του Οχανές –Σαρκίς Αγαμπατιάν, απόσπασμα από το βιβλίο του, Αρμενία, αναδρομή στην Ιστορία του αρμενικού έθνους, εκ. Στοχαστής, 2003, σσ. 94-96.
Σε προηγούμενο απόσπασμα του Οχανές –Σαρκίς Αγαμπατιάν είχαμε δει πώς ο Στάλιν “πούλησε” το Αρτσάχ στους Αζέρους και δημιούργησε μια μικρή και ευάλωτη Αρμενία. Στο σημερινό θα δούμε ότι η μη εφαρμογή της Συνθήκης των Σεβρών, με ευθύνη των Άγγλων και, κυρίως των Γάλλων, είχε και άλλη μια τραγική συνέπεια για την ευρύτερη περιοχή. Αντί για μια ελεγχόμενη Τουρκία, περικυκλωμένη από έθνη-κράτη υπόδουλων λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με την Συνθήκη της Λωζάννης η Τουρκία επανήλθε ως εν δυνάμει ηγεμονική δύναμη στην περιοχή. Και είναι προφανές ότι, αν σήμερα στη Μέση Ανατολή υπήρχε ένα κουρδικό κράτος και ένα δεύτερο μικρότερο αρμενικό οι ισορροπίες στην περιοχή θα ήταν εντελώς διαφορετικές. Α. Ρ.
Στις 20 Οκτωβρίου 1921, µε μια συμφωνία που υπογράφει µε τους κεμαλικούς, η Γαλλία παραιτείται από τη δαπανηρή κατοχή της Κιλικίας και από το σχέδιο µιας αρμενικής εθνικής εστίας, υπό την προστασία της, σ᾿ αυτήν την περιοχή που κατά τις μυστικές συμφωνίες Σάικς – Πικό του 1916 είχε περιληφθεί στη γαλλική ζώνη επιρροής[1]…
Σύμφωνα µε τους όρους της Ανακωχής του Μούδρου, που υπογράφηκε από την Αγγλία, σαν εκπρόσωπο των Συμμάχων και την Τουρκία, στις 31 Οκτωβρίου 1918, τα αγγλογαλλικά στρατεύματα της Ανατολής, ενισχυμένα µε τρία αρμενικά τάγματα, αποβιβάστηκαν, στις 28 Νοεμβρίου, στην Αλεξανδρέττα. Ανταποκρινόµενοι στην έκκληση του ανώτατου επιτρόπου Ζωρζ Πικό, 150.000 Αρµένιοι μετανάστες στη Συρία και τη Μεσοποταμία εγκαταστάθηκαν σ᾿ αυτήν την περιοχή. Ιδρύθηκαν σχολεία, οργανώθηκε μια συντεχνία, το λιμάνι της Μερσίνας ανακατασκευάστηκε.
Η Κιλικία έμπαινε σε μια περίοδο ευημερίας, όταν η νεκρανάσταση του τουρκικού στρατού ήρθε να ματαιώσει τη μεγάλη αυτή προσπάθεια. Κάτω από την πίεση των κεµαλικών δυνάμεων, βοηθούμενων από ένα φανατισμένο τουρκικό όχλο, τα γαλλικά στρατεύματα -περιορισμένα σ᾿ ένα τελείως αστείο αριθμό κι έχοντας ν’ αντιμετωπίσουν δυο μέτωπα ύστερα από τις επιθέσεις του εμίρη Φεϋζάλ και τις μηχανορραφίες του Λώρενς – αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το Μαράς, την Ούρφα και το Αϊντάμπ, μετά από πολύ σκληρές πολεμικές επιχειρήσεις που κράτησαν από το Νοέμβριο του 1919 ως το Φεβρουάριο του 1921. Μετά τη γαλλοτουρκική συµφωνία, πάνω από 100.000 πανικόβλητοι Αρμένιοι καταφεύγουν στη Συρία, την Αίγυπτο, την Ελλάδα, την Κύπρο. Το «σαντζάκι της Αλεξανδρέττας που είχε παραμείνει υπό γαλλική εντολή παραχωρείται στους Τούρκους το 1939, πράγμα που προκαλεί μια νέα έξοδο 15.000. Αρμενίων[2].
Η τελευταία πράξη του αρμενικού δράματος θα παιχτεί στις 24 Ιουλίου 1923 µε την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης που αντικαθιστούσε τη Συνθήκη των Σεβρών. Άλλωστε, η αρμενική αντιπροσωπία δεν προσκλήθηκε στη διάσκεψη, όπου δεν γεννήθηκε πια ζήτημα όχι µόνο για ανεξάρτητη Αρμενία, αλλά ούτε καν για οποιαδήποτε αρμενική εθνική εστία. Δεν υπήρξε καμιά διάταξη για απόδοση των αρμενικών περιουσιών ούτε για αποζημιώσεις, παρά µόνο μερικά άρθρα για την «Προστασία των μειονοτήτων» που υποχρέωναν την Τουρκία ν᾿ αναγνωρίσει τα θρησκευτικά και πολιτιστικά δικαιώματα των µη μουσουλμανικών μειονοτήτων. Οι τελευταίες, πρακτικά εξαφανίστηκαν μετά τη γενοκτονία των Αρμενίων, τις εκτοπίσεις και τις σφαγές των Ελλήνων του Πόντου και την ανταλλαγή των πληθυσμών µε την κυβέρνηση της Αθήνας. Η νέα Τουρκική Δημοκρατία θα φέρει την ένδειξη «χωρίς πιθανή επιστροφή» στα διαβατήρια των υποψήφιων για μετανάστευση Αρμενίων. Με ένα νέο νόμο, στις 31 Μαρτίου 1927, θα επιφυλάσσεται του δικαιώματος να αποκλείει από την τουρκική υπηκοότητα Οθωμανούς πολίτες που δεν συμμετείχαν στον πόλεμο της ανεξαρτησίας, έφυγαν στο εξωτερικό και δεν επέστρεψαν μετά την 24η Ιουλίου 1923.
Οι δυτικές Δυνάμεις ενταφιάζουν έτσι το Αρμενικό Ζήτημα και επικυρώνουν την καινούργια κατάσταση των 800.000 περίπου «απάτριδων» προσφύγων που διασκορπίστηκαν στον Καύκασο, στην Περσία, στη Μέση Ανατολή και στα Βαλκάνια. Το 1927, η πρώτη επίσημη απογραφή της Τουρκικής Δημοκρατίας απαριθμεί λιγότερο από 80.000 Αρμένιους.
[1] Βλ.Jean-Pierre Alem,, Le Proche-Orient arabe, collection «Que sais – je?».
[2] Βλ. Paul du Veou, La passion de Cilicie, Παρίσι 1954
Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.
Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Ακολουθήστε το Άρδην στο twitter
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube