του Γ. Καραμπελιά από το Άρδην τ. 17
Οι αιτίες της επιστροφής
Οι θρησκείες «επιστρέφουν» για δύο βασικούς λόγους: Πρώτον, διότι η αναζήτηση του Παραδείσου, που από την εποχή του διαφωτισμού, της έναρξης της επιστημονικής ερμηνείας του κόσμου και της γαλλικής επανάστασης –με αποκορύφωμα το μαρξισμό– μετατοπίζονταν σταδιακά αλλά σταθερά από το Επέκεινα στο Ενθάδε, τείνει να επιστρέψει και πάλι στους Ουρανούς.
Το κομμουνιστικό όραμα υπήρξε –συχνά με γελοιογραφικό τρόπο– η κατά γράμμα μεταφορά του Παραδείσου από τον ουρανό επί της γης. Αρκεί να αναλογιστούμε την λογική των τριών «νόμων της διαλεκτικής», θέση–αντίθεση–σύνθεση, που ήταν μια μεταφορά της ινδοευρωπαϊκής και χριστιανικής τριαδικότητας στο επίπεδο των «νόμων που διέπουν το σύμπαν»!
Και όμως, ενώ η «επιστημονική επανάσταση» κατακυριεύει το σύμπαν, και αγγίζει πλέον την ίδια την ανθρώπινη ζωή, με την βιοτεχνολογία, οι άνθρωποι εγκαταλείπουν την τεχνολογία και την επιστήμη στην καθημερινότητα και καταφεύγουν στο Επέκεινα για την ερμηνεία του κόσμου και τη σωτηρία της ψυχής τους. Αυτό συνέβη γιατί η σχέση του ανθρώπου με την «πρόοδο» αντεστράφη. Η πρόοδος δεν είναι πλέον κάτι για το οποίο «παλεύουν» οι άνθρωποι και κατ’ εξοχήν τα εξισωτικά και μεσσιανικά κοινωνικά και πολιτικά κινήματα όπως ο κομμουνισμός, αλλά ένας μηχανισμός ανεξάρτητος από τον άνθρωπο, μια «μεγαμηχανή» που τον υποτάσσει. «Προοδεύουμε» εκόντες ή άκοντες και βέβαια δεν οδεύουμε σε έναν κόσμο εξισωτικό και μη αλλοτριωμένο αλλά ζούμε στην καθημερινότητα της καταναλωτικής κόλασης, ή ακόμα χειρότερα του αποκλεισμού μας από αυτή την κόλαση –για τα δύο τρίτα των κατοίκων του πλανήτη μας. Κατά συνέπεια ο επίγειος Παράδεισος τον οποίο υπόσχονταν τα μεσσιανικά κομμουνιστικά κινήματα έγινε μια ετεροκαθοριζόμενη Κόλαση και στην καλύτερη περίπτωση η διεκδίκηση των αποκλήρων είναι να γίνουν πλήρη μέλη αυτής της τεχνολογικής και καταναλωτικής «κόλασης»! Η «αυτονομία» αποδείχθηκε μια φενάκη ή μία ύβρις, την μόνη αυτονομία που κατέκτησε ο κόσμος μας είναι εκείνη των Χρηματιστηρίων. Κατά συνέπεια απέναντι στην επίγεια –και όπως μοιάζει, αναπόδραστη Κόλαση του Ενθάδε– αναδεικνύεται και πάλι το Επέκεινα ως η μόνη δυνατή εκδοχή του Παραδείσου.
Ο δεύτερος λόγος είναι περισσότερο συγκυριακός, αλλά σε απόλυτη συνέργια με τον προηγούμενο. Η ταχύτατη μεταβολή των ανθρώπων σε αδιαφοροποίητα άτομα, ως η προσφορότερη μορφή, η προσαρμοσμένη στις ανάγκες του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, που διαλύει κάθε παλιότερη μορφή συλλογικότητας και ελέγχου πάνω στη μοίρα –φυλή, έθνος, θρησκεία, τάξη, ευρύτερη οικογένεια– και θέλει να παραδώσει τον απόλυτα ατομικοποιημένο άνθρωπο ανυπεράσπιστο και μόνο –η καρικατούρα της «αυτονομίας»– βορρά στα νύχια της μηχανής του κεφαλαίου αναδεικνύει ως μοναδικό αντίβαρο την ανάδυση της ταυτότητας ως κομβικό και αποφασιστικό στοιχείο της αντίστασης. Γι’ αυτό και επειδή η αντίσταση δεν αναζητάται στο Μέλλον, που μοιάζει όλο και περισσότερο ως μια πλαστική Κόλαση της εικονικής πραγματικότητας, αυτή αναζητάται στην παράδοση. Και η Θρησκεία είναι η παράδοση κατ’ εξοχήν. Εκεί συμπυκνώνονται συλλογικές ταυτότητες διαμορφωμένες μέσα σε μια πορεία χιλιετηρίδων (όπως βέβαια και το έθνος).
Αν αυτοί είναι οι βασικοί λόγοι που ερμηνεύουν την επαναθρησκειοποίηση σε ένα απομαγευμένο περιβάλλον –μια πραγματικά εκρηκτική αντίθεση– δεν λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου μας.
Στις κυρίαρχες χώρες του πλανήτη, στη Δύση, εκεί όπου το άτομο αναδείχθηκε φιλοσοφικά σε επίκεντρο του κόσμου πριν να γίνει ο τεχνολογικός σκλάβος του, λειτουργεί περισσότερο η πρώτη αντίφαση, η αντίφαση ανάμεσα στην πλαστική κόλαση της μηχανής και την αναζήτηση μιας διεξόδου από αυτή. Αρκεί να δούμε για παράδειγμα τον κινηματογράφο του Χόλλυγουντ… Θρίλερ, ταινίες καταστροφής, σήριαλ κίλερς, τέρατα και εξωγήινοι, σε έναν κόσμο θεμελιωδώς αποξενωμένο και αβίωτο, Μπραζίλ και Σιωπή των αμνών.
Στον υπόλοιπο κόσμο, εκεί όπου αυτός ο πολιτισμός εισβάλλει από τα έξω, καταστρέφοντας βίαια συλλογικότητες, παραδόσεις, ταυτότητες, εκεί το δεύτερο στοιχείο, της αντίστασης στην καταστροφή της συλλογικής ταυτότητας είναι κυρίαρχο.
Έκπτωση και κρίση
Σε μας, στον ορθόδοξο κόσμο, και μάλιστα στην ελληνική ορθοδοξία, συντρέχουν και οι δύο λόγοι ταυτόχρονα. Και είμαστε αρκετά Δυτικοί και καταναλωτικοί για να βιώνουμε το βαθύτερο κενό ενός πολιτισμού του απόλυτου ετεροκαθορισμού, και ταυτόχρονα απειλούμαστε στην ίδια μας την υπόσταση και την ταυτότητα, για να έχουμε ανάγκη από τις σταθερές της συλλογικής μας ταυτότητας ώστε να αντέξουμε στην πίεση και την απειλή που μοιάζει να μας περικλείει από Ανατολή και Δύση. Ο ελληνισμός απειλείται στην ίδια του την υπόσταση και η ορθοδοξία επανεμφανίζεται ως ένα βασικό στοιχείο αντίστασης και άμυνας
Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της επιστροφής της ορθοδοξίας και τι τα διαχωρίζει από τις παλιότερες μορφές της.
Οι μεγαλύτεροι έχουμε ζήσει, σχεδόν όλοι, την μετατροπή της ορθόδοξης ελληνικής εκκλησίας σε ένα παράρτημα του μετεμφυλιακού κράτους, ένα είδος ιδεολογικής αστυνομίας που χρησιμοποιήθηκε στον αγώνα κατά της αριστεράς και για την εδραίωση των ιδανικών του «ελεύθερου χριστιανικού κόσμου», δηλαδή της Δύσης, έναντι του «άθεου κομμουνισμού». Ιδιαίτερα οι λεγόμενες «παραθρησκευτικές οργανώσεις» η Ζωή, ο Σωτήρας, κλπ. με τα εκατοντάδες χιλιάδες μέλη τους, τον έλεγχο των Κατηχητικών, τις σχέσεις τους με το Παλάτι, την ηγεσία του Στρατού κλπ. αποτέλεσαν για τουλάχιστον 25 ή 30 χρόνια ίσως τον σημαντικότερο ιδεολογικό μηχανισμό στην πάλη εναντίον της Αριστεράς. Ο Χρήστος Γιανναράς τόσο μέσα από την προσωπική μαρτυρία) όσο και μέσα από την ιστορική καταγραφή[1] έχει δείξει με ενάργεια αυτή την έσχατη κατάληξη της Φαρμακίδειας εκδοχής της ορθόδοξης εκκλησίας της Ελλάδας.
Όμως με την δικτατορία, αυτή την έσχατη μορφή του μετεμφυλιακού κράτους, και την κατάρρευσή της καταρρέουν και οι βασικοί στυλοβάτες του συστήματος. Το Παλάτι παύει να αποτελεί υπολογίσιμο παράγοντα οριστικά, ο Στρατός, ιδιαίτερα μετά την ήττα στην Κύπρο, αποχωρεί από το προσκήνιο της πολιτικής ζωής και η επιρροή της εκκλησίας φθάνει στο ναδίρ. Ιδιαίτερα οι παραθρησκευτικές οργανώσεις φυλλορροούν και τα Κατηχητικά παύουν να προσελκύουν ή να εντάσσουν υποχρεωτικά τους νέους. Είναι πλέον η ώρα των πολιτικών νεολαιών. Η εκκλησία θα βιώσει την μεταπολίτευση ως την περίοδο της μεγαλύτερης μείωσης της επιρροής της. Οι κοσμικές ιδέες για πρώτη φορά θα εξαπλωθούν σε μεγάλη έκταση στο σύνολο της κοινωνίας.
Όμως σύντομα τα πράγματα θα μεταβληθούν άρδην. Οι ρόλοι και οι λειτουργίες θα αντιστραφούν. Η Αριστερά που υπήρξε ιστορικά ο «εχθρός της Δύσης» θα μεταβληθεί, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», στον κυριότερο ιδεολογικό στυλοβάτη της, στο βαθμό που η ταξική αναφορά θα υποκατασταθεί –ή θα οδηγήσει– στα «δικαιώματα του ατόμου» ως προνομιακό σημείο αναφοράς και κατά συνέπεια προς τη Δύση μέσω της αναφοράς σε αυτά τα «δικαιώματα»… Η ευρύτερη αριστερά, με το ΠΑΣΟΚ και τους συμμάχους του, θα γίνει εξουσία και μάλιστα θα τείνει να εκφράσει τόσο τα νέα μεσοστρώματα, όσο και την οροφή των διαπλεκομένων. Η ιστορική απειλή κατά της εθνικής ταυτότητας που είχε ταυτιστεί με τον «από Βορρά κίνδυνο» θα μετατοπιστεί προς τα Ανατολικά και τα… Δυτικά, δηλαδή προς τους «συμμάχους» της Ελλάδας. Από τα ανατολικά ο κίνδυνος της στρατιωτικής και πολιτικής επιβολής και από τα δυτικά εκείνος της πολιτισμικής ισοπέδωσης και της απορρόφησης της ελληνικής ιδιοπροσωπείας. Αντίθετα ο σλαβικός βορράς και ιδιαίτερα η Ρωσία θα επανέλθει στο χώρο της ορθοδοξίας.
Τα ρεύματα της αναγέννησης
Σε αυτές τις συνθήκες, μιας νέας απειλής κατά της εθνικής ταυτότητας, η οποία είναι ταυτόχρονα και ιστορικά διαμορφωμένη ως ορθόδοξη ταυτότητα, ο ρόλος της ελληνικής εκκλησίας τείνει να μεταβληθεί. Μετατοπίζεται εκτός των κυρίαρχων επιλογών των αρχουσών τάξεων, έστω και εάν εξακολουθεί να παραμένει ισχυρή οικονομικά και πολιτισμικά. Η εκκλησία και οι φορείς της νοιώθουν πως συνδέονται και πάλι με την μοίρα του ελληνισμού, μια και κάθε υποβάθμισή του θα σημαίνει και δική της υποβάθμιση. Όμως ένας νέος ρόλος για την εκκλησία και την ορθοδοξία γενικότερα απαιτούσε μία ιδεολογική αναγέννηση μεγάλης έκτασης και βάθους, διότι ο «εχθρός» ήταν πλέον ο ίδιος ο κυρίαρχος του κόσμου, ο δυτικός πολιτισμός. Και αυτή η αναγέννηση θα εγκαινιαστεί στη δεκαετία του ’60, στο Άγιο Όρος, όπου θα εγκατασταθούν νεαροί μοναχοί με ένα νέο ήθος και φλόγα όπως ο Γρηγόριος Χατζηεμμανουήλ,ο Γεώργιος Καψάνης, ο Βασίλειος Γοντικάκης (σήμερα ηγούμενος της Μ. Ιβήρων) κ.ά και στο… Παρίσι (όπου ο ίδιος ο Γοντικάκης, ο Χρήστος Γιανναράς, ή ο Στέλιος Ράμφος θα έλθουν σε επαφή με την ρωσική ορθόδοξη σκέψη του Ινστιτούτου του Αγίου Σέργιου) και στη Νέα Υόρκη όπου ο Ρωμανίδης, ο Ιωάννης Ζήζιουλας (νυν επίσκοπος Περγάμου) κ.ά θα έλθουν σε επαφή με το Σμέμαν, τον Μέγεντορφ και τον Φλωρόφσκυ στην επίσης ρωσική Σχολή του Αγίου Βλαδίμηρου. Η κατάρρευση της δικτατορίας και η κρίση της εκκλησίας θα επιταχύνουν τις εξελίξεις. Ένα σημαντικό ποσοστό των δραστήριων ορθόδοξων φοιτητών και μάλιστα της θεολογικής σχολής θα περάσει από την αριστερά και μάλιστα θα συγκροτήσει και ομάδες που είτε γύρω από τη Χριστιανική Δημοκρατία ή περιοδικά όπως η Σύναξη του Παναγιώτη Νέλλα, θα προωθήσουν τον χριστιανοσοσιαλισμό και την αμφισβήτηση του συστήματος τόσο στην κοινωνία, όσο και στην ίδια την εκκλησία.
Αυτή η πνευματική κίνηση θα φέρει στο προσκήνιο την ησυχαστική και αντιδυτική παράδοση του Βυζαντίου και τον μοναστικό εξισωτισμό και θα θεωρεί πως αποτελεί συνέχεια του Μάξιμου του Ομολογητή, του Συμεών του Νέου Θεολόγου, του Γρηγορίου Παλαμά. Η εκκλησία με τις ίντριγκές της, της διαιρέσεις της, τον ψευδοευσεβισμό της, την διαπλοκή της με το κράτος, την ενασχόλησή της με το χρήμα και την εξουσία θα απορρίπτεται ή θα γίνεται δεκτή ως αναγκαίο κακό.
Σύντομα «νέες δυνάμεις» θα προστεθούν σε αυτή την ορθόδοξη αναγέννηση, δυνάμεις προερχόμενες από την κρίση της Αριστεράς, που θα ενισχύσουν το ρεύμα της «νεο-ορθοδοξίας», όπως ο Κωστής Μοσκώφ από το ΚΚΕ ή ο Κώστας Ζουράρις από το ΚΚΕεσωτ. καθώς και καλλιτέχνες, όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος. Ο Θεόδωρος Ζιάκας θα διερευνήσει τη δυνατότητα της ορθόδοξης παράδοσης να προσφέρει μια μετα-μοντέρνα απάντηση στα αδιέξοδα του δυτικού πολιτισμού. Στη δεκαετία του ’80 ή ακόμα περισσότερο στη δεκαετία του ’90 αυτό το ρεύμα μεταβάλλεται στον κατ’ εξοχήν αντίπαλο της δυτικόστροφης στροφής των ελληνικών ελίτ και της αριστερής διανόησης
Σταδιακά, ιδιαίτερα στην δεκαετία του ’90, δυνάμεις του ορθόδοξου χώρου αναδεικνύονται σε βασική συνιστώσα των κινητοποιήσεων και κινήσεων για τα εθνικά θέματα, ιδιαίτερα στην εκτός Αθηνών Ελλάδα, και βέβαια δεν είναι τυχαίος ο ρόλος του Στέλιου Παπαθεμελή που προέρχεται από την «Χριστιανική Δημοκρατία». Ενορίες, εκκλησίες, μητροπόλεις θα αναλάβουν την ενίσχυση των Σερβοβοσνίων, των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου, ενώ βέβαια στην Κύπρο ο ρόλος της εκκλησίας και του αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου ως φορέα της εθνικής συνείδησης και αντίστασης του Κυπριακού ελληνισμού είναι πανθομολογούμενος. Οι δυνάμεις της ανανέωσης θα έχουν κυριαρχήσει ολοκληρωτικά στο Άγιο Όρος και θα επηρεάζουν το σύνολο του ορθόδοξου εκκλησιαστικού και μη χώρου, Το «προσκύνημα» στο Άγιο όρος θα γίνει κοινός τόπος για εκατοντάδες χιλιάδες νέους, συχνά προερχόμενους από την ακρότατη αριστερά και τους αναρχικούς. Τέλος, η κρίση της Αριστεράς, των οραμάτων και των πρακτικών της, θα φέρει χιλιάδες νέους κοντά στην ορθοδοξία.
Οι δυνάμεις της Αριστεράς, που θα θελήσουν να πραγματοποιήσουν μια «επιστροφή της ρίζες» της εθνικής αντίστασης για να αντιμετωπιστεί η τουρκική απειλή και η πολιτισμική ισοπέδωση, χωρίς να προσχωρήσουν στο ευρύ αυτό ρεύμα, θα μείνουν τραγικά λίγες και μοναχικές αν και όχι απομονωμένες, αρκεί να αναφερθούμε στον Μιχάλη Ράπτη, τον Μανόλη Γλέζο, το Νίκο Ψυρούκη, τον Γιώργο Καραμπελιά. Το ίδιο θα συμβεί από την άλλη πλευρά με την περίπτωση του Αντώνη Σαμαρά.
Το μεγάλο ρεύμα που αντιστέκεται προέρχεται από την ορθόδοξη παράδοση και δεν μπορεί να εκφραστεί με την μορφή πολιτικού κόμματος. Αυτή η ζύμωση και η πνευματική αναγέννηση θα εκφραζόταν αναπόφευκτα και στο χώρο της επίσημης εκκλησίας και της ιεραρχίας της, αργά ή γρήγορα. Πολλοί νέοι θεολόγοι της δεκαετίας του ’70 είναι σήμερα αρχιμανδρίτες ή και επίσκοποι. Και το παλιό κατεστημένο της εκκλησίας, κληρονομημένο από την εποχή του εμφυλίου και του ψυχρού πολέμου βρίσκεται πίσω από τις ανάγκες της εποχής.
Το «φαινόμενο Χριστόδουλος»
Η εκλογή του Χριστόδουλου ως αρχιεπισκόπου σηματοδοτεί, αν όχι την προσχώρηση της κορυφής της εκκλησίας στην «νεο-ορθοδοξία», αλλά την συγκρότηση μιας «νέας πλειοψηφίας» που περιλαμβάνει δυνάμεις και κυρίως ιδέες και αντιλήψεις που διαμορφώθηκαν από το αναγεννητικό ρεύμα. Κατ’ αναλογίαν, πρόκειται για κάτι αντίστοιχο, αν μπορούμε να επιτρέψουμε μια τέτοια μεταφορά, με αυτό που συνέβη με τον Ανδρέα Παπανδρέου μετά τη μεταπολίτευση, που ενσωμάτωσε ένα τμήμα της αριστεράς, και προπαντός της ιδέες της, σε ένα νέο πλειοψηφικό ρεύμα το οποίο οδήγησε στην εξουσία. Γι αυτό και οι ομοιότητες είναι πολλές, άμεση επικοινωνία με το λαό, μεγάλα ακροατήρια, «πορεία προς το λαό, λυσσαλέα αντίδραση του παλιού «κατεστημένου» και ιδιαίτερα των ΜΜΕ και των ελίτ εναντίον του, ενσωμάτωση του λόγου περί εθνικής ταυτότητας και εθνικής ιδιοπροσωπείας, στο λόγο του, κλπ. κλπ.
Η στροφή της κοινωνίας μας στην αναζήτηση ταυτότητας θα βρει στο πρόσωπο του αρχιεπίσκοπου τον καλύτερο εκφραστή της, ακριβώς γιατί αποτελεί μια πλειοψηφική εκδοχή της. Δηλαδή αντιστοιχεί σε συνθήκες όπου η πλειοψηφία του ελληνικού λαού αποδέχεται τους πολιτικούς συμβιβασμούς των κομμάτων και των ελίτ, αποδέχεται την «πορεία προς την ΟΝΕ», ως αντίβαρο στην τουρκική απειλή και η διάθεση για άμεση αντίσταση είναι μάλλον ασθενής, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι διατεθειμένη «να πουλήσει και την ψυχή του» στη Δύση και τους Τούρκους προστατευόμενούς της. Ακολουθεί με βαριά καρδιά τις ελίτ στους πολιτικούς συμβιβασμούς της, αλλά απορρίπτει την ιδεολογία της. Αντίθετα στο ιδεολογικό πεδίο ορθώνει αναχώματα στην απώλεια της ταυτότητας, με κύριο φορέα την εκκλησία. Έτσι στις μεν εκλογές ψηφίζει κόμματα, τα οποία θεωρεί παντελώς αναξιόπιστα (βλέπε και τις αντίστοιχες δημοσκοπήσεις) ενώ πρώτοι στην εκτίμησή του είναι θεσμοί όπως η εκκλησία και ο στρατός ενώ ο αρχιεπίσκοπος παραμένει ο δημοφιλέστερος Έλληνας, παρά τις επιθέσεις εναντίον του.
Ένας ορθόδοξος φονταμενταλισμός;
Στην Ελλάδα δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε τους όρους γέννησης ενός ορθόδοξου «φονταμενταλισμού» που θα επιθυμούσε να επεκταθεί και στο πολιτικό πεδίο, όπως συνέβη στο Ισλάμ, ούτε μιας αντιδραστικής και δεξιόστροφης στροφής όπως γίνεται στις ιμπεριαλιστικές χώρες, όπου η αναζήτηση ταυτότητας αναζητάται μέσω του αποκλεισμού των «κατωτέρων», όσο και να καμιά φορά ακούγονται ρατσιστικές παραφωνίες και από Έλληνες ορθόδοξους. Στο Ισραήλ για παράδειγμα ενισχύονται οι ακροδεξιές εκδοχές του ιουδαϊσμού σε άμεση αντιπαράθεση με τους Παλαιστίνιους, και το ίδιο θα παρατηρήσουμε και στις ΗΠΑ, όπου οι άλλοτε αριστεροί και φιλελεύθεροι Εβραίοι στρέφονται προς τον φονταμενταλισμό και την συντηρητικοποίηση. Ενώ βέβαια ο ευαγγελισμός στηρίζει συστηματικά τις πιο συντηρητικές και ξενόφοβες τάσεις των ρεπουμπλικάνων. Γιατί βέβαια εκεί που η αντίδραση στην ισοπέδωση ανατρέχει απλώς στην παράδοση για να αντλήσει ατομικά μοντέλα κοινωνικής συμπεριφοράς, η θρησκειοποίηση εκφράζεται με την τάση «επιστροφής» σε παλιές μορφές κοινωνικής οργάνωσης και ρόλων –θέση της γυναίκας, των παιδιών κλπ– απέναντι στην καταστροφή της οικογένειας, π.χ. και έτσι, όταν δεν έχει να προτείνει νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, τείνει να ταυτιστεί με υστερικές και αυταρχικές μορφές επιστροφής στο παρελθόν, όπως για παράδειγμα η σέκτα των Άμις.
Όταν αντίθετα η θρησκειοποίηση παράλληλα με την αντίδραση στην κοινωνική διάλυση είναι ταυτόχρονα αναζήτηση συλλογικής ταυτότητας και συλλογική αντίσταση, εκεί ακόμα και αν υπάρχουν δευτερεύουσες αντιδραστικές ή συντηρητικές πλευρές δεν μπορεί να πάρει τα χαρακτηριστικά του αντιδραστικού φονταμενταλισμού. Όταν επί πλέον η αντίσταση είναι εκείνη ενός ηττημένου λαού –και η Ελλάδα είναι σήμερα ηττημένη και απειλούμενη στην ίδια της την ακεραιότητα και ανεξαρτησία– τότε η θρησκεία γίνεται κατ’ εξοχήν στοιχείο διατήρησης της ταυτότητας και όχι αναζήτηση της «ατομική βελτίωσης» ή της «σωτηρίας της ψυχής». Γι’ αυτό και θα δούμε πως αυτό που κατ’ εξοχήν προσάπτουν στο Χριστόδουλο είναι πως δεν μιλάει «θεολογικά» αλλά «πολιτικά», δηλαδή για τα μεγάλα συλλογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία.
Τελευταίο αλλά όχι ελάχιστο στην Ορθόδοξη παράδοση δεν υπάρχει η λογική του καισαροπαπισμού, η εκκλησία δεν θα γίνει ποτέ κοσμική δύναμη. Η τελευταία θα έχει πάντα τον τελευταίο λόγο, εξού και οι διασπάσεις της ορθόδοξης εκκλησίας ασνάλογα με την πολιτική εξουσία, σε αντίθεση με τον ρωμαϊκό καθολικισμό. Συνέπεια της μεταφοράς της αυτοκρατορικής εξουσίας από τη Ρώμη στο Βυζάντιο και της έλλειψης σταθερής κρατικής εξουσίας στη Δύση, υπήρξε η αυτονόμηση της Ρώμης από την κοσμική εξουσία, και η οργάνωση της καθολικής εξουσίας σύμφωνα με το ρωμαϊκό αυτοκρατορικό πρότυπο. Αντίθετα, στην Ανατολή, όπου η κοσμική – αυτοκρατορική εξουσία διατήρησε τα πρωτεία έναντι της εκκλησίας , η συρρίκνση της κοσμικής εξουσίας θα οδηγήσει σε συρρίκνωση της ισχύος και της επιρροής του “οικουμενικού πατριαρχείου”, με όλες τις συνεπειες που γνωρίζουμε σήμερα.Το cujus regio ejus religio ισχύει απολύτως για την ορθοδοξία. Οι σλαβικές εκκλησίες αρχικώς θα αποσπαστούν από το Πατριαρχείο και στη συνέχεια κάθε νέο κράτος ή κρατίδιο θα ανακηρύσσει το “αυτοκέφαλο” της εκκλησίας του και την ταύτισή του με την πολιτική εξουσία.
Εν κατακλείδι, ελληνική ορθοδοξία αναβαθμίζεται σήμερα για τους ίδιους λόγους που σε όλο τον κόσμο ενισχύονται οι θρησκείες, αλλά πρόκειται κατ’ εξοχήν για φαινόμενο αντίστασης στην απώλεια της ταυτότητας και, σε ότι αφορά τα πιο ριζοσπαστικά και καινοτόμα ρεύματα, για προσπάθεια διαμόρφωσης μιας νέας πρότασης μπροστά στην κρίση της νεωτερικότητας.