του Γ. Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 104, Μάρτιος-Μάιος 2016
Σύσσωμη η Αριστερά συνεχίζει, ακόμη και σήμερα, να θεωρεί το ψευδεπίγραφο ΟΧΙ του δημοψηφίσματος ως «έκφραση του αντιστασιακού ήθους των Ελλήνων», αρνούμενη να κατανοήσει πως σε αυτό συμπυκνωνόταν όλο το σύστημα της μεταπολιτευτικής εξαπάτησης. Μια ευημερία και ένα κοινωνικό κράτος οικοδομημένα πάνω στον παρασιτισμό και ένας λαός που είχε ξεμάθει να παράγει –ακόμα και οι λίγοι εργάτες στα εργοστάσια έχουν αντικατασταθεί σε μεγάλη κλίμακα από Αλβανούς και Πακιστανούς– δεν ήταν και δεν είναι ικανά για μια πραγματική ανατροπή.
Τωόντι, αν το ΟΧΙ δεν ήταν ψευδεπίγραφο και ψευδοαγωνιστικό, αυτό θα σήμαινε πως η ελληνική Αριστερά και ο ελληνικός λαός θα ήταν έτοιμοι για μια επαναστατική ανατροπή, όπου κι αν τους οδηγούσε αυτή. Όμως, οι Έλληνες στην πλειοψηφία τους και μαζί τους η ύστερη μεταπολιτευτική Αριστερά δεν εκφράζονται από τον Κουτσούμπα ή τον Λαφαζάνη, φιγούρες που έρχονται από το ιστορικό παρελθόν της, αλλά από τον Αλέξη Τσίπρα. Πρόκειται για μια Αριστερά των ψευδοαγώνων, τύπου καταλήψεων στα πανεπιστήμια και τα σχολειά, που στην πραγματικότητα γίνονταν χωρίς αντιπάλους και χωρίς κόστος, μια Αριστερά των μπαρ και των ουζάδικων, της οποίας το φαντασιακό είναι βαθύτατα διαποτισμένο από τις αξίες της Δύσης και της κατανάλωσης. Η ελληνική Αριστερά, αλλά και ο ελληνικός λαός, σαράντα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, έχουν εμποτιστεί βαθύτατα από τις αξίες της Δύσης, και μάλιστα με παρασιτικό τρόπο, και σε καμία περίπτωση δεν ήταν διατεθειμένοι να τις εγκαταλείψουν. Από το ευρώ και την ευρωζώνη θα φύγουν μόνο αν τους διώξει ο Σόιμπλε! Έστω κι αν αρέσκονται στις ιερεμιάδες του Καζάκη.
Διότι αν οι Έλληνες και η Αριστερά, στην πλειοψηφία τους, διαπνέονταν από ένα αντιστασιακό ήθος, ικανό να ανατρέψει τα μνημόνια και την αποικιοποίηση της χώρας, αυτό δεν θα το εξέφραζαν ψευδεπίγραφα, σε ένα χωρίς νόημα δημοψήφισμα, αλλά θα είχαν αντιμετωπίσει στοιχειωδώς την κατοχή της Κύπρου και τις τουρκικές προκλήσεις επί σαράντα χρόνια ή, τουλάχιστον, θα είχαν απορρίψει την ΟΝΕ ή, ακόμα περισσότερο, δεν θα είχαν αναδείξει το δίδυμο Τσίπρα-Καμμένου στην εξουσία. Το αντιστασιακό ΟΧΙ του δημοψηφίσματος συνιστούσε μια «γιαλαντζί» αντίσταση και αυτό κατεδείχθη περίτρανα στη συνέχεια: Η «κυβίστηση» που ακολούθησε ήταν οργανικό κομμάτι αυτού του «υπερήφανου» ΟΧΙ και όχι αντιστροφή του και την πραγματοποίησαν εν τέλει και οι ίδιοι οι Έλληνες ψηφοφόροι μαζί με τον Τσίπρα. Γι’ αυτό και στις εκλογές που ακολούθησαν τον ξαναψήφισαν. Όχι παρά τη μεταστροφή του, αλλά ακριβώς διότι την πραγματοποίησε. Όσοι δεν τον ακολούθησαν, ο Λαφαζάνης και η Κωνσταντοπούλου, έμειναν εκτός Βουλής, διότι αυτή η μεταστροφή εξέφραζε τη βαθύτερη ουσία αυτής της ελληνικής Αριστεράς στις συνθήκες της μεταπολίτευσης.
Παρότι, λοιπόν, επανειλημμένα μέχρι σήμερα, έχουμε αναφερθεί στον ψευδεπίγραφο χαρακτήρα του δημοψηφίσματος, και ως ΑΡΔΗΝ καλούσαμε από την πρώτη στιγμή σε αποχή, αξίζει να το διευκρινίσουμε και πάλι αναλυτικότερα. Κατ’ αρχάς, το ψευδεπίγραφο του θέματος βρίσκεται στην ίδια την αφετηρία του και τις καταστροφικές συνέπειες που προκλήθηκαν άμα τη εξαγγελία του. Όταν καλούμεθα να απαντήσουμε με ένα ΝΑΙ ή ένα ΟΧΙ στο εάν συμφωνούμε με τις συγκεκριμένες προτάσεις του Γιουνκέρ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ήδη τα ζάρια έχουν νοθευτεί από τον τρόπο που τίθεται το ερώτημα.
Προφανώς, λοιπόν, η πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού –τουλάχιστον όσων αποφάσισαν να ψηφίσουν– ένιωθε υποχρέωση να αποφανθεί με ένα ΟΧΙ. Μόνο που αυτό το δημοψήφισμα, στην πραγματικότητα, ενείχε ένα δεύτερο δίλημμα: τι άραγε πρόκειται να κάνουμε με την ΕΕ και το ευρώ; Δίλημμα το οποίο δίχασε βαθύτατα και συχνά αναίτια όλους τους Έλληνες και προετοίμασε –σχεδόν μαθηματικά βέβαια– την κυβίστηση που ακολούθησε.
Διότι, βέβαια, η κήρυξή του οδήγησε στο κλείσιμο των τραπεζών και στα κάπιταλ κοντρόλ, προϊδεάζοντας τους Έλληνες για όσα έμελλαν να επισυμβούν στη συνέχεια.
Ακριβώς δε διότι το ίδιο το ερώτημα ήταν ψευδεπίγραφο, ένα σημαντικό ποσοστό Ελλήνων οδηγήθηκε στην υπερψήφιση του ΝΑΙ, μπροστά στον κίνδυνο εξόδου από την ευρωζώνη. Διότι η πλειοψηφία του 38%, του ΝΑΙ, προφανώς δεν επικροτούσε το σχέδιο Γιουνκέρ ούτε ήθελε την εφαρμογή του νέου μνημονίου.
Αλλά και η πλειοψηφία όσων ψήφισαν ΟΧΙ δεν επιθυμούσαν την έξοδο από την Ευρωζώνη. Μέσω του δημοψηφίσματος είχαν προετοιμαστεί ιδεολογικά και ψυχολογικά για να αποδεχτούν την «τούμπα» του Τσίπρα, τρομοκρατημένοι και από τους κεφαλαιακούς ελέγχους στις τράπεζες, δεδομένου πως, «στις 17 ώρες των Βρυξελλών», το δίλημμα είχε πλέον μετατεθεί στο «παραμονή ή όχι στην Ευρωζώνη».
Έτσι, μέσα από μια κορύφωση του αντιμνημονιακού αισθήματος, η οποία ενορχηστρώθηκε σε ψευδεπίγραφη βάση, καταλήξαμε ανεπαισθήτως και ασυναίσθητα στον ενταφιασμό του αντιμνημονιακού κινήματος.
Επιπροσθέτως, οι συνθήκες της οιονεί εμφύλιας σύρραξης, που προκλήθηκε από τη σύγκρουση μεταξύ του ΝΑΙ και του ΟΧΙ, είχαν ως αποτέλεσμα τη… διατήρηση του Τσίπρα στην εξουσία και την επανεκλογή του. Καθόσον μετέβαλε αυτό το 62% του ΟΧΙ σε εκλογική του βάση/αφετηρία, η οποία και του επέτρεψε να αποπειραθεί νέες εκλογές και να τις κερδίσει, παρά τις καταστροφές που είχε ήδη προκαλέσει! Το δημοψήφισμα αποτέλεσε το colpo grosso του Τσίπρα και της παρέας του για να εκβιάσουν τον μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ –με την εκπαραθύρωση των αντιφρονούντων– καθώς, και προπαντός, τον ελληνικό λαό, ώστε να αποδεχτεί τη μνημονιακή του μετάλλαξη. Και πέτυχαν σε όλα τα ταμπλό, κατόρθωσαν, μάλιστα, να κάμψουν οριστικά το αντιμνημονιακό κίνημα και να προκαλέσουν αισθήματα κυνισμού, απογοήτευσης και κατάθλιψης στο λαϊκό σώμα, απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορούν να διατηρηθούν στην εξουσία.
Το δημοψήφισμα προκάλεσε και ένα κυριολεκτικό «τσουνάμι» γενικότερων αρνητικών παρενεργειών – αποκαλύπτοντας την εξάντληση του αντιμνημονιακού χώρου. Το γεγονός πως, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, η ΛΑΕ –παρά τη συμπόρευση των Λαφαζάνη, Ζωής και Γλέζου– καταποντίστηκε, δεν αποτελεί πρωτίστως συνέπεια του ξύλινου λόγου τους, αλλά πανηγυρική απόδειξη της αποσύνθεσης του αντιμνημονιακού χώρου. Εξάλλου, η εξαφάνιση της εσωκομματικής αντιπολίτευσης από τη Βουλή επισφράγισε την κυριαρχία της ομάδας του Τσίπρα – θεωρώ δε απαράδεκτο το γεγονός ότι δυνάμεις που, μέχρι το δημοψήφισμα, βρίσκονταν στον ΣΥΡΙΖΑ ή τον υποστήριζαν, για να αποστασιοποιηθούν στη συνέχεια, δεν στήριξαν, με όλες τις επιφυλάξεις που μπορούσαν να έχουν, τη ΛΑΕ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Διότι η παρουσία της στα βουλευτικά έδρανα θα έθετε πιθανότατα έναν κάποιο φραγμό στην ανοικτή και κυνική μνημονιακή εξαχρείωση των συριζαίων βουλευτών. Ακόμα και εμείς του Άρδην, παρότι σφόδρα αντιπολιτευόμενοι τη ΛΑΕ, υποστηρίζαμε πως, εκτός από την αποχή, θα μπορούσε κανείς να τη στηρίξει στις εκλογές, ως αντίβαρο προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα οι εκ του ΣΥΡΙΖΑ προερχόμενοι.
Επανέρχομαι σε αυτό το ζήτημα, και διά μακρών, διότι κατανοώ πως είναι δύσκολο για έναν άνθρωπο ή μία ομάδα να αποδεχτεί πως εξαπατήθηκε και, ακόμα περισσότερο, πως είναι ανάγκη να πραγματοποιήσει μια οδυνηρή αυτοκριτική. Καθότι η κριτική στο colpo grossso του δημοψηφίσματος σηματοδοτεί για μας τη θετική υπέρβαση της αντιμνημονιακής φάσης προς μια περίοδο ριζικής και καθολικής αντίστασης. Εξ ου και η εμμονή μας.
Το να μη ομολογεί κάποιος αυτές τις πραγματικότητες είναι εν τέλει συγγνωστό, στα πλαίσια της ανθρώπινης φύσης, εάν τουλάχιστον έχει μπει έμπρακτα σε περίοδο κριτικού αναστοχασμού. Δυστυχώς, όμως, αν κάποιος δεν έχει καν συνείδηση του προβλήματος και εμμένει στις αυταπάτες του, δεν θα μπορεί να απαλλαγεί από το ιδεολογικό corpus της αντιμνημονιακής ρητορείας των Κατρούγκαλων και άλλων αθλίων. Οπότε και αυτή η αυτοκριτική, και από την πλευρά του λαϊκού σώματος, αποτελεί προϋπόθεση για οτιδήποτε δημιουργικό στη συνέχεια.
Πάντοτε εξάλλου έτσι συμβαίνει στην ιστορία. Όταν θέτεις έναν στόχο –ανέφικτο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες–, τον «καταναλώνεις» και τον «καις» προκαταβολικά. Η Ελλάδα –και το έχουμε επαναλάβει αναρίθμητες φορές– πρέπει, κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες και αφού ανακτήσει μια ενδογενή παραγωγική και κυρίως ηθικοπολιτική βάση, να αποδεσμευτεί από την ευρωζώνη, όσο τουλάχιστον αυτή διατηρεί τα σημερινά χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό εξάλλου υπήρξαμε από τους ελάχιστους που στην ώρα τους και όχι κατόπιν εορτής είχαμε ταχθεί ενάντια στην ένταξη στην ΟΝΕ. Όταν όμως αυτό το αίτημα το προτάσσεις άκαιρα και ψευδοεπαναστατικά –δηλαδή χωρίς να ανταποκρίνεται ούτε στη συγκυρία, προπαντός, δε, χωρίς την κατάλληλη ιδεολογική και υλική προετοιμασία–, τότε, εν τοις πράγμασι, διαιωνίζεις την κατάσταση που θέλεις δήθεν να αποτρέψεις. Λειτουργείς ως οιονεί προβοκάτορας του αντιπάλου σου.
Μήπως αυτό δεν έχει συμβεί τόσα χρόνια με το περιβόητο «μακεδονικό»; Η εμπλοκή της Ελλάδας στη μακεδονική διαμάχη με τα Σκόπια μεταβλήθηκε σε αρνητικό παράγοντα για τη βαλκανική πολιτική μας. Μια βαλκανική πολιτική που, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου, φαινόταν πως θα μπορούσε να προσφέρει στην Ελλάδα συμμαχικές δυνάμεις στο εσωτερικό της Ευρώπης και απέναντι στην Τουρκία, καθώς και μία σημαντική οικονομική ενδοχώρα. Αντ’ αυτού, οι Έλληνες –κυβερνήσεις, αλλά και ο ελληνικός λαός– έκαναν τις χειρότερες δυνατές επιλογές. Από τη μία πλευρά υποτίμησαν, ως δήθεν «ανεπτυγμένοι» και «Ευρωπαίοι», τους Βαλκάνιους γείτονες, και την πολιτική και οικονομική σημασία των Βαλκανίων για την Ελλάδα, και, από την άλλη, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να υπονομεύσουν τις δυνατότητες μιας τέτοιας πολιτικής.
Αντί, σε μια «βενιζελική» θεώρηση των εξωτερικών μας σχέσεων, να θέσουν ως βασική προτεραιότητα της εξωτερικής μας πολιτικής την αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού και να οικοδομήσουν τις ανάλογες συμμαχίες για να τον αντιμετωπίσουν, τα έκαναν «μακεδονική σαλάτα» στη βαλκανική πολιτική της χώρας, μέσα από το ζήτημα των Σκοπίων: με ένα κράμα ενδοτισμού και ψευδοαδιαλλαξίας – και όπως πάντα, η ψευδοαδιαλλαξία επιβραβεύει τον ενδοτισμό.
Αντί, λοιπόν, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, να εμμείνουμε –ανυποχώρητοι ως προς αυτό– σε μία σύνθετη ονομασία τύπου «Σλαβομακεδονία», όπως εξάλλου αποκαλούσαμε από το παρελθόν τους κατοίκους των Σκοπίων, εμπλακήκαμε σε μια διαμάχη χωρίς τέλος και διέξοδο, που κατέστρεψε κυριολεκτικώς τη βαλκανική μας πολιτική. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών όλου του κόσμου έχει αναγνωρίσει τα Σκόπια ως Μακεδονία (ανάμεσά τους και οι Βαλκάνιοι γείτονές μας) ενώ, μέσα από τη διαιώνιση του ζητήματος, επί 25 χρόνια, επιτρέψαμε να κυριαρχήσουν οι πιο ακραίες εθνικιστικές και ανιστόρητες λογικές στο ίδιο το κράτος των Σκοπίων, οι οποίες δεν επιτρέπουν οποιαδήποτε συνεννόηση στο διηνεκές. Διότι, προφανώς, δεν μπορούμε να αποδεχτούμε την παραχάραξη της ιστορίας, τέτοια που τη διαπράττουν οι Σκοπιανοί.
Έτσι, όμως, παίξαμε το παιχνίδι της Τουρκίας και βρεθήκαμε παγιδευμένοι, με αποτέλεσμα οι ενδοτικοί να εμφανίζονται σήμερα ως η «φωνή της λογικής». Με τις ψευδοεπαναστατικές κορόνες του Σαμαρά και του Ανδρέα Παπανδρέου απορρίψαμε τη σύνθετη ονομασία, που είχε υποχρεωθεί να μας παραχωρήσει τότε η Ευρωπαϊκή Ένωση με το πακέτο Πινέιρο, και σήμερα βρισκόμαστε ένα βήμα πριν από κάποια πολύ χειρότερη αναγνώριση με το όνομα Μακεδονία, την οποία θα επιβάλουν οι ενδοτιστές – Τσίπρας και κομπανία.
Μήπως το ίδιο, σε άλλη κλίμακα και με ακόμη πιο τραγικές συνέπειες, δεν έκανε ο Μιλόσεβιτς στο Κόσοβο; Αφού πρώτα έχτισε την πολιτική του σταδιοδρομία πάνω στην αντιαλβανική ρητορία του και οδήγησε στα άκρα τη σύγκρουση με τους Αλβανούς στο Κοσσυφοπέδιο, δεν κατέληξε τελικώς να συνθηκολογήσει στο Ντέιτον, με αποτέλεσμα να εξαλειφθεί τελεσίδικα η παρουσία των Σέρβων στο Κόσοβο;
Το παιχνίδι έχει διεξαχθεί αναρίθμητες φορές με τα ίδια χαρακτηριστικά… Οι δήθεν μαξιμαλιστικές κορόνες, σε μία αρνητική συγκυρία, καταλήγουν πάντοτε στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: την υποταγή και τη συντριβή. Η απειλή του Τσίπρα πως θα «σκίσει τα μνημόνια», μαζί με τον ευτραφή εταίρο του, χωρίς βέβαια τις προϋποθέσεις και τις δυνατότητες της εφαρμογής μιας τέτοιας πολιτικής, οδήγησε μαθηματικά στην εντελώς αντίθετη πολιτική – και το σημείο καμπής υπήρξε το δημοψήφισμα. Και αν δεν είχε διεξαχθεί, θα έπρεπε να το είχαν εφεύρει οι δανειστές, έτσι ώστε να υποτάξουν πλήρως τον ελληνικό λαό και να τον υποχρεώσουν να αποδεχθεί τα μνημόνια. Θέτοντας έναν μαξιμαλιστικό στόχο, μέσα από μια μετωπική σύγκρουση, την οποία οι Έλληνες ήταν αδύνατο να σηκώσουν, σε έφερνε μπροστά στο δίλημμα «καταστροφή ή συνθηκολόγηση». Και τότε, η επιλογή της συνθηκολόγησης εμφανίζεται ως το μη χείρον!
Η εμμονή, λοιπόν, πάνω στο ζήτημα του δημοψηφίσματος ενέχει έναν ευρύτερο ιδεολογικό-πολιτικό χαρακτήρα. Πώς, δηλαδή, θα κρατήσουμε τα θετικά που ανέδειξε το αντιμνημονιακό κίνημα, απορρίπτοντας τις αρνητικές διαστάσεις και εξορίζοντας στην damnatio memoriae όλους εκείνους που εξαπάτησαν τον ελληνικό λαό.
Οι θετικές διαστάσεις έχουν να κάνουν με την αφύπνιση του ελληνικού λαού απέναντι στη φύση του διεθνούς συστήματος και της σημερινής Ευρώπης, που οδηγεί στην υπέρβαση ενός χαζοχαρούμενου ευρωπαϊσμού και στην κατανόηση της σημασίας της ενδογενούς ανάπτυξης και της στήριξης στις δικές μας δυνάμεις.
Οι αρνητικές πλευρές υπήρξαν η εύκολη ρητορεία, οι ανεδαφικές προσδοκίες, η πεισιθάνατη αναζήτηση της μετωπικής σύγκρουσης και κάποιας θαυματουργής λύσης μέσα από αυτή, όπως η εδώ και τώρα «κατάργηση του χρέους», σπορ στο οποίο διεκρίθησαν η Ζωή Κωνσταντοπούλου, ο Κατρούγκαλος, ο Βαρουφάκης και άλλοι αστέρες.
Έχοντας διδαχθεί από τη μετατροπή των αντιμνημονιακών ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ σε ανενδοίαστους μνημονιακούς, είναι καιρός να κατανοήσουμε πως, αφενός, οι στόχοι μας πρέπει να γίνουν συνολικότεροι, ανατροπή, δηλαδή, του ίδιου του κυρίαρχου μοντέλου και, από την άλλη, οι τακτικές επιλογές μας πρέπει να προσαρμοστούν σε μια λογική ανταρτοπολέμου – πράγμα που επαναλαμβάναμε αδιάκοπα όλα τα προηγούμενα χρόνια, χωρίς όμως να γίνεται κατανοητό.
Δηλαδή, όταν έχεις ηττηθεί, όταν είσαι κατακτημένος, υιοθετείς τακτικές «ανταρτοπολέμου» για να μπορέσεις κάποτε να ανατρέψεις, συνολικά, ένα κατοχικό καθεστώς. Αυτό έκαναν οι πρόγονοί μας στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ή στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής. Το να θέτεις ως στόχο «εδώ και τώρα ανατροπή», σύμφωνα με τη γνωστή εξαρχειώτικη μπαρούφα, είναι η καλύτερη συνταγή για να προσφέρεις τον τράχηλό σου στη λαιμητόμο. Αυτόν ακριβώς τον ρόλο επιτέλεσε το δημοψήφισμα.
Τώρα, λοιπόν, αφού πρώτα χωνέψουμε την απογοήτευση και την κατάθλιψή μας, είναι καιρός να μεταβάλουμε σε σύστημα την τακτική του ανταρτοπολέμου. Και τι άραγε σημαίνει αυτό;
Κατ’ αρχάς, το πρώτο βήμα είναι να απομονώσουμε και εν τέλει να ανατρέψουμε τη χειρότερη μνημονιακή κυβέρνηση που γνώρισε ο τόπος.
Δεύτερον, εμμένοντας στην άρνηση αποδοχής του χρέους, να πιέσουμε άμεσα για τη συρρίκνωση των επιτοκίων, την επιμήκυνση των χρόνων αποπληρωμής, τη μείωση, μέχρι μηδενισμού, των πρωτογενών πλεονασμάτων· άλλωστε, σήμερα, σε παρόμοια κατεύθυνση –κάτω και από την πίεση του αντιμνημονιακού κινήματος– έχουν φθάσει ακόμα και το… ΔΝΤ ή η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ταυτόχρονα, να απορρίψουμε τον αντισυνταγματικό «κόφτη» και το ταμείο εκχώρησης της δημόσιας περιουσίας – μη αναγνωρίζοντας τη θεσμοθέτησή τους από τη Βουλή των «προσκυνημένων» του ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Τρίτον, να στρέψουμε την ελληνική οικονομία προς την κατεύθυνση της ενδογενούς παραγωγικής ανασυγκρότησης, με όλα τα μέσα που διαθέτουμε, από τη στοχευμένη κατανάλωση ελληνικών προϊόντων και την ενίσχυση της διασύνδεσης του τουρισμού με την εσωτερική παραγωγή, μέχρι τη στήριξη κοινοτιστικών, συνεταιριστικών και παραγωγικών πρωτοβουλιών, που ενισχύουν την εσωτερική προστιθέμενη αξία της παραγωγής.
Τέταρτον και σημαντικότερο, να πυροδοτήσουμε μια κυριολεκτική πολιτιστική και πνευματική επανάσταση «εκσυγχρονισμού της παράδοσής» μας, που θα μεταβάλει το συνολικό αξιακό σύστημα των ανθρώπων και ιδιαίτερα της νεολαίας.
Για να φέρουμε εις πέρας, νικηφόρα, μια τέτοια επανάσταση, χρησιμοποιούμε την τακτική του ανταρτοπολέμου, δηλαδή δεν σπεύδουμε σε «τελετουργικού» χαρακτήρα μετωπικές συγκρούσεις, όσο δεν είμαστε έτοιμοι γι’ αυτές:
Δεν διεκδικούμε π.χ. την άμεση μετάβαση στη δραχμή, που θα κάνει σήμερα τη δουλειά του Σόιμπλε και θα οδηγήσει σε οδυνηρές αναδιπλώσεις και προδοσίες. Αντίθετα, εκμεταλλευόμαστε όλες τις αντιφάσεις και αντιθέσεις μέσα στην Ε.Ε. έτσι ώστε, αν χρειαστεί, σε περίπτωση συνολικής κρίσης του ευρώ και διαμόρφωσης άλλων συμμαχιών, να βρισκόμαστε σε καλύτερες θέσεις για οποιαδήποτε κίνηση.
Δεν κηρύττουμε, π.χ., την άμεση κατάργηση της τουριστικής μονοκαλλιέργειας, αλλά προωθούμε την ενίσχυση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας του τουριστικού προϊόντος – από τα υλικά κατασκευής των ξενοδοχείων μέχρι τον εξοπλισμό τους και τα προϊόντα που καταναλώνουν. Έτσι θα ενισχυθεί παραγωγικά η ελληνική οικονομία και θα μπορεί να αντισταθεί λυσιτελέστερα, σε περίπτωση κρίσης μιας δραστηριότητας που εξαρτάται καθοριστικά από τη διεθνή συγκυρία.
Ενισχύουμε την εγχώρια πρωτογενή παραγωγή έναντι των εισαγωγών, όχι βέβαια επιβάλλοντας –στην παρούσα διεθνή συγκυρία– δασμολογική προστασία, αλλά οικολογικές και ποιοτικές προδιαγραφές που δρουν ενισχυτικά για την εγχώρια παραγωγή και απαγορευτικά για τις εισαγωγές, κ.λπ. κ.λπ. Στη δευτερογενή παραγωγή, η ενίσχυση της «πολιτισμικής ταυτότητας» των παραγόμενων διαρκών καταναλωτικών προϊόντων και κρατικές προμήθειες με συγκεκριμένα ποιοτικά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά ενισχύουν, ήδη από σήμερα, τη βιοτεχνία και τη βιομηχανία.
Κατ’ αναλογίαν, το ίδιο ισχύει και στο πολιτικό πεδίο. Δεν θέτουμε ως άμεσο στόχο τη δημιουργία «εδώ και τώρα» ενός πολιτικού κινήματος που «θα καταλάβει την εξουσία», διότι κάτι τέτοιο είναι όχι μόνο ανέφικτο, αλλά αντίθετα θα οδηγήσει σε νέες αναδιπλώσεις, απογοητεύσεις και προδοσίες. Δεν είναι δυνατόν, όσο ο εθνομηδενισμός είναι κυρίαρχη ιδεολογία στη χώρα –και προπαντός στις ελίτ της–, να καταλάβει άμεσα την πολιτική εξουσία μια δύναμη «εκσυγχρονισμού της παράδοσης». Και αν το κάνει, θα υποχρεωθεί να συμβιβαστεί τόσο δραματικά, ώστε θα καταστρέψει τον ίδιο τον στόχο που επιδιώκει. Ωστόσο, είναι άμεσα εφικτό πλέον να ενισχυθεί και στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο μια ιδεολογική και πολιτική δύναμη που θα επιταχύνει τους μετασχηματισμούς στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος.
Με άλλα λόγια, μέσα από έναν «ανταρτοπόλεμο» που θα έχει μεταφερθεί πλέον στο εσωτερικό των θεσμών, να προετοιμαστούν οι συνθήκες, ή μάλλον να αρχίσει να γίνεται πράξη ένας νέος μεγάλος μετασχηματισμός, αυτόν που χρειάζεται η Ελλάδα για να επιβιώσει στον 21ο αιώνα.
Δηλαδή, όποιος επιθυμεί πραγματικά την ανατροπή ενός ολόκληρου συστήματος –προϋπόθεση πλέον για να επιβιώσει ο λαός μας και να συνεχίσει την ιστορική πορεία του– είναι υποχρεωμένος να έχει μια στόχευση μακράς διάρκειας, μιας «μακράς πορείας», από την κοινωνία, την ιδεολογία και τον πολιτισμό, μέχρι τους θεσμούς. Και γι’ αυτό πρέπει να κτίσει επίμονα, υπομονετικά, αλλά και ρηξικέλευθα, μια «δυαδική εξουσία», που θα ανατρέψει τους συσχετισμούς δύναμης, από την ιδεολογία έως τους θεσμούς και την πολιτική εξουσία. Αυτήν τη μακρά πορεία αποκαλούμε «ανταρτοπόλεμο». Και η βασική αρχή του ανταρτοπολέμου, όπως τόνιζε και ο μαιτρ του είδους, Μάο τσε Τουνγκ, είναι να δίνεις τις συγκρούσεις κλιμακωτά, επιδιώκοντας σε κάθε συγκεκριμένο σημείο να διαθέτεις την υπεροπλία και να μην επιλέγεις μετωπικές συγκρούσεις ενώ έχεις υποδεέστερες δυνάμεις. Όλα τα υπόλοιπα είναι φληναφήματα και αυταπάτες, στην καλύτερη περίπτωση, στη δε χειρότερη, απλώς απάτες.