Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από τη Ρήξη φ. 114
La danza de la Realidad, άλλως Ο χορός της πραγματικότητας, είναι η ζωή που έχει περάσει και που ανασαίνει στη μνήμη ενός γέροντα που κάποτε ήτανε παιδί. Είναι η πραγματικότητα που χορεύει, η πραγματικότητα παναπεί τονισμένη στους ρυθμούς της ποίησης, της τέχνης.
Γέροντας είναι ο ίδιος ο 86χρονος σκηνοθέτης Αλεχάνδρο Χοδορόφσκι –γεννηθείς στην Τοκοπίλια της Χιλής, το 1929–, ο οποίος ανοίγει την ταινία με ένα μονόλογο για το χρήμα, την πιο πραγματική πραγματικότητα, που θα έλεγαν κάποιοι, μέσα σ’ έναν κόσμο που μαστίζεται από την οικονομική κρίση. Ίσως να είναι το παράπονο του σκηνοθέτη, που, ελλείψει χρημάτων, έχει να κάνει ταινία από το 1990, ίσως να είναι και μια παρακαταθήκη: «Το χρήμα είναι σαν το αίμα γιατί δίνει ζωή μόνο όταν κυλά. Το χρήμα είναι σαν τον Χριστό γιατί σε ευλογεί μόνο αν το μοιράζεσαι». Ίσως πάλι να δίνει ιστορικά τη χρονολογία γέννησής του, το 1929, τη χρονιά του μεγάλου κραχ. Ίσως πάλι να δίνει, κατά τον σκηνοθέτη, την υλιστική βάση της ζωής.
Ο πατέρας του μικρού Αλεχάνδρο, ο Χάιμε, είναι μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Χιλής, από γενιά κυνηγημένων Εβραίων της Ουκρανίας, όπως και η μητέρα του η Σάρα. Στο κατάστημά του με γυναικεία είδη, που το ονομάζει «Ουκρανικό Οίκο», δεσπόζει η φωτογραφία του Στάλιν. Κι ο ίδιος ντύνεται σαν τον Στάλιν. Είμαστε στην Τοκοπίλια, που μνημονεύει στο «Πούσι» (1) ο θαλασσοπόρος Καββαδίας, στη μικρή πόλη-λιμάνι, απ’ όπου διέρχονται τα πλοία που διαπλέουν τον Ειρηνικό από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, χτισμένη στην αιχμηρή χιλιανή έρημο του βορρά, κοντά στα ορυχεία. Ο Χοδορόφσκι μας βάζει από την αρχή στη δική του πραγματικότητα, με οδηγό τη γεροντική μνήμη και με πρωταγωνιστή τα παιδικά μάτια. Αυτό το διπλό βλέμμα στήνει το χορό της πραγματικότητας, που τις πιο πολλές φορές μοιάζει με φαντασία. Σάμπως η μνήμη δεν χρωματίζει το παρελθόν με τα δικά της έντονα χρώματα; Αλλά μήπως και η ματιά ενός παιδιού δε δίνει στον κόσμο εξωπραγματικές διαστάσεις; Με αυτά τα υλικά στήνει τον υπερρεαλιστικό του κόσμο ο Χοδορόφσκι, χρωματίζοντας τις σκηνές του με τη φαντασία ενός κινούμενου σχεδίου ή του κόμικς, δίνοντας στους ήρωές του διαστάσεις τέτοιες που να χωρούν ταυτόχρονα στην ταινία και σ› ένα παραμύθι και στη σκηνή της όπερας. Ό,τι βλέπουμε δεν είναι απλώς πραγματικό, αλλά η ίδια η ιστορία του σκηνοθέτη, του επίσης ηθοποιού, συνθέτη, μίμου, σεναριογράφου κόμικς, ερμηνευτή του Ταρώ και ψυχοθεραπευτή. Ό,τι βλέπουμε, από την άλλη, δεν είναι παρά ο καρπός μιας ασίγαστης ποιητικής φαντασίας, που, αλήθεια είναι, κάποτε γίνεται ανοικονόμητη.
Έχει κανείς την αίσθηση ότι ο σκηνοθέτης κινείται κάπως σαν τον 80χρονο τότε Κουροσάβα στα Όνειρα (1990). Θυμάστε; Με οδηγό τη μνήμη των παιδικών του χρόνων, προσπαθεί να μιλήσει στον σημερινό κόσμο, που οι μάστιγές του είναι πολλές και όχι μόνο το χρήμα. Η αμάχη του ανθρώπου με τη φύση, η τυραννική εξουσία που αλλοιώνει τις σχέσεις, αλλά και τη δράση των ανθρώπων και, φυσικά, το ερώτημα για το επέκεινα, για το Θεό τον ίδιο, για το νόημα της ζωής, είναι τα μεγάλα ζητήματα για τα οποία ο σκηνοθέτης προσπαθεί να πει ένα λόγο.
Όχι, η ταινία δεν είναι ένα κήρυγμα, ούτε μια γεροντική παρακαταθήκη. Είναι ένας κινηματογράφος, που σήμερα, με τον κατακλυσμό από τυποποιημένες εικόνες της «πραγματικότητας» ίσως φαίνεται «εξωπραγματικός». Είναι ο κινηματογράφος που ξαναγυρίζει στις πηγές του, στο Τσίρκο, στο λαϊκό θέαμα, στη φαντασμαγορία, στα εφέ, όχι όπως μας τα έχει μάθει η μονοκαλλιέργεια του Χόλλυγουντ. Λατίνος στην ιδιοσυγκρασία και στην αυτοσυνειδησία του ο Χοδορόφσκι, ίσως να χάνει κάποτε το μέτρο, κυρίως γιατί προσπαθεί να μιλήσει ταυτόχρονα για όλα, για το κοινωνικό πρόβλημα και για το πρόβλημα του Θεού, για την ενηλικίωση και για την ανδρική ωριμότητα, για τη φύση του άνδρα και της γυναίκας. Παρ’ όλα αυτά, η ποιητική του φλέβα βρίσκει τρόπο στο τέλος να ισορροπήσει. Οι ακραίες αντιθέσεις, ριζωμένες ενδεχομένως στο τοπίο της γενέθλιάς του γης, δίνουν παλμό στην ιδιόρρυθμη τοποθέτησή του απέναντι στον άνθρωπο, τη ζωή και την Ιστορία: σώμα-ψυχή, δύναμη-ευαισθησία, αθεΐα-θεοσοφισμός, πίστη-μηδενισμός, επανάσταση-υποταγή, θάνατος-ζωή. Όλα έχουν το αντίθετό τους και όλα συμμείγνυνται στη ματιά του ήρωα, που δεν είναι άλλος από τον σκηνοθέτη.
Η ταινία είναι αυτοβιογραφική. Αν και δεν πρέπει να μπερδευόμαστε, ο ποιητής που με το έργο του αυτοβιογραφείται, δεν μιλά για τον εαυτό του. Ή δεν μιλά μόνο για τον εαυτό του. Και σε μια αυτοβιογραφική ταινία είναι ευφυές που ο σκηνοθέτης έμπασε όλη του την οικογένεια: ο γιος του Μπρόντις Χοδορόφσκι υποδύεται τον Χάιμε, τον αυστηρό πατέρα, κι αποκαλύπτει ένα έκτακτο υποκριτικό ταλέντο. Ο ίδιος ο Αλεχάνδρο εμφανίζεται ως ο καλός άγγελος του μικρού Αλεχάνδρο, ο ίδιος του ο εαυτός δηλαδή από το μέλλον. Τον αναρχοκομμουνιστή-επίδοξο δολοφόνο του δικτάτορα τον υποδύεται ο άλλος του γιος, ο Αδάν(μ) Χοδορόφσκι και τον θεοσοφιστή, Κριστόμπαλ Χοδορόφσκι (2), ο γιος του επίσης Άξελ. Ο μικρός Αλέξανδρος είναι ο Χερεμίας Χέρσκοβιτς, ο οποίος αναδεικνύεται σε πολύ καλό ερμηνευτή, σε ένα ρόλο με πάρα πολλές απαιτήσεις. Η Πάμελα Φλόρες υποδύεται τη Σάρα, μια μητρική φιγούρα και ταυτόχρονα εκρηκτική γυναίκα, που μιλάει πάντοτε τραγουδιστά. Ρόλος της ταινίας και ρόλος σε όπερα ταυτόχρονα, η Σάρα είναι από τα πιο εύστοχα ευρήματα του σκηνοθέτη και διευρύνει τον ορίζοντα της αυτοβιογραφίας, καθώς λέγεται πως η σχέση του Αλεχάντρο με την πραγματική του μητέρα ήταν τελείως διαφορετική. Ο τραγουδιστός αυτός ρόλος ταυτόχρονα διευρύνει και τα όρια της πραγματικότητας που σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να συγχέουμε με το ρεαλισμό. Κι ο Μπαστιάν Μποντενχόφερ υποδύεται πειστικά το δικτάτορα συνταγματάρχη Κάρλος Ιμπάνιες, μια καρικατούρα ούτως ή άλλως στο έργο.
Εκείνο που αξίζει να προσεχθεί, τέλος, είναι ο τρόπος που ο Χοδορόφσκι κινηματογραφεί τη γενέθλια πόλη του, την Τοκοπίλια, όπως τη μεταγράφει ο Καββαδίας, την Τοκοπίλια, όπως τη λένε οι ισπανομαθείς. Πραγματική και αλλόκοσμη συνάμα, η πόλη του σκηνοθέτη αναδεικνύεται σε πραγματικά κινηματογραφική πόλη. Εάν δεν γνωρίζαμε πως πράγματι υπάρχει και πως σε αυτήν γεννήθηκε ο σκηνοθέτης, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι είναι μια πόλη-σκηνικό, κατασκευασμένη κάπου στην έρημο για τις ανάγκες της ταινίας. Σ’ αυτό συμβάλλει η σκηνογραφική παρέμβαση στην πραγματική πόλη, αλλά και ο τρόπος που ο Χοδορόφσκι την πλανάρει. Δεν αφήνεται σε μια περιδιάβαση, ούτε κινηματογραφεί πραγματικές σκηνές από την καθημερινότητά της. Της δίνει περισσότερο τη θέση ενός σκηνικού φαντασίας μπροστά στο οποίο ξετυλίγεται η φαντασμαγορία της ταινίας. Είναι η πόλη που κουβαλάει μέσα του, αποθηκευμένη στις παιδικές του μνήμες, και όχι η πραγματική, σημερινή πόλη.
Αλλά μήπως έτσι δεν είναι και η γενέθλια πόλη που ο καθένας από μας κουβαλά μέσα του; Τόσο αλλόκοτη και τόσο διαφορετική από αυτό που η ίδια η πόλη μας είναι σήμερα…
(1) Το πολυτραγουδισμένο: «Βλαστημᾶ ὁ λοστρόμος τὸν καιρὸ / κ᾿ εἶν᾿ ἀλάργα τόσο ἡ Τοκοπίλλα. / Ἀπὸ νὰ φοβᾶμαι καὶ νὰ καρτερῶ / κάλλιο περισκόπιο καὶ τορπίλλα.»
(2) Πρόκειται για πραγματικό πρόσωπο, τον ποιητή, ηθοποιό και «ψυχοσαμάνο» Κριστόμπαλ Χοδορόφσκι Τρουμπλάι, δες www.cristobaljodorowsky.com