχολειού. Στα Γιάννινα υπήρχαν με την ανοχή των Τούρκων στους χρόνους της τουρκοκρατίας πολλά σχολεία, ώστε η παράνομη δράση του Κρυφού Σχολειού να φαίνεται περιττή» (Το νησί των Ιωαννίνων, Αθήναι 1971, σελ. 22).
Διαφεύγει όμως της προσοχής του αρχαιολόγου ότι «Κρυφό Σχολειό» ήταν και το ανεπίσημο, όπως ήδη γράψαμε, κοινό σχολειό, που, όπως σημειώνει ο Μιχαλόπουλος (βλ. παραπάνω), το κρατούσαν οι καλόγεροι. Όταν οι συνθήκες απαιτούσαν πλήρη μυστικότητα ή δημιουργούσαν ανάγκη κρυφής λειτουργίας του, οι καλόγεροι επιτελούσαν το έργο τους, όπως συνήθως, κρυφά. Παράδειγμα, η σχολή που λειτούργησε στο μοναστήρι της Αγίας Μαρίνας Σύμης από το 1765 ώς το 1821 και σταμάτησε με την έκρηξη της Επαναστάσεως, από τον δυσαρεστημένο κατακτητή. Ξαναλειτούργησε το 1834 στους θόλους του ναού της Μεγάλης Παναγιάς, στο Κάστρο της Σύμης. Στο μεταξύ διάστημα, οπότε ξαναγύρισε η τουρκική κατοχή, λειτουργούσε ασφαλώς κρυφά (βλ. σχετικά στη μελέτη μου Η σχολή της Σύμης, Αθήνα 1978). Το ίδιο γινόταν σε όλο το διάστημα της Τουρκοκρατίας και περισσότερο στην μετά την Άλωση κρίσιμη περίοδο, οπότε σωστά τοποθετείται κατ’ εξοχήν η ύπαρξη του «Κρυφού Σχολειού», αφού, καθώς είδαμε, ο κατακτητής εφάρμοζε δύο μέτρα και δύο σταθμά απέναντι στους Έλληνες.
Άλλος Ηπειρώτης λογοτέχνης, ο Μιχαήλ Περάνθης, με βάση την επιχωριάζουσα στην πατρίδα του παράδοση, περιγράφει το «Κρυφό Σχολειό» ως εξής:
«Δίδασκαν καλόγεροι και παπάδες μισογραμματισμένοι κι αυτοί. Δίδασκαν νύχτα, με το κερί, πριν ξημερώσει ακόμα. Τα παιδιά διολίσθαιναν αθόρυβα στο σκοτάδι, να μην τους δει Τούρκος, κι ήταν χαρούμενα όταν είχε φεγγάρι – που το τραγουδούσαν. Έφταναν σ’ ένα γυμνό δωμάτιο σπιτιού, στο νάρθηκα μιας εκκλησιάς, σ’ ένα μπουντρούμι ανήλιαγο και υγρό… Κάθονταν διπλοπόδι στο χώμα ή στις πλάκες ή απάνω στις πέτρες, γύρω-γύρω. Με τ’ αυτί τους στημένο έξω μπας κι ορμήσει ο Αγαρηνός. Με τη ματιά τους στο μυστικό παραπόρτι, έτοιμοι να το σκάσουν, αν χρειαστεί… Και να παίζουν το κεφάλι τους για πέντε κολλυβογράμματα! Τι μάθαιναν; Την αλφαβήτα – για να διαβάζουν το ψαλτήρι. Βιβλία δεν είχαν. Η ανάγνωση γινόταν στ’ Οκταήχι. Ένας διάβαζε κ’ οι άλλοι του κρατούσαν το ίσο, κουνώντας ρυθμικά το κορμί τους μπρος πίσω και ψαλμωδώντας τους φθόγγους της εκκλησιαστικής μουσικής. Στη μέση στέκονταν ο δάσκαλος κρατώντας τη βέργα του “δίκην σκήπτρου”. Ήταν το σύμβολό του. Την άπλωνε και χτυπούσε μ’ αυτήν όπου έφτανε».
Δύο αξιόλογες μαρτυρίες
Βέβαια, πρόκειται για λογοτεχνική ανάπλαση, όμως ο Περάνθης, στη συνέχεια, προσάγει και δύο αξιόλογες μαρτυρίες για την κατάσταση της παιδείας στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας:
«Ο προτεστάντης ιεροκήρυκας Γκέρλαχ είδε στα 1572 τον γέρο Μαλαξό να δίνει μαθήματα στο σπίτι του. Ήταν σ’ ένα εξαθλιωμένο γυμνό δωμάτιο, όπου σε μια γωνιά κρέμονταν λίγα παστωμένα ψάρια ξερά· απ’ αυτά έπαιρνε και μαγείρευε, να ψευτοζήσει. Μόλις τα παιδιά έπαυαν να ψελλίζουν, έγραφε ο Αλέξανδρος Ελλάδιος στα 1714, τάστελναν στην κοντινότερη εκκλησιά, να μάθουν όσα σχετίζονταν με την πίστη τους […] Τα Κρυφά Σχολειά συνεχίζονται εκεί που οι τοπικοί πασάδες και μπέηδες μάχονται τους καλόγερους και τα γράμματα».
«Κρυφά Σχολειά» σ’ όλη την Ελλάδα
«Κρυφά Σχολειά» δεν λειτουργούσαν μόνο στην Ήπειρο, αλλά σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Στην περίφημη Μονή Προυσσού, στη Ρούμελη, διασώζεται ένα μικρό κτίριο που το ονομάζουν «Κρυφό Σχολειό» και λέγουν ότι δίδαξε σ’ αυτό ο εθνομάρτυρας Κοσμάς ο Αιτωλός. Πλουσιώτατη είναι η παράδοση για το «Κρυφό Σχολειό» στον Μοριά, στη Δημητσάνα, στη Μονή Φιλοσόφου κ.α.
«Το σχολείο της Μονής Φιλοσόφου», γράφει ο γυμνασιάρχης Β. Χαραλαμπόπουλος, «γνώρισε μεγάλη ακμή στα χρόνια της σκλαβιάς, όταν πια έκλεισαν τα άλλα σχολεία και το πνευματικό σκοτάδι σκέπασε τη χώρα μας. Τότε όσοι διψούσαν για μάθηση, έτρεχαν στα μοναστήρια και σε απόμερες περιοχές, στα λεγόμενα “Κρυφά Σχολειά”, όπου καλόγεροι και παπάδες μάθαιναν τα παιδιά γράμματα. Το παλαιό μοναστήρι του Φιλοσόφου βρίσκεται μέσα στην σπηλιά του βράχου και λέγεται από τον λαό “Κρυφό Σχολειό”, γιατί εκεί λειτούργησε το παλαιό σχολείο στα πρώτα χρόνια της σκλαβιάς. Βρίσκεται όμως σε μέρος εξαιρετικά απότομο και δυσκολοπέραστο και οι συνθήκες της ζωής σ’ αυτό ήταν πολύ δύσκολες» (περ. Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχ. 81, σελ. 113).
Γλωσσικές – αρχαιολογικές μαρτυρίες
Ενδιαφέρουσες γλωσσικές και αρχαιολογικές μαρτυρίες συγκεντρώνει για το «Κρυφό Σχολειό» ο Αθανάσιος Φ. Παπαγιάννης:
«Τοπωνύμια “Κρυφό Σχολειό”», γράφει, «υπάρχουν, εκτός από τη Μονή Φιλοσόφου, και στην Άνω Μονή Δίβρης (στην Ηλεία), στη Μονή Αγίων Αναργύρων (Λακωνίας), στη Μονή Αγίου Γεωργίου Φενεού (Κορινθίας) κ.α. Χαρακτηριστικό είναι ότι το “Κρυφό Σχολειό” “ήταν διαμέρισμα αθέατον, αποκεκομμένον από τον ναόν, προσιτόν με κινητήν κλίμακα μακρυά από τα μάτια του κατακτητού” ή “θολωτό κρυφό διαμέρισμα πάνω από τον νάρθηκα της Μονής, όπως στη Μονή Φενεού”. Στη Μονή Κηπιανών (Μαντινείας) ήταν σε θολωτό διαμέρισμα της καμάρας (Στοάς)» (Μαντινειακά Μοναστήρια, σελ. 378).
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι στην Κύπρο, τους παπάδες, όπως με πληροφορεί ο φίλος Κύπριος ιστορικός συγγραφέας Σπύρος Παπαγεωργίου, τους αποκαλούν «δάσκαλε!». Ο χαρακτηρισμός αυτός υπογραμμίζει κατά τον καλύτερο τρόπο τον ρόλο του ορθόδοξου παπά στα χρόνια της σκλαβιάς, που, δυστυχώς για την πολύπαθη ελληνική Μεγαλόνησο, ξαναγύρισε και πάλι σε μεγάλο τμήμα του εδάφους της.
«Κρυφό Σχολειό» και λογοτεχνία
Γύρω από το θέμα του «Κρυφού Σχολειού» πρέπει να αναφερθή ότι ο ποιητής Ι. Πολέμης και ο λογοτέχνης Άλκης Κ. Τροπαιάτης έχουν γράψει λογοτεχνικά έργα και ότι ο σημαντικώτατος Νεοέλληνας ζωγράφος Νικόλαος Γύζης έχει αφιερώσει το έργο του «Το κρυφό σχολειό», όπου ένα μοναχός διδάσκει τα Ελληνόπουλα. Σχετικό είναι και το «Ο μοναχός και το παιδί» του ίδιου ζωγράφου, όπου ο μοναχός κρατά στο χέρι του ένα φλυτζάνι καφέ και εξηγεί κάτι στο παιδί με τ’ ανοιγμένο βιβλίο στο σπίτι όπου βρέθηκε. Στη Μονή Πεντέλης, εξ άλλου, υπάρχει αναπαράσταση του «Κρυφού Σχολειού» στο Μουσείο του Ορθοδόξου Κλήρου και της Ελληνικής Παιδείας των χρόνων της Τουρκοκρατίας.
Συμπεράσματα
Από όσα παραπάνω εκθέσαμε προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα:
1. Τα κοινά σχολειά τα κρατούσαν ανεπίσημα μοναχοί είτε στα φανερά είτε στα κρυφά, όπου οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές. Αυτά ήταν τα «Κρυφά Σχολειά» της περιόδου της δουλείας.
2. Οι μοναχοί δεν ήταν μόνο δάσκαλοι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αλλά και ο σύνδεσμος των κρυπτοχριστιανών με την Εκκλησία.
3. Υπάρχει πλούσια τοπική παράδοση και πολλές μαρτυρίες τοπωνυμικές και αρχαιολογικές για τα «Κρυφά Σχολειά».
4. Η άρνηση του «Κρυφού Σχολειού» δεν βασίζεται σε τεκμήρια, αλλά σε εικασίες.
5. Η Εκκλησία γενικά είχε στα χέρια της την παιδεία, και την επίσημη και την ανεπίσημη. Στα μοναστήρια βρήκε καταφύγιο ο Ελληνισμός στα χρόνια της σκλαβιάς.
Λόγοι σεβασμού της ιστορικής αλήθειας, αλλά και της φιλολογικής δεοντολογίας, επιβάλλουν, για όλα αυτά, σε συλλογικά έργα, όπως η Ιστορία του Έλληνικού έθνους, να αποφεύγουν τους ατεκμηρίωτους δογματισμούς και να παραθέτουν όλες τις απόψεις.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΠ. Ε.: Η Πορεία του Γένους, «Οι Εκδόσεις των Φίλων», Αθήνα 1966, σσ. 76-77.
2. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ ΓΙΑΝΝΗ: «Κόψε με, αγά μου, ν’ αγιάσω», Πρωία, 5 Ιουνίου 1932.
3. ΓΟΥΔΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ: Βίοι παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, τόμος β΄, Παιδεία εν Αθήναις, εκ του Τυπογραφείου Χ. Ν. Φιλαδελφέως, 1870, σελ. κε΄ κ.εξ.
4. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ ΤΑΣΟΥ ΑΘ.: «Κρυφό Σχολειό», Παρνασσός, 4 (1962), σελ. 76 κ.εξ.
5. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ: Σχολή Δημητσάνης, Αθήναι 1962, σελ. 19 κ.εξ.
6. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ: Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή, τόμος α΄, Αθήναι 1966, σελ. 67 κ.εξ.
7. ΔΑΚΑΡΗ ΣΩΤ. Ι.: Το νησί των Ιωαννίνων, έκδοση Μουσείου Προεπαναστατικής περιόδου νήσου Ιωαννίνων, Αθήναι 1971, σελ. 22.
8. ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Ι΄, Αθήνα 1974.
9. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Ι. Ν.: Το Εικοσιένα και ο Σύγχρονος Ελληνισμός, «Οι Εκδόσεις των Φίλων», Αθήναι 1972, σελ. 57.
10. ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ: Η Ελληνική Επανάστασις, βραβείον Ακαδημίας Αθηνών, ε΄ έκδοσις εικονογραφημένη και βελτιωμένη, τόμος α΄, «Μέλισσα» 1967, σελ. 21.
11. ΚΟΛΟΒΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ Δ.: «Η παιδεία στα Τζουμέρκα από την Άλωση ώς τον Αλή πασά», Σκουφάς, τόμ. Ε΄, τεύχ. 42-43, 1976, σσ. 92-96.
12. ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ ΚΩΣΤΑ: Άπαντα, εκδόσεις Μιχ. Περάνθη και Γ. Βαλέτα.
13. ΜΗΛΙΩΡΗ ΝΙΚΟΥ Ε.: Οι Κρυπτοχριστιανοί, μελέτη, εκδόσεις «Ενώσεως Σμυρναίων», Αθήναι 1962.
14. ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ ΦΑΝΗ: Τα Γιάννενα κι η Νεοελληνική Αναγέννηση (1648-1820), Αθήνα 1930, σελ. 25.
15. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Φ.: Μαντινειακά Μοναστήρια, Αθήνα 1977, σελ. 216 κ.εξ.
16. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους.
17. ΠΕΡΑΝΘΗ ΜΙΧΑΗΛ: Ελληνική Πεζογραφία από την άλωση ώς σήμερα, τόμος α΄, σσ. 17-18.
18. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Β.: «Τα Κρυφά σχολειά της Μονής Φιλοσόφου», περ. Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 81, σελ. 113.
19. ΧΑΤΖΗΦΩΤΗ Ι. Μ.: Βυζάντιο και Εκκλησία, έκδοση Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1978.
20. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ: Η σχολή της Σύμης (1765-1821), Αθήνα 1978.