του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από τη Ρήξη φ. 92
Είναι τα Εξάρχεια, και κοντά σ’ αυτά ο Κεραμεικός και το Μεταξουργείο, η σημερινή καρδιά της νεανικής Αθήνας. Η καινούργια ταινία της Κωνσταντίνας Βούλγαρη μας απαντά: Ναι! Όσο κι αν έχει κανείς τις επιφυλάξεις του για το “εξάρχειο”, για τα φρικιά δηλαδή που συγκεντρώνει η πλατεία και τα πέριξ, με το συχνά παρεμβόλιμα εκρηκτικό και κάποτε θανατηφόρο μείγμα (όψιμης) εφηβικής αφέλειας και μηδενισμού, η Κωνσταντίνα Βούλγαρη κατάφερε να κινηθεί ως μια ειλικρινής ματιά ανάμεσά του. Μπορεί να μη βαθαίνει ιδιαίτερα τον προβληματισμό της, αλλά τα κινηματογραφικά της κέρδη είναι μεγάλα.
Π ρώτα πρώτα μας δίνει το πορτραίτο μιας ηρωίδας, της τριαντάχρονης Ηλέκτρας, η οποία, όπως και η Ηλέκτρα της πρώτης της ταινίας, Valse Sentimentale (2007), μεταφέρει πολλά (αυτο)βιογραφικά στοιχεία της ίδιας της σκηνοθέτιδας, κόρης της Ιωάννας Καρυστιάνη και του Παντελή Βούλγαρη: «Οι γονείς μου, ξέρεις, αριστεροί, καλλιτέχνες…», όπως λέει λίγο πριν το φινάλε, μιλώντας και στο όνομα πολλών από τα παιδιά των Εξαρχείων. Η Ηλέκτρα, λοιπόν, τριγυρνά στην Αθήνα κολλώντας ζωγραφιές με ερωτηματικά στους τοίχους, ή συμμετέχοντας στα μπλοκ των αναρχικών στις πορείες, κι έτσι έχουμε το δεύτερο κέρδος της ταινίας. Σε πρώτο πλάνο πάντα η ηρωίδα, πολλές φορές με τα ακουστικά του κινητού-ραδιοφώνου στ’ αυτιά και στο φόντο ζητιάνοι, πρεζόνια, μετανάστες και πολλοί πολλοί αστυνομικοί, σε μια Αθήνα που όντως μοιάζει σήμερα με πόλη του Μαντ Μαξ. Μια κινηματογραφική αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, λοιπόν, χωρίς μεγάλες αυξομειώσεις στη δραματική της ένταση είναι αλήθεια, αλλά με πολλή φρεσκάδα και τιμιότητα.
Αυτή η Ηλέκτρα, το κινηματογραφικό alter ego της Κωνσταντίνας, είναι αρραβωνιασμένη με τον Μανούσο, ο οποίος είναι υπόδικος στον Κορυδαλλό για ληστεία και σύσταση ένοπλης-τρομοκρατικής ομάδας, και κάνει τη μπέιμπι-σίτερ σ’ ένα μικρό αγόρι, που τη συνοδεύει στη μοναξιά της. Η Ηλέκτρα και οι σύντροφοί του οργανώνουν τον αγώνα συμπαράστασης στο ιστορικό φόντο της ταινίας και η Ηλέκτρα προσπαθεί να διαχειριστεί τη μοναξιά της και τη σχέση της με τους γονείς της, που δεν τη σπούδασαν «για να πάει στην επαρχία να βόσκει γουρούνια», όπως της λέει η μάνα της, όταν εκείνη της φανερώνει τη σκέψη της να φύγει από την Αθήνα, στα πλαίσια ενός εναλλακτικού τρόπου ζωής. Τι ψάχνει η Ηλέκτρα; Την ευτυχία, όπως όλα τα κορίτσια όλου του κόσμου. Και η επανάσταση γι’ αυτήν είναι το άλλο όνομα αυτής της ευτυχίας.
Η Βούλγαρη δεν διστάζει να ακούσει ακόμα κι αυτή την ασίγαστη μπαναλιτέ του καθημερινού ανθρώπου, αφού η ηρωίδα της, ακόμα κι αν ζει στα «επαναστατημένα» Εξάρχεια, ακόμα και με τις σπουδές της στην Αγγλία, ένα καθημερινό κορίτσι είναι, όπως χιλιάδες άλλα που τριγυρίζουν στην πόλη βάζοντας κάθε μέρα χιλιάδες ερωτηματικά στη ζωή. Ακόμα και την οικογένειά της θα την ήθελε πιο «κανονική», όπως εξομολογείται η ίδια σ’ έναν από τους περιπάτους της στην πλατεία.
Το ταλέντο της σκηνοθέτιδας και σεναριογράφου είναι ακριβώς αυτό: Συλλαμβάνει τις στιγμές αυτής της καθημερινότητας με σχεδόν ντοκιμαντερίστικο ρεαλισμό και ευθύγραμμη ειλικρίνεια. Έτσι καταφέρνει να έχει πολύ καλές ερμηνείες, τόσο από το ζευγάρι Μαρίας Γεωργιάδου-Δημήτρη Ξανθόπουλου, στο ρόλο της Ηλέκτρας και του Μανούσου αντίστοιχα, όσο και σ´ εκείνο της Θέμιδας Μπαζάκα και του Δημήτρη Πιατά, στο ρόλο της μάνας και του πατέρα, αν κι αυτοί πιο «επαγγελματικοί» στο παίξιμό τους από τους πρώτους. Ιδιαίτερα η σκηνή του επισκεπτηρίου, μεταξύ Γεωργιάδου και Ξανθόπουλου (σπουδαίος πράγματι ο Ξανθόπουλος!), δείχνει τη δεινότητα της σκηνοθέτιδας στο να αποσπά ερμηνείες τόσο φυσικές, που σχεδόν σε ξεγελούν πως τις έχει κλέψει με κρυφή κάμερα από τους πραγματικούς ήρωες.
Η έξοδος της ταινίας είναι ένα τηλέφωνο –οι ερωτευμένοι μόνο ξέρουν το πραγματικό βάρος ενός τηλεφωνήματος– και η μουσική. Η Ηλέκτρα χορεύει μαζί με τους άλλους νεολαίους σ’ ένα χάπενιγκ συντροφικής κουζίνας. Άλλωστε και στην ίδια αρέσει η μαγειρική. Η κοινωνία δεν αλλάζει και ο Μανούσος καταδικάζεται σε 25 χρόνια φυλακή, αλλά οι άνθρωποι συνεχίζουν να αγαπούν και ν’ αγαπιούνται. «Τι φοβάσαι περισσότερο;» τη ρωτάει κάποια στιγμή ο μικρός που τον προσέχει όταν λείπουν οι γονείς του. «Να μη μ’ αγαπάει κανείς», απαντά. Ο τίτλος της ταινίας, Συγχαρητήρια στους Αισιόδοξους?, που παραπέμπει στο ομώνυμο κόμικς της Μαφάλντας, καταγράφει και το μέγεθος της καλής αφέλειάς της, μιας νεανικότητας που δεν χάνεται με τα χρόνια και που την έχουμε ανάγκη. Όπως και την αισιοδοξία. Και η Κωνσταντίνα Βούλγαρη μαστόρεψε με δεξιότητα το ερωτηματικό της πάνω στη σημερινή Αθήνα. Ελπίζουμε και η αισιοδοξία της να είναι κολλητική στους σημερινούς Αθηναίους, σαν τα αυτοκόλλητα της Ηλέκτρας στους τοίχους.