του Β. Βιλιάρδου, από το Άρδην τ. 88, Δεκέμβριος 2011-Φεβρουάριος 2012
Είναι ακατανόητο να αποδεχόμαστε τέτοιες ζημίες, όπως αυτές που έχουμε υποστεί μέχρι σήμερα – πόσο μάλλον όταν με τον εσωτερικό δανεισμό θα κερδίζαμε την εθνική μας κυριαρχία, την ελευθερία, την υπερηφάνεια, τον αυτοσεβασμό μας και την εμπιστοσύνη των αγορών
«Θέλουμε το καλό μας σαν λαός, αλλά δεν διακρίνουμε πάντα ποιο είναι αυτό το καλό. Ο λαός δεν μπορεί να διαφθαρεί ποτέ, αλλά συχνά μπορεί να ξεγελαστεί – τότε μόνο μοιάζει να θέλει αυτό που είναι κακό.
Υπάρχουν συχνά πολλές διαφορές ανάμεσα στη βούληση όλων και στη γενική βούληση. Η πρώτη έχει κατά νου μόνο το ατομικό συμφέρον και δεν είναι παρά ένα άθροισμα από ιδιοτελείς, ατομικές βουλήσεις. Αντίθετα, η γενική βούληση αποβλέπει πάντοτε στο ανιδιοτελές, κοινό συμφέρον.
Όταν αρχίσουν να δημιουργούνται χάσματα και ξεχωριστές ομάδες ανάμεσα στον λαό (κόμματα στη σημερινή εποχή), τότε η βούληση κάθε μίας από αυτές γίνεται γενική, σε σχέση με τα μέλη της, και ατομική, σε σχέση με το κράτος. Μπορούμε τότε να πούμε ότι δεν υπάρχουν τόσοι ψηφοφόροι όσοι είναι οι άνθρωποι, αλλά όσες είναι οι ομάδες – με αποτέλεσμα να κυριαρχεί η μεγαλύτερη, εκφράζοντας την ατομική, ιδιοτελή βούληση των μελών της και όχι τη γενική βούληση.
Δεν πρέπει λοιπόν να υπάρχουν ξεχωριστές ομάδες μέσα στο κράτος, για να μπορεί να εκφραστεί σωστά η γενική βούληση – με στόχο το κοινό καλό. Εάν όμως υπάρχουν, τότε πρέπει να αυξήσουμε τον αριθμό τους (καταδίκη του δικομματισμού;), για να παρεμποδίσουμε την ανισότητα, όπως έκανε ο Σόλωνας»
(Ζαν Ζακ Ρουσσώ)
Ανάλυση
Περίληψη: Η ανάγκη υιοθέτησης εθνικών ομολόγων, έστω και αργά, η οποία προϋποθέτει την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην πολιτική και τον έλεγχό της, οι ιδιαιτερότητές τους, οι τρεις διαφορετικές εστίες προβλημάτων της Ελλάδας, οι λύσεις για κάθε μία από αυτές, με ή χωρίς τη βοήθεια της ευρωζώνης, οι μεγάλες απειλές της συμφωνίας διαγραφής (PSI) με το βρετανικό δίκαιο, οι ενδογενείς ανισορροπίες της νομισματικής ένωσης, τα τεράστια προβλήματα του τραπεζικού συστήματος της ευρωζώνης και ορισμένες υποχρεώσεις μας.
Οι λύσεις στα οικονομικά προβλήματα κάθε είδους είναι σε άμεση σχέση με το χρονικό σημείο (timing) κατά το οποίο επιλέγονται, ενώ η Οικονομία δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί επιστήμη, εάν δεν βοηθούσε στην πρόβλεψη μελλοντικών κρίσεων – έτσι ώστε να λαμβάνονται έγκαιρα τα κατάλληλα μέτρα αντιμετώπισής τους, με τη βοήθεια περισσότερων του ενός εναλλακτικών σεναρίων.
Στα πλαίσια αυτά, η υιοθέτηση εθνικών ομολόγων εκ μέρους της Ελλάδας, όπως είχαμε προτείνει με άρθρο μας τον Οκτώβριο του 2009, θα είχε συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην αντιμετώπιση του προβλήματος του δημοσίου χρέους της, εάν είχε ληφθεί η απόφαση τότε –όταν είχαμε επισημάνει την κλιμάκωση της κρίσης, η οποία επισπεύσθηκε, μεταξύ άλλων, από τους εσφαλμένους χειρισμούς της «νεαρής» τότε κυβέρνησης. Η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία η αγορά ομολόγων εκ μέρους των Ελλήνων θα ήταν εις βάρος των καταθέσεων και επομένως των τραπεζών, έχει πλέον αποδειχθεί λανθασμένη – αφού η μείωση των τραπεζικών καταθέσεων σήμερα έχει ξεπεράσει τα 70 δισ. €, με τις περισσότερες από αυτές να έχουν κατευθυνθεί σε ιδρύματα άλλων κρατών, χωρίς να ωφελούν ούτε την Ελλάδα, ούτε τις τράπεζές της.
Εάν, δε, συνειδητοποιήσει κανείς ότι η χρηματοδότηση του ελληνικού δημοσίου από την τρόικα, η οποία μας υποχρέωσε σε καταστροφικά για την οικονομία μας υφεσιακά προγράμματα, δεν υπερβαίνει τα 70 δισ. € μέχρι σήμερα (Πίνακας Ι), όσα δηλαδή έχουν ήδη μεταναστεύσει στο εξωτερικό, θα κατανοήσει ότι, η μη υιοθέτηση των εθνικών ομολόγων ήταν τουλάχιστον ανόητη εκ μέρους μας – πόσο μάλλον όταν η εισβολή του ΔΝΤ κόστισε τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρωζώνη, τεράστια ποσά.
Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, το ΑΕΠ μας μειώθηκε σχεδόν κατά 15%, περιορίζοντας επικίνδυνα τα έσοδα του δημοσίου, οι μισθοί καταβαραθρώθηκαν, οι αξίες των ακινήτων ευρίσκονται σε ελεύθερη πτώση, το χρηματιστήριο επίσης, οι τράπεζές μας έχουν σχεδόν χρεοκοπήσει, η ανεργία αυξάνεται διαρκώς, χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν κλείσει, τα ασφαλιστικά ταμεία είναι στο χείλος της καταστροφής, τα ενοικιαστήρια πληθαίνουν καθημερινά στους δρόμους, ενώ έχουν συμβεί τόσο πολλά άλλα τα οποία, εάν θελήσει να αποτιμήσει κανείς σε χρήματα (παρούσες αξίες), θα ξεπεράσει εύκολα τα 700 δισ. € «κόστος» – έναντι του οποίου έχουμε λάβει λιγότερα από 70 δισ. € δανεικά από το ΔΝΤ και την ΕΕ!
Εντούτοις, έχουμε την άποψη ότι ποτέ δεν είναι πολύ αργά για ενέργειες, με βάση τις οποίες θα λύναμε μόνοι μας ορισμένα μέρη των προβλημάτων της χώρας μας – χωρίς να υποχρεωθούμε στη λεηλασία τόσο της δημόσιας, όσο και της ιδιωτικής μας περιουσίας, καθώς επίσης στη μετατροπή μας σε προτεκτοράτο της Γερμανίας.
Αν και ουσιαστικά λοιπόν προηγείται η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην πολιτική ηγεσία και ο έλεγχός της, όπως έχουμε τονίσει αρκετές φορές (γεγονός που δεν θα συμβεί ποτέ, όσο δεν συμμετέχουν ενεργά οι πολίτες στη διαχείριση των κρατικών θεμάτων, ψηφίζοντας οι ίδιοι τους σημαντικότερους νόμους- δημοψηφίσματα), έχουμε την άποψη ότι δεν υπάρχει πλέον ο απαιτούμενος χρόνος. Επομένως, θα πρέπει να επιδιωχθούν, παράλληλα, αφενός μεν η σταθεροποίηση των οικονομικών της χώρας, αφετέρου η εγκατάσταση μίας χρηστής πολιτικής ηγεσίας –με απώτερο στόχο την ενεργό συμμετοχή όλων των πολιτών στα κοινά, την οποία θα πρέπει να μας υποσχεθεί το οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα, το οποίο θα θελήσει να λάβει την ψήφο μας.
Από οικονομικής τώρα αποκλειστικά πλευράς (υπάρχει παράλληλα η κοινωνική, η πολιτισμική κ.λπ.), η Ελλάδα έχει τρεις εντελώς διαφορετικές εστίες προβλημάτων – οι οποίες, αν και αλληλένδετες μεταξύ τους, απαιτούν την υιοθέτηση διαφορετικών λύσεων:
ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ, ΤΟΚΟΙ ΚΑΙ ΔΟΣΕΙΣ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗΣ ΤΟΥ
Σε ένα χρέος ύψους περίπου 370 δισ. €, ο κάθε βαθμός του επιτοκίου είναι εξαιρετικά σημαντικός για μία χώρα, το ΑΕΠ της οποίας είναι κάτω των 220 δισ. € – πόσο μάλλον όταν εμφανίζει πρωτογενή (προ τόκων) ελλείμματα, ενώ είναι βυθισμένη για πέμπτο συνεχή χρόνο στην ύφεση. Κάθε 1% επιτόκιο κοστίζει στη χώρα μας το ποσόν των 3,7 δισ. € ετήσια (όσο δηλαδή η αμοιβή 370.000 εργαζομένων, με μέσο ετήσιο μισθό 10.000 €) – ενώ, με σταθερά τα υπόλοιπα μεγέθη, το επιτόκιο πρέπει να είναι χαμηλότερο από τον ρυθμό ανάπτυξης.
Όταν μία χώρα λοιπόν ευρίσκεται σε ύφεση, τα επιτόκια δανεισμού της οφείλουν να είναι τουλάχιστον μηδενικά – αφού δεν μπορούν να είναι άμεσα αρνητικά, αλλά έμμεσα, εάν ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος (όχι βέβαια ο προερχόμενος από την αυξημένη φορολογία, όπως αυτός σήμερα στην Ελλάδα, ο οποίος διατηρεί υψηλές τις τιμές των προϊόντων, παρά τη μειωμένη ζήτηση). Επομένως, η χώρα μας οφείλει να αναζητήσει λύσεις χρηματοδότησης του χρέους της, εάν είναι δυνατόν, με μηδενικά επιτόκια.
Από την άλλη πλευρά, επειδή η Ελλάδα έχει ακόμη πρωτογενή ελλείμματα, είναι αδύνατον να εξοφλεί τις υποχρεώσεις της – αφού το σύνολο των δημοσίων εσόδων της δεν φθάνει για την κάλυψη των δαπανών της. Επομένως, πρέπει να επιμηκύνει τον χρόνο αποπληρωμής του χρέους της – με την προοπτική της εξυπηρέτησης των δόσεων στο μέλλον, μετά από την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων.
Εάν τώρα η διεθνής κοινότητα (ΔΝΤ) ή/και οι ευρωπαίοι «εταίροι» της δεν είναι σε θέση ή δεν θέλουν να της εξασφαλίσουν αυτές τις (απολύτως απαραίτητες) προϋποθέσεις, τότε η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να προβεί
(α) είτε στη διαγραφή μέρους του χρέους της – ουσιαστικά σε σκληρή, μη ελεγχόμενη χρεοκοπία,
(β) είτε στην αναβολή της πληρωμής των δόσεων για το χρέος της – με ή χωρίς τη συμφωνία των πιστωτών της,
(γ) είτε στον εσωτερικό δανεισμό – στην έκδοση δηλαδή εθνικών ομολόγων, τα οποία θα αγόραζαν οι πολίτες, οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις της,
(δ) είτε στον συνδυασμό όλων ή μέρους των παραπάνω – έτσι ώστε να μοιρασθεί το βάρος σε περισσότερους αποδέκτες.
Στα πλαίσια αυτά, παρά το ότι είναι σχετικά αργά, αφού έχει ήδη μεταναστεύσει ένα μεγάλο μέρος των καταθέσεων των Ελλήνων στο εξωτερικό, έχουμε την άποψη ότι είναι ακόμη δυνατή η έκδοση εθνικών ομολόγων – με κύριο μειονέκτημα την έλλειψη της εμπιστοσύνης των πολιτών στην Πολιτεία, για την οποία θα έπρεπε να γίνουν αμέσως ενέργειες αποκατάστασής της. Μερικά δε από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτών των ομολόγων θα ήταν τα εξής:
(1) Μέσω της έκδοσής τους θα μπορούσε να αναχρηματοδοτηθεί μακροπρόθεσμα το δημόσιο χρέος μας, το οποίο αποτελεί αναμφίβολα το μεγαλύτερο εμπόδιο στις προσπάθειες ανάκαμψης της οικονομίας μας. Τα ομόλογα αυτά είναι δυνατόν να αγορασθούν από εκείνους τους Έλληνες οι οποίοι διαθέτουν καταθέσεις στις τράπεζες του εσωτερικού (υπολογίζονται περί τα 170 δισ. €), καθώς επίσης από αυτούς που διαθέτουν καταθέσεις στο εξωτερικό, είτε διαμένουν εντός της Ελλάδας, είτε είναι υπήκοοι άλλων χωρών.
Περί τα 10 εκ. Έλληνες διαμένουν στο εξωτερικό οι οποίοι, κατά την άποψή μας, θα ήταν πρόθυμοι να συμβάλουν στη διάσωση της χώρας τους – πόσο μάλλον όταν και οι ίδιοι επωφελούνται πολλαπλά (αρκεί βέβαια να εμπιστευθούν την κυβέρνηση και τον λαό της).
(2) To επιτόκιό τους θα έπρεπε να είναι μηδενικό, για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η Ελλάδα θα ευρίσκεται σε ύφεση – ενώ θα πρέπει να αναπροσαρμόζεται αργότερα αυτόματα, ανάλογα με τον ρυθμό ανάπτυξης. Ακόμη όμως και να υποθέσουμε ότι το επιτόκιο έκδοσής τους θα τοποθετούνταν στο 5% (όσο περίπου πληρώνει η χώρα μας), ένα μεγάλο μέρος του ποσού των τόκων θα κατευθυνόταν στα ελληνικά νοικοκυριά και κατ’ επέκταση στη εσωτερική κατανάλωση.
Το γεγονός αυτό θα συνέβαλλε με τη σειρά του στην αναθέρμανση της οικονομίας μας (μείωση της ανεργίας κ.λπ.), περιορίζοντας αισθητά τα μέτρα λιτότητας, τα οποία έχει λάβει η κυβέρνηση (διττή ωφέλεια). Επίσης, στην εκδίωξη των μπράβων των τοκογλύφων από την πατρίδα μας – κάτι που χρειάζεται πράξεις και χρήματα (όχι κενά λόγια και παθητικές κραυγές).
(3) Τα εθνικά ομόλογα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τους ιδιοκτήτες τους σαν εγγύηση για τη λήψη μελλοντικών δανείων από τις τράπεζες (στην περίπτωση που θα ήταν βέβαια επιθυμητό – κανείς δεν μπορεί να προϋπολογίσει με ασφάλεια τις μετέπειτα οικονομικές ανάγκες του). Ίσως εδώ θα ήταν απαραίτητη μία ιδιαίτερη συμφωνία της κυβέρνησης με τις τράπεζες, έτσι ώστε τα δάνεια με την παροχή των εθνικών ομολόγων, σαν εγγύηση έγκρισής τους, να επιβαρύνονται με τόκους χαμηλότερους του 5%.
(4) Οι τράπεζες θα μπορούσαν με τη σειρά τους να χρηματοδοτηθούν περαιτέρω, εκχωρώντας τα διάφορα δάνειά τους με την εγγύηση των εθνικών ομολόγων σε τρίτους επενδυτές – έτσι όπως ανέκαθεν συνηθίζουν με τα στεγαστικά ή άλλης ποιότητας δάνεια τους.
ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΑ
Εδώ απαιτείται μείωση των περιττών δαπανών του δημοσίου (η μη οριζόντια, φυσικά, μείωση των μισθών των ΔΥ και η αύξηση της παραγωγικότητάς τους είναι προτιμότερη από τις απολύσεις, για όσο τουλάχιστον χρονικό διάστημα δεν υπάρχουν θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα – κάθε 1% ανεργίας κοστίζει περί τα 400 εκ. € στο δημόσιο) και αύξηση των εσόδων του. Φυσικά, όχι μέσω των υψηλότερων φορολογικών συντελεστών, οι οποίοι εντείνουν την ύφεση και μειώνουν τα έσοδα, λόγω περιορισμού του ΑΕΠ (χρεοκοπία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ανεργία κ.λπ.), αλλά με τη βοήθεια των επενδύσεων και της ανάπτυξης.
Στα πλαίσια αυτά, θα έπρεπε να μας βοηθήσει η ευρωζώνη – αφενός μεν με παραγωγικές επενδύσεις των πλεονασματικών χωρών της (σχέδιο τύπου Μάρσαλ), αφετέρου με το άνοιγμα των αγορών της για τα ελληνικά προϊόντα – πόσο μάλλον αφού δεν έχουμε τη δυνατότητα άσκησης νομισματικής πολιτικής, ως κράτος -μέλος της ευρωζώνης (αδυναμία μείωσης των επιτοκίων, περιορισμού των φόρων, αύξησης των δημοσίων επενδύσεων, μεγέθυνσης της ποσότητας χρήματος, ελεγχόμενος πληθωρισμός κ.λπ.). Αυτό θα έλυνε ταυτόχρονα και το τρίτο μεγάλο μας πρόβλημα που ακολουθεί, το σημαντικότερο ίσως όλων:
ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΙΣΟΖΥΓΙΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ
Εδώ συμπεριλαμβάνεται και το εμπορικό μας ισοζύγιο, όπου δυστυχώς οι εισαγωγές μας είναι κατά πολύ μεγαλύτερες των εξαγωγών – γεγονός που προήλθε από την αποβιομηχάνιση της Ελλάδας, κυρίως τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Στα πλαίσια αυτά, υπενθυμίζουμε ξανά τα λόγια του Κέινς (πριν από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο), από παλαιότερο άρθρο μας (Δημόσιο Χρέος: Μήπως θα πρέπει κάποτε να μας εξοφλήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση τις υποχρεώσεις της, επιτρέποντάς μας να εξοφλήσουμε σωστά τις δικές μας;)
«Απαιτήθηκαν 160 δισ. γερμανικά μάρκα για αποζημιώσεις πολέμου. Η δυνατότητα της Γερμανίας να πληρώσει 160 δισ. ή, έστω, 100 δισ., είναι ανύπαρκτη – δεν βρίσκεται δηλαδή εντός των πλαισίων του εφικτού, με βάση έναν λογικό υπολογισμό. Αυτοί οι οποίοι πιστεύουν ότι θα μπορούσε η Γερμανία να πληρώνει κάθε χρόνο πολλά δισ. μάρκα για να εξοφλήσει, θα έπρεπε να μας εξηγήσουν μέσω ποιων ακριβώς εμπορευμάτων θα ακολουθούσαν αυτές οι πληρωμές κατά τη γνώμη τους και σε ποιες ακριβώς Αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα.
Μέχρι να μπορέσουν να εκφραστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια και να τεκμηριώσουν αντικειμενικά τις αποφάσεις τους, απαιτώντας πράγματα που είναι δυνατόν να επιτευχθούν, δεν μπορούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μας».
Εδώ συμπληρώσαμε εμείς τα εξής: «Κατ’ επέκταση, αν και όχι κατ’ αναλογία, η ερώτηση που οφείλουμε να θέσουμε σε σχέση με τη χώρα μας και στην οποία θα πρέπει να απαντήσει η Ευρώπη, εάν δεν θέλουμε να αναλωνόμαστε συνεχώς στην περιγραφή προβλημάτων ή θεωρητικών λύσεων, αλλά στις δυνατότητες πρακτικής επίλυσής τους, είναι κατά κάποιον τρόπο αυτή που έκανε τότε ο Κέινς:
Μέσω της πώλησης ποιων ακριβώς εμπορευμάτων θα μπορέσουμε να μειώσουμε το χρέος και τα ελλείμματά μας, καθώς επίσης σε ποιες ακριβώς αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα; Εμείς θέλουμε να δουλέψουμε παραγωγικά, δεν είμαστε οκνηροί, δεν θέλουμε να χρωστάμε και δεν θέλουμε να είμαστε υπόλογοι σε κανέναν. Πώς να το κάνουμε όμως πρακτικά, όταν μας έχουν αφαιρεθεί όλα τα εργαλεία χειρισμού της οικονομίας μας, ενώ ταυτόχρονα αποκλειόμαστε από όλες τις αγορές του εξωτερικού, σιγά σιγά και από αυτές της ίδιας μας της χώρας;
Εάν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας δεν μας εξασφαλίζουν τις αγορές τους για τα προϊόντα μας, αυξάνοντας το ΑΕΠ μας (οπότε θα μπορούσε να μειωθεί αναλογικά το χρέος μας), μας αποκλείουν σταδιακά από τις δικές μας (Lidl, Aldi, Makro, Media Markt, Vinci, Hochtief, Carrefour, Unilever, αεροδρόμια, λιμάνια, τηλεπικοινωνίες κ.λπ.), μειώνουν τα φορολογικά μας έσοδα με τη φοροαποφυγή των πολυεθνικών τους, δεν στέλνουν τους πολίτες τους να κάνουν διακοπές στην Ελλάδα, δεν χρησιμοποιούν τη ναυτιλία μας για τις μεταφορές τους, δεν κάνουν ευρύτερα χρήση του τομέα των υπηρεσιών μας (75% του ΑΕΠ), δεν επενδύουν εδώ σε παραγωγικές μονάδες για να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά μας, αλλά μόνο εκμεταλλεύονται τις καταναλωτικές μας επιδόσεις, δεν προστατεύουν ενεργά (με δικό τους πολεμικό εξοπλισμό) τα σύνορά μας, δεν μας προσφέρουν χαμηλά επιτόκια και δεν ενδιαφέρονται για την επίλυση των προβλημάτων μας, για τι ακριβώς τους χρειαζόμαστε;»
ΣΥΝ ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΧΕΙΡΑ ΚΙΝΕΙ
Φυσικά η εξόφληση των γερμανικών επανορθώσεων, έστω σε 40 ετήσιες δόσεις, όπως αυτές που εμείς απαιτούμε για την αποπληρωμή του χρέους μας, θα ήταν εξαιρετικά ωφέλιμη –ενώ η συμμετοχή μας στη χρηματοδότηση του δημοσίου χρέους μας, μέσω της έκδοσης και αγοράς εθνικών ομολόγων, θα λειτουργούσε υπέρ της χώρας μας (συν Αθηνά και χείρα κίνει).
Πρέπει άλλωστε να πείσουμε ότι θέλουμε να αποπληρώσουμε τα χρέη μας, εάν μας εξασφαλισθούν οι προοπτικές, και ότι δεν επιθυμούμε απλώς και μόνο να αποφύγουμε πονηρά την τήρηση των υποχρεώσεων μας. Αν και αμφιβάλλουμε λοιπόν ότι θα μπορούσε ποτέ να επιτραπεί η χρεοκοπία της Ελλάδας (δύσκολα θα πιστεύαμε κάτι τέτοιο, αφού θα ήταν σαν να πέθαινε ο πρωταγωνιστής ενός κινηματογραφικού έργου στη μέση της παράστασης), εμείς οφείλουμε να ενεργήσουμε με στόχο την αποφυγή της – όσο και αν μας κοστίσει.
Ολοκληρώνοντας, ίσως πρέπει να προσθέσουμε εδώ κάτι που μας έκανε εντύπωση, στα πλαίσια μίας πρόσφατης συζήτησης με έναν Ελληνοαμερικανό καθηγητή Οικονομικών. Ο συνάδελφός μας ισχυρίσθηκε έμμεσα ότι, επειδή έχει ορκισθεί στο αμερικανικό Σύνταγμα, είναι υποχρεωμένος να υποστηρίζει πριν από κάθε άλλο τις Η.Π.Α. – επομένως, να εξυπηρετεί πρώτα τα αμερικάνικα συμφέροντα και μετά τα ελληνικά, όπως συμπεράναμε εμείς.
Το γεγονός αυτό, εφόσον ισχύει φυσικά, μας δημιούργησε απορίες σχετικά με τις προτεραιότητες των πολιτικών ηγετών μας – γνωρίζοντας ότι αρκετοί από αυτούς έχουν αμερικανική παιδεία. Πολύ περισσότερο όταν εξετάσαμε από τη συγκεκριμένη σκοπιά την τυφλή αφοσίωσή τους στα καταστροφικά μνημόνια του ΔΝΤ – καθώς επίσης την αποδοχή της πύρρειου χρεοκοπίας της Ελλάδας. Θυμηθήκαμε δε ότι τα παιδιά του Σικάγου συνήθιζαν πάντοτε να διορίζουν στις κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής, και άλλων περιοχών του πλανήτη, εκείνους τους πολίτες τους οι οποίοι είχαν σπουδάσει στις Η.Π.Α. –έχοντας υποστεί την καθιερωμένη πλύση εγκεφάλου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οφείλουμε να βρούμε σήμερα τις λύσεις για όλα μας τα προβλήματα, πριν ακόμη υπογραφεί η δεσμευτική συμφωνία με τους πιστωτές μας, στη βάση του βρετανικού δικαίου – τα σημαντικότερα μειονεκτήματα του οποίου είναι:
(α) η ανεύθυνη παράδοση της εθνικής μας κυριαρχίας στους δανειστές μας, με καταστροφικά αποτελέσματα για το μέλλον της Ελλάδας, καθώς επίσης,
(β) η αδυναμία επιστροφής στο εθνικό μας νόμισμα, εάν και εφόσον το αποφασίσουμε μόνοι μας (κανείς δεν μπορεί να μας το επιβάλει) – πόσο μάλλον εάν διαλυθεί η ευρωζώνη.
Η αδυναμία αυτή θα ήταν φυσικά καταστροφική, αφού δεν θα μπορούσαμε πλέον να μετατρέψουμε το χρέος μας από ευρώ στο εθνικό νόμισμα, το οποίο τυχόν θα υιοθετούσαμε – οπότε η Ελλάδα θα χρεοκοπούσε. Αν και ήμαστε λοιπόν ανέκαθεν υπέρ της παραμονής μας στην ευρωζώνη, δεν μπορούμε, δυστυχώς, να είμαστε σίγουροι ούτε για το ότι η Κομισιόν θα μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε τα προβλήματά μας, ούτε για τη μη διάλυση της νομισματικής ένωσης (όπως έχουμε αναλύσει πρόσφατα στο Σενάρια και Στρατηγικές).
Πολύ περισσότερο, όταν το ΔΝΤ θέλει να επιβάλει τις ίδιες λύσεις, την ίδια συνταγή δηλαδή, σε χώρες με εντελώς διαφορετικά προβλήματα, χωρίς να έχει καμία απολύτως εμπειρία (για πρώτη φορά δραστηριοποιείται το ΔΝΤ σε μία νομισματική ένωση και σε ανεπτυγμένες χώρες).
Για παράδειγμα, η Ελλάδα έχει (είχε καλύτερα, πριν από την εισβολή του ΔΝΤ) έναν υγιέστατο ιδιωτικό τομέα, ελάχιστα χρεωμένο, καθώς επίσης μεγάλη ακίνητη περιουσία και τεράστιο υπόγειο πλούτο – ενώ αντιμετωπίζει προβλήματα σχεδόν αποκλειστικά και μόνο στον δημόσιο τομέα (ανύπαρκτο ή/και δυσλειτουργικό επιχειρηματικό πλαίσιο, αδιαφάνεια, διαφθορά, φορολογικό σύστημα κ.λπ.). Ουσιαστικά, λοιπόν, πρόκειται για μία πολύ πλούσια επιχείρηση, με μεγάλη, ανεκμετάλλευτη ακίνητη περιουσία – η οποία όμως λειτουργεί ζημιογόνα, λόγω της ανεπαρκούς, της ανίκανης, καλύτερα, ηγεσίας της (management).
Αντίθετα, η Ιρλανδία έχει θετικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, αλλά πολύ μεγάλο συνολικό χρέος (περί το 1.200% του ΑΕΠ της, έναντι 330% της Ελλάδας), καθώς επίσης προβλήματα τραπεζών. Η Ισπανία έχει περιορισμένο δημόσιο χρέος (περί το 70% του ΑΕΠ της), αλλά υψηλή ανεργία, υπερχρέωση των δήμων της και φούσκα ακινήτων, ενώ η Πορτογαλία έχει μηδενική σχεδόν ανάπτυξη τα τελευταία δέκα χρόνια.
Είναι αδύνατον λοιπόν να εφαρμόσει κανείς την ίδια συνταγή σε όλους (είναι σαν να προτείνει το ίδιο μέγεθος κοστούμι για ψηλούς, κοντούς, αδύνατους, χονδρούς κ.λπ.), όπως είναι επίσης αδύνατον να λειτουργήσει με μία κοινή νομισματική πολιτική για όλους η ΕΚΤ – αφού, για παράδειγμα, το βασικό επιτόκιό της για τη Γερμανία θα έπρεπε να είναι κατά πολύ υψηλότερο, από αυτό για την Ιταλία. Εκτός αυτού, φαίνεται να καταπολεμάται η λάθος κρίση, η οποία δεν είναι μία απλή κρίση χρέους, αλλά
(α) αφενός μεν μία κρίση μη ισορροπημένης κατανομής ελλειμμάτων-πλεονασμάτων (αποταμιεύσεων-επενδύσεων) εντός της ευρωζώνης, αλλά και στον πλανήτη (ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση)
(β) αφετέρου μία κρίση τραπεζών – όπου το τραπεζικό σύστημα των χωρών της Ευρωζώνης νοσεί σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό, όπως φαίνεται από τον Πίνακα ΙΙ που ακολουθεί:
Η διαφορά μεταξύ λογιστικής και χρηματιστηριακής αξίας των τραπεζών είναι ένας δείκτης ο οποίος εμφανίζει τα προβλήματα των τραπεζών – όπου συμπεραίνεται ότι η θέση τους είναι τουλάχιστον τόσο άσχημη, όσο και το 2008. Οι δέκα μεγάλες τράπεζες της Ευρωζώνης διαπραγματεύονται κατά μέσον όρο στο 41% της λογιστικής τους αξίας – γεγονός που σημαίνει ότι οι αγορές πιθανολογούν πως χρειάζονται διαγραφές απαιτήσεων ύψους 59% των κεφαλαίων τους ή 346,3 δισ. €.
Για παράδειγμα, επειδή η κεφαλαιοποίηση (χρηματιστηριακή αξία) της ιταλικής Unicredit είναι 16,9 δισ. €, ενώ η λογιστική της αξία 130 δισ. €, η διαφορά μεταξύ τους (113,1 δισ. €) σημαίνει ότι οι «αγορές» υπολογίζουν πως πρέπει να διαγράψει (αποσβέσει) από τον ισολογισμό της τα 113,1 δισ. € -οπότε θα πρέπει να εξασφαλίσει ανάλογα νέα κεφάλαια.
Εάν θεωρήσουμε λοιπόν (αυθαίρετα φυσικά) ότι ο δείκτης αυτός είναι ο ίδιος για όλες τις τράπεζες της ευρωζώνης, τότε οι ανάγκες ανακεφαλαίωσής τους υπολογίζονται στα 935 δισ. € ή στο 10% του ΑΕΠ της ευρωζώνης – ένα ποσόν κατά πολύ υψηλότερο από αυτό που ανακοίνωσε τόσο η ΕΕ (130 δισ. €), όσο και το ΔΝΤ (200 δισ. €).
Όταν σε όλα αυτά τώρα συμπεριλάβουμε την αύξηση του ισολογισμού της ΕΚΤ από 1,1 τρις € το 2007 στα περίπου 2,8 τρις € σήμερα (με ίδια κεφάλαια μόλις 10 δισ. €), την έκθεσή της σε ομόλογα των χωρών του Νότου, σε εγγυήσεις αδύναμων τραπεζών, καθώς επίσης τα προβλήματα του Target II, τότε η κατάσταση είναι τουλάχιστον εκρηκτική – ειδικά για τη Γερμανία, η οποία είναι εκτεθειμένη, μέσω της Bundesbank, κατά 500 δισ. € στο ευρωσύστημα (η ΕΚΤ χρωστάει στην Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας 500 δισ. € όταν, για παράδειγμα, η ΤτΕ χρωστάει 101 δισ. € στην ΕΚΤ).
Από την άλλη πλευρά τώρα, οι αγορές απαιτούν, πολύ σωστά, καθαρές, βιώσιμες λύσεις (πολιτική ένωση ή διάλυση της Ευρωζώνης), τις οποίες όμως δεν είναι διατεθειμένα να αποδεχθούν τα κράτη – κυρίως λόγω ανεπαρκούς πολιτικής ηγεσίας, κομματικοκρατίας, έλλειψης αλληλεγγύης, εθνικισμού κ.λπ.
Επομένως, ακόμη και αν εμείς δεν αποφασίσουμε ποτέ να υιοθετήσουμε το εθνικό μας νόμισμα, ενώ κανένας δεν μπορεί να μας υποχρεώσει, οφείλουμε να είμαστε έτοιμοι για το εξαιρετικά πιθανό ενδεχόμενο της διάλυσης της ευρωζώνης – ξεκινώντας από τη χρηματοδότηση του δημοσίου χρέους μας, με δικά μας μέσα (έστω ενός μέρους του, φυσικά χωρίς να επιβαρυνόμαστε με τοκογλυφικά επιτόκια, από τα δάνεια των «εταίρων» μας).
Είναι άλλωστε ακατανόητο να αποδεχόμαστε τέτοιες ζημίες, όπως αυτές που έχουμε υποστεί όλοι μας μέχρι σήμερα (διασυρμός, πλήρης υποταγή στους δανειστές μας, εισαγωγές των εταιρειών μας με προκαταβολικές πληρωμές, εγκληματικά μνημόνια χρεοκοπίας, απώλεια αξιών άνω των 700 δισ. € από την υποτίμηση των ακινήτων, των εταιρειών του δημοσίου κ.λπ.), απλά και μόνο για να μη διαθέσουμε/δανείσουμε το κράτος μας με περίπου 40 δισ. € το 2012, καθώς επίσης με αυτά που απαιτούνται για κάποια επόμενα έτη –πόσο μάλλον όταν έτσι θα κερδίσουμε αφενός μεν την εθνική μας κυριαρχία, αφετέρου την εμπιστοσύνη τόσο της Ευρωζώνης, όσο και των αγορών.
Δυστυχώς, βέβαια, υπάρχει ένα σημαντικότατο εμπόδιο σε μία τέτοια πρωτοβουλία: η ανεπάρκεια και η διαφθορά του δημοσίου στη χώρα μας, το οποίο εύλογα απωθεί όλους όσοι θα ήθελαν και θα μπορούσαν να συμβάλουν στη χρηματοδότηση των χρεών της Ελλάδας. Οφείλουμε λοιπόν να αγωνισθούμε για την εύρεση μίας αποτελεσματικής λύσης, έτσι ώστε να διευκολυνθούν τέτοιου είδους προσπάθειες. Η Ελλάδα είναι μία πάμπλουτη, πολλαπλά προικισμένη χώρα, ένας παράδεισος καλύτερα, ο οποίος πρέπει φυσικά να προστατεύεται από όλους τους πολίτες της – να μην εγκαταλείπεται δηλαδή στην καλή θέληση, στην τύχη ή/και στις ιδιοτελείς διαθέσεις κανενός.
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
Αθήνα, 22. Ιανουαρίου 2012
viliardos@kbanalysis.com