Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ, Άρδην τ. 1
του Γιώργου Καραμπελιά
To ερώτημα που ετέθη δεκάδες, χιλιάδες φορές, κατά τη διάρκεια της τελευταίας κρίσης στο Αιγαίο ήταν: “Θέλετε πόλεμο και εάν αυτός ο πόλεμος καταλήξει σε ήττα, όπως μπορούμε πιθανότατα να εικάσουμε όλοι, εξαιτίας της ανικανότητας της πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας, την οποία όλα κατέδειξαν, και η οποία κατηγγέλθη από ποικίλες πλευρές, τί πρόκειται να γίνει; Θα αναλάβετε, όσοι μιλάτε για αντίσταση και εθνική υπερηφάνεια, το κόστος μιας πιθανής απώλειας ενός νησιού, το οποίο είναι αμφίβολο αν ποτέ θα μπορέσουμε να πάρουμε πίσω από την Τουρκία;”
Τέτοια επιχειρήματα χρησιμοποιούν οι πιο ευέλικτοι και “κυνικοί” αρθρογράφοι. Όχι εκείνοι, οι πλέον αναξιόπιστοι, οι οποίοι προσπαθούν να επιρρίψουν τις ευθύνες στον Λυμπέρη και να βγάλουν λάδι τον Σημίτη, αλλά οι άλλοι οι κυνικοί, αυτοί που συμφωνούν πως “βλάπτουν όλοι την Ελλάδα το ίδιο, αλλά δεν διαθέτουμε άλλους και γι’ αυτό καθείστε στ’ αυγά σας”. Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιων απόψεων είναι εκείνη του Πρετεντέρη, του Μαρίνου και άλλων.
Και πράγματι τέτοια επιχειρήματα φαίνονται από πρώτη άποψη περισσότερο πειστικά από τα ψευδο-ειρηνιστικά βλακώδη των αριστερών και άλλων εκσυγχρονιστών. Εδώ έχουμε να κάνουμε με τη “ρεαλιστική” εκτίμηση της πραγματικότητας.
Σε αυτήν τη θέση είναι δυνατό να υπάρξουν ποικίλες απαντήσεις. Δύο είναι οι πλέον συνήθεις:
Α. Εκείνη που ισχυρίζεται πως εν τέλει είμαστε περισσότερο ισχυροί ή τουλάχιστον ισοδύναμοι με τους αντιπάλους μας και κατά συνέπεια δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτε από μια πολεμική αναμέτρηση. Είναι η άποψη η οποία συχνά υποδεικνύει πως και οι Τούρκοι αντίπαλοι μας δεν βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση από εμάς, τόσο από οικονομική όσο και από κοινωνική, στρατιωτική και γεωπολιτική άποψη. Το Κουρδικό παραμένει ένα καυτό ζήτημα, οι Αλεβίδες βρίσκονται σε αναβρασμό, καθώς και άλλες εθνότητες της Μικράς Ασίας, κατά συνέπεια η Τουρκία είναι έτοιμη να εκραγεί. Όσο για τον στρατό της δεν είναι παντοδύναμος, παρά τα μεγέθη του. Άρα κάθε υποχώρησή μας είναι αστήρικτη και άνευ νοήματος.
Β. Η δεύτερη είναι εκείνη που, χωρίς να μπαίνει σε λεπτομέρειες για την αποτίμηση των τουρκικών δυνάμεων, υποστηρίζει πως ούτως ή άλλως το πραγματικό δίλημμα είναι αντίσταση ή υποταγή. Πως σαράντα χρόνια υποχωρήσεων από το 1955 και μετά, οδηγούν από το κακό στο χειρότερο. Πως ένας λαός που θέλει να ζει ελεύθερος πρέπει να πληρώνει πάντα, με τον ένα ή άλλο τρόπο, το τίμημα της ελευθερίας του. Πως πρέπει κάποτε επί τέλους να δείξουμε αξιοπρέπεια. Όσο για τις συνέπειες, ένας μαχόμενος λαός θα πρέπει να τις αναλάβει.
Ο υποφαινόμενος, παρ’ όλον που συμμερίζεται πολλές από τις διαπιστώσεις και των δύο απόψεων, επειδή έχει τη χειρότερη εικόνα για τη σημερινή κατάσταση των ελληνικών ελίτ και επειδή πιστεύει πως η αρρώστεια είναι βαθύτερη -βρίσκεται στην ίδια την πορεία του ελληνισμού, από το 1922 και μετά- θα ήθελε να αναπτύξει παραπέρα την προβληματική του.
Κατ’ αρχήν μου είναι απολύτως καθαρό πως ο λαός πρέπει να είναι δύσπιστος σε όλες του τις ηγεσίες, πολιτικές, στρατιωτικές, πνευματικές.
Και δηλώνω πως δεν γνωρίζω πραγματικά σε βάθος την κατάσταση της Τουρκίας και ειδικά σε επίπεδο στρατού, πολεμικής ετοιμότητας, δυνατότητας επικέντρωσης πυρός σε κάποιο πολεμικό θέατρο κ.ο.κ. Κατά συνέπεια δεν είμαι αυτός που θα πει πως θα νικήσουμε ή θα χάσουμε σε μια θερμή πολεμική αναμέτρηση. Τέτοιες διαβεβαιώσεις τις θεωρώ βλακώδεις και αποπροσανατολιστικές, αντάξιες του Έβερτ, και άλλων φτηνών δημοκόπων.
Και ταυτόχρονα δηλώνω πως δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στη δυνατότητα ανάλυσης εκείνων που κατά τεκμήριο θα έπρεπε να διαθέτουν τα αντίστοιχα στοιχεία και δεδομένα.
Η συζήτηση πρέπει να ξεφύγει από αυτό το επίπεδο το οποίο είναι γεμάτο παγίδες και αδιέξοδα και να αναχθεί σε ένα διαφορετικό.
Σε ένα επίπεδο στρατηγικής κατεύθυνσης του ελληνικού λαού. Μιας ανάλυσης των πραγματικών δεδομένων, των πραγματικών δυνάμεων και των αντιπάλων μας.
Αντίσταση ή εξαφάνιση, μια διαφορετική σκοπιά
Όταν μιλάμε για δίλημμα αντίσταση ή εξαφάνιση, αυτό δεν το αντιλαμβανόμαστε ως ένα απλό σύνθημα του τύπου “Η Ελλάδα στους Έλληνες”, και άλλα ηχηρά (παπανδρεϊκά) παρόμοια. Κυριολεκτούμε. Η συρρίκνωση του ελληνισμού είναι τέτοιας κλίμακας, μετά την επέκταση που γνωρίσαμε έως το 1922, ώστε δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια αμφισβήτησης. Τα συγκριτικά μας μεγέθη μικραίνουν, η οικονομική μας αυτονομία περιορίζεται και προπαντός γινόμαστε πολιτιστικά και οικονομικά εξαρτημένοι από τη Δύση.
Όμως ο ελληνικός λαός θα ήταν ίσως διατεθειμένος να αποδεχτεί την πολιτιστική, πολιτική και οικονομική του ενσωμάτωση στη Δύση με την προοπτική πως, όταν αύριο μετακινηθεί το κέντρο βάρους της οικονομικής και πολιτιστικής ζωής έξω από το δυτικό επίκεντρο, θα μπορούσε να αποκτήσει μεγαλύτερη αυτονομία. Αυτή είναι μια πολιτική που σε μικρότερη κλίμακα θα επαναλάμβανε το προηγούμενο της ρωμαϊκής κατάκτησης της Ελλάδας και της εκ νέου ανάδυσης του ελληνισμού μέσα από το Βυζάντιο, όταν η Δύση-Ρώμη παρήκμασε.
Όμως σήμερα βρισκόμαστε σε μια θέση που θυμίζει πολύ περισσότερο άλλες ιστορικές στιγμές μας. Βρισκόμαστε ταυτόχρονα υπό πίεση από τη Δύση και την Ανατολή. Κάτι παρόμοιο συνέβη στους τελευταίους αιώνες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η Δυτική κατάκτηση αποδυνάμωσε το Βυζάντιο και η τουρκική το αποτελείωσε. Η σημερινή μας θέση είναι περισσότερο ιδιόμορφη. Η Τουρκία δεν είναι εχθρός της Δύσης, αντίθετα είναι ο σημαντικότερος σύμμαχος της στην περιοχή! Κατά συνέπεια, ο οικονομικός και πολιτιστικός ηγεμόνας μας μας καλεί να υποκύψουμε στην Τουρκία, να αποδεχτούμε ένα τουρκοδυτικό condominium! Ένα condominium όπου η Τουρκία θα περιορίζει την κυριαρχία μας όλο και περισσότερο και θα επανεπιβεβαιώνει την επιστροφή της στα Βαλκάνια, κατά τον ίδιο τρόπο που, σε άλλο πλαίσιο, επέστρεψε η Γερμανία στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Και έτσι, ενώ οι Έλληνες ήταν διατεθειμένοι να ακολουθήσουν τον δρόμο της ελάχιστης αντίστασης προς τα δυτικά προκειμένου να αντιμετωπίσουν την τουρκική απειλή, από τα Ανατολικά, ανακαλύπτουν με τρόμο πως η αποδυνάμωσή τους, η αποδυνάμωση της οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής τους αυτονομίας έναντι της Δύσης, κάνει όλο και πιο επίφοβο τον ανατολικό γείτονα! Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Αυτή είναι η θεμελιώδης διαφορά με το 1974. Τότε η Δυτική Ευρώπη φάνταζε ως το μοναδικό καταφύγιο απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα. Η Τουρκία ήταν ένας ημιβάρβαρος ακρίτας της Δύσης, έναντι της ΕΣΣΔ, αλλά η Ελλάδα, τουλάχιστον για τη Δυτική Ευρώπη, τη στιγμή της πτώσης της Χούντας, ήταν η δημοκρατική κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού που αναγεννάται! Ας θυμηθούμε τα “Ελλάς-Γαλλία Συμμαχία”, και το ότι ο Καραμανλής ήλθε στην Ελλάδα με το αεροπλάνο του Ζισκάρ ντ’ Εσταίν. Από τότε τα ρεύματα στο Αιγαίο πήγαν κι ήρθαν πολλές φορές. Η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε, η τουρκική ενισχύθηκε, και κυρίως, μετά την πτώση του Ιράν, η Τουρκία αναδύθηκε ως το ανάχωμα του ισλαμισμού (ή ως η χρησιμοποίηση του Ισλάμ ενάντια στον ισλαμισμό, όπως κάνει η Σαουδική Αραβία), ως ο αντίπαλος της συντετριμμένης Ρωσίας και κυρίως ως η απαραίτητη δίοδος προς την Κεντρική Ασία. Η Τουρκία συνδέθηκε με τη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση, πέτυχε την τελωνειακή Ένωση με την Ε.Ε., κλπ.
Επί πλέον, η κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και η αναταραχή στα Βαλκάνια έφεραν την Ελλάδα σε διαφορετικό στρατόπεδο και συμμαχίες από εκείνες της Δύσης. Η Ελλάδα ξαναέγινε “Βαλκάνια”. Κατά συνέπεια, για πρώτη φορά, βρισκόμαστε μπροστά σε μια θεμελιωδώς νέα κατάσταση: η Δύση, και η Ευρώπη ειδικότερα, δεν δείχνει διατεθειμένη να υπερασπίσει την Ελλάδα έναντι της Τουρκίας. Η απώλεια της ελευθερίας μας έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν εξαργυρώνεται με κάποια υποστήριξή μας έναντι της Τουρκίας. Παρ’ όλο λοιπόν που το 1974, σε αντίθεση με ότι επράξαμε το 1453, επιλέξαμε το δυτικό φράκο έναντι του τουρκικού σαρικίου, οι δυτικοί δεν δείχνουν διατεθειμένοι να μας στηρίξουν ουσιαστικά.
Η τουρκική πίεση -και το ίδιο συνέβη σε μικρότερη κλίμακα με εκείνη των σκοπιανών- έχει σαν συνέπεια, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη μετά το 1974, να επιτάσσει την ανάγκη για μια ενίσχυση της αυτονομίας μας και έναντι της Δύσεως. Γιατί είναι προφανές πως -στη σημερινή συγκυρία τουλάχιστον- η πρόσδεση στη Δύση δεν αποτρέπει την Τουρκία, αντίθετα μάλιστα. Και όλα αυτά παρ’ όλο που η δυτική πίεση παροξύνει τα εξαρτητικά φαινόμενα από την πλευρά της “ευρωπαιόδουλης” διανόησης και των πολιτικών. Όμως γίνεται όλο και πιο σαφές πως αυτή η συμπεριφορά δεν αντιστοιχεί πλέον στην πραγματικότητα ούτε και στη βαθύτερη αίσθηση του ελληνικού λαού. Η άκριτη πρόσδεση στο δυτικοευρωπαϊκό άρμα κατανοείται ως αφροσύνη ή ως παθολογία, τύπου Παπαγιαννάκη, είτε ως άμεσα υλικά εξαργυρώσιμη, μέσω προγραμμάτων, εισαγωγικών δραστηριοτήτων ή υπεργολαβιών.
Έτσι η κρίση στα Βαλκάνια και η τουρκική πίεση δίνουν μια κυριολεκτική διάσταση στο “αντίσταση ή εξαφάνιση”. Δεν υπάρχει δυτικό καταφύγιο, δεν υπάρχει συνασπισμός που θα μπορούσε να μας διασώσει, έστω και με το τίμημα της εθελοδουλείας.
Βέβαια υπάρχει το περιβόητο “ορθόδοξο τόξο”, από τα Βαλκάνια έως τη Ρωσία, και δευτερευόντως οι συμμαχίες με τον Αραβικό κόσμο στη Μέση Ανατολή. Όμως παρά τις σημαντικές προοπτικές και δυνατότητες που ανοίγονται προς αυτή την κατεύθυνση, αυτό το “τόξο” αποτελεί μάλλον μια δυνατότητα και όχι μια απτή πραγματικότητα. Όσο για τη Μέση Ανατολή… Αυτό το άλλο μέτωπο που θα μας επέτρεπε να αποφύγουμε το δίλημμα Δύση ή Τουρκία μένει να οικοδομηθεί και μάλιστα η Ελλάδα θα έπρεπε να παίξει έναν ουσιαστικό ρόλο στην οικοδόμησή του. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει κάποια δυνατότητα επιβίωσης, τουλάχιστον στη σημερινή μας κατάσταση, παρά μόνο εάν ενισχύσουμε την αυτονομία και τη δυνατότητα μιας ανεξάρτητης πολιτικής.
Έχουμε δείξει πάμπολλες φορές τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο στο εσωτερικό μέτωπο. Την ανατροπή των κυρίαρχων συσχετισμών δύναμης στο εσωτερικό της χώρας, την ανατροπή του κυρίαρχου μοντέλου ανάπτυξης, την ανάδειξη νέων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων.
Η διαλεκτική της αντίστασης
Για να επανέλθουμε στο προκείμενο, το σύνθημα, το αίτημα αντίσταση ή εξαφάνιση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από μια τακτική ή βραχυπρόθεσμη σκοπιά, ούτε από μια σκοπιά εξωτερικής πολιτικής και μόνον. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα η εξωτερική πολιτική ΕΙΝΑΙ εσωτερική πολιτική.
Δεν μπορεί να μεταγλωττιστεί στο δίλημμα Πόλεμος ή Ειρήνη. Όταν καταδεικνύουμε την κυβέρνηση Σημίτη ως ενδοτική δεν το κάνουμε από μια κοντόθωρη πολιτικάντικη σκοπιά, αλλά από μια μακροπρόθεσμη, στρατηγική σκοπιά. Οι παλινωδίες και η ντροπιασμένη συνθηκολόγηση της τελευταίας κρίσης ανέδειξαν τη στρατηγική συνθηκολόγηση των ελληνικών ελίτ.
Και βέβαια κανείς μας δεν θα ήθελε έναν πόλεμο που θα τον χάναμε. Όμως και κανείς δεν είναι διατεθειμένος να ανέχεται αλλεπάλληλες υποχωρήσεις, οι οποίες ενέχουν τον κίνδυνο να μας οδηγήσουν ξαφνικά σε έναν πόλεμο από κακές πολιτικές, διπλωματικές και στρατιωτικές θέσεις. Και τα πράγματα είναι σαφή. Εάν είμασταν πεισμένοι, εάν ο ελληνικός λαός πίστευε πως η κυβέρνηση Σημίτη προπαρασκευάζει τη χώρα στην κατεύθυνση της Αντίστασης, αν αποτελούσε μια πραγματικά “νέα εποχή” προς αυτή την κατεύθυνση, και όχι αντίθετα προς εκείνη της εθελοδουλείας, θα ήταν δυνατό να δεχτούμε και τακτικούς ελιγμούς και υποχωρήσεις σε ένα συγκεκριμένο θέατρο. Όταν αντίθετα όλοι είναι πεισμένοι πως θα ενταθεί η λογική των υποχωρήσεων και της εξάρτησης, τότε το “επεισόδιο Ίμια” καταγράφεται ως αποκάλυψη της πραγματικής, φύσης της κυβέρνησης, του κόμματος που την ανέδειξε και δυστυχώς των ελληνικών ελίτ στην πλειοψηφία τους.
Σε αυτή την περίπτωση, όταν το δίλημμα αντίσταση ή εξαφάνιση μεταφράζεται στη μορφή πόλεμος ή ειρήνη πρέπει να έχεις το κουράγιο να πεις αντίσταση ό,τι και αν συνεπάγεται αυτό. Γιατί βέβαια η ανατροπή μιας καταστρεπτικής γραμμής, όταν δεν υπάρχουν συγκροτημένες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις αντίστασης, μπορεί να επιφέρει και ήττες και μερικές καταστροφές. Το τίμημα της παράδοσης και της αφασίας μας στη μεταπολίτευση θα πληρωθεί με τον ένα ή άλλο τρόπο και τόσο πιο ακριβά όσο περισσότερο καθυστερούμε.
Οι σειρήνες του ενδοτισμού μιλούν διαρκώς για τον αποτυχημένο πόλεμο του 1897, ή για την καταστροφή της Κύπρου με το χουντικό πραξικόπημα το 1974. Λες και ξεχνούν πως στην καταστροφή της Κύπρου φτάσαμε μετά από πορεία είκοσι χρόνων κατά την οποία απεμπολήσαμε έναν αγώνα που θα είχε δικαιωθεί μαθηματικά βέβαια μέσα στο αντιαποικιακό κλίμα της δεκαετίας του ’50. Και ότι ο πόλεμος του 1897 που απεκάλυψε την ανικανότητα των ελίτ οδήγησε στο Γουδί, τον Βενιζέλο, τους Βαλκανικούς Πολέμους, κλπ.
Το ίδιο, σε ένα βαθμό, ισχύει με το Μακεδονικό. Είναι γνωστή η θέση μου, συχνά σε αντίθεση με πολλούς από τους συντρόφους του “Άρδην” και του “εθνικού χώρου”, πως η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει έλθει σε συμβιβασμό με τα Σκόπια νωρίτερα, ώστε να μπορέσει να παρέμβει με λυμένα χέρια στην κρίση των Βαλκανίων και να αντιμετωπίσει την Τουρκία. Και όμως αυτό δεν έγινε. Ωστόσο, όχι μόνο δεν ήμουν ενάντιος στα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, αλλά υποστήριζα πως θα έπρεπε να υπάρχει μια οργανωμένη παρέμβαση σε αυτά, παρά την ύπαρξη συνθημάτων ακόμα και “εξτρεμιστικών”-σωβινιστικών. Γιατί γνώριζα πως η εθνική αφύπνιση δεν γίνεται με τους καλύτερους όρους και πως η επονείδιστη εγκατάλειψη του εθνικού πεδίου από την Αριστερά δεν μπορεί παρά να πληρωθεί, όπως σε ένα βαθμό έγινε στην Κύπρο. Το Μακεδονικό αποτέλεσε την αφετηρία για την αρχή επανεθνικοποίησης του ελληνικού πολιτικού τοπίου, έστω και αν είχε πολλές αρνητικές παρενέργειες.
Όταν θέτεις έναν πολιτικό στρατηγικό στόχο, πρέπει να είσαι διατεθειμένος να αναλάβεις και τις πιθανές συνέπειες. Διαφορετικά όχι μόνον δεν κάνεις πολιτική, αλλά καταλήγεις συχνά και στο αντίθετο στρατόπεδο, όπως συνέβη με πολλούς “εθνικούς” αριστερούς οι οποίοι, μπρος στον τρόμο τους για τα “σωβινιστικά” συνθήματα γύρω από το Μακεδονικό, εγκατέλειψαν το πεδίο μιας εθνικής πατριωτικής αντίστασης, συχνά αμετάκλητα, όπως φάνηκε και τώρα, στην πρόσφατη κρίση. Για θυμηθείτε τι έλεγαν για το Μακεδονικό και το Βορειοηπειρωτικό. “Ας έχουμε τα χέρια μας λυμένα εδώ, για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τον μόνο πραγματικό κίνδυνο, την Τουρκία”. Και όταν ήλθε η πρώτη κρίση με τη Τουρκία αποκαλύφθηκε η υποκρισία της θέση τους.
Έτσι λοιπόν παρ’όλο που δεν προσδίνουμε στο δίλημμα αντίσταση ή υποταγή μια τακτική σημασιοδότηση, όταν το ζήτημα τίθεται με τακτικούς όρους, είμαστε υποχρεωμένοι να το αναλαμβάνουμε και σε τακτικό επίπεδο έστω και εάν δεν είμαστε βέβαιοι για την έκβαση. Εξ άλλου η ευθύνη ανήκει σε εκείνους που μετακίνησαν όλο τον στόλο μας στην Ίμια, άφησαν τους Τούρκους να αποβιβαστούν στο ένα νησί και αποχώρησαν μέσα σε κωμικοτραγικές συνθήκες.
Η διαλεκτική του πολέμου δεν μας τρομάζει. Γιατί όποιος τρομάζει από τον πόλεμο, και πόλεμο θα έχει και την ήττα θα γνωρίσει. Αυτό συνέβη στην Κύπρο. Αυτό θα συμβεί αύριο στην Ελλάδα όταν οι Τούρκοι κάνουν ένα νέο ρεσάλτο. Και δεν είμαστε διατεθειμένοι, ακούγοντας τους “συνετούς” και τους ριψάσπιδες, να γνωρίσουμε και τα δύο. Η πορεία της αυτονομίας και της ανασυγκρότησης δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς την ισχυρή “ένεση” που αποτελεί η απειλή της πλήρους απώλειας της ανεξαρτησίας μας. Και η πορεία προς την ανεξαρτησία από τους εθισμούς της εθελοδουλείας θα είναι επώδυνη.
Γ.Κ.