Αρχική » Ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος

Ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος

από Άρδην - Ρήξη

Του Σταύρου Ντάγιου, δρ. Ιστορίας ΑΠΘ [Άρδην τ. 114]

Η ελληνική εθνική μειονότητα, όπως εξακολουθεί να αναγνωρίζεται από το επίσημο αλβανικό κράτος σήμερα, είναι η μεγαλύτερη πληθυσμιακά και γεωγραφικά και η πιο αναπτυγμένη εθνική μειοψηφία στην Αλβανία, η οποία αποτελεί το 1,1%-4,9% του συνόλου του αλβανικού πληθυσμού. Ο ελληνικός πληθυσμός ζει στις νότιες περιοχές της Αλβανίας, στις περιφέρειες Αργυρόκαστρου, Αγίων Σαράντα, Δέλβινου και Πρεμετής, οι οποίες ανήκαν γεωγραφικά και ιστορικά στη βόρεια περιοχή της Ηπείρου, δηλαδή στη Βόρειο Ήπειρο. Οι περιοχές αυτές συγκροτούν την αποκαλούμενη «μειονοτική ζώνη», η οποία ορίστηκε αυθαίρετα τον Νοέμβριο του 1921 διά της αποφάσεως της Πρεσβευτικής Συνδιάσκεψης των Παρισίων, σύμφωνα με την οποία η ελληνόφωνη περιοχή της Βορείου Ηπείρου κατακυρωνόταν οριστικά στην Αλβανία. Από τις εδαφικές αξιώσεις της Ελλάδας εκείνη την εποχή, εξαιρέθηκαν οι περιοχές της Κορυτσάς, της Κολόνιε και του Λεσκοβικίου, όπου παραδοσιακά υπήρξε συμπαγές ελληνόφωνο στοιχείο και όλος ο βλαχόφωνος ελληνισμός της Αλβανίας, που διαβιούσε εγκατεσπαρμένος σε όλη τη νότια ενδοχώρα. Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 2 Οκτωβρίου 1921, η Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ) ενέκρινε αλβανική δήλωση περί μειονοτήτων, η οποία αντικατέστησε τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας (1913). Το αλβανικό κράτος, σύμφωνα με τη δήλωση του Αλβανού αντιπροσώπου από τη Δυτική Θράκη, Φαν Νόλη, στην ΚτΕ, αναγνώριζε και επίσημα τους βορειοηπειρωτικούς πληθυσμούς ως γλωσσική μειονότητα και τους εξασφάλιζε την παιδεία στην εθνική τους γλώσσα. Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1922, το αλβανικό κοινοβούλιο επικύρωσε τη δεσμευτική δήλωση του Φαν Νόλη, η οποία συνοψιζόταν ως εξής: Πλήρης ισότητα στα πολιτικά, αστικά και κοινωνικά δικαιώματα, χωρίς φυλετικές και γλωσσικές διακρίσεις, παροχή εκπαιδευτικών δικαιωμάτων, θρησκευτική ελευθερία, περιλαμβανομένων και των ελευθεριών αλλαξοπιστίας. Η πολιτική αυτή του αλβανικού κράτους απέναντι στην ελληνική μειονότητα δεν έχει μεταβληθεί μέχρι σήμερα, μετά από περίπου έναν αιώνα: αναγνωρίζεται στην πράξη μόνον ως γλωσσική μειοψηφία.

Αμέσως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι εθνικές μειονότητες αποτέλεσαν παντού πολιτικούς στόχους των κεντρικών εξουσιών. Αυτό οδηγούσε σε θηριωδίες εξίσου ειδεχθείς με εκείνες που είχαν διαπραχθεί από τους ναζί κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Η επιβολή της έννομης τάξης σε όλες τις ανατολικές χώρες επιτελέστηκε με τρόπο εγκληματικό και αντιδημοκρατικό. Οι συνθήκες ειρήνης μεταξύ των ηττημένων και των Ηνωμένων Εθνών σχεδόν αγνόησαν τα εθνικά δικαιώματα των μειονοτήτων, ενώ ο Χάρτης του Ατλαντικού του ΟΗΕ αποτελούσε εμφανή ύφεση σε σχέση με την ΚτΕ. Οι αναδυόμενες κομμουνιστικές χώρες, παρότι πρέσβευαν το δόγμα του προλεταριακού διεθνισμού, το πνεύμα της αυτοδιάθεσης-αδελφοποίησης των λαών και τον σεβασμό της εθνικής ταυτότητας, στην πραγματικότητα εφάρμοσαν πολιτικές αποεθνικοποίησης, ως και εξόντωσης, των εθνικών μειονοτήτων, κατά το σταλινικό πρότυπο.

Παρότι δεν το δήλωναν δημοσίως, η πολιτική τους υπέκρυπτε την παραπλανητική βεβαιότητα ότι η παρουσία άλλων εθνοτικών ομάδων, οι οποίες πίστευαν στην αρχή της αυτοδιάθεσης, συντελούσε στην υπονόμευση της εθνικής κυριαρχίας και δημιουργούσε κεντρόφυγες τάσεις, επιβουλή, απειλή και αμφισβήτηση. Για τον λόγο αυτό, οι μειονότητες δεν ήταν καθόλου αρεστές. Το ίδιο ίσχυε και για την Αλβανία.

Ο κοινός αγώνας του βορειοηπειρωτικού πληθυσμού με τον αλβανικό λαό στο πλευρό των συμμάχων, σε αντίθεση με τους μουσουλμάνους Τσάμηδες της Θεσπρωτίας, που είχαν προάγει ως εθνικό τους συμφέρον την επιλογή του δωσιλογισμού, του παρείχε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, το οποίο είχε κατακλύσει όλη την Ευρώπη. Την άνοιξη του 1945, οι αλβανικές αρχές επισήμαναν ότι, σε ενδεχόμενο δημοψήφισμα στις ελληνόφωνες περιοχές, σε αντιδιαστολή με τα συμφέροντά τους, οι Έλληνες μειονοτικοί θα τάσσονταν υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα. Ακόμα, το 1947, όταν στην ελληνόφωνη περιοχή μετέβη η διερευνητική επιτροπή για την εξονύχιση των μεθοριακών προκλήσεων, αναβίωσε η ελπίδα για μια νέα προσέγγιση και επίλυση του Βορειοηπειρωτικού, στο πλαίσιο της αυτοδιάθεσης διά της διενέργειας δημοψηφίσματος. Στη Δρόπολη, στα Ριζά και στο Λιμπόχοβο παρατηρήθηκαν αποσχιστικές κινήσεις, ενώ στην Κορυτσά και στο Λεσκοβίκι ο γυναικείος πληθυσμός προτίθετο να παραταχθεί ενώπιον της επιτροπής για να διαδηλώσει την αγανάκτησή του κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος. Στην Κορυτσά, κάποιοι επιχειρηματίες θα ζητούσαν την αναγνώριση του καθεστώτος της ελληνικότητας της περιοχής. 

Παρότι το αλβανικό ΕΑΜ είχε υποσχεθεί στους ελληνόφωνους πληθυσμούς, καθ’ όλη τη διάρκεια της εθνικής αντίστασης, το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού και της αυτοδιάθεσης ως αντίδωρο για τη συνδρομή τους στον κοινό αγώνα, το αλβανικό κομμουνιστικό κράτος το αρνήθηκε άμεσα και απρόκλητα (Μάιος 1944), συνηγορούμενο και από την προστάτιδά του, τη Γιουγκοσλαβία, καθώς αποτελούσε νομικό προηγούμενο για το αλβανόφωνο Κόσοβο, που είχε προσαρτηθεί στη Σερβία το 1913. Συνεπώς, τα δημοκρατικά ιδεώδη και η επίπλαστη διεθνιστική ρητορική του κομμουνιστικού καθεστώτος, που συγκάλυπτε ιδεολογικές και πολιτικές συνέχειες του παρελθόντος, κατέπεσαν, ενώ η δημαγωγική έκφανση του προλεταριακού διεθνισμού ήταν προφανής.

Η παραπλανητική διεθνιστική ρητορική, ωστόσο, ώθησε μεγάλο μέρος των Βορειοηπειρωτών να συνταχθούν με τον ιδεολογικό προσανατολισμό – πιστεύοντας ή εξαναγκαζόμενοι – και να συνδέσουν τις τύχες τους με το αλβανικό κατεστημένο, καθώς διείδαν στο αναδυόμενο κομμουνιστικό καθεστώς έναν αποσυμπιεστή για το συσσωρευμένο εθνικό μίσος των παρελθοντικών εθνικών αδικημάτων. Στον ιδεολογικό και πολιτικό προσηλυτισμό του βορειοηπειρωτικού ελληνικού στοιχείου συνέδραμε και η πολιτική του ΚΚΕ, ιδίως στην πρώτη φάση, έως το 1956.

Η εθνική πολιτική της Αλβανίας απέναντι στη μειονότητα στόχευε στον απόλυτο έλεγχο των ελληνόφωνων περιοχών διά της επιβολής σκληρών μέτρων καταστολής, διώξεων και εξόντωσης των κυριότερων πρωταγωνιστών, που είχαν διακριθεί για τα εθνικά τους φρονήματα στο παρελθόν (εκπαιδευτικός αγώνας 1934-1935), στην αποτροπή της ελληνικής επιρροής μέσω της απόλυτης απομόνωσης από την Ελλάδα, στη διασφάλιση της πολιτικής υποστήριξης του ελληνικού στοιχείου μέσω πλειοδοτικών υποσχέσεων και διάβρωσης της κοινωνικής και εθνικής του συνοχής. Η πρώτη φάση (1945-1947) χαρακτηρίστηκε από τις μαζικές διώξεις ελληνοδιδασκάλων, τις αθρόες δίκες εις βάρος τους και την αναγκαστική φυγή χιλιάδων Βορειοηπειρωτών προς την Ελλάδα· η δεύτερη (1950-1967) χαρακτηρίζεται από τις διώξεις του ελληνορθόδοξου κλήρου και της χριστιανικής πίστης και η τρίτη (1967-1990) από την εφαρμογή μιας ευρύτερης πολιτικής ύπουλου αφελληνισμού, που οδηγούσε τη μειονότητα σε διαρκή μαρασμό και αργό θάνατο.

Συγκεκριμένα, από το 1945, η εθνική πολιτική του κομμουνιστικού καθεστώτος υιοθέτησε μια συστηματική, μεθοδική και με συνεχή ορμή πολιτική για τη φθορά του ελληνικού στοιχείου με διάφορα μέτρα, όπως η διασπορά σε άλλες περιοχές και ειδικότερα σε βόρειες, οι τοποθετήσεις κομματικών και κρατικών υπαλλήλων ελληνικής καταγωγής σε θέσεις εκτός βορειοηπειρωτικού χώρου, πράγμα που συνέβαλε στη συγχώνευση στο αλβανικό περιβάλλον, η αναγκαστική μετακίνηση Βορειοηπειρωτών που χαρακτηρίζονταν ως αντιφρονούντες, η εμφύτευση αλβανικών χωριών εμβολίμως σε αμιγώς βορειοηπειρωτικές περιοχές, η καταναγκαστική αλλαγή ελληνικών ονομάτων και τοπωνυμιών, η αναγκαστική μετακίνηση Βορειοηπειρωτών χάριν εξευρέσεως εργασίας και, παράλληλα, η μετακίνηση Αλβανών σε αμιγώς ελληνόφωνες περιοχές με επαγγελματικές προφάσεις. Η διδασκαλία, εκμάθηση και διάδοση της ελληνικής γλώσσας παρεμποδίστηκε και περιορίστηκε άμεσα και έμμεσα. Οι περιουσίες των Βορειοηπειρωτών κατασχέθηκαν, οι εκκλησιαστικές δημεύτηκαν, οι ιερείς αποσχηματίσθηκαν και διώχθηκαν, τα θρησκευτικά ιδρύματα μετατράπηκαν σε αποθηκευτικούς χώρους και μόνον μερικές εκκλησίες παρέμειναν, ως διατηρητέα μνημεία. Το ελληνικό στοιχείο διώχθηκε για τα εθνικά και πολιτικά του φρονήματα. Η εθνική πολιτική του αλβανικού κράτους δεν απέβλεπε στην ολοσχερή εξάλειψη του ελληνικού στοιχείου, αλλά στη διατήρηση ενός περιορισμένου αριθμού Βορειοηπειρωτών. Η προσπάθεια αυτή αποσκοπούσε στην αλλοτρίωση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων, οι οποίοι, εν όψει της αδήριτης ανάγκης επιβίωσης και για λόγους κοινωνικής εξέλιξης, έπρεπε να ορθοφρονήσουν και να ασπαστούν την  επιτασσόμενη από το καθεστώς ιδεολογική και πολιτική ορθοδοξία. Η ελληνική μειονότητα δεν διέθετε ούτε τα μέσα ούτε την οργάνωση για μια συνολική αντίδραση κατά της αφομοιωτικής πολιτικής του αλβανικού κράτους, ενώ η Ελλάδα δεν μπορούσε να προσφέρει καμιά βοήθεια. Συνεπώς, μεταξύ των Ελλήνων Βορειοηπειρωτών και του καθεστώτος υπήρχε μια συνωμοτική και υπονομευτική συνύπαρξη, καλυπτόμενη από την ψευδή ρητορική της προλεταριακής αδελφοποίησης-συνένωσης από τη μία και της καταναγκαστικής υποταγής, την οποία υπέμενε με εγκαρτέρηση το ελληνόφωνο στοιχείο, από την άλλη. Αυτή η συνωμοτική συμβίωση εκπορευόταν από την υπόγεια ψύχωση που εκαλλιεργείτο σε μερικούς Αλβανούς διανοούμενους και πολιτικούς, οι οποίοι θεωρούσαν την πληθυσμιακή υπεροχή των Ελλήνων στις περιοχές της Χιμάρας, των Αγίων Σαράντα, του Δέλβινου και του Αργυρόκαστρου, δημογραφικά ενοχλητική και ιστορικά προκλητική, αφού δεν μπορούσαν να βρουν άλλοθι για μια γενική μετακίνηση του πληθυσμού, που θα τους καθιστούσε μέτοικους, δηλαδή μη αυτόχθονες. Αυτό πυροδοτούσε υπολανθάνον μίσος και εθνικιστικούς φόβους.

Πρώτη φάση

Το καλοκαίρι του 1945, τα σύνορα αποκλείστηκαν και η ελληνόφωνη βορειοηπειρωτική περιοχή απομονώθηκε, η επικοινωνία των Βορειοηπειρωτών με τον εθνικό κορμό απετράπη, με αποτέλεσμα η ελληνική μειονότητα να αρχίσει να μεταλλάσσεται σταδιακά σε κομμουνιστικό αυθύπαρκτο και αυτοφυές υβρίδιο, χωρίς παρελθοντικές ρίζες και χωρίς εθνικό μέλλον. Τότε, ένοπλες περιπολίες Αλβανών ανταρτών εφόρμησαν σε ελληνόφωνες περιοχές και συνέλαβαν απρόσκοπτα επιφανείς Βορειοηπειρώτες, οι οποίοι εκτοπίστηκαν σε δυσπρόσιτες περιοχές σκληρής εξορίας της ενδοχώρας ή οδηγήθηκαν στις φυλακές και σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Από τον Γενάρη του 1946 και την ανακήρυξη της Αλβανίας σε Λαϊκή Δημοκρατία, άρχισε εκτεταμένη εκστρατεία συλλήψεων και απαγγελία βαριών κατηγοριών με βασικό στόχο την εξόντωση των ελληνοδιδάσκαλων που είχαν αποφοιτήσει στο παρελθόν από ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και εθεωρούντο φύτρα της εθνικής ιδέας. Τα πρώτα χρόνια εκτελέστηκαν με δικαστική απόφαση ή φονεύθηκαν χωρίς δίκες οι ελληνοδιδάσκαλοι: Ανδρέας Ανδρεάδης, Ευθύμιος Γκίκας, Παναγιώτης Ζέρβας, Θεοδόσης Λαζάκης, Ευθύμιος Τάταρης, Γιώργος Λίτσας, Αριστοτέλης Χαρμπάτσης, Χρήστος Γκίνης, Σωτήρης Σκεύης, Νίκος Λέζος, Νάσος Πάντος, Βαγγέλης Σταμούλης, Γιώργος Βαλκώνης, Δημήτρης Βαλκώνης, Κώστας Λίτος, ενώ εκατοντάδες φυλακίστηκαν.

Τον Ιούλιο του 1946, άρχισε στο στρατοδικείο της Περιφέρειας Αργυρόκαστρου η θυελλώδης δίκη των 19 Ελλήνων Βορειοηπειρωτών, οι οποίοι εκατηγορούντο για «κατασκοπία εις βάρος της Αλβανίας και εσχάτη προδοσία, για εχθρικές ενέργειες κατά της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και της λαϊκής εξουσίας». Στο κατηγορητήριο αναφέρονταν και 86 άλλοι εμπλεκόμενοι, οι οποίοι είχαν αναπτύξει εχθρική δραστηριότητα. Τρία άτομα καταδικάστηκαν σε θάνατο διά τυφεκισμού: ο Αριστοτέλης (Τέλης) Χαρμπάτσης από τη Δίβρη, ο Σωτήρης Σκεύης από τα Καλύβια του Πασά και ο Νάσος Πάντος από το Σωπίκι, οι οποίοι εκτελέστηκαν πάραυτα. Οι υπόλοιποι καταδικάστηκαν σε ισόβια ή σε βαριές ποινές κάθειρξης, οι οποίες για κάποιους ανέρχονταν συνολικά σε 134 έτη φυλάκισης.

Τον Σεπτέμβριο του 1960, συνελήφθη ο ελληνοδιδάσκαλος και επιθεωρητής παιδείας Αργυρόκαστρου Ανδρέας Ανδρεάδης, ο οποίος ανακρίθηκε, την άνοιξη του 1961, υπό καθεστώς βασανιστηρίων, μαζί με τον Ανδρέα Βαλερά και τον Δημήτρη Μέτσα. Οι συλληφθέντες κατηγορήθηκαν για σύσταση εχθρικής ομάδας και συνεργασία με τους βορειοηπειρωτικούς συλλόγους, δηλαδή για πολιτικά εγκλήματα κατά της πατρίδας. Με την απόφαση του στρατοδικείου, ο Ανδρεάδης καταδικάστηκε σε θάνατο διά τυφεκισμού, ενώ οι υπόλοιποι σε 25 χρόνια φυλάκισης.

Λίγα χρόνια αργότερα, οι αλβανικές διωκτικές αρχές επινόησαν την υπόθεση της «Μονής της Πέπελης» και, τον Ιούνιο του 1963, συνελήφθη στο Βουλιαράτι ο ελληνοδιδάσκαλος από τη Δρόβιανη, Ευθύμιος Τάταρης (και άλλοι τρεις συγκατηγορούμενοι), ο οποίος είχε αρνηθεί στο παρελθόν να στρατολογηθεί ως πληροφοριοδότης και να συνεργαστεί με τις αλβανικές μυστικές υπηρεσίες. Κατηγορήθηκε ως συνεργάτης του Τέλη Χαρμπάτση, του Γιώργου Ζώτου, του Λευτέρη Γκουβέλη και άλλων ακραιφνών εθνικοφρόνων. Δύο από τους κατηγορούμενους, οι Τάταρης και Μπόσδος, εκτελέστηκαν, ενώ στους δύο άλλους απαγγέλθηκαν βαριές ποινές πολυετούς φυλάκισης.

Με τη δίκη του Ευθύμιου Τάταρη, το 1964, έκλεισε ο κύκλος των διώξεων κατά των ελληνοδιδασκάλων που είχαν αποφοιτήσει από ελληνικά σχολαρχεία. Σαράντα από αυτούς είχαν δραπετεύσει στην Ελλάδα, οι άλλοι είχαν εκτελεστεί, εξαφανιστεί ή φυλακιστεί από το καθεστώς, ενώ ελάχιστοι, οι πιο έμπιστοι, υπηρετούσαν στα ελληνόφωνα σχολεία. Τη δεκαετία του 1950, οι συλλήψεις αφορούσαν αντιδράσεις, λόγω της σκληρής οικονομικής πολιτικής που εφαρμόστηκε στη μειονότητα.

Δεύτερη φάση

Από το 1949, άρχισε, με εντεινόμενη βιασύνη και επιθετικότητα, η λήψη πρόσθετων κατασταλτικών μέτρων. Οι καταδιωκτικές αρχές επιδόθηκαν σε αγώνα εναντίον των ιερέων και των κουλάκων (γαιοκτημόνων), επιβλήθηκαν πρόσθετα μέτρα εξοντωτικής φορολογίας, η οποία υπερέβαινε το ίδιο το εισόδημα, και διαφοροποιημένες τιμές, που ευνοούσαν τα νεοσυσταθέντα αγροτικά συγκροτήματα, ανάκληση των δελτίων τροφίμων για τους κουλάκους και διακρίσεις εις βάρος των παιδιών τους, τα οποία δεν γίνονταν δεκτά ούτε καν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Από τις αρχές του 1950, δεκάδες εκατοντάδες αγροτών υποχρεώθηκαν να ενταχθούν στους γεωργικούς συνεταιρισμούς «οικεία βουλήσει», καθώς το καθεστώς κατέφευγε στον εξαναγκασμό και τη βία. Η βία δεν θεωρείτο ηθική παρεκτροπή, αλλά τρόπος άσκησης της εξουσίας για να επιτελέσει την επιμορφωτική της αποστολή.

Τρίτη φάση

Τον Απρίλιο του 1969, προτάθηκε η επιβολή σκληρότερης αφομοιωτικής πολιτικής εις βάρος της ελληνικής μειονότητας, η υποβάθμιση αρχικά και, στη συνέχεια, η σταδιακή κατάργηση της ελληνόφωνης εφημερίδας Λαϊκό Βήμα, η προοδευτική κατάργηση των σχολείων όπου διδασκόταν η ελληνική γλώσσα, αφού διαπιστωνόταν ότι το γλωσσικό ιδίωμα των Βορειοηπειρωτών είχε καταστεί «μπασταρδεμένο», η αλλοίωση της πληθυσμιακής σύστασης της βορειοηπειρωτικής περιοχής μέσω συγχώνευσης των γεωργικών συνεταιρισμών της με γεωργικούς συνεταιρισμούς αλβανόφωνων περιοχών, οι οποίοι θα διοικούνταν από Αλβανούς προέδρους, η ενθάρρυνση μεικτών γάμων, η μετακόμιση Ελλήνων επαγγελματιών, μαζί με τις οικογένειές τους, στην αλβανική ενδοχώρα, η μετάκληση όλων των ελληνόφωνων Βορειοηπειρωτών εκπαιδευτικών σε αλβανικά σχολεία της Αλβανίας και η αντικατάστασή τους με αλβανικό εκπαιδευτικό προσωπικό, η έμμεση κατάργηση του ελληνόγλωσσου παιδαγωγικού λυκείου Αργυρόκαστρου ή ο μετασχηματισμός του σε άλλη ειδικότητα, αλλά πάντως όχι στην ελληνική γλώσσα, και, τέλος, η σκληρή ιδεολογική, ταξική και πολιτική κατήχηση των Ελλήνων Βορειοηπειρωτών αποκλειστικά στην αλβανική γλώσσα. Οι προτάσεις αυτές, ωστόσο, θεωρήθηκαν προκλητικές και, για τον λόγο αυτό, η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΕΑ (Κόμμα Εργασίας Αλβανίας μετονομασία του Κομμουνιστικού Κόμματος Αλβανίας) του Μαΐου του 1969 τις απέρριψε, εν όψει των πρωτοβουλιών για διπλωματική ανασύνδεση των δύο χωρών, η οποία επιτεύχθηκε το Μάιο του 1971.

Είχε προηγηθεί η κατάργηση των θρησκευτικών δικαιωμάτων (1967), ενώ το 1975 επιβλήθηκε, με σκληρό τρόπο, η εισαγωγή του επαίσχυντου διατάγματος 5339/1975 για την απαγόρευση της χρήσης χριστιανικών ελληνικών ονομάτων. Η πρακτική των μετονομασιών, της αλλαγής των τοπωνυμίων και της απαγόρευσης της χρήσης των εθνικών ονομάτων δεν πρέπει να θεωρηθεί προνόμιο της Αλβανίας. Στη Βουλγαρία, για παράδειγμα, οι δεκαετίες εθνικιστικής και αφομοιωτικής πολιτικής εις βάρος της τουρκικής μειονότητας κορυφώθηκαν με την εκστρατεία του 1984-1985 και τη μετονομασία του τουρκικού πληθυσμού, μία αιφνιδιαστική κινητοποίηση που χαρακτηρίστηκε ως «αποκατάσταση» των αρχικών βουλγαρικών ονομάτων, για την οποία υπήρξε και καταδίκη της βουλγαρικής κυβέρνησης από διεθνείς οργανισμούς. Ομοίως και στη Ρουμανία, εξελίχθηκε άγρια πολιτική διώξεων και εξόντωσης της ουγγρικής μειονότητας, με αποτέλεσμα οι δύο χώρες να έρθουν σε οξεία αντιπαράθεση και να παραμένουν σε κατάσταση συνεχούς ετοιμότητας και διαρκούς συναγερμού.

Ένα χρόνο μετά, το 1976, η τοπική εφημερίδα Fitorja των Αγίων Σαράντα ανέφερε ότι τα χριστιανικά ονόματα και οι ελληνικές τοπωνυμίες προσέδιδαν ταξικό και θρησκευτικό περιεχόμενο κι έπρεπε να αλλαχτούν, παρακινούσε τους νέους Έλληνες να αλλάξουν τα («κακόφωνα») ονοματεπώνυμα και τις («κακόφωνες») τοπωνυμίες τους. Η πρωτοβουλία αυτή, όμως, παρεμποδίστηκε τελικά, τον Μάρτιο του 1976, όταν η ύψιστη κομματική ηγεσία της χώρας, επικαλούμενη την αντίδραση και της Αθήνας, διέταξε τον μετριασμό τέτοιων ενεργειών, θεωρώντας το επίμαχο δημοσίευμα σοβαρό πολιτικό ατόπημα.

Ελληνόγλωσση παιδεία

Το σχολικό έτος 1944-45, είχαν εγγραφεί σε 79 πρωτοβάθμια σχολεία της ελληνικής μειονότητας 5.171 μαθητές (εκ των οποίων παρακολουθούσαν τακτικά τα μαθήματα οι 4.670) και δίδασκαν 101 δάσκαλοι. Στις ελληνόφωνες περιοχές, αντιστοιχούσε ένα σχολείο προς 443 κατοίκους, ενώ, στην Αλβανία, ένα σχολείο προς 1.077 κατοίκους. Σε σχέση με το Κουρβελέσι, στην ελληνική μειονότητα λειτουργούσαν διπλάσια σχολικά ιδρύματα, τα οποία υπήρχαν από το παρελθόν και, στην πλειοψηφία τους, ήταν δωρεές Βορειοηπειρωτών μεταναστών. Το σχολικό έτος 1947-1948, από όλη τη μειονότητα, είχε εγγραφεί το 95% των ελληνοπαίδων, ενώ, στην Αλβανία, ο αναλφαβητισμός άγγιζε το 90%. Το 1961-1962, στην Άνω Δρόπολη ήταν εγγεγραμμένοι 685 μαθητές στο δημοτικό, εκ των οποίων 166 πρωτοετείς και 296 στο επτατάξιο· συνολικά, φοιτούσαν 981 μαθητές. Στην Κάτω Δρόπολη, δίδασκαν ελληνικά 37 δάσκαλοι και φοιτούσαν 1.223 μαθητές (106 πρωτοετείς), ενώ, αντίστοιχα, το 1939, δίδασκαν 21 δάσκαλοι και φοιτούσαν 736 μαθητές. Η αύξηση του μαθητικού πληθυσμού οφείλεται στον αποκλεισμό των συνόρων και τη διακοπή της μεταναστευτικής ροής.

Για τις εκπαιδευτικές ανάγκες και την κατάρτιση του διδασκαλικού προσωπικού, λειτουργούσε περιστασιακά το ελληνόγλωσσο παιδαγωγικό λύκειο στο Αργυρόκαστρο, από το 1945, αποστειρωμένο, όμως, από κάθε επικοινωνία με τον ελληνόγλωσσο πολιτισμό.

Η διδασκαλία και η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας περιορίστηκε μόνον στις αναγνωρισμένες ως μειονοτικές περιοχές, ήτοι σε Αργυρόκαστρο και Αγίους Σαράντα, ενώ απαγορεύτηκε στη Χιμάρα, στα σχολεία της οποίας, από το 1946, καταργήθηκε η ελληνική γλώσσα και οι ελληνοδιδάσκαλοι αντικαταστάθηκαν από Αλβανούς. Από το 1952, η ελληνική περιορίστηκε μόνον στη διδασκαλία ως ξένης γλώσσας. Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας απαγορεύθηκε, επίσης, και σε δύο ακραιφνώς ελληνικά σχολεία της Δρόπολης, τη Λούγκαρη και τη Φράστανη, παρ’ όλη τη σφοδρή αντίδραση των Ελλήνων κατοίκων.

Λαϊκό Βήμα

Για τη μεταλαμπάδευση της κομμουνιστικής ιδεολογίας και τον πολιτικό προσηλυτισμό του ελληνικού στοιχείου, λειτούργησε η ελληνόφωνη εφημερίδα Λαϊκό Βήμα, από την 25η Μαΐου 1945. Όπως όλος ο αλβανικός Τύπος, η εφημερίδα παρέμεινε, απ’ αρχής μέχρι τέλους, πλήρως ελεγχόμενη από τον πολιτικό και ιδεολογικό κώδικα υποταγής στη βούληση της κομματικής εξουσίας, την οποία υπηρέτησε ως αντίλαλος των αλβανικών πολιτικών και ιδεολογικών συμφερόντων. Αλλά αλλιώς δεν μπορούσε να υπάρξει.

Η εφημερίδα υπήρξε φορέας της κομμουνιστικής ιδεολογίας και της κυβερνητικής πολιτικής για την ελληνική μειονότητα, ενώ λειτούργησε ως μέσο παραπληροφόρησης εις βάρος της Ελλάδας. Ως θετικό στοιχείο, της πιστώνεται το γεγονός ότι επιβεβαίωνε, έστω κι έτσι, την ύπαρξη ελληνικών πληθυσμών στην Αλβανία και, αντικειμενικά, βοήθησε στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας, παρ’ όλη την περιορισμένη επιρροή της στο αναγνωστικό κοινό.

Τον Οκτώβριο του 1945, στο Αργυρόκαστρο λειτούργησε και ραδιοφωνικός σταθμός που εξέπεμπε πρόγραμμα πεντέμισι ωρών, εκ των οποίων και μία ημίωρη εκπομπή στην ελληνική γλώσσα.  Τον Μάιο του 1945, λειτούργησε στο Αργυρόκαστρο και τυπογραφείο, το οποίο παρέμεινε ως το 1979, με υποτυπώδη τεχνικό εξοπλισμό, στο οποίο εκτύπωναν τα λογοτεχνικά τους βιβλία οι Βορειοηπειρώτες συγγραφείς, εκτυπώνονταν οι πολιτικές εκδόσεις (κυρίως άπαντα του Εμβέρ Χότζα) και τα σχολικά εγχειρίδια για τους ελληνόφωνους μαθητές. Το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο Βορειοηπειρώτη λογοτέχνη ήταν μια ποιητική συλλογή του Πάνου Τσούκα. Εξέχουσα θέση και στα λογοτεχνήματα κατείχε η συναδέλφωση Ελλήνων μειονοτικών και αλβανικού λαού, η ωραιοποιημένη σοσιαλιστική πραγματικότητα, το αντιθρησκευτικό πνεύμα και η αφοσίωση στο Κόμμα. Η λατρεία του Εμβέρ Χότζα παρέμενε ο θεματικός άξονας όλης της κομμουνιστικής λογοτεχνίας και για τους Βορειοηπειρώτες λόγιους της εποχής.

Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στην εφημερίδα και γενικότερα στις εκδόσεις της μειονότητας ήταν η απλοϊκή δημοτική, που θύμιζε το γλωσσικό αισθητήριο του Ριζοσπάστη. Το ζήτημα της γλώσσας, τόσο στον Τύπο, όσο και στα σχολικά εγχειρίδια, εντασσόταν στο ευρύτερο πολιτιστικό και ορολογικό πλαίσιο, το οποίο πρόδιδε ταξικό χαρακτήρα· η χρήση αρχαΐζουσας γλώσσας και καθαρεύουσας παρέπεμπε σε πολιτική διολίσθηση.

Τον Μάρτιο του 1978, ο Εμβέρ Χότζα επισκέφθηκε το ελληνόφωνο χωριό Γράψη, σε μια προσπάθεια προσέγγισης του δυτικού κόσμου, υποσχόμενος νέες εθνικές διευκολύνσεις προς τη μειονότητα, κυρίως γλωσσικές. Οι Βορειοηπειρώτες διανοούμενοι επωφελήθηκαν από τις εξελίξεις και ανασυντάχθηκαν. Και τότε, απεδείχθη ότι το εθνικό φρόνημα είχε παραμείνει ζωντανό, έστω και κάτω από την παθητική υποταγή της δικτατορίας, γεγονός που εκφράστηκε στην έντονη κινητικότητα για τη γλώσσα και τη λαϊκή λογοτεχνία, η οποία ήταν υπνωτισμένη, αλλά όχι νεκρή. Με τις κινητοποιήσεις αυτές, οι Έλληνες Βορειοηπειρώτες απέδειξαν ότι το έθνος μπορούσε να αλλάξει απότομα συμπεριφορά, αρκούσε να ανάψει μια μικρή λυχνία. Αυτό απεδείχθη πειστικά το 1990, όταν το κομμουνιστικό καθεστώς στην Αλβανία κατέρρευσε οριστικά.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ