Του Michael Rubin (Πηγή: 19fortyfive.com, 11-7-2023)
Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ ανακοίνωσε ότι, λίγες ώρες πριν από τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους, είχε επιτέλους πετύχει το αδύνατο: Έπεισε τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να αίρει το βέτο του για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
Η ομάδα του προέδρου Μπάιντεν που εργάζεται εντατικά στο παρασκήνιο, ίσως να ήθελε να συμμεριστεί τον υποτιθέμενο θρίαμβο του Στόλτενμπεργκ.
Δεν θα έπρεπε.
Αυτό που οι αξιωματούχοι του ΝΑΤΟ χαρακτηρίζουν ως διπλωματικό επίτευγμα στην πραγματικότητα είναι μια προϊούσα καταστροφή.
Ας αφήσουμε στην άκρη τον εξευτελισμό της Σουηδίας από την Τουρκία και την διάβρωση, κατ’ εντολή του Ερντογάν, της ελευθερίας του λόγου και της δημοκρατίας σε εκείνη τη χώρα. Ας αφήσουμε κατά μέρους την υποκρισία του να μεταχειριζόμαστε τους Κούρδους της Σουηδίας ως τρομοκράτες όταν οι υποστηρικτές του Ισλαμικού Κράτους στην Τουρκία όχι μόνο περιφέρονται ελεύθερα αλλά και κατακλύζουν την κυβέρνηση του Ερντογάν καθώς και την υπηρεσία πληροφοριών της Τουρκίας.
Αντίθετα, το πρόβλημα φαίνεται ότι είναι μια νέα συνθήκη «δούναι και λαβείν».
Τώρα, η Τουρκία αναμένει όχι μόνο την άρση των περισσότερων κυρώσεων που σχετίζονται με την άμυνα, αλλά και ένας τούρκος αξιωματούχος είπε ότι η Τουρκία τώρα περιμένει από την Ευρώπη να επιταχύνει την επί μακρόν σχεδόν νεκρή ενταξιακή διαδικασία της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Με άλλα λόγια, η Τουρκία χρησιμοποίησε την παρουσία της στο ΝΑΤΟ ώστε να παραλύσει το θεσμό και να επωφεληθεί από το ντε φάκτο βέτο της. Για να άρει αυτό το βέτο, ο Στόλτενμπεργκ και ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Τζακ Σάλιβαν τώρα θέλουν να δώσουν δύναμη την Τουρκία ώστε να παραλύσει την Ε.Ε., και να διαβρώσει από τα μέσα τον δημοκρατικό της προσανατολισμό. Δεν είναι μυστικό, για παράδειγμα, ότι η Γερμανία συχνά υποχωρεί στους τουρκικούς εκβιασμούς όχι μόνο επειδή φοβάται πως ο Ερντογάν θα ανοίξει το φράγμα των προσφύγων προς την καρδιά της Ευρώπης, αλλά και επειδή οι Γερμανοί αξιωματούχοι πληροφοριών πιστεύουν ότι ελέγχει τρομοκρατικούς πυρήνες μέσα στην τουρκική διασπορά στην καρδιά της Γερμανίας.
Ούτε οι πυρήνες τρομοκρατίας είναι το μόνο πρόβλημα. Πριν λιγότερο από μια εβδομάδα, ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί, κύριος εταίρος του Ερντογάν στον κυβερνητικό συνασπισμό, διακήρυξε: «Ο Αλλάχ είναι ένας και ο στρατός του είναι τουρκικός».
Στην πραγματικότητα η συμφωνία του Στόλτενμπεργκ δεν κάνει τίποτα για να αποτρέψει την Τουρκία από το να επαναλάβει τη συμπεριφορά της σε μελλοντικές αποφάσεις του ΝΑΤΟ. Αν ο Ερντογάν φύγει από αυτήν την παρτίδα υψηλού ρίσκου κραδαίνοντας παραχωρήσεις τις οποίες μπορεί να επιδείξει στο κοινό του, αυτό σημαίνει ότι ο Στόλτεμπεργκ μόλις εγγυήθηκε ότι κάθε μελλοντική σημαντική απόφαση του ΝΑΤΟ θα είναι μια ευκαιρία για τουρκικό εκβιασμό.
Η τραγωδία, βέβαια, είναι μεγαλύτερη. Η Ουκρανία δεν είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που αντιμετωπίζει σήμερα την ξένη κατοχή. Σχεδόν επί μισό αιώνα, η Τουρκία κατέχει το ένα τρίτο της Κύπρου, μιας χώρας που, για σχεδόν τρεις δεκαετίας, είναι ένα καλοστεκούμενο μέλος της Ε.Ε. Ο Στόλτενμπεργκ και ο Σάλιβαν ουσιαστικά φαίνονται τώρα πρόθυμοι να ανταλλάξουν μια δημοκρατία γεμάτη ζωτικότητα με μια πράξη που είναι περισσότερο συμβολική παρά επί της ουσίας. Εξ άλλου, το ΝΑΤΟ θα χάσει ελάχιστα πράγματα εάν η Σουηδία παραμείνει εκτός, αλλά ενεργεί υπό στενή συνεργασία, μέχρι να καταρρεύσει ο Ερντογάν.
Η Κύπρος δεν πρέπει να γίνει θύμα της πεποίθησης των Ευρωπαίων και Αμερικανών αξιωματούχων πως η πολιτική απαιτεί θυσίες. Αποτελεί όλο και πιο έντονα βασικό αμερικανικό εταίρο στην ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου και η σημασία της αυξάνεται συνεχώς. Μια Κύπρος αξίζει σήμερα όσο πέντε Σουηδίες, άσχετα από το ακόμη μικρό μέγεθος του στρατού του νησιωτικού κράτους.
Μπορεί οι ηγέτες του ΝΑΤΟ να αλληλοσυγχαίρονται μεταξύ τους στο Βίλνιους, αλλά σύντομα θα το μετανιώσουν. Το να δοθεί στην Τουρκία οποιοσδήποτε δρόμος ένταξης στην Ε.Ε. χωρίς τον τερματισμό της κατοχής και της αλλαγής, σε επίπεδο πολιτικής κουλτούρας, δημιουργεί τόσο ένα προηγούμενο κατευνασμού όσο και ενδυναμώνει ένα θεμελιωδώς αντιευρωπαϊκό καθεστώτος για το οποίο η Ευρώπη, το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ θα πληρώσουν ένα πολύ υψηλότερο τίμημα από αυτό που φαντάζονται.
Μετάφραση: Γ.Τ.
*Ο κ. Μάικλ Ρούμπιν είναι ανώτερος συνεργάτης στο Ινστιτούτο American Enterprise.