Απόσπασμα (σσ. 267-279) από το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Εκκλησία και γένος εν αιχμαλωσία (Εναλλακτικές Εκδόσεις).
Οι «ομηρικές» συγκρούσεις του Αδαμάντιου Κοραή με τον Αθανάσιο Πάριο για τα πεπρωμένα του ελληνισμού έχουν συχνά ερμηνευθεί ως μια ριζική αντίθεση του Κοραή με την ορθοδοξία και την Εκκλησία. Ωστόσο, ο Κοραής παρέμενε αταλάντευτα πιστός στην ορθοδοξία, παρότι πίστευε πως η ορθόδοξη Εκκλησία είχε αλλοιωθεί σε σχέση με τον αρχέγονο χριστιανισμό, θεωρούσε δε υπεύθυνους, εκτός από την καθολική επιρροή, τον μοναχισμό και την έλλειψη παιδείας. Ο ίδιος επεδίωκε ουσιαστικά μία μεταρρύθμιση της Εκκλησίας, βασισμένη στην άνοδο του μορφωτικού επιπέδου των υπόδουλων Ελλήνων, εξ ου και η θερμή συνηγορία του για τη επαναλειτουργία της Αθωνιάδας Σχολής ενώ, στο μοναδικό μυθιστόρημά του, τον Παπατρέχα, αναδεικνύει ως κεντρικό του ήρωα τον αγράμματο αλλά φιλομαθή ιερέα που μετασχηματίζεται μέσα από την επαφή του με την παιδεία.
Οι επικρίσεις του, με βαρείς χαρακτηρισμούς εναντίον της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, για την αμάθειά της, την απομύζηση των πιστών, ενίοτε και για τον φιλοτουρκισμό ορισμένων εκπροσώπων της, είναι πασίγνωστες. Από την άλλη πλευρά, αναγνωρίζει τον ρόλο της στην ενίσχυση της παιδείας των Ελλήνων – ιδιαίτερα όταν πρόκειται να την υπερασπιστεί από τα κακόβουλα βέλη ξένων, περιηγητών ή διπλωματών. Συναφώς, σε επιστολή στον Αλέξανδρο Βασιλείου, στις 10-3-1808, αναλαμβάνει ευθέως την υπεράσπιση του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, απαντώντας στα «καθ’ ἡμῶν ἐξεράσματα τοῦ Δανοῦ Μαλτεβρύνου», ο οποίος είχε επιτεθεί στην ελληνική Εκκλησία και το Πατριαρχείο, σε άρθρο του στη γαλλική εφημερίδα Journal de l’ Empire, γράφοντας για δήθεν αφορισμούς της ελληνικής Εκκλησίας εναντίον των εκπαιδευθέντων στην Ευρώπη:
…ὄχι μόνον ὑβρίζει ἀλλὰ καὶ συκοφαντεῖ… Ποῖον παρακαλῶ σε καὶ πότε ἀφώρισεν ὁ ἡμέτερος πατριάρχης δι’ ἀνάγνωσιν βιβλίων Εὐρωπαϊκῶν ἀλλογλώσσων; [ ] Ποῖος εἶναι ὁ διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν ἀφορισθείς; Ὁ Πρώϊος ὅστις καὶ ἀναγινώσκει καὶ παραδίδει εἰς τοὺς μαθητάς του καὶ λαμβάνει συχνὰ ἀπὸ τὴν Εὐρώπη Εὐρωπαίων βιβλία; ἀλλ’ αὐτὸν ἀντὶ νὰ τὸν ἀφορίσῃ τὸν ἐπροβίβασεν εἰς τὸν θρόνον τῆς Φιλαδελφείας. Ἱερεὺς τῆς Ἄνδρου, ἐφημέριος εἰς τὰς Κυδωνίας, πέμπει τὸν ἀνεψιόν του ἱεροδιάκονον Θεόφιλον* (μαθητεύσαντα πρότερον εἰς τὸν Βενιαμίν) εἰς τὴν Εὐρώπην διὰ νὰ τελειώσῃ τὰ μαθήματά του (εὑρίσκεται τώρα ἐδῶ ὁ διάκονος Θεόφιλος, σωφρονέστατος καὶ χαριτωμένος νέος). Ἀφώρισεν ὁ Πατριάρχης τὸν θεῖον ἢ τὸν ἀνεψιὸν ἢ τὸν διδάσκαλον τοῦ ἀνεψιοῦ Βενιαμίν;[1]
Η τοποθέτησή του έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία στον βαθμό που διατυπώνεται σε επιστολή, δηλαδή σε κείμενο που δεν προοριζόταν για δημοσίευση. Και πάλι, το 1809, στα «Προλεγόμενα των Βίων του Πλουτάρχου», αναφερόμενος στις επικρίσεις του Γερμανού Μπαρτόλντυ εναντίον της ελληνικής Εκκλησίας, θα αναπτύξει τη συνολική του αντίληψη για τον ρόλο της Εκκλησίας στην εκπαίδευση των Ελλήνων:
Ὅταν ὁ σεβασμιώτατος ἡμῶν Πατριάρχης καταγίνεται ὅλως διόλου εἰς τὴν ἀναγέννησιν τῆς Ἑλλάδος· ὅταν οἱ Ἀρχιερεῖς χορηγοῦσιν εἰς πολλοὺς νέους τὴν ἀναγκαίαν δαπάνην εἰς τὴν μάθησιν τῶν ἐπιστημῶν· ὅταν οἱ περισσότεροι διδάσκαλοι τῶν Εὐρωπαϊκῶν μαθημάτων εἶναι ἱερωμένοι· ὅταν μεταξὺ τῶν περιερχομένων τὴν φωτισμένην Εὐρώπην, διὰ τῶν ἐπιστημῶν τὴν ἀπόκτησιν, νέων εὑρίσκωνται καὶ ἱερεῖς καὶ διάκονοι πολλοί…[2]
Γιώργος Καραμπελιάς, «Εκκλησία και Γένος εν Αιχμαλωσία»
Τόσο πολύ τον απασχολούσε το ζήτημα της Εκκλησίας και της αναμόρφωσης του κλήρου, το οποίο θεωρούσε αποφασιστικής σημασίας για τις τύχες του γένους, ώστε στα προλεγόμενά του στην έκδοση της Ιλιάδας,σε συνέχειες (1811-1820), θα συγγράψει ένα αληθινό διαλογικό μυθιστόρημα, τον Παπατρέχα, όπου προσπαθεί να συνοψίσει με εύληπτο τρόπο τις απόψεις της ωριμότητάς του, για μια Εκκλησία ριζωμένη στην ορθόδοξη παράδοση και ταυτόχρονα φορέα του φωτισμού του γένους. Ο Παπατρέχας, κυριολεκτικά μανιφέστο του Κοραή, είναι παράλληλα το κείμενο που περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τον φέρνει κοντά στο λαϊκό σώμα και τη λαϊκή παράδοση. Ο Παπατρέχας είναι ο λαϊκός παπάς του Βολισσού της Χίου που, παρότι αγράμματος, είναι ενάρετος ως φορέας των λαϊκών αξιών και της λαϊκής θρησκευτικότητας:
ἡ ἀρετὴ δὲν εἶναι εἰς αὐτὸν γέννημα παιδείας, ἐπειδὴ παιδείαν δὲν ἔλαβε· δὲν εἶναι καρπὸς τῆς ἀσκήσεως, ἐπειδὴ κανένα κόπον δὲν δοκιμάζει εἰς τὴν γύμνασιν αὐτῆς· ἀλλ’ ἐφυτεύθη οὐρανοκατέβατος εἰς τὴν ψυχήν του[3].
Ο πεπαιδευμένος λόγιος (ο Κοραής) αναλαμβάνει να μεταδώσει τη φλόγα της γνώσης στον αγράμματο παπά και να αναβαθμίσει την έμφυτη αρετή διά της γνώσεως· ο Παπατρέχας θα μάθει αρχαία ελληνικά, ιστορία και φιλοσοφία, θα αποκτήσει επιστημονικές γνώσεις και μια νέα Weltanschauung. Ο Χίος σοφός μοιάζει εδώ να υπερακοντίζει τους ίδιους τους νοησιαρχικούς περιορισμούς του σχήματος της μετακένωσης, που αντιπαρέθεταν τους απαίδευτους προς τους πεπαιδευμένους· οδηγείται σε μια νέα σύνθεση όπου, πάνω στα υγιή θεμέλια της παράδοσης και της λαϊκής θρησκευτικότητας, ορθώνεται η «θύραθεν» γνώση και δημιουργείται ένα νέο ενάρετο σχήμα, «ψυχής» και νόησης.
Η παιδεία πάντως είναι απαραίτητη για τους ιερωμένους ως αναγκαία προϋπόθεση του σεβασμού της θρησκείας στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί:
…εἰς τὸν κλῆρον μας αὐξάνει καθημέραν ὁ ἀριθμὸς τῶν καλῶν καὶ ἀληθῶς σεβασμίων ποιμένων. Βλέπω καί τινας ἐξ αὐτῶν ἔχοντας ἐξαίρετον φροντίδα τῆς παιδείας τοῦ γένους· ἀλλ’ ἐπεθύμουν νὰ αὐξήσῃ ὁ ἀριθμός των. Πάλιν τὸ λέγω, συμφέρει πολὺ καὶ εἰς ἡμᾶς καὶ εἰς τὴν ὁποίαν ὑπηρετοῦμεν πανσέβαστον θρησκείαν, νὰ πληροφορηθῇ ὁ λαός, ὅτι τόσον ἀπέχομεν τοῦ νὰ φοβώμεθα τὴν παιδείαν του, ὅσον καὶ νὰ καταγινόμεθα προθύμως εἰς τὴν ἐξάπλωσιν αὐτῆς. Εἰς τὴν παροῦσαν ἡμῶν κατάστασιν, τοῦτο μόνον εὑρίσκω μέσον δραστικόν τοῦ νὰ σέβεται ὁ λαὸς καὶ τὴν θρησκείαν καὶ τοὺς ὑπηρέτας τῆς θρησκείας[4].
Τα «γράμματα» και η εκπαίδευση των ιερωμένων είναι και η μόνη δραστική απάντηση στην ξένη θρησκευτική –και εν τέλει εθνική– προπαγάνδα:
Κ – Δὲν σὲ λανθάνει πόσον μᾶς ἀποστρέφονται οἱ δυτικοὶ χριστιανοί, ὅσοι ἔχουν κεφαλὴν αὐτῶν τὸν Πάπαν, πόσον τοὺς ἀποστρεφόμεθα ἡμεῖς. [ ]
Π– Καὶ δὲν μᾶς μισοῦν μόνον, ἀλλὰ μᾶς ἐνοχλοῦν πέμποντες ἀποστόλους, νὰ μᾶς στρέφωσιν εἰς τὴν θρησκείαν των.
Κ– Εξεύρω ὅτι καὶ ἴσχυσαν νὰ κάμωσι προσηλύτους τινὰς ἀπὸ τοὺς ἀκάκους ἡμῶν νησιώτας.
Π– Τόσον ἀκάκους, σὲ βεβαιώνω, ὥστε, ἀφοῦ χωρισθῶσιν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν μας, νομίζουν ὅτι ἐχωρίσθησαν καὶ ἀπὸ τὸ γένος, ὅτι ἔπαυσαν πλέον νὰ ἦναι Γραικοί. [ ]
Κ– Των διδασκάλων τούτων ὅμως ὁ ζῆλος δὲν ἐνεργεῖ πλέον τόσον.
Π– Διατί;
Κ– Φανερόν ὅτι διὰ τὴν παιδείαν, ἡ ὁποία φωτίζουσα τοὺς ἱερεῖς μας, ἔδωκ’ εἰς αὐτοὺς μέσα νὰ φυλάσσωσι μὲ πλειοτέραν προσοχὴν τὰ πρόβατά των. Ἀλλὰ πρότερον τὶ ἐγίνετο; Οἱ πεμπόμενοι ἀπὸ τὴν Ρώμην ἀπόστολοι, ἦσαν ἀσυγκρίτως λογιώτεροι παρὰ τοὺς ἡμετέρους· ὅθεν οὐδὲν παράδοξον ἦτον, ἐὰν ἀπὸ ἀμαθῶν ποιμένων χείρας ἥρπαζαν πολὺ ἀμαθέστερα πρόβατα.
Π –Αυτήν, φίλε, τὴν ἀλήθειαν λέγεις. Ἀφοῦ ἠκούσθη ὅτι ἔμαθα ὀλίγα γράμματα, δὲν ἐπάτησε πλέον φραγκοπατέρας εἰς τὴν Βολισσόν[5].
Ο αντικληρικαλισμός του υπήρξε κατ’ εξοχήν αντιπαπικός και αντικαθολικός, η δε κριτική του στην ελληνική Εκκλησία και την ιεραρχία –τους μοναχούς και τις μονές– αντιγράφει κάποτε την κριτική που κάνει η γαλλική Επανάσταση, αλλά και ο ίδιος, στους αντίστοιχους καθολικούς θεσμούς. Η αντίληψή του για την ορθοδοξία είναι πολλαπλώς επηρεασμένη από τον προτεσταντισμό, παρ’ όλο που δεν τον αποδέχεται στο δογματικό πεδίο: απλοποίηση της ιεραρχίας, κατάργηση των μοναστηριών, περιορισμός της διάρκειας της λειτουργίας και κριτική της «εικονολατρίας», μετάφραση κειμένων του Ευαγγελίου, εν τέλει δε, επιστροφή στην αρχέγονη απλότητα των πρωτοχριστιανικών αιώνων. Μετά την απελευθέρωση, εμμένει στην αυτοκεφαλία της ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Πατριαρχείου, το οποίο θεωρούσε εξαρτημένο από την οθωμανική εξουσία: «Τοῦ ἕως τὴν ὥραν ταύτην ἐλευθερωθέντος μέρους τῆς Ἑλλάδος ὁ κλῆρος δὲν χρεωστεῖ πλέον νὰ γνωρίζῃ ἐκκλησιαστικὸν ἀρχηγόν του τὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, ἐνόσω ἡ Κωνσταντινούπολις μένει μολυσμένη ἀπὸ τὴν καθέδραν τοῦ ἀνόμου τυράννου». Ως προς δε τον τρόπο διοίκησής της προέβλεπε «σύνοδον ἱερέων, ἐκλεγμένην ἐλευθέρως ἀπὸ ἱερεῖς καὶ κοσμικούς, καθὼς ἔπρασσεν ἡ ἀρχαία ἐκκλησία, καὶ πράσσει ἐκ μέρους σήμερον ἀκόμη τῶν ὁμοθρήσκων Ῥώσσων ἡ ἐκκλησία...»[6].
Παράλληλα, μέχρι το τέλος της ζωής του, θα στρέφει πάντοτε τα βέλη του εναντίον των «καλογήρων» –τους οποίους θα συγκρίνει πάντοτε με τους καθολικούς και ιδιαίτερα τα καθολικά τάγματα–, εναντίον της «δεισιδαιμονίας», της αγαμίας του κλήρου, και θα υποστηρίζει σταθερά την ανάγκη μετάφρασης των ιερών κειμένων στη νεώτερη ελληνική, πράγμα που εξάλλου θα κάνει ο ίδιος στον Συνέκδημο Ιερατικό[7], με τη μετάφραση Επιστολών του Αποστόλου Παύλου. Δηλαδή, κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες, ρόλους και συγκυρία, ο Κοραής προσεγγίζει, σχεδόν δύο αιώνες μετά, τη λουκάρεια λογική: υπεράσπιση έναντι του παπισμού και ταυτόχρονα μεταρρύθμιση της ορθοδοξίας, εξ ου και η αποδοχή πολλών αρχών του δυτικού προτεσταντισμού και η ομολογημένη, στην περίπτωση του Λούκαρι, ανομολόγητη, στην περίπτωση του Κοραή, συμπόρευση μαζί του.
* Πρόκειται για τον Θεόφιλο Καΐρη.
[1] Βλέπε Αδ. Κοραής, Αλληλογραφία, τ. Β΄ (1799-1809), Ο.Μ.Ε.Δ., Εστία, Αθήνα 1966, σσ. 446-447, και Μ. Περάνθης, Ο άλλος Κοραής, Φιλιππότης, Αθήνα 1983, σ. 87.
[2] Αδαμάντιος Κοραής, Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τ. Α΄, επανέκδοση της παρισινής έκδοσης του 1833, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1986, σσ. 323-324. Στο ίδιο κείμενο θα προβεί και σε μία σύγκριση των Ελλήνων με τους Δυτικοευρωπαίους που καταδεικνύει πως ο Κοραής δεν ήταν –τουλάχιστον πάντα– μονοσήμαντα δυτικόφρων, όπως πιστεύεται από εχθρούς και φίλους: «Δὲν εἶναι πολλοῦ γέλωτος ἄξιον νὰ τραγωδῇ [ ] τὴν δεισιδαιμονίαν τῶν Γραικῶν, χωρὶς νὰ συλλογισθῇ εἰς ποίαν κατάστασιν εὑρίσκεται ὁ ἀπαίδευτος ὄχλος τῆς πατρίδος του; Ποίαν δεισιδαιμονίαν τῶν Γραικῶν δύναται νὰ ὀνομάσῃ, τῆς ὁποίας ἴχνη δὲν σῴζονται ἔτι εἰς τὴν Γερμανίαν; Τὰς παρατηρήσεις τῶν εὐτυχῶν καὶ δυστυχῶν ἡμερῶν; Τὰς μαγείας; Τὰ στοιχεῖα; Τὰ φυλακτήρια; Στηλιτεύει τοὺς Γραικοὺς διὰ τὸ κατὰ ἑτεροδόξων μῖσος· ἂς ἐξετάσῃ καὶ πάλιν ποίαν διάθεσιν ψυχῆς ἔχουν πολλοὶ Λουθηροκαλβίνοι τῆς πατρίδος του πρὸς τοὺς ἐπονομαζομένους Καθολικούς, ποίαν οὗτοι πρὸς τοὺς Λουθηροκαλβίνους, καὶ ποίαν ἁπλῶς οἱ χριστιανοὶ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους· καὶ ἂν δὲν εὕρῃ ἐκεῖ τὸ μῖσος, ἂς στρέψῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὴν σοφωτέραν παρὰ τὴν πατρίδα του Ἀγγλίαν, ὅπου ὑπὲρ τὰς τριακοσίας μυριάδας ἰρλανδῶν ἀποκλείονται ἀσπλάγχνως ἀπὸ τὰ δίκαια τῆς πολιτικῆς κοινωνίας, ὡς Εἵλωτες, ὄχι δι’ ἄλλο, πλὴν διότι ἐπαγγέλλονται ἄλλην παρὰ τὴν θρησκείαν τῶν Ἄγγλων» (Βλ. Αδ. Κοραής, ό.π.,τ. Α΄, σ. 323, σημ. 1).
[3] Αδ. Κοραής, Ο Παπατρέχας,επιμ. Αλ. Αγγέλου, ΝΕΒ, Ερμής, Αθήνα 1978, σ. 27.
[4] Αδ. Κοραής, Ο Παπατρέχας, ό.π., σ. 69.
[5] Αδ. Κοραής, Ο Παπατρέχας, ό.π., σ. 127.
[6] Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες Συγγραφείς, τ. Β΄, 1988, σ. 274.
[7] Ένα από τα τελευταία έργα του Κοραή που κυκλοφόρησε το 1831 και περιλαμβάνει μεταφρασμένες τις Επιστολές του Παύλου προς τον Τίτο και τον Τιμόθεο. Βλ. Αδ. Κοραής, Συνέκδημος ἱερατικός, περιέχων τὰς δύο πρὸς Τιμόθεον καὶ τὴν πρὸς Τῖτον, Ἐπιστολὰς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, μὲ δύο κοινὰς μεταφράσεις, καὶ ἐξηγήσεις διεξοδικάς, Παρίσι 1831. Βλ. και στο Αδ. Κοραής, Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τ. Δ΄, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1995.