Αρχική » Φόρος τιμής στην Καστοριά – Ο μύθος της ήπιας ιταλικής κατοχής

Φόρος τιμής στην Καστοριά – Ο μύθος της ήπιας ιταλικής κατοχής

από Σωτήρης Κύρμπας

Οι σλάβοι των Σκοπίων υποδέχονται την άνοιξη του 1941 τις δυνάμεις του Άξονα ως απελευθερωτές, επιδεικνύοντας παράλληλα τα φιλοβουλγαρικά τους αισθήματα. Στην φωτογραφία κάτοικοι της περιοχής μαζί με Γερμανούς και Βούλγαρους αξιωματικούς και πορτρέτα του Χίτλερ, του τσάρου Βόρι Γ΄ καθώς και χάρτη της “Ομοσπονδιακής Μεγάλης Μακεδονίας”. Στο πλακάτ αριστερά αναγράφεται το σύνθημα “Единъ Народъ-Единъ Царъ-Едно Царство”, δηλαδή “ Ένας άνθρωπος-Ένας ηγέτης-Ένα βασίλειο”, κατά το ναζιστικό πρότυπο.

Ο μύθος της ήπιας ιταλικής κατοχής και οι ποταμοί αίματος που έχυσε ο Ελληνισμός της Δυτικομακεδονικής μας περιοχής

του Σωτήρη Κύρμπα, απόσπασμα από υπό έκδοση βιβλίου του.

Επ’ ευκαιρία της Εθνικής Επετείου της 28ης Οκτωβρίου, ημέρας που ο Ελληνισμός μνημονεύει και τιμά τις νικηφόρες μάχες του Ελληνικού Στρατού στα βουνά της Αλβανίας, αλλά και καθώς κοντεύει η επέτειος της Απελευθέρωσης της Καστοριάς (11 Νοεμβρίου), είναι επίκαιρο να θυμηθούμε τα δεινά αρκετών περιοχών της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της κατοχής στις ζώνες που ελέγχονταν από τα ιταλικά στρατεύματα (περίπου τα 2/3 της έκτασης της χώρας μας), δεδομένου πως για τις αντίστοιχες ζώνες κατοχής από τους Γερμανούς και Βούλγαρους (ιδιαιτέρως των πρώτων) έχουν γραφεί αρκετά.

Μια περιρρέουσα αντίληψη πως η ιταλική κατοχή ήταν ηπιότερη από αυτή των δύο άλλων έχει κληρονομηθεί και διατηρείται όντως μέχρι και σήμερα. Ίσως μάλιστα να ισχύει για περιοχές της χώρας όπου τα ιταλικά στρατεύματα λειτουργούσαν απλώς ως τοποτηρητές της κατοχικής τάξης και του περιορισμού του αντιστασιακού κινήματος που σταδιακά φούντωνε στην κατεχόμενη Ελλάδα.

Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η δραστηριότητα των ιταλικών στρατευμάτων και αρχών κατοχής σε ζώνες που άπτονταν των γεωστρατηγικών-επεκτατικών βλέψεων της φασιστικής Ιταλίας του Μουσολίνι. Αναφέρομαι στα Επτάνησα (τα Δωδεκάνησα ανήκαν στην Ιταλία ήδη από το 1922) και πολύ περισσότερο στους νομούς Καστοριάς, Ιωαννίνων, Θεσπρωτίας και Άρτας όπου η ιταλική κατοχή ήταν πολύ πιο στυγνή-εγκληματική και από αυτή των Γερμανών. Στους τέσσερις ηπειρωτικούς νομούς οι διώξεις και εκτελέσεις των Ελλήνων από τους Ιταλούς ήταν επί το πλείστον προληπτικές και όχι αντίποινα μετά από κάποια δολιοφθορά ή δράση των αντιστασιακών οργανώσεων, όπως στην υπόλοιπη χώρα. Τη θλιβερή πρωτιά των δεινών της ιταλικής κατοχής (σε συνεργασία με Βούλγαρους συνδέσμους-κομιτατζήδες) κατέχει ο νομός Καστοριάς.

Σε καθεστώς προσάρτησης

Τον Ιούλιο του 1941 μονάδες της Mεραρχίας Πινερόλο, αποτελούμενες από 1.800 άντρες, ανέλαβαν τον έλεγχο της Καστοριάς, μετά από άδεια των Γερμανών που είχαν καταλάβει την πόλη στις 14 Απριλίου 1941.

Μετά την είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων, μία από τις πρώτες (διοικητικές) ενέργειες των Ιταλών ήταν να απαγκιστρώσουν την επαρχία Καστοριάς από το νομό Φλωρίνης στον οποίο υπάγονταν μέχρι τότε. Αν και από τη πρώτη στιγμή οι κατοχικές δυνάμεις λειτουργούσαν αυτόνομα, τυπικά αυτό επετεύχθη τον Απρίλιο του 1942, όταν μάλιστα στο νέο νομό Καστοριάς συμπεριελήφθη η περιοχή της Πρέσπας καθώς και το Πισοδέρι.

Οι λόγοι αυτής της απόσχισης ήταν αφενός γιατί τα όρια των δύο νέων νομών συνέπιπταν με αυτά των δύο κατοχικών ζωνών, της ιταλικής και της γερμανικής (που ήλεγχε την Κεντρική Μακεδονία) και αφετέρου διότι στρατηγικός στόχος του Μουσολίνι ήταν η προσάρτηση του νομού Καστοριάς (όπως επίσης των νομών Ιωαννίνων, Θεσπρωτίας και Άρτας) στην Αλβανία, και μέσω αυτής (ως προτεκτοράτου που ήδη ήταν) στην Ιταλία. Οι τέσσερις αυτοί νομοί κηρύχθηκαν Zonae Reservatae, προσαρτημένες ζώνες, και όχι Zonae Occupatee, κατειλημμένες, όπως οι υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας υπό ιταλική κατοχή.[1]

Την ίδια περίοδο η Βουλγαρία, ως σύμμαχος του Άξονα -με την άδεια επίσης των Γερμανών- είχε αναλάβει τον έλεγχο (μαζί με τις περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης) του συνόλου σχεδόν της προπολεμικής γιουγκοσλαβικής επαρχίας του Βαρδάρη (τα σημερινά Σκόπια).

Στα Σκόπια ο σλαβικός πληθυσμός υποδέχτηκε τα γερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα ως απελευθερωτές (Εικόνα 1), γεγονός που επιβεβαιώνει και ο αρχηγός του Μακεδονικού (του Βαρδάρη) Απελευθερωτικού Κινήματος Ιβάν Μιχαήλωφ: «Η (κατά το 1941) απελευθέρωση από τον γιουγκοσλαβικό ζυγό… έγινε δεκτή με μεγάλη χαρά από τον πληθυσμό μας στη Μακεδονία [του Βαρδάρη], ή αν θέλετε να το πούμε διαφορετικά, από το μεγαλύτερο, έστω, μέρος του εκεί πληθυσμού, το οποίο όχι μόνο είχε -όπως πάντοτε μέχρι τότε- βουλγαρική εθνική συνείδηση, αλλά και πάντοτε είχε προσπαθήσει να συμβάλει στην εξάπλωση του Βουλγαρικού Κράτους μέχρι την Αχρίδα, τη Χρούπιστα [Άργος Ορεστικό], κάτω από την Καστοριά και την Καβάλα στις ακτές του Αιγαίου πελάγους…»[2]

Καθώς όμως η Γερμανία κατείχε αδιαπραγμάτευτα την στρατιωτική και στρατηγική (κυρίως λόγω του λιμανιού της Θεσσαλονίκης) ζώνη κατοχής στην Κεντρική Μακεδονία, η φασιστική κυβέρνηση της Βουλγαρίας περιορίστηκε να κηρύξει, στις 14 Μαΐου 1941, προσαρτημένα για την ίδια τα εδάφη της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, μαζί (εννοείται) και την περιοχή των Σκοπίων. Παράλληλα ενέτεινε τις προσπάθειες εκβουλγαρισμού των υπόλοιπων περιοχών της Μακεδονίας, Κεντρικής και Δυτικής, με απώτερο στόχο τη Θεσσαλονίκη και διακαή-διαχρονικό πόθο την Καστοριά, όπως άλλωστε λέει κι ο Μιχαήλωφ παραπάνω.

Αρχικά η βουλγαρική προπαγάνδα διέδιδε πως η Θράκη και η Μακεδονία δεν θα προσαρτούνταν, αλλά θα αποτελούσαν αυτόνομο «Μακεδονικό κράτος»,[3] επαναφέροντας την παλιότερη αυτονομιστική θέση της ΕΜΕΟ[4] προκειμένου να προσελκύσει όσο το δυνατόν περισσότερους κατακτημένους Έλληνες δίγλωσσους (σλαβόφωνους) στο άρμα της Βουλγαρίας μέσω της εγγραφής τους στη Βουλγαρική Λέσχη Θεσσαλονίκης, που ιδρύθηκε το Μάιο του 1941, ή σε κάποιο παράρτημά της που λειτουργούσε σε κάθε πόλη της Μακεδονίας.

Σοβαρό δέλεαρ (σε περίοδο κατοχικής πείνας) προσέλκυσης στη Βουλγαρική Λέσχη Θεσσαλονίκης ήταν πως κάθε μέλος της λάμβανε με την εγγραφή βοήθημα 3.000 δραχμών, μπορούσε να αγοράζει υποζύγια από τους Γερμανούς σε χαμηλή τιμή και να εφοδιάζεται από τη Λέσχη εξαιρετικά δυσεύρετα είδη πρώτης ανάγκης όπως σαπούνι, ζάχαρη, ρύζι, καφέ και πετρέλαιο, αγαθά με τα οποία τους εφοδίαζε η Σόφια. Υπόσχονταν επίσης δωρεάν περίθαλψη και εκπαίδευση, καθώς και μεσολάβηση στις γερμανικές αρχές για εύρεση εργασίας.[5]

Παρά τις δελεαστικές αυτές παροχές, σε εκείνες μάλιστα τις σκληρές για τον κατεχόμενο ελληνισμό συνθήκες, η ανταπόκριση των δίγλωσσων σλαβόφωνων ήταν εξαιρετικά χαμηλή και περιορίστηκε σε όσους ούτως ή άλλως είχαν προπολεμικώς και εξακολουθούσαν να έχουν βουλγαρική συνείδηση. Για τους Έλληνες ούτε λόγος. Σε ολόκληρη τη γερμανοκρατούμενη Μακεδονία, σύμφωνα με τα στοιχεία της κατοχικής υπηρεσίας του Κέντρου Αλλοδαπών της Θεσσαλονίκης, ο αριθμός των εγγεγραμμένων στη Βουλγαρική Λέσχη έφθασε στο μάξιμουμ (τον Απρίλιο του 1944) τα 18.426 μέλη,[6] δηλαδή έναν στους πέντε σλαβόφωνους ή δίγλωσσους (94.059) και μόλις το 1% του συνολικού πληθυσμού της Μακεδονίας (1.759.130), σύμφωνα με την απογραφή του 1940. Να σημειώσουμε πως πολλοί από τους εγγεγραμμένους δήλωναν ψευδώς βουλγαρική εθνικότητα προκειμένου να εξασφαλίσουν τρόφιμα για τις οικογένειές τους, ενώ κατόπιν όταν οι συνθήκες είχαν βελτιωθεί, κατέθεσαν οικειοθελώς δηλώσεις μετανοίας για την εγγραφή τους.[7]

Στη Δυτική Μακεδονία και συγκεκριμένα στο νομό Καστοριάς επικράτησε από τις πρώτες ημέρες της κατοχής μια ιδιόμορφη κατάσταση. Η περιοχή που, μαζί με τους νομούς Φλωρίνης και Πέλλας, συγκέντρωνε παραδοσιακά το μεγαλύτερο ποσοστό βουλγαρόφιλων μεταξύ των δίγλωσσων (σλαβόφωνων) πληθυσμών της Μακεδονίας, αποτελούσε διακαή πόθο των Βουλγάρων ήδη από την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα. Ταυτόχρονα όμως την περιοχή της Καστοριάς ορέγονταν και οι Ιταλοί όπως αναφέραμε. Τα σχέδια δηλαδή των δύο συμμαχικών δυνάμεων κατοχής στην περιοχή της Καστοριάς ήταν εκ πρώτης όψεως ανταγωνιστικά (Εικόνα 2).

Με την ενσωμάτωση της γιουγκοσλαβικής επαρχίας του Βαρδάρη το 1941 (καθώς και την προσάρτηση της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης), η Βουλγαρία έκανε εν πολλοίς πραγματικότητα το όνειρό της για την “Μεγάλη Βουλγαρία”. Η επέκταση της ζώνης επιρροής της στην επαρχία Καστοριάς ήταν στρατηγικής σημασίας (και διακαής πόθος) για την ολοκλήρωση των σχεδίων της, όπως παραστατικά φαίνεται στον χάρτη.

Ωστόσο τους Ιταλούς και τους Βούλγαρους ένωνε ένας κοινός εχθρός, η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνισμού, που από τις πρώτες μέρες της κατοχής εκδήλωσε την περιφρόνησή του προς τους ηττημένους στα βουνά της Αλβανίας Ιταλούς και την απέχθειά του προς τους Βούλγαρους, έχοντας νωπές μνήμες από τις βαναυσότητές τους την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα.

Αναγκαστικά η τακτική των Βουλγάρων αναπροσαρμόστηκε και συνέπλευσε με αυτή των Ιταλών συμμάχων τους. Παρέμεναν πάντως προσηλωμένοι στην προπαγανδιστική δράση του προσεταιρισμού των σλαβόφωνων και καθώς δεν είχαν θετικά αποτελέσματα σύντομα κατέφυγαν στην τρομοκρατία προκειμένου να δαμάσουν την παθητική αρχικά αντίσταση του ελληνικού λαού που σταδιακά γίνονταν ενεργητικότερη. Μεγάλο βάρος έριξαν σε περιοχές όπου είχαν διατηρηθεί εστίες βουλγαρόφιλων μεταξύ των σλαβόφωνων πληθυσμών, σε μια προσπάθεια να πείσουν τους εταίρους τους, Ιταλούς και Γερμανούς, πως η Δυτική Μακεδονία κατοικείται σχεδόν εξολοκλήρου ή έστω κατά πλειοψηφία από Βούλγαρους, και επομένως θα έπρεπε να επεκταθεί και εκεί η βουλγαρική κατοχή, όπως είχε ήδη συμβεί στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.

Οι ιταλικές αρχές της Καστοριάς ευνοούσαν επίσης τις κινήσεις του βουλγαρικού παράγοντα προκειμένου να διχάσουν ή τουλάχιστον να διασπάσουν τη συνοχή του ελληνικού πληθυσμού ώστε να πετύχουν το στρατηγικό τους σχέδιο της προσάρτησης της περιοχής. Όντως αρκετοί δίγλωσσοι (σλαβόφωνοι) κυρίως της Φλώρινας αλλά και της Καστοριάς συνεργάστηκαν με τους κατακτητές θεωρώντας πως η κατάρρευση της ελληνικής κυριαρχίας ήταν οριστική.

Όσον αφορά την πόλη της Καστοριάς, αυτή κηρύχθηκε «σε κατάσταση φρουρίου» και η είσοδος-έξοδος ήταν απαγορευμένη γενικώς σε όλους, εκτός όσων εξασφάλιζαν την έγγραφη άδεια των Ιταλών ή του Βουλγαρικού Κομιτάτου. Ειδικά τους δύο πρώτους μήνες της κατοχής είχε απαγορευτεί κάθε μετακίνηση στους Έλληνες κατοίκους της.

Στην ευρύτερη περιοχή ορμητήριο των Βούλγαρων αξιωματικών και συνδέσμων ήταν το Μοναστήρι (Bitola), που οι Γερμανοί είχαν παραχωρήσει στη Βουλγαρία. Σύνδεσμος των νομών Φλώρινας, Καστοριάς και Πέλλας με τη Σόφια ήταν ο περιβόητος υπολοχαγός Άντον Κάλτσεφ (γεννημένος στα Σπήλαια Καστοριάς) υπό τις διαταγές του στρατηγού Μαρίνοφ με έδρα το Μοναστήρι, του στρατηγού Ζίλκοφ με έδρα τη Θεσσαλονίκη και του Νεδέλκο Τσαούσεφ προέδρου Βουλγαρικής Λέσχης Θεσσαλονίκης.

Ο Κάλτσεφ έφτασε στη Φλώρινα τον Αύγουστο του 1941 και πρώτο μέλημά του ήταν να ξαναστήσει τους βουλγαρικούς συνδέσμους από χωρικούς και παλιούς κομιτατζήδες μερικοί από τους οποίους μετακλήθηκαν από τη Βουλγαρία όπου βρίσκονταν μετά τη σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών του 1925. Από το Νοέμβριο του 1941 ξεκίνησε να συστήνει τους πρώτους πύρινες της διαβόητης «Οχράνα» (Охрана: Προστασία) των ενόπλων δηλαδή αποσπασμάτων από Βούλγαρους ή βουλγαρόφιλους κομιτατζήδες, των οποίων κύρια αποστολή ήταν η «άμεσος εκκαθάρισις των ζωηρών ελληνικών στοιχείων»[8] και την αγριότητά τους ζήλευε ακόμη και η γερμανική Γκεστάπο.

Με οπλισμό που παρείχαν σε πρώτη φάση οι Ιταλοί, περίπου 1.600 βουλγαρίζοντες στελέχωσαν την «Οχράνα». Δεν ήταν βέβαια όλοι αυτοί κάτοικοι της περιοχής, καθώς πολλοί εξ αυτών επανήλθαν από την Βουλγαρία (όπως και ο ίδιος ο Κάλτσεφ), δεν ήταν όμως και λίγοι. Βρέθηκαν συνεργάτες τους τυχοδιωκτικά, καιροσκοπικά και ληστρικά υποκείμενα όπως ο Πασχάλης Καλιμάνης, ο Ναούμ Παπαχρήστος από το Πεντάβρυσο, ο Χρήστος Βασιλειάδης από το Κρανοχώρι, ο Πασχάλης Νασκόπουλος από το Άργος Ορεστικό, ο Πέτρος Σιστοβάρης, ο Μπαϊκόλιος κι ο Κιοσές απ’ το Μανιάκι και άλλοι.[9]

Επιπλέον στην Καστοριά ο Κάλτσεφ έπεισε τον διευθυντή του Γραφείου Πληροφοριών του Φρουραρχείου Καστοριάς υπολοχαγό Τζιοβάνι Ραβάλι, πως τα Τάγματα Ερεύνης που είχαν θεσπίσει οι Ιταλοί θα ήταν αποτελεσματικότερα εάν ενισχύονταν από σώματα οπλοφόρων Βουλγάρων ή ντόπιων σλαβόφωνων φιλικά προσκείμενων στον βουλγαρισμό. Τα μεικτά Τάγματα Ερεύνης λειτούργησαν από τον Δεκέμβριο του 1941 και οι βουλγαρόφρονες εθελοντές συνοδοί χρησιμοποιήθηκαν ως οδηγοί αποσπασμάτων, πληροφοριοδότες και τοπικοί συνεργάτες, στις έρευνες για τον εντοπισμό και συγκέντρωση του οπλισμού που είχαν εγκαταλείψει οι ελληνικές μονάδες του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας επιστρέφοντας από το αλβανικό μέτωπο. Στην πράξη η αγριότητά τους δεν είχε προηγούμενο και για περισσότερο από ένα χρόνο τα μέλη της «Οχράνα» με τους βουλγαρόφρονους των Ταγμάτων Ερεύνης δεν ήταν παρά «συγκοινωνούντα δοχεία».

Λίγο αργότερα, το Μάρτιο του 1943, ιδρύθηκε στην Καστοριά και το “Βουλγαρο-Μακεδονικό Επαναστατικό Κομιτάτο” με πρόεδρο τον Παντελή Μακρή (Pando Makriev) από τη Μεσοποταμία και αντιπρόεδρο τον Λουκά Διαμανίδη (Luka Dimanov) από την Κρανιώνα. Σκοπός του Κομιτάτου ήταν η επιστράτευση και καθοδήγηση της ένοπλης δράσης των βουλγαριζόντων σλαβόφωνων κατά των ανταρτών. Το κομιτάτο εξόπλιζε όσους σλαβόφωνους τάσσονταν στις τάξεις του, όπως συνέβη αντίστοιχα με τους Τσάμηδες στην Ήπειρο και τους Βλάχους της 5ης Λεγεώνας στη Θεσσαλία που συντάχθηκαν με τους Γερμανούς και Ιταλούς κατακτητές αντίστοιχα.

Στην Καστοριά όπου οι προσδοκίες ήταν μεγαλεπήβολες και τα αποτελέσματα πενιχρά, η αγριότητα των ιταλοβουλγάρων ξεπέρασε κάθε άλλη στον ελλαδικό χώρο.

Το Μνημείο του Ολοκαυτώματος της Κλεισούρας με τα ονοματεπώνυμα των 280 αμάχων εκτελεσμένων κατοίκων της. Μεταπολεμικά η Κλεισούρα τιμήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία με Πολεμικό Σταυρό Α’ Τάξεως και συμπεριλήφθηκε στο Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων & Χωριών της Ελλάδας 1940-45.

Ποταμοί αίματος στο νομό Καστοριάς

Θλιβερή βεβαίως πρωτοκαθεδρία στις θηριωδίες που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της κατοχής στο νομό Καστοριάς κατέχει η «Σφαγή της Κλεισούρας» ή «Ολοκαύτωμα της Κλεισούρας» στις 5 Απριλίου 1944 από τα γερμανικά Ες-Ες και τους Βούλγαρους κομιτατζήδες. Συνολικά 280 άμαχοι, (άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, έγκυες, νήπια και αβάπτιστα βρέφη) σφαγιάστηκαν εκείνη την ημέρα, μετατρέποντας το μαρτυρικό χωριό σε επίγεια κόλαση.

Όμως και οι θηριωδίες των Ιταλών, σε συνεργασία πάντα με τους Βούλγαρους κομιτατζήδες, τα προηγούμενα χρόνια της κατοχής δεν υπολείπονταν. Επιδιώκοντας την σύμπλευση των δίγλωσσων σλαβόφωνων στο άρμα του βουλγαρισμού ή την καταστολή τους, οι λεγόμενοι από την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα «γκρεκομάνοι», που προτιμούσαν τον θάνατο παρά να απαρνηθούν τον ελληνισμό τους, αποτελούσαν τους κύριους στόχους τους.

Δεδομένου μάλιστα πως οι εκτελέσεις ήταν προληπτικές, η συχνότητά τους ήταν τακτική, πραγματοποιούνταν σε εβδομαδιαία βάση ή και ακόμη συχνότερα. Ενδεικτικά, μόνο το δίμηνο Φεβρουαρίου-Μαρτίου 1943 στην Καστοριά, το Άργος Ορεστικό και στις γύρω κοινότητες εκτελέστηκαν 77 Έλληνες πολίτες:

Στις 9 Φεβρουάριου 1943 εκτελέστηκαν από τους Ιταλούς πέντε Έλληνες κάτοικοι Καστοριάς στην Μεσοποταμία, οι Σταύρος Βασιλόπουλος (από το Αηδονοχώρι Νεάπολης Βοΐου), Θωμάς Γουσόπουλος (από το Αηδονοχώρι Νεάπολης Βοΐου), Αθανάσιος Γουσόπουλος (από το Καλλιστράτι Βοΐου), Ηλίας Δουσόπουλος (από το Καλλιστράτι Βοΐου) και Κωνσταντίνος Σοσόπουλος (από το Καλλιστράτι Βοΐου).[10]

Στις 24 Φεβρουάριου 1943 εκτελέστηκαν στο χωριό Αντάρτικο (Ζέλοβο) πέντε «γκρεκομάνοι», οι Ηλίας Μήρτσιου, Παντελής Παπαηλιού (δικολάβος), Παύλος Παπαηλιού, Βασίλειος Γιόμος και Ηλίας Σάντρας (άπαντες από το Αντάρτικο Πρεσπών). Την επομένη εκτελέστηκε στο ίδιο χωριό και ο Παντελής Στεργίου (επίσης από το Αντάρτικο Πρεσπών).[11]

Στις 27 Φεβρουάριου 1943 συνελήφθησαν έξι «γκρεκομάνοι» από τον Άγιο Γερμανό (Γέρμα), από τους οποίους οι τρεις εκτελέστηκαν στην Καστοριά, οι Ανδρέας Αλεξίου, Νέτσιου Τσίκαλα και Σοφία Δημ. Μπούρντα (καταγόμενη απ’ την Κορησό) και οι υπόλοιποι τρεις επί τόπου, οι Βασίλειος Σκραπαργιώτης (παράλυτος Κορησιώτης, γιος της Σοφίας Μπούρντα), Νικόλαος Κολιούμπας και Αναστασία Δημ. Παπαδημητρίου.[12]

Στις 28 Φεβρουάριου 1943 εκτελέστηκαν στην Καστοριά ο ιερέας του Αντάρτικου Φλωρίνης Σπύρος Μπήλκος, ο γιός του και δύο ακόμη πολίτες με την κατηγορία ότι παρέλαβαν όπλα και χρήματα από τους αντάρτες στη Φλώρινα.[13]

Στις 1 Μαρτίου 1943 στην Καστοριά τουφεκίστηκαν 21 Έλληνες, ενώ συνελήφθησαν 42 πρόκριτοι της πόλης με την κατηγορία της συνεργασίας με τους αντάρτες.[14]

Στις 15 Μαρτίου 1943 εκτελέστηκαν στο Άργος Ορεστικό οι Κωνσταντίνος Κυρίμης (δάσκαλος από την Τρίπολη), Μάρκος Βάρνης (μυλωνάς από το Άργος Ορεστικό), Πολυχρόνης Πλουσίου (από το Άργος Ορεστικό), Αλέξανδρος Αντωνιάδης (από τον Πολυπλάτανο Φλωρίνης), Χαρίλαος Καλλίνικος (ψαράς από την Καστοριά) και Ηλίας Αποστολίδης (δάσκαλος από το Άργος Ορεστικό).[15]

Στις 20 Μαρτίου 1943 τουφεκίσθηκαν οι Ιωάννης Αγγελόπουλος (δικηγόρος από τον Άγιο Γερμανό) και Ιωάννης Ευφραιμίδης (υπάλληλος Τ.Τ.Τ. από τη Θεσσαλονίκη).[16]

Στις 21 Μαρτίου 1943 τουφεκίσθηκαν οι Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης (από την Ποριά Καστοριάς), Χρήστος Παπαχρήστου (ιερέας Λαχανοκήπων Καστοριάς), Ευθύμιος Γιουρούσης (από την Ποριά Καστοριάς), Ευστάθιος Τσαγγαλίδης, Αναστάσιος Τσαγγαλίδης (αμφότεροι από την Κορομηλιά Καστοριάς), Απόστολος Σαμπανίδης (από την Κορομηλιά Καστοριάς), Ευστάθιος Λευκόπουλος (από την Κορομηλιά Καστοριάς), Εμμανουήλ Νταηλάκης (από τη Λεύκη Καστοριάς, γιος του Μακεδονομάχου Νικολάου-Λάκη Νταηλάκη), Βασίλειος Χαμτζιτζίδης (δάσκαλος από την Καστοριά), Ευάγγελος Γιαγκόπουλος και Τρύφων Οικονομίδης (αμφότεροι από το Άργος Ορεστικό).[17]

Στις 23 Μαρτίου 1943 εκτελέστηκε ο πρόεδρος κοινότητας Βυσσινιάς Δαμιανός Τόσκος[18]

Στις 26 Μαρτίου 1943 εκτελέστηκαν στο Άργος Ορεστικό οι Ευάγγελος Γιαγκόπουλος, Γεώργιος Μποκαΐμης, Στυλιανός Ιακωβίδης, Ευστάθιος Ευσταθιάδη), Ηλίας Ελευθεριάδης, Θεμιστοκλής Ζαϊμίδης, Αργύριος Γκούζγκος, Μιχαήλ Μαγγιλώτης (άπαντες από το Άργος Ορεστικό), μαζί και ο Αβραάμ Παυλίδης (από τη Βεύη Φλώρινας).[19]

Στις 28 Μαρτίου 1943 εκτελέστηκαν στο Άργος Ορεστικό από απόσπασμα Βούλγαρων κομιτατζήδων οι Πέτρος Κανόπουλος, Δαμιανός Βογιατζής, Ευάγγελος Αποστολίδης, Λάζαρος Αναστασιάδης ή Ζαγκότσης, Ευλάμπιος Μαυρίδης, Ιωάννης Μαυρίδης, Δημήτριος Νιτσάκος ή Σγουρής (άπαντες από το Άργος Ορεστικό).[20]

Ο παραπάνω κατάλογος των εκτελεσμένων στις περιοχές της Καστοριάς αφορά μόνο το δίμηνο Φεβρουαρίου-Μαρτίου 1943 και όχι το σύνολο των αμάχων εκτελεσθέντων σε όλη τη διάρκεια της κατοχής, και που μαζί με τα θύματα της Σφαγής της Κλεισούρας υπερβαίνει τους τετρακόσιους ενενήντα (490).

Μετά τον πόλεμο ο Αντόν Κάλτσεφ καταδικάσθηκε στην Αθήνα το 1946 πρωτοδίκως σε ισόβια και σε δεύτερη δίκη το 1948 εις θάνατον, από το Διαρκές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης για εγκλήματα πολέμου. Εκτελέστηκε στο Επταπύργιο τα ξημερώματα της 27ης Αυγούστου 1948.

Ο Τζιοβάνι Ραβάλι καταδικάστηκε σε τρις ισόβια ως εγκληματίας πολέμου. Για δέκα χρόνια φυλακίστηκε στην Κοζάνη, στις φυλακές Αβέρωφ και στην Θεσσαλονίκη. Το 1959 του απονεμήθηκε χάρη από την ελληνική κυβέρνηση, κατόπιν ιταλικών πιέσεων. Αυτό προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Καστοριανών που απέστειλαν τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας στον βασιλιά Παύλο και στον τότε Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Ο συνταγματάρχης Καρλ Σύμερς, υπεύθυνος της Σφαγής της Κλεισούρας κλήθηκε σε απολογία από τη Γερμανική Διοίκηση. Κατέθεσε πως οι στρατιώτες του αναγκάστηκαν να τους σκοτώσουν όλους επειδή δυνάμεις ανταρτών κρύβονταν και πυροβολούσαν μέσα από το χωριό. Αθωώθηκε από τη γερμανική υπηρεσία καθώς οι καταθέσεις των υφισταμένων του ήταν αντιφατικές. Είναι βέβαιο πως θα αντιμετώπιζε μεταπολεμικά Δίκη για εγκλήματα πολέμου καθώς μετά την Απελευθέρωση αποδείχτηκε πως τόσο η κατάθεσή του, όπως και των υφισταμένων συνηγόρων του ήταν ψευδείς. Σκοτώθηκε όμως στις 18 Αυγούστου 1944 στην Άρτα, όταν το αυτοκίνητό του πάτησε νάρκη κατά τη διάρκεια εκκαθαριστικής επιχείρησης.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Εμμ. Θ. Γρηγορίου, Το βουλγαρικόν όργιον αίματος εις την Δυτικήν Μακεδονίαν (1941-1944), Αθήνα 1947.

Ζαχαρίας Π. Δρόσος, Φαρδύκαμπος. Η Δυτική Μακεδονία στ’ άρματα. Το χρονικό και τα επακόλουθα της μεγάλης μάχης. Αθήνα 1984.

Χρήστος Καρδάρας, Η βουλγαρική προπαγάνδα στην γερμανοκρατούμενη Μακεδονία. Βουλγαρική Λέσχη Θεσσαλονίκης (1941-1944). Αθήνα 1997.

Albert Londres, Κομιτατζήδες. Ή η τρομοκρατία στα Βαλκάνια κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. (μετάφραση Δημήτρης Μιχαλόπουλος). Αθήνα 2008.

Δημητρίου Ι. Μαγκριώτη, Θυσίαι της Ελλάδος και εγκλήματα κατοχής κατά τα έτη 1941-1944, Αθήνα 1996.

Γεώργιος Ν. Νικολούδης, Οι Έλληνες σλαβόφωνοι στη Μακεδονία. Η ιστορία και το πρόβλημα της ταυτότητάς τους. 2002.

Ιω. Π. Παπακυριακοπούλου, Βούλγαροι και Ιταλοί εγκληματίαι πολέμου εν Μακεδονία. Αθήνα 1946.

Λυκούργος Α. Συνόπουλος, Απομνημονεύματα ενός Καστοριανού παιδιού της πιάτσας (1937-1957). Καστοριά 1998.

Σπυρίδων Σφέτας, Όψεις του Μακεδονικού Ζητήματος στον 20ο αιώνα. Θεσσαλονίκη 2010.

Δημήτριος Ι. Χατσέρας, Στ’ απόσκια του Δίλοφου. Η ιστορία του γιατρού Ιωάννου Δ. Χατσέρα (†1944) και της οικογενείας του. Θεσσαλονίκη 2010.

Σωτήρης Κύρμπας

Σημείωση: Χρησιμοποιήθηκαν εκτεταμένα αποσπάσματα από το υπό έκδοση βιβλίο του υπογράφοντος για την Ιστορία της Σλίμνιτσας και των Γραμμοχωρίων του νομού Καστοριάς από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.


[1] Γρηγορίου, σελ. 21 και Μαγκριώτης, σελ. 203.

[2] Londres, σελ. 243-244.

[3] Καρδάρας, σελ. 35.

[4] Συστάθηκε αρχικώς ως Εσωτερικό Μακεδονο-Αδριανουπολίτικο Επαναστατικό Κομιτάτο και το 1896 μετονομάστηκε σε Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση με σκοπό την «αυτονόμηση» της Μακεδονίας από τον οθωμανικό ζυγό και κατόπιν την ένωσή της με τη Βουλγαρία. Έδρασε ως ο κύριος εκφραστής των Βούλγαρων κομιτατζήδων κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα.

[5] Καρδάρας, σελ. 29 και Νικολούδης, σελ. 67.

[6] Καρδάρας, σελ. 57-58.

[7] Καρδάρας, σελ. 59 και Νικολούδης, σελ. 68.

[8] Γρηγορίου, σελ. 21, όπου και το πλήρες πρόγραμμα της “Οχράνα” από την επίσημη εγκύκλιο του Κάλτσεφ προς τα μέλη της.

[9] Δρόσος, σελ. 191 & 194.

[10] Συνόπουλος, σελ. 121 και Παπακυριακόπουλος, σελ. 42.

[11] Συνόπουλος, σελ. 121-122, Γρηγορίου, σελ. 158-159 και Παπακυριακόπουλος, σελ. 43.

[12] Γρηγορίου, σελ. 158.

[13] Σφέτας, σελ. 87-88.

[14] Σφέτας, σελ. 88.

[15] Συνόπουλος, σελ. 121, Παπακυριακόπουλος, σελ. 49-50 και Χατσέρας, σελ. 70-71.

[16] Συνόπουλος, σελ. 121 και Παπακυριακόπουλος, σελ. 50.

[17] Συνόπουλος, σελ.122 και Παπακυριακόπουλος, σελ. 51.

[18] Συνόπουλος, σελ.122 και Γρηγορίου, σελ. 158

[19] Συνόπουλος, σελ.122, Γρηγορίου, σελ. 158-159, Παπακυριακόπουλος, σελ. 52 και Χατσέρας, σελ. 71.

[20] Γρηγορίου, σελ. 158-159 και Παπακυριακόπουλος, σελ. 52.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ