Αρχική » Ο Κοραής, και ο… Παπατρέχας (Α΄ μέρος)

Ο Κοραής, και ο… Παπατρέχας (Α΄ μέρος)

από Γιώργος Καραμπελιάς

Απόσπασμα (σσ. 267-279) από το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Εκκλησία και γένος εν αιχμαλωσία (Εναλλακτικές Εκδόσεις).

Οι «ομηρικές» συγκρούσεις του Αδαμάντιου Κοραή με τον Αθανάσιο Πάριο για τα πεπρωμένα του ελληνισμού έχουν συχνά ερμηνευθεί ως  μια ριζική αντίθεση του Κοραή με την ορθοδοξία και την Εκκλησία. Ωστόσο, ο Κοραής παρέμενε αταλάντευτα πιστός στην ορθοδοξία, παρότι πίστευε πως η ορθόδοξη Εκκλησία είχε αλλοιωθεί σε σχέση με τον αρχέγονο χριστιανισμό, θεωρούσε δε υπεύθυνους, εκτός από την καθολική επιρροή, τον μοναχισμό και την έλλειψη παιδείας. Ο ίδιος επεδίωκε ουσιαστικά μία μεταρρύθμιση της Εκκλησίας, βασισμένη στην άνοδο του μορφωτικού επιπέδου των υπόδουλων Ελλήνων, εξ ου και η θερμή συνηγορία του για τη επαναλειτουργία της Αθωνιάδας Σχολής ενώ, στο μοναδικό μυθιστόρημά του, τον Παπατρέχα, αναδεικνύει ως κεντρικό του ήρωα τον αγράμματο αλλά φιλομαθή ιερέα που μετασχηματίζεται μέσα από την επαφή του με την παιδεία.

Οι επικρίσεις του, με βαρείς χαρακτηρισμούς εναντίον της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, για την αμάθειά της, την απομύζηση των πιστών, ενίοτε και για τον φιλοτουρκισμό ορισμένων εκπροσώπων της, είναι πασίγνωστες. Από την άλλη πλευρά, αναγνωρίζει τον ρόλο της στην ενίσχυση της παιδείας των Ελλήνων – ιδιαίτερα όταν πρόκειται να την υπερασπιστεί από τα κακόβουλα βέλη ξένων, περιηγητών ή διπλωματών. Συναφώς, σε επιστολή στον Αλέξανδρο Βασιλείου, στις 10-3-1808, αναλαμβάνει ευθέως την υπεράσπιση του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, απαντώντας στα «κα­θ’ ἡ­μῶν ἐ­ξε­ρά­σμα­τα τοῦ Δα­νοῦ Μαλ­τε­βρύ­νου», ο οποίος είχε επιτεθεί στην ελληνική Εκκλησία και το Πατριαρχείο, σε άρθρο του στη γαλλική εφημερίδα Journal de l’ Empire, γράφοντας για δήθεν αφορισμούς της ελληνικής Εκκλησίας εναντίον των εκπαιδευθέντων στην Ευρώπη:

…ὄ­χι μό­νον ὑ­βρί­ζει ἀλ­λὰ καὶ συ­κο­φαν­τεῖ… Ποῖ­ον πα­ρα­κα­λῶ σε καὶ πό­τε ἀ­φώ­ρι­σεν ὁ ἡ­μέ­τε­ρος πα­τριά­ρχης δι’ ἀ­νά­γνω­σιν βι­βλί­ων Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν ἀλ­λο­γλώσ­σων; [ ] Ποῖος εἶναι ὁ διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν ἀφορισθείς; Ὁ Πρώ­ϊ­ος ὅ­στις καὶ ἀ­να­γι­νώ­σκει καὶ πα­ρα­δί­δει εἰς τοὺς μα­θη­τάς του καὶ λαμ­βά­νει συ­χνὰ ἀ­πὸ τὴν Εὐ­ρώ­πη Εὐ­ρωπαίων βι­βλί­α; ἀλ­λ’ αὐ­τὸν ἀν­τὶ νὰ τὸν ἀ­φο­ρί­σῃ τὸν ἐ­προ­βί­βα­σεν εἰς τὸν θρό­νον τῆς Φι­λα­δελ­φεί­ας. Ἱ­ε­ρεὺς τῆς Ἄν­δρου, ἐ­φη­μέ­ριος εἰς τὰς Κυ­δω­νί­ας, πέμ­πει τὸν ἀ­νε­ψιόν του ἱ­ε­ρο­δι­ά­κο­νον Θε­ό­φι­λον* (μα­θη­τεύ­σαν­τα πρό­τε­ρον εἰς τὸν Βε­νια­μίν) εἰς τὴν Εὐ­ρώ­πην διὰ νὰ τε­λει­ώ­σῃ τὰ μα­θή­μα­τά του (εὑ­ρί­σκε­ται τώ­ρα ἐ­δῶ ὁ δι­ά­κο­νος Θε­ό­φι­λος, σω­φρο­νέ­στα­τος καὶ χα­ρι­τω­μέ­νος νέ­ος). Ἀ­φώ­ρι­σεν ὁ Πα­τριά­ρχης τὸν θεῖ­ον ἢ τὸν ἀ­νε­ψιὸν ἢ τὸν δι­δά­σκα­λον τοῦ ἀ­νε­ψιοῦ Βε­νια­μίν;[1]

Η τοποθέτησή του έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία στον βαθμό που διατυπώνεται σε επιστολή, δηλαδή σε κείμενο που δεν προοριζόταν για δημοσίευση. Και πάλι, το 1809, στα «Προλεγόμενα των Βίων του Πλουτάρχου», αναφερόμενος στις επικρίσεις του Γερμανού Μπαρτόλντυ εναντίον της ελληνικής Εκκλησίας, θα αναπτύξει τη συνολική του αντίληψη για τον ρόλο της Εκκλησίας στην εκπαίδευση των Ελλήνων:

Ὅ­ταν ὁ σε­βα­σμι­ώ­τα­τος ἡ­μῶν Πα­τριά­ρχης κα­τα­γί­νε­ται ὅ­λως δι­ό­λου εἰς τὴν ἀ­να­γέν­νη­σιν τῆς Ἑλ­λά­δος· ὅ­ταν οἱ Ἀρ­χι­ε­ρεῖς χο­ρη­γοῦ­σιν εἰς πολ­λοὺς νέ­ους τὴν ἀ­ναγ­καί­αν δα­πά­νην εἰς τὴν μά­θη­σιν τῶν ἐ­πι­στη­μῶν· ὅ­ταν οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι δι­δά­σκα­λοι τῶν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν μα­θη­μά­των εἶ­ναι ἱ­ε­ρω­μέ­νοι· ὅ­ταν με­τα­ξὺ τῶν πε­ρι­ερ­χο­μέ­νων τὴν φω­τι­σμέ­νην Εὐ­ρώ­πην, διὰ τῶν ἐ­πι­στη­μῶν τὴν ἀ­πό­κτη­σιν, νέ­ων εὑ­ρί­σκων­ται καὶ ἱ­ε­ρεῖς καὶ δι­ά­κο­νοι πολ­λοί…[2]

Γιώργος Καραμπελιάς, «Εκκλησία και Γένος εν Αιχμαλωσία»

Τόσο πολύ τον απασχολούσε το ζήτημα της Εκκλησίας και της αναμόρφωσης του κλήρου, το οποίο θεωρούσε αποφασιστικής σημασίας για τις τύχες του γένους, ώστε στα προλεγόμενά του στην έκδοση της Ιλιάδας,σε συνέχειες (1811-1820), θα συγγράψει ένα αληθινό διαλογικό μυθιστόρημα, τον Παπατρέχα, όπου προσπαθεί να συνοψίσει με εύληπτο τρόπο τις απόψεις της ωριμότητάς του, για μια Εκκλησία ριζωμένη στην ορθόδοξη παράδοση και ταυτόχρονα φορέα του φωτισμού του γένους. Ο Παπατρέχας, κυριολεκτικά μανιφέστο του Κοραή, είναι παράλληλα το κείμενο που περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τον φέρνει κοντά στο λαϊκό σώμα και τη λαϊκή παράδοση. Ο Παπατρέχας είναι ο λαϊκός παπάς του Βολισσού της Χίου που, παρότι αγράμματος, είναι ενάρετος ως φορέας των λαϊκών αξιών και της λαϊκής θρησκευτικότητας:

 ἡ ἀ­ρε­τὴ δὲν εἶ­ναι εἰς αὐ­τὸν γέν­νη­μα παι­δεί­ας, ἐ­πει­δὴ παι­δεί­αν δὲν ἔ­λα­βε· δὲν εἶ­ναι καρ­πὸς τῆς ἀ­σκή­σε­ως, ἐ­πει­δὴ κα­νέ­να κό­πον δὲν δο­κι­μά­ζει εἰς τὴν γύ­μνα­σιν αὐ­τῆς· ἀλ­λ’ ἐ­φυ­τεύ­θη οὐ­ρα­νο­κα­τέ­βα­τος εἰς τὴν ψυ­χήν του[3].

Ο πεπαιδευμένος λόγιος (ο Κοραής) αναλαμβάνει να μεταδώσει τη φλόγα της γνώσης στον αγράμματο παπά και να αναβαθμίσει την έμφυτη αρετή διά της γνώσεως· ο Παπατρέχας θα μάθει αρχαία ελληνικά, ιστορία και φιλοσοφία, θα αποκτήσει επιστημονικές γνώσεις και μια νέα Weltanschauung. Ο Χίος σοφός μοιάζει εδώ να υπερακοντίζει τους ίδιους τους νοησιαρχικούς περιορισμούς του σχήματος της μετακένωσης, που αντιπαρέθεταν τους απαίδευτους προς τους πεπαιδευμένους· οδηγείται σε μια νέα σύνθεση όπου, πάνω στα υγιή θεμέλια της παράδοσης και της λαϊκής θρησκευτικότητας, ορθώνεται η «θύραθεν» γνώση και δημιουργείται ένα νέο ενάρετο σχήμα, «ψυχής» και νόησης.

Η παιδεία πάντως είναι απαραίτητη για τους ιερωμένους ως αναγκαία προϋπόθεση του σεβασμού της θρησκείας στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί:

…εἰς τὸν κλῆ­ρον μας αὐ­ξά­νει κα­θη­μέ­ραν ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν κα­λῶν καὶ ἀ­λη­θῶς σε­βα­σμί­ων ποι­μέ­νων. Βλέ­πω καί τι­νας ἐξ αὐ­τῶν ἔ­χον­τας ἐ­ξαί­ρε­τον φρον­τί­δα τῆς παι­δεί­ας τοῦ γέ­νους· ἀλ­λ’­ ἐ­πε­θύ­μουν νὰ αὐ­ξή­σῃ ὁ ἀ­ριθ­μός των. Πά­λιν τὸ λέ­γω, συμ­φέ­ρει πο­λὺ καὶ εἰς ἡ­μ­ᾶς καὶ  εἰς τὴν ὁ­ποί­αν ὑ­πη­ρε­τοῦ­μεν παν­σέ­βα­στον θρη­σκεί­αν, νὰ πλη­ρο­φο­ρη­θῇ ὁ λα­ός, ὅ­τι τό­σον ἀ­πέ­χο­μεν τοῦ νὰ φο­βώ­με­θα τὴν παι­δεί­αν του, ὅ­σον καὶ νὰ κα­τα­γι­νό­με­θα προ­θύ­μως εἰς τὴν ἐ­ξά­πλω­σιν αὐ­τῆς. Εἰς τὴν πα­ροῦ­σαν ἡ­μῶν κα­τά­στα­σιν, τοῦ­το μό­νον εὑ­ρί­σκω μέ­σον δρα­στι­κόν τοῦ νὰ σέ­βε­ται ὁ λα­ὸς καὶ τὴν θρη­σκεί­αν καὶ τοὺς ὑ­πη­ρέ­τας τῆς θρη­σκεί­ας[4]

Τα «γράμματα» και η εκπαίδευση των ιερωμένων είναι και η μόνη δραστική απάντηση στην ξένη θρησκευτική –και εν τέλει εθνική– προπαγάνδα:

Κ – Δὲν σὲ λαν­θά­νει πό­σον μᾶς ἀ­πο­στρέ­φον­ται οἱ δυ­τι­κοὶ χρι­στια­νοί, ὅ­σοι ἔ­χουν κε­φα­λὴν αὐ­τῶν τὸν Πά­παν, πό­σον τοὺς ἀ­πο­στρε­φό­με­θα ἡμεῖς. [  ]

Π– Καὶ δὲν μᾶς μι­σοῦν μό­νον, ἀλ­λὰ μᾶς ἐ­νο­χλοῦν πέμ­πον­τες ἀ­πο­στό­λους, νὰ μᾶς στρέ­φω­σιν εἰς τὴν θρη­σκεί­αν των.

Κ– Ε­ξεύ­ρω ὅ­τι καὶ ἴ­σχυ­σαν νὰ κά­μω­σι προ­ση­λύ­τους τι­νὰς ἀ­πὸ τοὺς ἀ­κά­κους ἡ­μῶν νη­σι­ώ­τας.

Π– Τό­σον ἀ­κά­κους, σὲ βε­βαι­ώ­νω, ὥ­στε, ἀ­φοῦ χω­ρι­σθῶ­σιν ἀ­πὸ τὴν ἐκ­κλη­σί­αν μας, νο­μί­ζουν ὅ­τι ἐ­χω­ρί­σθη­σαν καὶ ἀ­πὸ τὸ γέ­νος, ὅ­τι ἔ­παυ­σαν πλέ­ον νὰ ἦ­ναι Γραι­κοί. [  ]

Κ– Των δι­δα­σκά­λων τού­των ὅ­μως ὁ ζῆ­λος δὲν ἐ­νερ­γεῖ πλέ­ον τό­σον.

Π– Δια­τί;

Κ– Φα­νε­ρόν ὅ­τι διὰ τὴν παι­δεί­αν, ἡ ὁ­ποί­α φω­τί­ζου­σα τοὺς ἱ­ε­ρεῖς μας, ἔ­δω­κ’ εἰς αὐ­τοὺς μέ­σα νὰ φυ­λάσ­σω­σι μὲ πλει­ο­τέ­ραν προ­σο­χὴν τὰ πρό­βα­τά των. Ἀλ­λὰ πρό­τε­ρον τὶ ἐ­γί­νε­το; Οἱ πεμ­πό­με­νοι ἀ­πὸ τὴν Ρώ­μην ἀ­πό­στο­λοι, ἦ­σαν ἀ­συγ­κρί­τως λο­γι­ώ­τε­ροι πα­ρὰ τοὺς ἡ­με­τέ­ρους· ὅ­θεν οὐ­δὲν πα­ρά­δο­ξον ἦ­τον, ἐ­ὰν ἀ­πὸ ἀ­μα­θῶν ποι­μέ­νων χεί­ρας ἥρ­πα­ζαν πο­λὺ ἀ­μα­θέ­στε­ρα πρό­βα­τα.

 Π –Αυ­τήν, φί­λε, τὴν ἀ­λή­θειαν λέ­γεις. Ἀ­φοῦ ἠ­κού­σθη ὅ­τι ἔ­μα­θα ὀ­λί­γα γράμ­μα­τα, δὲν ἐ­πά­τη­σε πλέ­ον φραγ­κο­πα­τέ­ρας εἰς τὴν Βο­λισ­σόν[5]

Ο αντικληρικαλισμός του υπήρξε κατ’ εξοχήν αντιπαπικός και αντικαθολικός, η δε κριτική του στην ελληνική Εκκλησία και την ιεραρχία –τους μοναχούς και τις μονές– αντιγράφει κάποτε την κριτική που κάνει η γαλλική Επανάσταση, αλλά και ο ίδιος, στους αντίστοιχους καθολικούς θεσμούς. Η αντίληψή του για την ορθοδοξία είναι πολλαπλώς επηρεασμένη από τον προτεσταντισμό, παρ’ όλο που δεν τον αποδέχεται στο δογματικό πεδίο: απλοποίηση της ιεραρχίας, κατάργηση των μοναστηριών, περιορισμός της διάρκειας της λειτουργίας και κριτική της «εικονολατρίας», μετάφραση κειμένων του Ευαγγελίου, εν τέλει δε, επιστροφή στην αρχέγονη απλότητα των πρωτοχριστιανικών αιώνων. Μετά την απελευθέρωση, εμμένει στην αυτοκεφαλία της ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Πατριαρχείου, το οποίο θεωρούσε εξαρτημένο από την οθωμανική εξουσία: «Τοῦ ἕ­ως τὴν ὥ­ραν ταύ­την ἐ­λευ­θε­ρω­θέν­τος μέ­ρους τῆς Ἑλ­λά­δος ὁ κλῆ­ρος δὲν χρε­ω­στεῖ πλέ­ον νὰ γνω­ρί­ζῃ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸν ἀρ­χη­γόν του τὸν Πα­τριά­ρχην Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ἐ­νό­σω ἡ Κων­σταν­τι­νού­πο­λις μέ­νει μο­λυ­σμέ­νη ἀ­πὸ τὴν κα­θέ­δραν τοῦ ἀ­νό­μου τυ­ράν­νου». Ως προς δε τον τρόπο διοίκησής της προέβλεπε «σύ­νο­δον ἱ­ε­ρέ­ων, ἐ­κλεγ­μέ­νην ἐ­λευ­θέ­ρως ἀ­πὸ ἱ­ε­ρεῖς καὶ κο­σμι­κούς, κα­θὼς ἔ­πρασ­σεν ἡ ἀρ­χαί­α ἐκ­κλη­σί­α, καὶ πράσ­σει ἐκ μέ­ρους σή­με­ρον ἀ­κό­μη τῶν ὁ­μο­θρή­σκων Ῥώσ­σων ἡ ἐκ­κλη­σί­α.­.­.­»­­[6].

Παράλληλα, μέχρι το τέλος της ζωής του, θα στρέφει πάντοτε τα βέλη του εναντίον των «καλογήρων» –τους οποίους θα συγκρίνει πάντοτε με τους καθολικούς και ιδιαίτερα τα καθολικά τάγματα–, εναντίον της «δεισιδαιμονίας», της αγαμίας του κλήρου, και θα υποστηρίζει σταθερά την ανάγκη μετάφρασης των ιερών κειμένων στη νεώτερη ελληνική, πράγμα που εξάλλου θα κάνει ο ίδιος στον Συνέκδημο Ιερατικό[7], με τη μετάφραση Επιστολών του Αποστόλου Παύλου. Δηλαδή, κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες, ρόλους και συγκυρία, ο Κοραής προσεγγίζει, σχεδόν δύο αιώνες μετά, τη λουκάρεια λογική: υπεράσπιση έναντι του παπισμού και ταυτόχρονα μεταρρύθμιση της ορθοδοξίας, εξ ου και η αποδοχή πολλών αρχών του δυτικού προτεσταντισμού και η ομολογημένη, στην περίπτωση του Λούκαρι, ανομολόγητη, στην περίπτωση του Κοραή, συμπόρευση μαζί του.


* Πρόκειται για τον Θεόφιλο Καΐρη.

[1] Βλέπε Αδ. Κοραής, Αλληλογραφία, τ. Β΄ (1799-1809), Ο.Μ.Ε.Δ., Εστία, Αθήνα 1966, σσ. 446-447, και Μ. Περάνθης, Ο άλλος Κοραής, Φιλιππότης, Αθήνα 1983, σ. 87.

[2] Αδαμάντιος Κοραής, Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τ. Α΄, επανέκδοση της παρισινής έκδοσης του 1833, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1986,  σσ. 323-324. Στο ίδιο κείμενο θα προβεί και σε  μία σύγκριση των Ελλήνων με τους Δυτικοευρωπαίους που καταδεικνύει πως ο Κοραής δεν ήταν –τουλάχιστον πάντα– μονοσήμαντα δυτικόφρων, όπως πιστεύεται από εχθρούς και φίλους: «Δὲν εἶ­ναι πολ­λοῦ γέ­λω­τος ἄ­ξιον νὰ τρα­γω­δῇ [ ] τὴν δει­σι­δαι­μο­νί­αν τῶν Γραι­κῶν, χω­ρὶς νὰ συλ­λο­γι­σθῇ εἰς ποί­αν κα­τά­στα­σιν εὑ­ρί­σκε­ται ὁ ἀ­παί­δευ­τος ὄ­χλος τῆς πα­τρί­δος του; Ποί­αν δει­σι­δαι­μο­νί­αν τῶν Γραι­κῶν δύ­να­ται νὰ ὀ­νο­μά­σῃ, τῆς ὁ­ποί­ας ἴ­χνη δὲν σῴ­ζον­ται ἔ­τι εἰς τὴν Γερ­μα­νί­αν; Τὰς πα­ρα­τη­ρή­σεις τῶν εὐ­τυ­χῶν καὶ δυ­στυ­χῶν ἡ­με­ρῶν; Τὰς μα­γεί­ας; Τὰ στοι­χεῖ­α; Τὰ φυ­λα­κτή­ρια; Στη­λι­τεύ­ει τοὺς Γραι­κοὺς διὰ τὸ κα­τὰ ἑ­τε­ρο­δό­ξων μῖ­σος· ἂς ἐ­ξε­τά­σῃ καὶ πά­λιν ποί­αν δι­ά­θε­σιν ψυ­χῆς ἔ­χουν πολ­λοὶ Λου­θη­ρο­καλ­βί­νοι τῆς πα­τρί­δος του πρὸς τοὺς ἐ­πο­νο­μα­ζο­μέ­νους Κα­θο­λι­κούς, ποί­αν οὗ­τοι πρὸς τοὺς Λου­θη­ρο­καλ­βί­νους, καὶ ποί­αν ἁ­πλῶς οἱ χρι­στια­νοὶ πρὸς τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους· καὶ ἂν δὲν εὕ­ρῃ ἐ­κεῖ τὸ μῖ­σος, ἂς στρέ­ψῃ τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς εἰς τὴν σο­φω­τέ­ραν πα­ρὰ τὴν πα­τρί­δα του Ἀγ­γλί­αν, ὅ­που ὑ­πὲρ τὰς τρι­α­κο­σί­ας μυ­ριά­δας ἰρ­λαν­δῶν ἀ­πο­κλεί­ον­ται ἀ­σπλάγ­χνως ἀ­πὸ τὰ δί­και­α τῆς πο­λι­τι­κῆς κοι­νω­νί­ας, ὡς Εἵ­λω­τες, ὄ­χι δι’ ἄλ­λο, πλὴν δι­ό­τι ἐ­παγ­γέλ­λον­ται ἄλ­λην πα­ρὰ τὴν θρη­σκεί­αν τῶν Ἄγ­γλων» (Βλ. Αδ. Κοραής, ό.π.,τ. Α΄, σ. 323, σημ. 1).

[3] Αδ. Κοραής, Ο Παπατρέχας,επιμ. Αλ. Αγγέλου, ΝΕΒ, Ερμής, Αθήνα 1978, σ. 27.

[4] Αδ. Κοραής, Ο Παπατρέχας, ό.π., σ. 69.

[5] Αδ. Κοραής, Ο Παπατρέχας, ό.π., σ. 127.

[6] Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες Συγγραφείς, τ. Β΄, 1988, σ. 274.

[7] Ένα από τα τελευταία έργα του Κοραή που κυκλοφόρησε το 1831 και περιλαμβάνει μεταφρασμένες τις Επιστολές του Παύλου προς τον Τίτο και τον Τιμόθεο. Βλ. Αδ. Κοραής, Συ­νέκ­δη­μος ἱ­ε­ρα­τι­κός, πε­ρι­έ­χων τὰς δύ­ο πρὸς Τι­μό­θε­ον καὶ τὴν πρὸς Τῖτον, Ἐ­πι­στο­λὰς τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου, μὲ δύο κοι­νὰς με­τα­φρά­σεις, καὶ ἐ­ξη­γή­σεις δι­ε­ξο­δι­κάς, Παρίσι 1831. Βλ. και στο Αδ. Κοραής, Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τ. Δ΄, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1995.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ